Jump to content


Search the Community

Showing results for tags 'thelab.gr'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • TheLab.gr
    • Thelab.gr Νέα και σχόλια
    • Παρουσιάσεις Μελών
    • Από το Εργαστήρι
    • Τεχνολογικοί Προβληματισμοί
    • Δημοσκοπήσεις
  • Hardware & Overclocking
    • Intel Platform
    • AMD Platform
    • Κάρτες Γραφικών
    • Μνήμες RAM DDR/DDR2/DDR3/DDR4/DDR5
    • Συσκευές Αποθήκευσης
    • Κουτιά
    • Ψύξη
    • Τροφοδοτικά
    • Γενικά για Η/Υ
    • Modding & DIY
    • Μετρήσεις & Αποτελέσματα Υπερχρονισμών
  • Εργαλεία και Ιδιοκατασκευές (DIY)
    • Το στέκι του μάστορα
  • Περιφερειακά
    • Οθόνες & Projectors
    • Πληκτρολόγια και ποντίκια
    • Ήχος και Multimedia
    • Εκτυπωτές
    • Λοιπά Περιφερειακά
    • Τεχνολογία VR
  • Software & Δίκτυα
    • Windows
    • Linux
    • Mac OS
    • Δίκτυα
    • Internet & Τηλεφωνία
    • Antivirus & Security
  • Gaming
    • PC Gaming
    • Steam & άλλες κοινότητες
    • Console & Handheld Gaming
  • Κινητές πλατφόρμες
    • Φορητοί υπολογιστές
    • Smartphones
    • Tablets
    • Gadgets
  • Φωτογραφία κι εξοπλισμός
    • Φωτογραφικές μηχανές και λοιπά αξεσουάρ
    • Φωτογραφίες, επεξεργασία και δοκιμές
  • IT Section
    • Servers - Ηardware & Cloud Apps
    • Server OS & Virtualisation
    • Networking
    • Programming - Scripting & Databases
    • Web Development & DTP
  • Προσφορές & καταστήματα
    • Προσφορές και ευκαιρίες αγορών
    • Τι-Που-Πόσο
  • Γενική Συζήτηση
    • Off topic
    • The Jungle
    • Forum Δοκιμών
    • Αρχείο

Categories

  • Δελτία Τύπου
  • Hardware
  • Windows
  • Linux
  • Software
  • Artificial Intelligence
  • Gaming
  • Geek
  • Ασφάλεια
  • Διαδίκτυο
  • Crypto
  • FinTech
  • Κινητά
  • Επιστήμη
  • Tech Industry
  • Home Entertaiment
  • Προσφορές
  • Consumer's bulletin
  • Press Releases in English
  • Ειδήσεις

Categories

  • Cases Reviews
  • Heatsinks, Coolers & Watercooling Reviews
  • Input Devices & Peripherals Reviews
  • Barebones, NAS, Media Players Reviews
  • SSDs, HDDs and Controllers Reviews
  • Smartphones, Tablets and Gadgets Reviews
  • VGAs, Motherboards, CPUs & RAM Reviews
  • Power Supplies Reviews
  • Software & Games Reviews
  • Από το Εργαστήρι
  • Reviews in English

Categories

  • Desktop - Laptop
  • Monitors - TVs
  • Hardware Parts
  • Peripherals
  • Gaming Consoles
  • Mobile Devices
  • Gadgets
  • Hand - Electric Tools
  • Διάφορα
  • Ζήτηση
  • Προσφορά και ζήτηση εργασίας

Blogs

  • in|security
  • freesoft.gr
  • Virtual[DJD]
  • Οι αυτοματισμοί του τεμπέλη...
  • test1
  • Advertorial
  • InfoLab

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Website URL


Περιοχή


Ενδιαφέροντα


Επάγγελμα


Steam


Biography

  1. Εισαγωγή Η αγορά είναι γεμάτη με ακουστικά και headsets (ακουστικά με μικρόφωνο). Υπάρχουν επιλογές για κάθε γούστο και κάθε τσέπη, με το επίκεντρο του marketing να βρίσκεται στις πολλαπλές δυνατότητες ασύρματης συνδεσιμότητας και - φυσικά - στο φωτισμό RGB. Ασχολείται κανείς πλέον με το βασικό χαρακτηριστικό ενός σετ ακουστικών, τον ήχο, ή έχουμε χάσει εντελώς το μέτρο και τον στόχο; Η ερώτηση έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις και ο καθένας καλείται να δώσει τη δική του απάντηση. Η Corsair, γνωστή για την πληθώρα headsets που διαθέτει στην αγορά, έδωσε τη δική της, διαθέτοντας στην αγορά ένα headset που επικεντρώνεται ακριβώς σε αυτό: Τον ήχο. Χωρίς RGB, χωρίς ασύρματη συνδεσιμότητα, χωρίς καν συνδεσιμότητα USB, το Corsair Virtuoso Pro είναι ένα αναλογικό headset, με προαιρετική προσάρτηση μικροφώνου, του οποίου όλο το κόστος εξέλιξης και παραγωγής πήγε στην ποιότητα κατασκευής και - κυρίως - στην ποιότητα του ήχου. Σε έναν κόσμο ο οποίος κυριαρχείται και κατά τη γνώμη μου καταδυναστεύεται από τις συχνά γελοίες προσταγές του marketing, είναι πραγματικά αναζωογονητικό να βλέπω εταιρίες να παράγουν προϊόντα που επικεντρώνονται στην ποιοτική εξυπηρέτηση του βασικού τους στόχου. Το πόσο καλά το καταφέρνει αυτό το Corsair Virtuoso Pro, θα το δούμε στις επόμενες γραμμές αυτού του review. Συσκευασία - Παρελκόμενα Καθώς οι πρώτες εντυπώσεις είναι σημαντικές, η συσκευασία προδιαθέτει θετικά όσον αφορά την ποιότητα. Ακολουθώντας το γνωστό, κιτρινόμαυρο χρωματικό μοτίβο, είναι σοβαρή και κυριαρχείται από φωτογραφίες του Corsair Virtuoso Pro από εντυπωσιακές γωνίες. Στο πίσω μέρος της συσκευασίας βρίσκουμε σε 7 γλώσσες, μη συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής, τα βασικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Εντός, βρίσκουμε μια σκληρή θήκη μεταφοράς, επενδυμένη με ύφασμα και ένα φυλλάδιο με τις οδηγίες της εγγύησης. Το QR Barcode στο εσωτερικό της συσκευασίας οδηγεί στο quick start guide. Η θήκη μεταφοράς φαίνεται να είναι καλής ποιότητας και σίγουρα ικανή να προστατεύσει το περιεχόμενό της. Έχει το λογότυπο της εταιρίας ανάγλυφο στη μία πλευρά ενώ η λαβή μεταφοράς δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά είναι επαρκής, χωρίς να προσθέτει όγκο. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Πριν ανοίξουμε όμως τη θήκη, ας δούμε τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Corsair Virtuoso Pro, όπως τα αναφέρει η εταιρία. Το πιο σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί το Corsair Virtuoso Pro είναι οι custom οδηγοί ήχου των 50 χιλιοστών με διάφραγμα από γραφένιο. Το γραφένιο είναι ένα σχετικά νέο υλικό που διαθέτει εξαιρετικές ιδιότητες όσον αφορά τη χρήση του στην κατασκευή διαφράγματος ηχείου. Το διάφραγμα ενός ηχείου πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ελαφρύτερο για να έχει την ελάχιστη δυνατή αδράνεια και να επιτρέπει την μετακίνησή του από το ηχητικό πηνίο με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα και ακρίβεια, χωρίς μεγάλη κατανάλωση ενέργειας. Παράλληλα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο άκαμπτο για να μην προκαλεί παραμόρφωση του ήχου. Το γραφένιο είναι ίσως το καλύτερο υλικό που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή που συνδυάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτές τις ιδιότητες. Κατά τα άλλα, η απόκριση συχνοτήτων είναι, στα χαρτιά, εξαιρετική, καλύπτοντας το εύρος των 20Hz έως 40KHz. Η αντίσταση είναι στα 32Ohm, εξασφαλίζοντας εύκολη οδήγηση του headset, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις σε ισχύ από τον ενισχυτή και η ευαισθησία των 117dB υπόσχεται δυνατές εντάσεις ήχου. Το μικρόφωνο είναι μονοκατευθυντικό για να απορρίπτει κατά το δυνατόν τους θορύβους του περιβάλλοντος και έχει τη συχνά απαντούμενη για μικρόφωνα αντίσταση των 2,2KOhm, εύρος απόκρισης συχνοτήτων 100Hz με 10KHz και ευαισθησία -41dB, οπότε μπορούμε να περιμένουμε την απόδοση που έχουμε δει από τα μικρόφωνα άλλων headsets της εταιρίας. Το βάρος των 338g είναι ελαφρώς μικρότερο από κάποια μοντέλα με ασύρματη σύνδεση και μπαταρία αλλά θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι και λίγο χαμηλότερο. Δεν αποτελεί πάντως πρόβλημα καθώς είναι σε φυσιολογικά επίπεδα. Κάτω από το φακό Ώρα να ανοίξουμε τη θήκη μεταφοράς. Τα ακουστικά είναι τοποθετημένα στη μία της πλευρά ενώ στην άλλη υπάρχει θήκη για όλα τα καλώδια. Η θήκη για τα καλώδια έχει velcro στην άκρη της έτσι ώστε να εξασφαλίζεται πως τα καλώδια θα μείνουν εντός αυτής κατά τη μεταφορά. Το Corsair Virtuoso Pro συνοδεύεται από 3 καλώδια. Πρόκειται για ένα καλώδιο σύνδεσης των ακουστικών, ένα καλώδιο σύνδεσης των ακουστικών που περιλαμβάνει και μικρόφωνο, μετατρέποντας τα ακουστικά σε headset και ένα καλώδιο που διαχωρίζει το τετραπολικό βύσμα του τελευταίου σε ξεχωριστά βύσματα σύνδεσης ακουστικών και μικροφώνου. Προαιρετικά και ξεχωριστά, με κόστος δηλαδή, η εταιρία διαθέτει και balanced καλώδιο σύνδεσης ακουστικών με βύσμα 4,4 χιλιοστών. Αν η πηγή σας το υποστηρίζει, ένα balanced καλώδιο εξασφαλίζει την αποβολή ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών από το περιβάλλον καθώς και ενδεχομένως καλύτερο στερεοφωνικό διαχωρισμό, κάτι που δεν μπόρεσα να δοκιμάσω καθώς το καλώδιο δεν ήταν διαθέσιμο. Το balanced καλώδιο φαίνεται στην παρακάτω εικόνα, κάτω στο κέντρο, με τα καλώδια που περιλαμβάνονται στη συσκευασία να συμπληρώνουν την εικόνα. Ας δούμε από πιο κοντά τα καλώδια, ξεκινώντας με το καλώδιο σύνδεσης των ακουστικών, χωρίς μικρόφωνο. Πρόκειται για sleeved καλώδιο μήκους 2 μέτρων με επιχρυσωμένα βύσματα. Η ποιότητά του φαίνεται καλή και είναι αρκετά εύκαμπτο. Περίπου 43 εκατοστά από τη μία του άκρη υπάρχει ένας διαχωρισμός από 1 σε 2 καλώδια που καλύπτεται από πλαστικό το οποίο φέρει το λογότυπο της εταιρίας. Στην πλευρά που συνδέεται στην πηγή του ήχου, το καλώδιο φέρει στερεοφωνικό βύσμα 3,5 χιλιοστών. Στην πλευρά που συνδέεται με τα ακουστικά, που είναι και η πλευρά κοντά στο διαχωρισμό από 1 σε 2 καλώδια, φέρει 2 μονοφωνικά βύσματα 3,5 χιλιοστών. Τα 2 βύσματα μοιάζουν ίδια αλλά δεν είναι. Εκτός από τα διακριτικά R και L για το δεξί και αριστερό ηχείο αντίστοιχα, το βύσμα που συνδέεται στο αριστερό ακουστικό φέρει τετραγωνισμένο τμήμα που κουμπώνει σε αντίστοιχη εσοχή στο αριστερό ηχείο. Έτσι εξασφαλίζεται η σωστή τοποθέτηση του καλωδίου. Το δεύτερο καλώδιο είναι παρόμοιο εκτός από το γεγονός ότι φέρει και μικρόφωνο. Είναι επίσης μήκους 2 μέτρων. Έτσι το βύσμα σύνδεσης στην πηγή είναι πλέον τετραπολικό 3,5 χιλιοστών για να μεταφέρει τόσο το στερεοφωνικό σήμα όσο και το σήμα του μικροφώνου. Το μικρόφωνο βρίσκεται σε εύκαμπτο βραχίονα με sleeving όμοιο με του καλωδίου, ο οποίος ξεκινάει από το βύσμα σύνδεσης του αριστερού ηχείου. Είναι σαφές ότι το μικρόφωνο αποτελεί τμήμα του καλωδίου και όχι των ακουστικών. Το βύσμα σύνδεσης του αριστερού ηχείου, από το οποίο βύσμα ξεκινάει ο βραχίονας του μικροφώνου, φέρει και εδώ το τετραγωνισμένο τμήμα που είδαμε και στο άλλο καλώδιο αλλά επίσης φέρει και διακόπτη σίγασης του μικροφώνου. Το μικρόφωνο είναι καλαίσθητο, μικρού σχετικά μεγέθους και μονοκατευθυντικό. Αν ανασηκώσουμε τα ακουστικά, βρίσκουμε ακόμα ένα αξεσουάρ που σχετίζεται με το μικρόφωνο. Πρόκειται για ένα απλό pop filter. Τέλος, το καλώδιο διαχωρισμού ηχείων και μικροφώνου. Είναι καλώδιο μήκους 24,5 εκατοστών που διαχωρίζει το τετραπολικό βύσμα του καλωδίου με μικρόφωνο σε 2 στερεοφωνικά, ένα για τα ακουστικά και ένα για το μικρόφωνο, σε περίπτωση που η πηγή μας έχει ξεχωριστές υποδοχές. Ο διαχωρισμός από 1 σε 2 καλώδια γίνεται περίπου στη μέση του μήκους του καλωδίου. Τα βύσματα είναι χρωματικά κωδικοποιημένα, πράσινο για τα ηχεία, ροζ για το μικρόφωνο. Η σύνδεση του καλωδίου διαχωρισμού στο καλώδιο με το μικρόφωνο είναι ιδιαίτερα απλή και φαίνεται παρακάτω. Αφού λοιπόν καλύψαμε τα παρελκόμενα, φτάσαμε επιτέλους στην ουσία. Ο σχεδιασμός των Corsair Virtuoso Pro είναι λιτός και δανείζεται πινελιές από πολύ ακριβότερες (και ποιοτικότερες) υλοποιήσεις που ανήκουν στην σφαίρα του audiophile. Το αν ο ήχος ακολουθεί, στο βαθμό που επιτρέπει η κατηγορία κόστους, μένει να το δούμε. Το προϊόν διατίθεται σε 2 χρώματα, μαύρο που είναι και το δείγμα μου και λευκό. Σε πρώτη εικόνα, τα υλικά φαίνονται ποιοτικά αν και η εκτεταμένη χρήση - ποιοτικού ομολογουμένως - πλαστικού δεν συνάδει με τις σοβαρές σχεδιαστικές γραμμές που παραπέμπουν σε ποιοτικότερες και ακριβότερες υλοποιήσεις. Εκεί πάντως που υπάρχει καταπόνηση των υλικών, στο σημείο δηλαδή προσάρτησης του κάθε ηχείου στη στέκα, συμπεριλαμβανομένων των αρθρώσεων, χρησιμοποιείται αλουμίνιο. Αν όμως πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή προσανατολισμού του κόστους κατασκευής στην ποιότητα του ήχου περισσότερο από ότι στα υλικά, τότε όχι μόνο το δέχομαι αλλά το επικροτώ. Θα δούμε λοιπόν. Τα ηχεία του Corsair Virtuoso Pro είναι ανοιχτού τύπου, που σημαίνει ότι το πίσω μέρος τους είναι ανοιχτό και αφήνει τον ήχο να ακούγεται στο περιβάλλον. Ναι, καλά καταλάβατε, χρησιμοποιώντας τα Corsair Virtuoso Pro θα ενοχλείτε τους γύρω σας. Είναι σαφές ότι και εδώ συνεχίζεται το μοτίβο του όλα θυσιάζονται στο βωμό της ποιότητας του ήχου, καθώς αυτός ο σχεδιασμός έχει πιθανά ηχητικά πλεονεκτήματα, αφού το πίσω μέρος του οδηγού δεν παρεμποδίζεται από αυξομειώσεις της πίεσης που έχει ένα κλειστό ηχείο. Η πλευρά που οδηγεί τον ήχο στο αυτί έχει μεγάλο άνοιγμα, οπότε μπορεί με άνεση να χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους με... μεγάλα αυτιά. Φέρει μαλακό μαξιλαράκι με υφασμάτινο κάλυμμα που είναι άνετο αλλά όχι τόσο άνετο όσο αυτό που χρησιμοποιείται στα HS80 και HS80 Max. Πάνω από το μαξιλαράκι βρίσκουμε έντυπο το σύμβολο R για το δεξί ηχείο και L για το αριστερό. Ακόμα πιο πάνω υπάρχει ο μηχανισμός επέκτασης της στέκας. Η στέκα καλύπτεται εσωτερικά από μαλακό μαξιλαράκι επενδυμένο με το ίδιο ύφασμα το οποίο φέρει ωραίες ραφές. Ο μηχανισμός σύνδεσης των ηχείων με τη στέκα είναι μεταλλικός, στιβαρός και παρέχει όλη την απαραίτητη κινητικότητα για την προσαρμογή των ακουστικών σε κάθε τύπο κεφαλιού, καθώς και για την αποθήκευσή τους στη θήκη μεταφοράς. Στο επάνω μέρος της στέκας βρίσκουμε υφασμάτινη λωρίδα με το λογότυπο της εταιρίας. Ένα θετικό στοιχείο του σχεδιασμού των Corsair Virtuoso Pro είναι ότι τα τμήματά τους που ενδέχεται να φθαρούν είναι αφαιρούμενα και συνεπώς αντικαταστάσιμα, αν προσφέρει η εταιρία ανταλλακτικά που φαντάζομαι ότι θα προσφέρει για να διαφημίζει το εν λόγω χαρακτηριστικό. Τα εξωτερικά καλύμματα των ηχείων μπορούν να αφαιρεθούν με ένα απλό τράβηγμα του κάτω μέρους τους προς τα έξω. Αυτό, εκτός από τη δυνατότητα αντικατάστασης, μας δίνει και πρόσβαση για να δούμε το πίσω μέρος του ηχείου. Ένα άλλο τμήμα που είναι αφαιρούμενο, είναι τα μαξιλαράκια των ακουστικών. Αυτό είναι πολύ πιο χρήσιμο, καθώς τα μαξιλαράκια είναι πάντα το τμήμα που φθείρεται πρώτο και επηρεάζει μάλιστα τη χρήση. Η αφαίρεσή τους γίνεται με απλή περιστροφή, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα. Εκτός από τη δυνατότητα αντικατάστασης, έχουμε και πρόσβαση στο εμπρός μέρος του ηχείου. Η κατασκευή δείχνει καλή. Το τρίτο και τελευταίο μέρος που μπορεί να αφαιρεθεί και να αντικατασταθεί είναι το μαξιλαράκι της στέκας, όπως δείχνει η παρακάτω εικόνα. Ως bonus, αφαιρούμενη είναι και η υφασμάτινη λωρίδα στο επάνω μέρος της στέκας, με το λογότυπο, αν και το συγκεκριμένο δεν εξυπηρετεί κάτι. Αυτά είναι λοιπόν τα ακουστικά Corsair Virtuoso Pro, η αν προτιμάτε το καλώδιο με μικρόφωνο, το headset. Συνδεσιμότητα Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, εδώ τα πράγματα είναι αυτονόητα. Συνδέουμε το καλώδιο και στα 2 ηχεία, προσέχοντας τα L / R και το να μπει σωστά η τετραγωνισμένη άκρη του αριστερού βύσματος στην εσοχή. Αν προτιμάμε τη χρήση ως headset, συνδέουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το καλώδιο που περιλαμβάνει το μικρόφωνο. Στη συνέχεια, συνδέουμε την άλλη άκρη του καλωδίου στην πηγή του ήχου και αν επιλέξαμε το καλώδιο με το μικρόφωνο και στην υποδοχή του μικροφώνου. Εδώ βλέπετε τα Corsair Virtuoso Pro συνδεδεμένα στην έξοδο ακουστικών του Elgato Wave XLR. Το marketing της εταιρίας προωθεί τη χρήση των Corsair Virtuoso Pro με το Elgato Wave XLR καθώς σίγουρα το DAC που εμπεριέχει το τελευταίο προσφέρει καλύτερο ήχο από οποιαδήποτε ενσωματωμένη σε μητρική κάρτα ήχου. Διαφημίζουν μάλιστα και τις δυνατότητες που παρέχει το Elgato Wave XLR σε μίξη και VST Plugins μέσω του λογισμικού Elgato Wave Link. Προσωπικά δε θεωρώ ότι είναι δόκιμο να προσάψουμε τις δυνατότητες που παρέχονται από το Audio Interface στα εντελώς αναλογικά Corsair Virtuoso Pro, οπότε δε θα επεκταθώ επί αυτού. Χειρισμός Ο χειρισμός του Corsair Virtuoso Pro, ως headset, περιλαμβάνει μόνο ένα χειριστήριο: Αυτό της σίγασης του μικροφώνου που βρίσκεται πάνω στο βύσμα σύνδεσης, όπως είδαμε παραπάνω. Κατά τα άλλα, ο χειρισμός και οι ρυθμίσεις γίνονται αποκλειστικά από την πηγή του ήχου και το audio interface όπου συνδέουμε το headset. Άνεση Τα Corsair Virtuoso Pro διαθέτουν μεγάλα, μαλακά μαξιλαράκια στα ηχεία και στη στέκα που παράλληλα με το φυσιολογικό βάρος τα κάνουν αρκετά άνετα. Όχι τόσο άνετα όσο το Corsair HS80 που είναι πραγματικά το πιο άνετο headset που έχω δοκιμάσει και έχει γίνει σημείο αναφοράς στον τομέα αυτόν, αλλά σίγουρα με εξαίρεση αυτό, από τα πιο άνετα ακουστικά που έχω δοκιμάσει. Εξαίρεση αποτελούν οι έχοντες μεγάλα αυτιά, καθώς σε αυτή την περίπτωση, το μεγαλύτερο άνοιγμα που έχει το κάθε ηχείο κάνει τα Corsair Virtuoso Pro πιο άνετα από το HS80, τουλάχιστον στα σημεία επαφής τους με τα αυτιά. Ήχος Όλα λοιπόν οδηγούν εδώ. Είναι σαφές ότι ο στόχος και η ουσία του συγκεκριμένου προϊόντος είναι η ποιότητα του ήχου. Ακόμα και με τη χρήση πανάκριβών audio analyzers, αν τους είχαμε που δεν τους έχουμε, το μόνο που θα μπορούσαμε να πάρουμε είναι μετρήσεις και δεδομένα που δείχνουν πόσο "σωστά" παίζει ένα ηχείο αλλά σε καμία περίπτωση δε δίνουν την αίσθηση που προσφέρει στον ακροατή, η οποία είναι και υποκειμενική. Όπως είμαι σίγουρος ότι θα πει ο φίλος και συνάδελφος @GriGaS, τα δικά μου αυτιά είναι και καλομαθημένα και απαιτητικά και ομολογώ ότι κανένα headset που έχω δοκιμάσει έως τώρα δεν έχει κερδίσει μόνιμη θέση στο γραφείο μου, πέρα από περιστασιακή χρήση για καταστάσεις όπου απαιτείται ησυχία. Θα προσπαθήσω λοιπόν να είμαι ευγενικός και να κρίνω τα Corsair Virtuoso Pro ανάλογα με την κατηγορία τιμής τους. Εκεί λοιπόν, δεν έχω δοκιμάσει κάτι καλύτερο. Φαίνεται ότι η εξοικονόμηση κόστους που προέκυψε από την επιλογή μη ύπαρξης ασύρματης συνδεσιμότητας, RGB και λοιπόν δευτερευόντων χαρακτηριστικών, έπιασε τόπο. Μπορώ επίσης να καταλάβω σαφώς την διαφορά που προσδίδει η χαμηλή αδράνεια και υψηλή ακαμψία του διαφράγματος από γραφένιο, αφού σε κάθε ένταση που τα δοκίμασα, τα Corsair Virtuoso Pro είχαν υψηλή απόκριση χωρίς καθυστερήσεις και χαμηλή παραμόρφωση. Το μπάσο είναι δυνατό βαθύ, ίσως λίγο παραπάνω δυνατό από ότι προτιμώ προσωπικά αλλά αυτό σίγουρα θα ευχαριστήσει την πλειοψηφία των ακροατών και μπορεί εύκολα να ρυθμιστεί στα γούστα του κάθε χρήστη με τη χρήση ισοσταθμιστή (equalizer). Ομολογώ ότι του έβαλα δύσκολα, προσπαθώντας να το κάνω να καθυστερήσει λίγο ή να παραμορφώσει και - εντάξει - το κατάφερα σε κάποιο βαθμό με κομμάτια που είναι για να παιχτούν από κάτι σε πολύ υψηλότερη κατηγορία κόστους από αυτή των Corsair Virtuoso Pro. Ακόμα και τότε όμως, όλα ήταν υπό σχετικό έλεγχο και η μουσική, ευχάριστη. Colour me impressed! Οι μεσαίες συχνότητες συνήθως δεν απολαμβάνουν της προσοχής που τους αρμόζει και αυτό είναι μεγάλο λάθος πολλών reviewers και χρηστών για 2 λόγους. Αφ' ενός είναι οι συχνότητες στις οποίες έχει τη μεγαλύτερη ευαισθησία το ανθρώπινο αυτί και αυτό διότι - αφ' ετέρου - είναι οι συχνότητες στις οποίες ακούγεται η ανθρώπινη φωνή. Δεν είχα κάποιο παράπονο και εδώ. Οι μεσαίες ήταν φυσικές και γεμάτες χωρίς να "πνίγονται" από άλλες ή να πνίγουν άλλες "συχνότητες". Εντάξει, δεν είχαν το βάθος και τις αρμονικές άλλων, πολύ ακριβότερων υλοποιήσεων, αλλά και μόνο που καταφεύγω σε μια τέτοια σύγκριση για να βρω κάτι αρνητικό να αναφέρω, λέει πολλά. Οι υψηλές συχνότητες είναι καθαρές, ζωντανές, χωρίς να τσιρίζουν ή να κουράζουν και δένουν αρμονικά με το σύνολο. Ίσως και εκεί να λείπουν κάποιες αρμονικές για να εκτοξεύσουν την ηχητική απόλαυση, αλλά είπαμε, δε θέλουμε να προσθέσουμε κανένα μηδενικό στο τέλος της τιμής. Sound Stage από ακουστικά σε αυτή την κατηγορία τιμής δεν περιμένω. Κι όμως, υπάρχει, σε κάποιο βαθμό. Δεν είναι σε καμία περίπτωση σε άριστο επίπεδο αλλά και μόνο που υπάρχει Sound Stage και ηχητικός διαχωρισμός σε αυτή την κατηγορία κόστους, είναι επίτευγμα. Το Sound Stage όχι μόνο κάνει την ακρόαση της μουσικής πιο ευχάριστη, προσθέτοντας ρεαλισμό αλλά παίζει και σημαντικό ρόλο κατά το gaming, καθώς εξυπηρετεί την κατευθυντική αντίληψη του ήχου. Παίζοντας Starfield με τα Corsair Virtuoso Pro, μπορούσα με ευκολία να αντιληφθώ την προέλευση του κάθε ήχου, κάνοντας την εμπειρία πολύ πιο immersive αλλά και δίνοντάς μου σημαντικό πλεονέκτημα στις μάχες. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τις δοκιμές του ήχου, συνέδεσα τα Corsair Virtuoso Pro σε 3 πηγές: Την ενσωματωμένη κάρτα ήχου μιας μητρικής ASUS Crosshair X670E Hero, το Elgato Wave XLR και την κάρτα ήχου ASUS Xonar D2X, παίρνοντας φανερά ανώτερη ποιότητα ήχου από τις 2 τελευταίες πηγές. Αυτό δείχνει ότι το προϊόν έχει δυνατότητες σημαντικά πάνω από αυτές που μπορεί να αξιοποιήσει μια ενσωματωμένη κάρτα ήχου και ίσως ακόμα και από αυτές του Elgato Wave XLR και της ASUS Xonar D2X. Συνολικά, όσον αφορά την ποιότητα του ήχου, τα Corsair Virtuoso Pro προσφέρουν, γενναιόδωρα, ηχητική ποιότητα πάνω από την κατηγορία κόστους τους. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, έχω σταματήσει την ηχητική ανάλυση και ακούω τα αγαπημένα μου μουσικά κομμάτια, εξακολουθώντας να χρησιμοποιώ για το σκοπό αυτό τα Corsair Virtuoso Pro, συνδεδεμένα στην ASUS Xonar D2X. Το χαμόγελο και η πληκτρολόγηση στο ρυθμό της μουσικής τα λένε όλα. Μικρόφωνο Το μικρόφωνο που συνδέεται προαιρετικά στα Corsair Virtuoso Pro και τα μετατρέπει σε headset είναι... ΟΚ. Στα θετικά του είναι ο καθαρός ήχος που λαμβάνει και η απόρριψη σε αρκετά υψηλό βαθμό των θορύβων του περιβάλλοντος. Στα αρνητικά του είναι η χαμηλή ένταση στην οποία καταγράφει τον ήχο. Αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα και απαιτεί πολύ προσεκτική τοποθέτηση του μικροφώνου σε σχέση με το στόμα του ομιλητή - χιλιοστά κυριολεκτικά μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Αν το μικρόφωνο τοποθετηθεί μακριά, ο ήχος που καταγράφεται είναι καθαρός αλλά πολύ χαμηλής έντασης. Αν τοποθετηθεί πολύ κοντά, βελτιώνεται το πρόβλημα της έντασης αλλά αρχίζει το popping. Πολύ μεγάλη βοήθεια στην αντιμετώπιση αυτού προσφέρει το pop filter που συμπεριλαμβάνεται στη συσκευασία και του οποίου τη χρήση συστήνω ανεπιφύλακτα καθώς επιτρέπει τη χρήση του μικροφώνου σε απόσταση από το στόμα που χωρίς αυτό θα υπήρχαν pops. Δε νομίζω ότι έχω κάτι παραπάνω να προσθέσω πέρα από το παρακάτω video για να ακούσετε και μόνοι σας. Καθώς το YouTube αναπόφευκτα χρησιμοποιεί απωλεστικό αλγόριθμο για τη συμπίεση του ήχου και επιπλέον δεν επιτρέπει συχνότητες δειγματοληψίας άνω των 48KHz, επισυνάπτω και τις αρχικές ηχογραφήσεις σε κωδικοποίηση FLAC, χωρίς απώλειες, για όποιον ενδιαφέρεται. 1More Piston Fit BT - 48-16.flac 1More Dual Driver ANC Pro - 48-16.flac Creative Aurvana Platinum - 48-16.flac Microsoft Lifecam Studio - 48-16.flac Microsoft Lifecam Studio - 96-16.flac Elgato Wave 3 - 48-24.flac Elgato Wave 3 - 96-24.flac Elgato Wave DX & XLR - 48-24.flac Elgato Wave DX & XLR - 96-24.flac Corsair Virtuoso Pro - 96-24 - No Pop.flac Corsair Virtuoso Pro - 96-24 - Pop.flac Συμπεράσματα Με τα Corsair Virtuoso Pro η Corsair πέτυχε ένα πλήγμα στην κουλτούρα του χειριστικού marketing και των επίπλαστων καταναλωτικών "αναγκών". Έκανε διαθέσιμο στην αγορά ένα Headset που επικεντρώνεται και διοχετεύει όλο το κόστος κατασκευής πρωτευόντως στην ποιότητα του ήχου και δευτερευόντως στην άνεση και την ποιότητα κατασκευής. Αγνόησε επιδεικτικά, σνομπάροντας θα έλεγα, τη δυνατότητα ασύρματης σύνδεσης, που είναι ευπρόσδεκτη και σε κάποιες περιπτώσεις πολύ χρήσιμη αλλά όχι τόσο σημαντική όσο η ποιότητα του ήχου, καθώς και το φωτισμό RGB που δεν τον απορρίπτω ως επιπρόσθετο χαρακτηριστικό αλλά δεν αξίζει να θεωρείται βασικό προσόν ενός προϊόντος ήχου και να συμβάλει σημαντικά στο κόστος του. Τα Corsair Virtuoso Pro αξιοποιούν τη χαμηλή μάζα και την ακαμψία του διαφράγματος από γραφένιο που φέρουν οι οδηγοί των 50 χιλιοστών για να πετύχουν ένα σύνολο με υψηλή απόκριση και χαμηλή παραμόρφωση που, για την κατηγορία κόστους, προσφέρει απαράμιλλη μουσική απόλαυση. Τα εύκολα αφαιρούμενα και αντικαταστάσιμα τμήματα υπόσχονται στο χρήστη ότι η αγορά των Corsair Virtuoso Pro αποτελεί μια επένδυση την οποία θα μπορεί να απολαμβάνει για πολλά χρόνια, καθώς ό,τι φθείρεται από τη χρήση, μπορεί να αντικατασταθεί, προσφέροντας εξαιρετική μακροζωία στο προϊόν. Και καθώς έχω αναφέρει την κατηγορία κόστους των Corsair Virtuoso Pro πολλές φορές αλλά δεν έχω αναφέρει ποια είναι αυτή, ήρθε η ώρα: Το επίσημο κόστος των Corsair Virtuoso Pro στην Ελληνική αγορά είναι τα €199,99. Αξίζουν το κόστος τους; Abso-effing-lutely! Ας συνοψίσουμε τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των Corsair Virtuoso Pro: O καλός Εξαιρετική ποιότητα ήχου. Ταχύτατη απόκριση. Πολύ χαμηλή παραμόρφωση, ακόμα και σε υψηλή ένταση. Δημιουργία sound stage και διαχωρισμού οργάνων, σε μέτριο βαθμό αλλά σίγουρα πάνω από την κατηγορία κόστους του προϊόντος. Ηχητική κατευθυντικότητα κατά το gaming. Ποιότητα κατασκευής. Αρθρώσεις και μηχανισμός ανάρτησης ηχείων από αλουμίνιο. Το μικρόφωνο είναι μονοκατευθυντικό και απορρίπτει σε μεγάλο βαθμό τους θορύβους του περιβάλλοντος. Sleeved καλώδια. Δυνατότητα χρήσης balanced καλωδίου. Περιλαμβάνεται καλής ποιότητας θήκη αποθήκευσης και μεταφοράς. Ο κακός Η τετραγωνισμένη άκρη του βύσματος που εισέρχεται στο αριστερό ηχείο αποκλείει τη χρήση καλωδίων άλλου κατασκευαστή. Η λήψη ήχου από το μικρόφωνο είναι σχετικά χαμηλής έντασης. Ο αδιάφορος Τα καλώδια θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο εύκαμπτα. Με βάση όλα τα παραπάνω η βαθμολογία που παίρνει το Corsair Virtuoso Pro είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 25/09/2023
  2. Εισαγωγή Ένα ακόμη Barebone της Shuttle βρήκε το δρόμο προς τον πάγκο των δοκιμών μας. Αυτή τη φορά πρόκειται για το κορυφαίο σε επιδόσεις 1.3L Shuttle XPC Slim DH670 που υποστηρίζει τη χρήση επεξεργαστών Intel 12ης γενιάς. Το Shuttle XPC Slim DH670 στηρίζεται στο σασί που έχουμε συνηθίσει από τα προηγούμενα αντίστοιχα μοντέλα της εταιρείας αλλά όπως θα δούμε παρακάτω έχει κάποιες διαφορές στο εσωτερικό έτσι ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις της 12ης γενιάς επεξεργαστών της Intel. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Συσκευασία και Παρελκόμενα Το Shuttle XPC Slim DH670 έρχεται προστατευμένο σε ένα κλασσικό χαρτονένιο κουτί με πράσινες εκτυπώσεις και ένα βολικό χερούλι μεταφοράς στο επάνω μέρος. Το κουτί είναι ίδιο για όλη τη σειρά XPC Slim της εταιρείας και το μοντέλο καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά του αναγράφονται σε αυτοκόλλητο στη μία από τις μικρές πλευρές του κουτιού. Εντός του κουτιού βρίσκουμε ένα μικρότερο που περιέχει όλα τα απαραίτητα παρελκόμενα. Εντός του μικρού κουτιού βρίσκουμε το τροφοδοτικό και το καλώδιο του ρεύματος, το VESA mount για στήριξη του Shuttle XPC Slim DH670 στο πίσω μέρος κάποιου συμβατού μόνιτορ, βίδες για το VESA mount και για την στήριξη των drives, ένα thermal pad, thermal paste για τον επεξεργαστή, ένα καπάκι για το CPU socket και το CD με τους drivers της μητρικής. Τώρα τι να το κάνει κάποιος το CD εν έτει 2023, δε θα το σχολιάσω. Ένα οικονομικό Flash Drive θα ήταν σαφώς μια πιο λειτουργική και κομψή λύση. Στη συσκευασία περιλαμβάνεται επίσης το Quick Guide που εξηγεί πώς γίνεται η εγκατάσταση των εξαρτημάτων στο Shuttle XPC Slim DH670 καθώς και οδηγίες εγκατάστασης του VESA mount. Κουτί και Τροφοδοτικό Οι διαστάσεις του Shuttle XPC Slim DH670 είναι 16,5cm (π) x 19cm (β) x 4,3cm (υ) και ο όγκος του είναι μόλις 1.3 λίτρα. Το κουτί του αποτελείται εξ' ολοκλήρου από μέταλλο, εκτός από την πρόσοψη που αποτελείται από πλαστικό. Στην πρόσοψη, ξεκινώντας από αριστερά βρίσκουμε υποδοχή για μικρόφωνο, υποδοχή για ακουστικά καθώς και τα ενδεικτικά LEDs λειτουργίας του συστήματος και δραστηριότητας των drives. Στο κέντρο βρίσκουμε το τετράγωνο πλήκτρο εκκίνησης και στα δεξιά του ένα SD card reader. Στο δεξί μέρος της πρόσοψης βρίσκουμε 3 θύρες USB A καθώς και 1 θύρα USB C. Η μπλε θύρα USB A καθώς και η θύρα USB C είναι τύπου USB 3.2 Gen 1 και υποστηρίζει ταχύτητες έως και 5Gbps ενώ οι κόκκινες θύρες USB A είναι τύπου USB 3.2 Gen 2 και υποστηρίζουν ταχύτητες έως και 10Gbps. Βρίσκω παράξενη την επιλογή να χρησιμοποιηθεί η USB C σύνδεση για μία από τις πιο αργές θύρες των 5Gbps αντί για μία από τις ταχύτερες των 10Gbps. Τα πλαϊνά είναι διάτρητα για να επιτρέπουν την ροή αέρα και έχουν υποδοχές για τις βίδες του VESA mount καθώς και υποδοχές για χρήση Kensington Lock. Το επάνω μέρος έχει ένα διάτρητο τμήμα από όπου τροφοδοτούνται με αέρα οι ανεμιστήρες που ψύχουν την ψύκτρα του επεξεργαστή. Στο κάτω μέρος βρίσκουμε τα αυτοκόλλητα με τα στοιχεία του μοντέλου και τις πιστοποιήσεις. Υπάρχουν επίσης ελαστικά ποδαράκια καθώς και 2 βίδες που θα πρέπει να αφαιρεθούν αν χρειαστεί ποτέ να αφαιρεθεί η μητρική. Στο πίσω μέρος βρίσκουμε την πλειοψηφία των υποδοχών σύνδεσης καθώς και τις 2 βίδες που χρειάζεται να ξεβιδώσουμε προκειμένου να αφαιρέσουμε το καπάκι και να αποκτήσουμε πρόσβαση στο εσωτερικό. Ακριβώς κάτω από τις 2 βίδες υπάρχουν 2 στρογγυλές οπές, καλυμμένες με μέταλλο που μπορεί να αφαιρεθεί με πίεση με το κατσαβίδι. Αυτές οι οπές είναι για τις κεραίες του προαιρετικού αξεσουάρ WLN-M που προσφέρει 802.11ac/b/g/n WLAN και Bluetooth 4.0 ή εναλλακτικά για τις κεραίες του επίσης προαιρετικού αξεσουάρ WWN03 που περιλαμβάνει μία riser adapter card και 2 κεραίες με τα απαραίτητα καλώδια σύνδεσης για την εγκατάσταση κάποιου 4G/LTE module. Ξεκινώντας από αριστερά, βρίσκουμε την υποδοχή τροφοδοσίας και δίπλα της τις 2 θύρες HDMI 2.0b. Ακολουθούν 2 θύρες Display Port 1.4 και στη συνέχεια 2 θύρες δικτύου RJ45 1Gbps με λειτουργία WOL. Δεξιότερα από τις RJ45 βρίσκουμε 2 κόκκινες θύρες USB A, τύπου USB 3.2 Gen 2 (10Gbps) και δεξιότερα από αυτές 2 μπλε θύρες USB A, τύπου USB 3.2 Gen 1 (5 Gbps). Πάνω από τις RJ45 και τις USB A, βρίσκουμε 2 σειριακές θύρες. Η μία εξ' αυτών μπορεί να αντικατασταθεί από το προαιρετικό αξεσουάρ PVG01 που παρέχει μια κλασσική υποδοχή VGA D-Sub. Τέλος, κάτω δεξιά, βρίσκουμε 4 pin όπου μπορούν να συνδεθούν πλήκτρο απομακρυσμένης ενεργοποίησης, πλήκτρο clear CMOS καθώς και εξωτερική παροχή 5V DC. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία, συγκεντρωμένα. Το τροφοδοτικό είναι της AcBel και έχει αναβαθμιστεί στα 120W από τα 90W που ήταν στα προηγούμενα μοντέλα XPC Slim που είχαμε δει, ενώ αντίστοιχα αυξήθηκε ο όγκος και το βάρος του. Είναι πιθανόν ότι καθώς η 12η γενιά των επεξεργαστών της Intel έχει αυξημένες απαιτήσεις σε κατανάλωση, η αναβάθμιση αυτή να σχετίζεται με αυτό, αν και απέχει αρκετά από τις μέγιστες απαιτήσεις σε λειτουργία Turbo κάποιων επεξεργαστών που υποστηρίζει το Shuttle XPC Slim DH670. Συνεπώς, οι συγκεκριμένοι επεξεργαστές, τόσο για λόγους τροφοδοσίας όσο και - αναμφίβολα - για λόγους ψύξης (σε ένα τόσο μικρό σασί) δε θα μπορέσουν να φτάσουν στις μέγιστες δυνατές επιδόσεις τους. Εγκατάσταση Επεξεργαστή, Μνήμης και Αποθηκευτικών Μέσων Αφαιρέσαμε τις 2 βίδες από το πίσω μέρος και το καπάκι για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο εσωτερικό του Shuttle XPC Slim DH670. Διακρίνουμε μια υποδοχή για drive 2.5" καθώς και το καλώδιο σύνδεσης για δεδομένα και τροφοδοσία του drive. Επίσης βλέπουμε τους 2 ανεμιστήρες που ψύχουν την ψύκτρα του επεξεργαστή. Ξεβιδώνουμε τη μία βίδα που στηρίζει το πλαίσιο υποδοχής του drive 2.5" και στη συνέχεια τις 4 βίδες που συγκρατούν την ψύκτρα του επεξεργαστή. Έτσι, αποκτούμε πρόσβαση στη μητρική, με όλες τις υποδοχές και διασυνδέσεις. Βλέπουμε το socket του επεξεργαστή, 2 υποδοχές για μνήμες SODIMM καθώς και 2 υποδοχές Μ.2, για τοποθέτηση 2 M.2 συσκευών με τη μία επάνω από την άλλη. Η κάτω υποδοχή είναι για τα προαιρετικά αξεσουάρ ασύρματης διασύνδεσης που αναφέραμε ενώ η πάνω υποδοχή για κάποιον NVME SSD. Καθώς το Shuttle XPC Slim DH670 είναι ένα Barebone, είναι απαραίτητο ο χρήστης να προσθέσει τον επεξεργαστή, τη RAM καθώς και κάποιο drive. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επέλεξα τον επεξεργαστή Intel Core i7 12700, τις μνήμες Kingston Hyper-X Impact 2x16GB 2666MHz και τον NVME SSD Western Digital Black SN850X 1GB. Ο επεξεργαστής που επιλέχτηκε είναι ο 2ος ισχυρότερος στη λίστα υποστηριζόμενων επεξεργαστών για το Shuttle XPC Slim DH670. Αν δει κανείς τις προδιαγραφές του Intel Core i7 12700, θα παρατηρήσει ότι η βασική του κατανάλωση είναι στα 65W, που είναι σαφώς εντός των δυνατοτήτων του Shuttle XPC Slim DH670. Μια προσεκτικότερη ματιά αποκαλύπτει ότι η μέγιστη κατανάλωση του εν λόγω επεξεργαστή σε λειτουργία Turbo φτάνει τα 180W, που είναι σαφώς εκτός των δυνατοτήτων τόσο της τροφοδοσίας όσο και της ψύξης που μπορεί να προσφέρει το Shuttle XPC Slim DH670, καθώς και κάθε άλλο σύστημα αυτών των διαστάσεων. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να περιμένουμε τις μέγιστες δυνατές επιδόσεις που θα μπορούσε να έχει ο εν λόγω επεξεργαστής, τοποθετημένος σε κάποια μεγαλύτερη υλοποίηση. Η εγκατάσταση των παραπάνω είναι απλή και αυτονόητη. Μοναδική δυσκολία είναι η βίδα στήριξης του M.2 NVME SSD που βρίσκεται σε δυσπρόσιτο σημείο και καθώς δεν είναι μαγνητική, η τοποθέτησή της αποτελεί... πρόκληση. Ακολούθως, βάζουμε την θερμοαγώγιμη που περιλαμβάνεται στη συσκευασία στον επεξεργαστή και βιδώνουμε την ψύκτρα σταυρωτά και σταδιακά, έτσι ώστε να ασκεί ομοιόμορφη πίεση σε όλη την επιφάνεια του επεξεργαστή. Παρατηρούμε ότι μέρος του SSD υπερκαλύπτεται από την ψύκτρα του επεξεργαστή. Σε εκείνο το σημείο, αν θέλουμε, μπορούμε να τοποθετήσουμε το thermal pad που βρήκαμε στα παρελκόμενα έτσι ώστε εκείνο το τμήμα του SSD που υπερκαλύπτεται από την ψύκτρα να ψύχεται παράλληλα από αυτήν. Τώρα, αυτή η επιλογή έχει πολλά ενδιαφέροντα σημεία. Αρχικά, έχει νόημα μόνο αν ο controller του SSD που είναι και το θερμότερο τμήμα του βρίσκεται εντός της καλυπτόμενης επιφάνειας. Συνήθως, κάπου εκεί βρίσκεται, όντως. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο σε περίπτωση που τρέχουμε κάποια βαριά εφαρμογή, η θερμότητα από τον επεξεργαστή να μεταφέρεται μέσω της ψύκτρας στον controller του SSD. Θεωρώ ότι θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχε το τμήμα της ψύκτρας που βρίσκεται πάνω από τον SSD και να είχε ο SSD τη δική του μικρή ψύκτρα. Έτσι δε θα υπήρχε μεταφορά θερμότητας μεταξύ επεξεργαστή και SSD controller καθώς επίσης και θα ήταν δυνατή η αντικατάσταση του SSD χωρίς την αφαίρεση της ψύκτρας του επεξεργαστή και συνεπώς την ανάγκη αντικατάστασης και της θερμοαγώγιμης πάστας του. Η διαφορά μάζας της ψύκτρας του επεξεργαστή που θα χανόταν μπορεί εύκολα να καλυφθεί με επέκτασή της προς τα αριστερά, όπως βλέπουμε την παρακάτω φωτογραφία. Για τις μετρήσεις του παρόντος review, αλλά και για να σας δείξουμε την τοποθέτηση του drive 2.5" που υποστηρίζει το Shuttle XPC Slim DH670, χρησιμοποιήσαμε τον πιστό μας OCZ ACR 100, που λειτουργεί ακόμα άψογα και ενημερώθηκε με Windows 11 και τις τελευταίες εκδόσεις των προγραμμάτων μέτρησης. Το σύστημα είναι έτοιμο. Ψύξη Επεξεργαστή Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, ας δούμε από πιο κοντά το σύστημα ψύξης του επεξεργαστή. Αυτό αποτελείται από μια αλουμινένια ψύκτρα χαμηλού προφίλ με χάλκινη βάση και 2 heat pipes που βοηθούν στη διασπορά της θερμότητας, καθώς και από 2 ανεμιστήρες. Οι ανεμιστήρες είναι συνδεδεμένοι σε κοινό βύσμα και από τον τύπο του βύσματος βλέπουμε ότι είναι τύπου PWM. Το μοντέλο είναι το Apistek SA6102U. Πρόκειται για ανεμιστήρες διαστάσεων 60x60x10mm, τάσης τροφοδοσίας 12V και κατανάλωσης 0.40A. Το εύρος περιστροφών ανά λεπτό είναι από 800 έως 4800 ±10%, κάτι που σημαίνει ότι ανάλογα με τις ανάγκες ψύξης και τις στροφές των ανεμιστήρων, το Shuttle XPC Slim DH670 προβλέπεται να είναι από σχεδόν αθόρυβο έως εξαιρετικά θορυβώδες. Προδιαγραφές και Μητρική Τα βασικά χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Slim DH670 φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Όπως θα δείτε το Shuttle XPC Slim DH670 δεν έχει πολλά να ζηλέψει από μεγαλύτερες σε διαστάσεις υλοποιήσεις και μπορεί να λειτουργήσει ως ένα εξαιρετικό workstation. Για όποιον θέλει να δει αναλυτικά τα χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Slim DH670, παρατίθεται ο παρακάτω πλήρης πίνακας χαρακτηριστικών: Τα περισσότερα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά αφορούν ουσιαστικά τη μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 την οποία βλέπετε παρακάτω: Η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 βασίζεται στο Chipset Η670 της Intel και διαθέτει LGA 1700 CPU Socket. Μέσω αυτού υποστηρίζει επεξεργαστές Intel 12ης γενιάς. Χρησιμοποιεί πυκνωτές στερεής κατάστασης (Solid State) για μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο. Διαθέτει 2 SODIMM Sockets που υποστηρίζουν μνήμη DDR4 στα 1,2V και με συχνότητα λειτουργίας έως και 3200MHz, υποστηρίζοντας συνολικά μέχρι και 64GB μνήμης RAM. Για τα μέσα αποθήκευσης υπάρχει 1 θύρα SATA 3.0 (6Gb/s) και 1 θύρα Μ.2 2280 PCIe Gen 4.0 X4 που υποστηρίζει το πρωτόκολλο NVME (και το SATA 3.0 αν για κάποιον αδιανόητο λόγο το επιλέξει κάποιος). Υπάρχει επίσης μια θύρα M.2 2230 που μπορεί να φιλοξενήσει τα προαιρετικά αξεσουάρ WLN-M ή WWN03 τα οποία θα συνδεθούν με τις κεραίες που μπορεί να τοποθετηθούν στις υποδοχές του πίσω μέρους του κουτιού που αναφέραμε νωρίτερα. Συνολικά, μια σύγχρονη, ολοκληρωμένη και ισχυρή μητρική που δύσκολα θα αφήσει κάποιον παραπονεμένο από πλευράς δυνατοτήτων, ειδικά όταν μιλάμε για ένα τόσο μικρό σύνολο. Μεθοδολογία Μετρήσεων Φτάσαμε λοιπόν στην ώρα των μετρήσεων. Όπως είδαμε παραπάνω, ο επεξεργαστής που χρησιμοποιήθηκε είναι ο Intel Core i7 12700, οι μνήμες είναι οι Kingston Hyper-X Impact 2x16GB 2666MHz και ο NVME SSD είναι ο Western Digital Black SN850X 1GB. O SSD με τα μετροπρογράμματα που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο OCZ ARC 100 240GB. Τα μετροπρογράμματα που χρησιμοποιήσαμε στη σημερινή παρουσίαση είναι τα ακόλουθα: AIDA64 Engineer Edition 6.85.6300 το οποίο είναι μια ευγενική προσφορά της Finalwire PCMark 10 Professional Edition 2.1.2574 το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks 3DMark Professional Edition 2.25.8043 το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Cinebench R23, R20 & R15, SuperPI Mod 1.5, WPrime 2.11 & Fritz Chess Benchmark Χρονισμοί CPU και RAM Ο Intel Core i7 12700 που χρησιμοποιούμε στο συγκεκριμένο review είναι ένας επεξεργαστής 12ης γενιάς Alder Lake με 8 Performance πυρήνες με hyperthreading και 4 efficiency πυρήνες, χωρίς hyperthreading. Ο συνολικός αριθμός threads είναι συνεπώς 20. Η βασική του κατανάλωση (TDP) είναι στα 65W, που σαφώς μπορεί να υποστηρίξει το Shuttle XPC Slim DH670 αλλά η μέγιστη κατανάλωση που μπορεί να φτάσει σε λειτουργία Turbo είναι τα 180W, που είναι σαφώς έξω από τις δυνατότητες του εν λόγω barebone. Συνεπώς δεν μπορούμε να περιμένουμε τις μέγιστες επιδόσεις του συγκεκριμένου επεξεργαστή σε αυτή την υλοποίηση. Η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 βασίζεται στο chipset Η670 της Intel. Υποστηρίζει PCIe 4.0, το BIOS είναι της ΑΜΙ και η τελευταία διαθέσιμη έκδοση κατά τη συγγραφή του παρόντος review είναι η 1.02. Όσον αφορά τη μνήμη RAM, χρησιμοποιήθηκαν 2 αρθρώματα SODIMM 2666MHz, 16GB έκαστο. Δυστυχώς η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670, όπως και όλες οι μητρικές που έχουμε δει στα barebones της Shuttle, δεν υποστηρίζει καμία ρύθμιση για τους χρονισμούς των μνημών, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στα JEDEC profiles που ενσωματώνουν οι μνήμες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα καθώς οι μνήμες αναγνωρίστηκαν κανονικά και λειτούργησαν στη σωστή συχνότητα και με τους σωστούς χρονισμούς (εκτός από το tRC που τέθηκε στο 52 αντί στο 60), αλλά θα ήθελα να δω περισσότερες επιλογές στο BIOS, τουλάχιστον όσον αφορά τις μνήμες. Η ενσωματωμένη στον επεξεργαστή κάρτα γραφικών είναι η Intel UHD 770. Για τις δοκιμές, επέλεξα στο BIOS να της δώσω τη μέγιστη δυνατή μνήμη, 512MB. Κατανάλωση, Θερμοκρασίες, Χρονισμοί, Θόρυβος Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε την κατανάλωση του Shuttle XPC Slim DH670. Βλέπουμε ότι η κατανάλωση τόσο χωρίς όσο και με φορτίο είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από αυτή που είχαμε δει στο Shuttle XPC Cube DH310 με τον Intel Core i3 8100, κάτι σαφώς αναμενόμενο λόγω της μεγάλης διαφοράς πυρήνων και επιδόσεων μεταξύ των 2 επεξεργαστών και πιθανώς της περισσότερης RAM. Αξιοσημείωτη είναι η πτώση της κατανάλωσης κατά την απενεργοποίηση, σε σχέση με τα παλαιότερα μοντέλα. Η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 διαθέτει ένα EC για τον έλεγχο των στροφών των ανεμιστήρων, των τάσεων και της θερμοκρασίας της μητρικής που δεν παρέχει πληροφορίες μέσα από τα Windows. Μέσα από το BIOS οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες, αλλά όχι από τα Windows, τουλάχιστον με όλα τα γνωστά σχετικά προγράμματα. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να γνωρίζω τις στροφές των ανεμιστήρων, τη θερμοκρασία της μητρικής ή πιθανές πτώσεις τάσεων κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Το BIOS δίνει επιλογές για τους ανεμιστήρες ώστε να τεθούν σε Smart Mode, όπου οι στροφές ρυθμίζονται αυτόματα και είναι το mode με το οποίο έρχεται η μητρική και που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του review, καθώς και σε 4 ακόμα σταθερές επιλογές ταχύτητας, οι οποίες φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Παρακάτω βλέπουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα του stress test του AIDA64 όπως αυτό χρησιμοποιήθηκε για την παραπάνω μέτρηση. Η δοκιμασία πραγματοποιήθηκε για 20 λεπτά, με θερμοκρασία περιβάλλοντος 20°C. Παρατηρούμε τα εξής ενδιαφέροντα: Οι θερμοκρασίες των πυρήνων δεν ξεπέρασαν τους 66°C. Δεν υπήρξε CPU Thrrottling κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας. Οι μέγιστη συχνότητα λειτουργίας των πυρήνων έφτασε τα 4788MHz, κάτι που αντικατοπτρίζει την Performance Core Max Turbo Frequency του επεξεργαστή που είναι θεωρητικά 4800MHz. Δεν έφτασε όμως την Intel Turbo Boost Max Technology 3.0 Frequency των 4900MHz που απαιτεί περισσότερη τροφοδοσία και ψύξη. Η μέγιστη κατανάλωση του επεξεργαστή έφτασε, σύμφωνα με το AIDA64, τα 61,34W. Ο θόρυβος από τους ανεμιστήρες, που είναι ιδιαίτερα ήσυχοι στο idle, έγινε αρκετά έντονος και ενοχλητικός κατά τη διάρκεια του Stability Test, κάτι που είναι αναμενόμενο λόγω του μεγέθους τους και των υψηλών στροφών. Είναι σαφές ότι το Shuttle XPC Slim DH670 είναι σταθερό και μπορεί να διαχειριστεί τη θερμότητα που εκλύουν τα υποσυστήματά του, ακόμα και με τη χρήση του 2ου ισχυρότερου επεξεργαστή που υποστηρίζει. Ο θόρυβος των ανεμιστήρων δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέος σε συνθήκες υψηλού φορτίου. Ας δούμε λοιπόν πώς τα πήγε το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 και τα 32GB RAM DDR4-2666 στις ενότητες που ακολουθούν. AIDA64 Ξεκινάμε τις μετρήσεις μας με το AIDA64, όπου οι επιδόσεις του Intel Core i7 12700 είναι σαφώς μεγαλύτερες από τα υπόλοιπα Slim συστήματα και υπολείπονται μόνο αυτών του Intel Xeon W-1390P. Στα FPU tests η διαφορές των επεξεργαστών είναι μικρότερη αλλά ο Intel Core i7 12700 παραμένει ο 2ος ισχυρότερος. Τα Memory tests αντικατοπτρίζουν τη διαφορά τόσο στη συχνότητα όσο και στη χωρητικότητα μεταξύ των συστημάτων. PCMark10 Το PCMark10 μας δίνει μια πιο συνολική εικόνα των επιδόσεων που μπορούμε να περιμένουμε από το Shuttle XPC Slim DH670 και όχι μόνο των επιδόσεων του επεξεργαστή. Έγιναν οι μετρήσεις του Extended Test καθώς και του Applications Test το οποίο μετράει τις επιδόσεις στο MS Office 2019. Στο Extended Test οι διαφορές παραμένουν εμφανείς και εξαρτώνται από το πού βασίζεται το κάθε τεστ, καθώς κάποια βασίζονται σε επιδόσεις ενός μόνο πυρήνα και εξαρτώνται αποκλειστικά από τη συχνότητα, άλλα εκμεταλλεύονται όλους τους πυρήνες και μετρούν συνολική επεξεργαστική ισχύ και άλλα εκμεταλλεύονται την κάρτα γραφικών. Το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 υπολείπεται μόνο του Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P. Στο Applications Test, το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 κυριαρχεί, ξεπερνώντας στην πλειοψηφία των δοκιμών ακόμα και το Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P. Για όσους ενδιαφέρονται, παραθέτω τα γραφήματα του PCMark10 κατά τις εκτελέσεις των παραπάνω δοκιμών. PCMark10 Application PCMark10 Extended 3DMark Στις δοκιμές του 3DMark, τα αποτελέσματα είναι τα αναμενόμενα. Είναι σαφές ότι η ενσωματωμένη λύση γραφικών του Intel Core i7 12700 είναι ταχύτερη από τις ενσωματωμένες λύσεις γραφικών των άλλων επεξεργαστών, ενώ φυσικά, η Nvidia RTX 3060 Ti είναι σε εντελώς άλλη κατηγορία επιδόσεων. Λοιπές Μετρήσεις CPU Κλείνουμε τις μετρήσεις με μερικά ακόμη δημοφιλή benchmarks. Στο Super Pi MOD 1.5 τo Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 υπολείπεται μόνο του Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P Στο wPrime 2.11 παρατήρησα κάτι παράξενο που απαίτησε περισσότερη διερεύνηση. Συγκεκριμένα, ενώ στο τεστ των 32M το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 ήταν μακράν το ταχύτερο, ακόμα και από το Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P, στο τεστ των 1024Mδεν είχε καθόλου καλές επιδόσεις. Ο Task Manager έδειξε ότι ενώ το τεστ ξεκινάει χρησιμοποιώντας και τα 20 διαθέσιμα threads, στην πορεία περιορίζεται μόνο στα 4 threads των Efficiency Cores. Αυτό είναι πιθανώς αποτυχία συνεργασίας του wPrime και του Core Scheduler. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα του wPrime 2.11 1024M είναι παραπλανητικά και δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, αλλά δείχνουν πιθανά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας χρήστης με εφαρμογές που δεν έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να υποστηρίζουν την αρχιτεκτονική της Intel με Performance και Efficiency cores. Στα Cinebench R15 και R20, τo Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 υπολείπεται μόνο του Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P. Παράλληλα, στο παρόν review χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και το Cinebench R23, συνεπώς δεν υπάρχουν συγκριτικά από προηγούμενα reviews. Βλέπουμε όμως τη διαφορά των επιδόσεων Multi Core μεταξύ αυτών του ενός τεστ και των συνεχόμενων τεστ για 10 λεπτά, που αντικατοπτρίζει την πτώση επιδόσεων λόγω thermal throttling και που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι της τάξης του 6%. Όχι και άσχημα για μια τόσο μικρή υλοποίηση. Όσον αφορά το Fritz Chess Benchmark, το τεστ αυτό υποστηρίζει μέχρι 16 threads και συνεπώς δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί πλήρως το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700. Απολογισμός Οι επιδόσεις ενός Barebone εξαρτώνται από τις επιμέρους επιδόσεις των τμημάτων που το αποτελούν. Δηλαδή του κουτιού, της μητρικής, της ψύκτρας και του τροφοδοτικού. Για να δούμε πώς τα πάει σε αυτούς τους τομείς το Shuttle XPC Slim DH670. Όσον αφορά το κουτί λοιπόν, είναι έξυπνα σχεδιασμένο, με πολύ καλή ποιότητα κατασκευής και σωστή εκμετάλλευση του χώρου. Όντας μόλις 1.3 λίτρα, παραμένει επαρκές για τα βασικά (επεξεργαστή, μνήμη, NVME SSD) και χωράει επιπλέον και ένα SATA drive 2.5" για επιπλέον αποθηκευτικό χώρο. Το τροφοδοτικό του Shuttle XPC Slim DH670 είναι 120W και μπορεί να υπερκαλύψει τις ανάγκες του συστήματος που δεν ξεπέρασαν τα 90W σε όλες τις δοκιμές μας. Η ψύκτρα του επεξεργαστή είναι πολύ χαμηλού προφίλ και έξυπνα σχεδιασμένη καθώς με τα 2 heat pipes μεταφέρει τη θερμότητα του επεξεργαστή σε όλη την επιφάνειά της. Πέρα από αυτό, οι επιδόσεις της είναι περιορισμένες από το μέγεθός της και οι αρκετά αθόρυβοι στις χαμηλές στροφές ανεμιστήρες της, γίνονται θορυβώδεις σε υψηλές. Και τέλος η μητρική, από την οποία δεν είχα κανένα παράπονο. Πλήρως εξοπλισμένη, λειτουργική και γενναιόδωρη για το μέγεθός της. Κατά το χρόνο της συγγραφής του παρόντος review, η οικονομικότερη τιμή στην οποία μπόρεσα να εντοπίσω το Shuttle XPC Slim DH670 στην Ελληνική αγορά ήταν τα 382,20 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η τιμή είναι λογική για ένα προϊόν πιστοποιημένο για χρήση 24/7 και σε περιβάλλοντα με θερμοκρασία έως και 50°C, που δε θα αφήσει κανέναν παραπονεμένο σε κανέναν σχεδόν τομέα. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Shuttle XPC Slim DH670: Πλεονεκτήματα + Πιστοποίηση χρήσης 24/7 σε περιβάλλοντα με θερμοκρασία έως 50°C. + Μικρό μέγεθος 1.3L. + Μητρική πλήρης χαρακτηριστικών με chipset Intel H670. + Υποστήριξη M.2 NVME SSD PCIe 4.0 4x. + 4 θύρες USB 3.2 Gen2 (10Gbps) και 4 θύρες USB 3.2 Gen1 (5Gbps). + 2 θύρες 1G LAN με υποστήριξη WOL. + Υποστήριξη 2.5" SATA 3.0 drive για αποθηκευτικό χώρο. + 2 Display Ports 1.4 καθώς και 2 HDMI 2.0b για τη σύνδεση έως και 4 οθονών. Μειονεκτήματα - Αδυναμία μητρικής να ορίσει χρονισμούς RAM εκτός JEDEC profiles. - Θόρυβος υπό φορτίο. - Υποχρεωτική αφαίρεση της ψύκτρας του επεξεργαστή για την αντικατάσταση του M.2 SSD. - Αδυναμία παρακολούθησης τάσεων, θερμοκρασίας και στροφών ανεμιστήρων μητρικής μέσα από τα Windows. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Shuttle XPC Slim DH670 είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά τη Shuttle για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 03/01/2023
  3. Εισαγωγή Με τους πρώτους PCIe 5.0 SSDs να έχουν κάνει την εμφάνισή τους, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενδεχομένως σημαντικών εξελίξεων στο χώρο των αποθηκευτικών συσκευών. Εν τούτοις, οι επιλογές είναι ακόμα ιδιαίτερα περιορισμένες και τα κόστη δυσανάλογα σε σχέση με τα οφέλη. Από την άλλη μεριά, οι PCIe 4.0 SSDs έχουν πλέον ωριμάσει και οι περισσότερες εταιρίες προσφέρουν προϊόντα με καλές επιδόσεις και απαλλαγμένα από τις βρεφικές τους ασθένειες. Στον πάγκο των δοκιμών έχουμε σήμερα τον Corsair MP600 PRO NH 2TB PCIe 4.0 NVME SSD, τον αντικαταστάτη του Corsair MP600 PRO 2TB που είχαμε δει πριν από περίπου 2 χρόνια. Πάμε λοιπόν να δούμε πώς θα σταθεί απέναντι στο προκάτοχό του αλλά και τους κορυφαίους PCIe 4.0 SSDs της αγοράς. Από τη Συσκευασία μέχρι το Πυρίτιο - Τι ακριβώς αγοράζουμε Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Corsair MP600 PRO NH 2TB έρχεται σε ένα χαρτονένιο, ιλουστρασιόν κουτί που φέρει μια φωτογραφία του προϊόντος και αναφέρει τα βασικά του χαρακτηριστικά. Τα μόνα "παρελκόμενα" που βρίσκουμε εντός του κουτιού είναι 1 φυλλάδιο με πληροφορίες ασφαλείας και 1 χαρτάκι με ένα QR Code που οδηγεί σε ένα Quick Start Guide με γενικές πληροφορίες για τον τρόπο εγκατάστασης ενός M.2 SSD. To drive έρχεται καλά προστατευμένο μέσα σε διαφανές πλαστικό. Ο Corsair MP600 PRO NH 2TB έχει το τυπικό M.2 2280 form factor και μαύρo PCB. Η επάνω επιφάνεια καλύπτεται ως επί το πλείστον από ένα αυτοκόλλητο που φέρει το όνομα του μοντέλου ενώ στο κάτω μέρος βρίσκουμε ένα αυτοκόλλητο με τις πιστοποιήσεις, τη χώρα κατασκευής (Taiwan) και τη χωρητικότητα του drive. Από τις παραπάνω φωτογραφίες είναι εμφανές ότι στο μοντέλο των 2TB η κάτω επιφάνεια δε φέρει ηλεκτρονικά και συνεπώς τα πάντα βρίσκονται κάτω από το αυτοκόλλητο της επάνω επιφάνειας του Corsair MP600 PRO NH 2TB. Ας αφαιρέσουμε λοιπόν το αυτοκόλλητο για να δούμε τα στοιχεία που συνθέτουν τον Corsair MP600 PRO NH 2TB. Αυτά είναι 4 NAND chips, 1 DRAM cache chip και ο controller, καθώς επίσης και ένα μικρό chip που ελέγχει την τροφοδοσία του drive. Ο ελεγκτής είναι ο Phison PS5018-E18 του οποίου το interface είναι το PCIe Gen4x4 NVMe, οι υποστηριζόμενες χωρητικότητες έως 8TB και οι ταχύτητες φτάνουν τα Sequential Read/Write (up to): 7.400/7.000 MB/s και Random Read/Write (up to): 1.000.000/1.000.000 IOPS. Η μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας (Tj max) είναι οι 125°C, ενώ το Datasheet μας λέει ότι υποστηρίζονται End-To-End Data Path Protection και SmartECC, καθώς επίσης και πρωτόκολλα ασφαλείας AES 128/256 bit, SHA 160/256/512, RSA 4096, TCG & Opal 2.0, Pyrite, Sanitize and Crypto Erase. H cache του drive παρέχεται από το DRAM chip της SKhynix με κωδικό H5AN8G6NDJR-XNC το οποίo είναι χωρητικότητας 8Gb, δηλαδή 1GB , προσφέροντας συνολικά 1GB cache στον ελεγκτή. Αυτό σημαίνει ότι ο Corsair MP600 PRO NH 2TB διαθέτει τη μισή cache από τον προκάτοχό του, Corsair MP600 PRO 2TB, αλλά τουλάχιστον πρόκειται για ταχύτερη μνήμη cache καθώς εκείνη του Corsair MP600 PRO 2TB έχει συχνότητα λειτουργίας τα 2666MHz ενώ η cache του Corsair MP600 PRO NH 2TB λειτουργεί στα 3200MHz. Τα NAND chips που χρησιμοποιεί ο Corsair MP600 PRO NH 2TB φέρουν τον κωδικό TABHG95AYV. Δυστυχώς, παρά την εκτεταμένη έρευνα, δεν μπόρεσα να βρω το πλήρες Datasheet για τα συγκεκριμένα NAND chips, είναι όμως κατά πάσα πιθανότητα (βάση του κωδικού) κατασκευασμένα από την Toshiba. Πρόκειται για 3D TLC NAND και η χωρητικότητα του κάθε ενός από τα συγκεκριμένα NAND chips είναι 4196Gb, ή αλλιώς 512GB. Εφ' όσον o Corsair MP600 PRO NH 2TB διαθέτει 4 τέτοια chips, η συνολική του χωρητικότητα φτάνει τα 2TB. Την τροφοδοσία όλων των παραπάνω ελέγχει ένα μικρό chip που βρίσκεται κοντά στον controller και είναι επίσης κατασκευασμένο από τη Phison, το Phison PS6108-22. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Corsair MP600 PRO NH 2TB, ακριβώς όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα της Corsair, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Το Drive διαθέτει υψηλή ταχύτητα ανάγνωσης, ίδια ακριβώς με αυτή του Corsair MP600 PRO 2TB χωρίς να είναι η υψηλότερη που έχουμε δει, αλλά υστερεί στην ταχύτητα εγγραφής έναντι του προκατόχου του. Διαθέτει όμως περισσότερα IOPS που έχουν μεγαλύτερη σημασία στην πραγματική χρήση. Μάλιστα, τα Write IOPS αναφέρονται στα 1,2M IOPS που είναι περισσότερα από το θεωρητικό μέγιστο του ελεγκτή. Στα θετικά στοιχεία καταγράφονται το 1400TBW και το AES 256-bit hardware encryption καθώς και η 5ετής εγγύηση. Συνοδευτικό Λογισμικό Το λογισμικό που συνοδεύει τους SSDs της Corsair, ονομάζεται Corsair SSD Toolbox. Σε αντίθεση με την εξαιρετική δουλειά πού έχει κάνει η Corsair με το iCue, το Corsair SSD Toolbox έχει μείνει χωρίς ουσιαστική εξέλιξη εδώ και αρκετά χρόνια, κάτι που είναι άμεσα εμφανές από το ξεπερασμένο αισθητικά interface του. Η πλοήγηση γίνεται από το κάθετο μενού στα αριστερά και περιλαμβάνει 6 καρτέλες. Στην πρώτη, που ονομάζεται Drive Information (πληροφορίες για το drive), βλέπουμε τα βασικά στοιχεία του κάθε συνδεδεμένου drive και, εφ' όσον αυτό υποστηρίζεται από το πρόγραμμα, μπορούμε να κάνουμε και Firmware Update. Ο έλεγχος του firmware είναι άμεσος και online, απλοποιώντας τη διαδικασία και ελαχιστοποιώντας πιθανά λάθη του χρήστη. Η δεύτερη καρτέλα που ονομάζεται Overprovision αφορά το manual Over Provisioning, κάτι που δεν υποστηρίζεται από τον Corsair MP600 PRO NH 2TB, είτε πριν είτε και μετά το partitioning του drive. Η τρίτη καρτέλα, S.M.A.R.T. Status (κατάσταση του S.M.A.R.T.) μας δίνει πληροφορίες για την κατάσταση του drive, όπως την υγεία του και το σύνολο των αναγνώσεων και εγγραφών που έχει συνολικά πραγματοποιήσει. Σε αυτήν την καρτέλα θα προτιμούσαμε σαφώς μια πιο εύληπτη παρουσίαση για τον μη ειδικό χρήστη και όχι μια ξερή παρουσίαση των περιεχομένων του S.M.A.R.T. table. Η τέταρτη καρτέλα λέγεται Disk Clone (κλωνοποίηση δίσκου) και περιέχει ένα απλό Disk Cloning εργαλείο το οποίο δυστυχώς δεν υποστηρίζει το cloning ούτε από ούτε προς τον Corsair MP600 PRO NH 2TB. Η πέμπτη καρτέλα που ονομάζεται Optimize (βελτιστοποίηση), περιέχει την εντολή ενεργοποίησης του TRIM, κάτι που στον Corsair MP600 PRO NH 2TB ελέγχεται από τα Windows και δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί κατά βούληση από το χρήστη. Η έκτη και τελευταία καρτέλα με το όνομα Secure Wipe (ασφαλής καθαρισμός) περιέχει ένα εργαλείο ασφαλούς διαγραφής των περιεχομένων του drive, με τρόπο ώστε η επαναφορά τους να είναι αδύνατη. Μετά από τη σχετική προειδοποίηση... Το εργαλείο φαίνεται να κάνει πραγματικό wipe, sector by sector, κάτι που είναι παράξενο για SSD, καθώς το secure wipe που έχω δει γενικά σε SSD είναι συνολικό και στιγμιαίο. Αυτό με κάνει να υποθέτω ότι πιθανώς όχι μόνο σβήνει τα περιεχόμενα του drive αλλά όντως γράφει από πάνω τους, σαν να πρόκειται για secure wipe μηχανικού δίσκου. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, η λειτουργία αυτή καταναλώνει άνευ λόγου κύκλους εγγραφών της NAND του drive. Τα 3 εικονίδια πάνω αριστερά, κάτω από το σήμα της Corsair, αφορούν τη λειτουργία βοήθειας, που εξηγεί κάποιες λειτουργίες του προγράμματος, τις πληροφορίες της έκδοσης του προγράμματος και την ανανέωση της λίστας των drives. Η πρώτη και τελευταία λειτουργία είναι αυτονόητες και δεν έχουμε να σχολιάσουμε κάτι σχετικά, αλλά η δεύτερη, εκτός από το να μας δείξει την έκδοση του προγράμματος, παρέχει και τη δυνατότητα ελέγχου για ύπαρξη νεότερης έκδοσης. Συνολικά, το Corsair SSD Toolbox κάνει λίγα και βασικά πράγματα. Επιτρέπει τον έλεγχο για αναβαθμισμένη έκδοση του firmware online και πραγματοποιεί την αναβάθμιση όταν υπάρχει, διαβάζει το S.M.A.R.T. του drive και πραγματοποιεί μια ύποπτη διαδικασία secure wipe. Θα ήθελα να δω μια ανανεωμένη έκδοση, με μοντέρνο interface, μεγαλύτερη φιλικότητα προς το χρήστη και φυσικά πλήρη λειτουργικότητα. Σύστημα Δοκιμών και Μεθοδολογία Παρακάτω βλέπετε τις πλήρεις προδιαγραφές του συστήματος δοκιμών. Το λειτουργικό σύστημα πάνω στο οποίο γίνονται οι δοκιμές είναι τα Windows 11 Pro. Οι δοκιμές στις οποίες θα υποβάλω τον Corsair MP600 PRO NH 2TB χωρίζονται σε 6 κατηγορίες: Δοκιμασίες πραγματικής ελαφριάς χρήσης. Δοκιμασίες πραγματικής κανονική χρήσης. Δοκιμασίες πραγματικής εξαιρετικά βαριάς χρήσης. Δοκιμασίες σε πραγματική χρήση gaming. Συνθετικά benchmarks. Ανάλυση σε βάθος. Οι μετρήσεις θα συγκριθούν με τον Corsair MP600 PRO 2TB, τον Samsung 980 Pro 1TB, τον Samsung 990 Pro 2TB και τον Western Digital Black SN850X 1TB. Θα συγκρίνουμε συνεπώς τον Corsair MP600 PRO NH 2TB τόσο με τον προκάτοχό του, όσο και με τα κορυφαία drives της αγοράς. Μείνετε συντονισμένοι. Μετά τις δοκιμές ακολουθεί σχολιασμός, βαθμολογία και συμπεράσματα. Δοκιμασίες Ελαφριάς Χρήσης Για να δοκιμάσω τον Corsair MP600 PRO NH 2TB σε πραγματική ελαφριά χρήση, όπως εργασία γραφείου, internet browsing, άνοιγμα φωτογραφιών κλπ, χρησιμοποίησα το Quick Systerm Drive Benchmark του PCMark 10, καθώς το συγκεκριμένο benchmark προσομοιώνει την πραγματική χρήση στα παραπάνω σενάρια. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο Corsair MP600 PRO NH 2TB είναι σημαντικά ταχύτερος του προκατόχου του, Corsair MP600 PRO 2TB, παρά το γεγονός ότι διαθέτει τη μισή DRAM cache. Είναι επίσης ταχύτερος του Samsung 980 Pro, αλλά δεν μπορεί να φτάσει τις επιδόσεις των 2 ταχύτερων PCIe 4.0 drives της αγοράς, δηλαδή του Samsung 990 Pro και του Western Digital Black SN850X. Δοκιμασίες Κανονικής Χρήσης Την ίδια ακριβώς κατάταξη έχουμε και στο PCMark 10 Full System Drive Benchmark που προσομοιώνει πραγματική χρήση του drive σε πιο απαιτητικές καθημερινές εργασίες. Δοκιμασίες Εξαιρετικά Βαριάς Χρήσης Αποφάσισα να δοκιμάσω τον Corsair MP600 PRO NH 2TB και με το PCMark 10 Drive Performance Consistency Test. Η συγκεκριμένη δοκιμασία είναι πραγματικά άνευ σημασίας για τη μεγάλη πλειοψηφία των οικιακών χρηστών και προσομοιάζει πολύ περισσότερο τη χρήση σε περιβάλλον διακομιστή (server) καθώς βασανίζει το drive ασταμάτητα επί ώρες, γράφοντας πάνω από 20TB συνεχόμενα και χωρίς διάλλειμα, κάτι που δε θα συμβεί ποτέ σε οικιακή χρήση. Στην περίπτωση αυτή, ο Corsair MP600 PRO NH 2TB έπεσε κάτω από τον προκάτοχό του σε επιδόσεις. Βλέπουμε ότι τα drives της Samsung κυριαρχούν εδώ, ειδικά ο Samsung 990 Pro, ενώ ο κατά τα άλλα άριστος Western Digital Black SN850X δεν τα πήγε καθόλου καλά και πήρε την τελευταία θέση στην κατάταξη. Θυμίζω ξανά ότι η συγκεκριμένη δοκιμασία δεν αφορά παρά ελάχιστες περιπτώσεις χρηστών που σαφώς θα έκαναν καλύτερα ούτως ή άλλως να στραφούν σε κάποιο enterprise drive για τέτοιου είδους χρήση. Γι' αυτόν τον λόγο σκέφτομαι να μην συμπεριλαμβάνω στο εξής αυτή τη δοκιμασία στα reviews των SSDs. Πείτε μου τη γνώμη σας στα σχόλια: Σας ενδιαφέρει η συγκεκριμένη δοκιμασία και θέλετε να περιλαμβάνεται στα reviews ή όχι και γιατί. Δοκιμασίες σε Χρήση Gaming Κάτι που ενδιαφέρει αναμφίβολα πολλούς χρήστες είναι οι επιδόσεις των SSDs στο Gaming και εδώ ο Corsair MP600 PRO NH 2TB πήρε τη φυσική του θέση, δηλαδή πάνω από τον προκάτοχό του, Corsair MP600 PRO 2TB, και τον Samsung 980 Pro αλλά κάτω από τους κορυφαίους Samsung 990 Pro και Western Digital SN850X. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι συγκεκριμένα στη δοκιμασία αποθήκευσης παιχνιδιού (save game) είχε την καλύτερη επίδοση από όλα τα drives. Και κάπου εδώ τελειώνει όλη η ουσία των δοκιμών. Τα όποια συμπεράσματα σχετικά με τις επιδόσεις του Corsair MP600 PRO NH 2TB πρέπει να προκύψουν από τα παραπάνω και μόνο. Παρ΄ όλα αυτά, αποφάσισα να παραθέσω τα αποτελέσματα από κάποια δημοφιλή συνθετικά benchmark που μπορεί κάποιοι χρήστες να βρούνε χρήσιμα. Συνθετικά Benchmarks Ξεκινάμε με το ATTO Disk Benchmark. To ATTO είναι το μακράν πιο γενναιόδωρο benchmark όσον αφορά τα αποτελέσματα ταχύτητας και γι' αυτό οι περισσότερες εταιρείες το χρησιμοποιούν για να δηλώσουν τις μέγιστες επιδόσεις σειριακής ανάγνωσης και εγγραφής των drives τους. Ο Corsair MP600 PRO NH 2TB ξεκινάει με εξαιρετικές επιδόσεις που στις αναγνώσεις αγγίζουν τις υποσχόμενες από την εταιρία. Απρόσμενα όμως, οι επιδόσεις των εγγραφών ξεπερνούν κατά πολύ τις προδιαγραφές που είδαμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας. Το μόνο συμπέρασμα που θα μπορούσα να εξάγω είναι ότι πρόκειται για κάποιο λάθος στον πίνακα των τεχνικών χαρακτηριστικών που μας δίνει η Corsair και που θα ήταν καλό να διορθωθεί. Η ίδια όμως ταχύτητα εγγραφής αναγράφεται και στη συσκευασία του προϊόντος, οπότε είναι μάλλον απίθανο να πρόκειται για λάθος. Πιθανώς να αναβαθμίστηκε σιωπηρά η NAND που χρησιμοποιεί ο Corsair MP600 PRO NH 2TB με αποτέλεσμα τις καλύτερες επιδόσεις που βλέπουμε, χωρίς να ενημερωθεί το υλικό του marketing, είτε για πρακτικούς λόγους είτε για να υπάρχει η ευελιξία επιστροφής στο προηγούμενο εξάρτημα πάνω στο οποίο βασίστηκαν οι προδιαγραφές. Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι μια εικασία και το μόνο που μπορώ να πω σίγουρα είναι ότι το δείγμα που έχω στα χέρια μου ξεπερνάει τις προδιαγραφές του προϊόντος όσον αφορά την μέγιστη ταχύτητα εγγραφής. Οι επιδόσεις είναι παρόμοιες με αυτές που είχαμε δει στον Corsair MP600 PRO 2TB. Παρακάτω παραθέτω τα αποτελέσματα και των άλλων drives, για σύγκριση. Ακολουθούν τα αποτελέσματα του CrystalDiskMark 8.04. Στη συνέχεια βλέπουμε τα αποτελέσματα του AS SSD Benchmark. Στο Anvil's Storage Utilities benchmark ο Corsair MP600 PRO NH 2TB απρόσμενα πέτυχε το υψηλότερο σκορ. Τέλος, τα AIDA64 Average Read και Write Access καθώς και τα HD Tune Pro Random Read και Write Access δείχνουν την αμεσότητα στην απόκριση των drives. Όπως ήδη ανέφερα, τα συνθετικά benchmarks έχουν ιδιαιτέρως περιορισμένη σημασία στην εκτίμηση των πραγματικών επιδόσεων και έτσι δε θεωρώ ότι πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ' όψιν. Πείτε μου στα σχόλια αν θέλετε να τα συμπεριλαμβάνω σε μελλοντικά SSD reviews και γιατί. Ανάλυση σε βάθος Σε αυτό το τμήμα του review, θα χρησιμοποιήσουμε κάποιες πιο εξειδικευμένες δοκιμασίες για να δούμε τη συμπεριφορά του drive με περισσότερη λεπτομέρεια. Συγκεκριμένα θα χρησιμοποιήσουμε το Disk Benchmark του AIDA64. Στο πρώτο διάγραμμα βλέπουμε την ταχύτητα ανάγνωσης σε όλη την έκταση του drive. Βλέπουμε ότι εδώ ο Corsair MP600 PRO NH 2TB τα πήγε σημαντικά καλύτερα από τον προκάτοχό του. Ακολουθούν τα αποτελέσματα των άλλων drives. Φαίνεται ότι στη δοκιμασία αυτή, ο Corsair MP600 PRO NH 2TB είναι το ταχύτερο από τα 5 drives. Οι εγγραφές αποκαλύπτουν τη γνωστή πονεμένη ιστορία όλων των SSD που χρησιμοποιούν TLC. Βλέπετε, οι TLC NAND δεν έχουν καλές ταχύτητες εγγραφής. Γι' αυτό οι εταιρείες δε διαφημίζουν ποτέ αυτή την ταχύτητα. Αντιθέτως, χρησιμοποιούν ένα μέρος της TLC NAND σε λειτουργία SLC. Όπα φίλε, μισό λεπτό! Τι είναι αυτό το TLC και τι είναι το SLC που μας λες; OK, μικρή ανάλυση λοιπόν, για να είμαστε στην ίδια σελίδα. Να με συγχωρήσουν οι γνώστες και τελειομανείς που θα είναι πολύ εκλαϊκευμένη η εξήγηση και οι μη σχετικοί που θα είναι πολύ "επιστημονική", αλλά πρέπει να συναντηθούμε κάπου στη μέση. Το κάθε κελί μνήμης τύπου NAND, μπορεί να αποθηκεύσει μία ηλεκτρική τάση και να την κρατήσει εκεί. Στην περίπτωση του πρώτου τύπου NAND που χρησιμοποιήθηκε σε SSD, τον τύπο SLC (Single Level Cell) αν υπάρχει ηλεκτρική τάση, αυτό σημαίνει αξία 1 και αν δεν υπάρχει, αξία 0. Αυτό για τον υπολογιστή είναι ένα bit και 8 bits μας κάνουν ένα byte. Στην SLC NAND λοιπόν, κάθε κελί αποθηκεύει 1 bit και ο Controller έχει την πολύ εύκολη δουλειά να ξεχωρίσει ανάμεσα σε τάση και όχι τάση, πράγμα που γίνεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και ακόμη και αν το κελί έχει παλιώσει και φθαρεί. Συνεπώς η SLC NAND είναι πολύ γρήγορη και πολύ ανθεκτική στις εγγραφές που φθείρουν τα κελιά της. Αποθηκεύει όμως 1 μόνο bit ανά κελί. SLC NAND βρίσκαμε μόνο σε Enterprise level SSDs γιατί παρά τα πλεονεκτήματά της, είναι πολύ ακριβή. Και τώρα πλέον, ούτε καν εκεί. H MLC NAND αποθηκεύει 2 bit σε κάθε κελί. Ναι, αλλά εμείς είπαμε ότι το μόνο που αποθηκεύει ένα κελί NAND είναι μια ηλεκτρική τάση. Πώς λοιπόν μια ηλεκτρική τάση μπορεί να αντιστοιχιστεί σε 2 bit, δηλαδή σε ένα οποιονδήποτε διψήφιο συνδυασμό από 0 και 1; Απλό! Οι συνδυασμοί αυτοί κατά το νόμο των πιθανοτήτων είναι 22 δηλαδή 4 και συγκεκριμένα οι 00, 01, 10, και 11. Αν θεωρήσουμε ότι η απουσία ηλεκτρικής τάσης αντιστοιχεί στο 00, θα χρειαστούμε 3 διαφορετικές ηλεκτρικές τάσεις για να αντιστοιχίσουμε στις υπόλοιπες τιμές. Κάπως έτσι λειτουργεί η MLC. Είναι πλέον προφανές ότι η MLC θα λειτουργεί πιο αργά από την SLC, καθώς ο ελεγκτής θα πρέπει να ξεχωρίσει 4 διαφορετικές καταστάσεις του κάθε κελιού, συμπεριλαμβανομένων 3 διαφορετικών ηλεκτρικών τάσεων. Συνεπώς το σύστημα θα λειτουργεί πιο αργά και επιπλέον θα είναι πιο επιρρεπές στη φθορά των κελιών κατά τις εγγραφές και θα έχει μικρότερη διάρκεια ζωής. Εν τούτοις, η MLC NAND είναι εξαιρετική λύση για οικιακή χρήση, που όμως - δυστυχώς - εγκαταλήφθηκε πλέον από όλους τους κατασκευαστές, προκειμένου να μειώσουν το κόστος κατασκευής, χρησιμοποιώντας TLC (και σε κάποιες περιπτώσεις QLC) NAND. Η TLC NAND, που χρησιμοποιεί ο Corsair MP600 PRO NH 2TB, όπως και τα 4 drives με τα οποία τον συγκρίνουμε, αποθηκεύει 3 bit σε κάθε κελί! Αυτό σημαίνει 23 δηλαδή 8 διαφορετικούς συνδυασμούς (000, 001, 010, 100, 011, 110, 101, 111). Κατά αναλογία με πριν, έχουμε εκτός από την απουσία τάσης, 7 διαφορετικές τιμές που κάνει πολύ πιο δύσκολη τη δουλειά του Controller. Εδώ πλέον οι εγγραφές γίνονται πολύ αργές. Η δε φθορά των κελιών που προκαλείται από τους κύκλους εγγραφών είναι ακόμα πιο σημαντική και η ζωή των κελιών πολύ πιο μικρή. Για να το αντιμετωπίσουν αυτό οι εταιρείες και να κάνουν τη χρήση TLC NAND μια βιώσιμη λύση για τους SSD, χρησιμοποιούν κάποια τεχνάσματα που βασίζονται σε πολύπλοκους και ισχυρούς ελεγκτές και εξειδικευμένο firmware. Το πιο βασικό τέχνασμα είναι να χρησιμοποιούν ένα μέρος της ελεύθερης TLC NAND σε λειτουργία SLC, εν είδει cache. Δηλαδή οι εγγραφές πραγματοποιούνται στην SLC cache σε πραγματικό χρόνο και αργότερα, το drive με την ησυχία του περνάει τα δεδομένα στην πολύ πιο αργή TLC NAND. Φυσικά οι εταιρείες δεν το διαφημίζουν αυτό και ο μέσος χρήστης νομίζει ότι αγοράζει drive με ταχύτητες εγγραφής που μπορεί να πετύχει η NAND του drive όταν λειτουργεί ως SLC cache ενώ η αλήθεια είναι πολύ πιο πικρή. Γι' αυτό βλέπουμε TLC drives που είναι πολύ πιο οικονομικά από τα MLC να διαφημίζουν υψηλότερες ταχύτητες, αυτές της πολύ γρήγορης SLC cache, η οποία όμως όταν τελειώνει κατά τη διάρκεια μεγαλύτερων εγγραφών, ξαφνικά στέλνει τις επιδόσεις βόλτα και μάλιστα με τα πόδια! Πόση σημασία έχει αυτό στην πράξη; Μεγάλη κουβέντα και οι απόψεις διίστανται. Σε μια απλή χρήση που βασίζεται κυρίως σε αναγνώσεις και λίγες εγγραφές, τα TLC drives τα πάνε μια χαρά. Όταν τα πράγματα ζορίζουν και χρειάζονται μεγαλύτερες και συχνότερες εγγραφές που δε δίνουν χρόνο στην SLC cache των TLC drives να αδειάσει τα δεδομένα της και να είναι έτοιμη για την επόμενη χρήση, ίσως θα ήταν καλύτερη η χρήση ενός SSD με MLC NAND. Τώρα που ξέρουμε λοιπόν, ας πάμε να δούμε πώς συμπεριφέρεται ο Corsair MP600 PRO NH 2TB στις εγγραφές. Όπως βλέπουμε στο πρώτο γράφημα που αφορά τον Corsair MP600 PRO NH 2TB το drive ξεκινάει τις εγγραφές με εξαιρετική ταχύτητα, κοντά στα 5900MB/s. Καθώς το drive είναι εντελώς άδειο, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της TLC NAND του ως SLC cache, που φαίνεται ότι είναι κοντά στο 38%. Στη συνέχεια η ταχύτητα εγγραφής πέφτει στην πραγματική ταχύτητα που μπορεί να δώσει η TLC NAND που χρησιμοποιεί το drive και που είναι κοντά στα 1000MB/s, με την ελάχιστη ταχύτητα που καταγράφηκε να είναι τα 745,8MB/s. Όλα αυτά βέβαια είναι θέμα επιλογών της εταιρίας στο firmware αλλά σε κάθε περίπτωση θα χειροτερεύουν όσο περισσότερο γεμίζουμε το drive. Όσο πιο γεμάτο είναι τo drive, τόσο λιγότερη περίσσεια NAND θα έχει για να τη χρησιμοποιεί σε μορφή SLC cache και όλο και περισσότερο θα βασίζεται στην πραγματική ταχύτητα της TLC NAND που φαίνεται στο τελευταίο μέρος του γραφήματος. Πάντως διακρίνουμε μια σαφέστατη βελτίωση του Corsair MP600 PRO NH 2TB σε σχέση με τον προκάτοχό του, Corsair MP600 PRO 2TB, παρά τη χρήση του ίδιου controller και της μισής cache, κάτι που μπορεί να οφείλεται κυρίως στα προφανώς ταχύτερα NAND chips που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και ενδεχομένως, σε μικρότερο βαθμό, σε optimizations στο firmware. Ακολουθούν τα αποτελέσματα των άλλων drives. Πείτε μου στα σχόλια αν θεωρείτε αυτού του είδους την εις βάθος ανάλυση χρήσιμη και αν θέλετε να περιλαμβάνεται στα επόμενα SSD reviews ή όχι. Συμπεράσματα και βαθμολογία - Το δια ταύτα Κάπως έτσι φτάσαμε στην ώρα του απολογισμού και των συμπερασμάτων. Σε αυτούς που πηδάνε από την εισαγωγή στον επίλογο, να πω ότι δεν έχετε καμία ελπίδα. Είναι τόσο πολλά αυτά που έχουμε αναλύσει για τον Corsair MP600 PRO NH 2TB που ο επίλογος σε καμία περίπτωση δε φτάνει για να τα συνοψίσουμε και να τα καταλάβετε. Γυρίστε πίσω λοιπόν και τα ξαναλέμε εδώ σε λίγο. Για όσους διάβασαν κανονικά το review, έχετε ήδη καταλάβει ότι ο Corsair MP600 PRO NH 2TB αποτελεί μια σαφή αναβάθμιση έναντι του προκατόχου του, Corsair MP600 PRO 2TB. Είναι δε ένα drive με πολύ καλή ποιότητα κατασκευής, ωραία εμφάνιση, 5ετή εγγύηση και προδιαγραφές για να γράψει 1400ΤΒ στη διάρκεια της ζωής του. Διαθέτει επίσης end-to-end data protection για την εξασφάλιση των δεδομένων σας, pyrite/OPAL AES 256-bit encryption για την κρυπτογράφησή τους και θερμικό έλεγχο για τη μακροζωία του drive. Βασίζεται στον controller Phison PS5018-E18 και διαθέτει 1GB DDR4 3200MHz cache της SKHynix και 2ΤΒ 3D TLC NAND της Toshiba. Τη στιγμή εγγραφής αυτού του review, η χαμηλότερη τιμή που μπόρεσα να εντοπίσω στην Ελληνική αγορά για τον Corsair MP600 PRO NH 2TB ήταν τα 193,90€. Σε σχέση με τα 240€ που κοστίζει ο Samsung 990 Pro 2TB, που είναι πιο γρήγορος αλλά έχει χαμηλότερο TBW στα 1200 έναντι των 1400 του Corsair MP600 PRO NH 2TB, είναι μια τίμια επιλογή. Από την άλλη, ο Western Digial SN850X 2TB κοστίζει 192,22€ και αποτελεί μια δελεαστική εναλλακτική καθώς είναι ταχύτερος του Corsair MP600 PRO NH 2TB αλλά έχει επίσης χαμηλότερο TBW στα 1200 έναντι των 1400 του Corsair MP600 PRO NH 2TB, οπότε πρόκειται ουσιαστικά για επιλογή μεταξύ λίγο μεγαλύτερης ταχύτητας ή λίγο μεγαλύτερης αντοχής στο ίδιο κόστος. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Corsair MP600 PRO NH 2TB: Πλεονεκτήματα + Πολύ καλές επιδόσεις. + 5ετής εγγύηση. + 1400TBW. + End-to-end data protection. + Pyrite/OPAL AES 256-bit encryption. Μειονεκτήματα - Κόστος σε σχέση με τον Western Digital SN850X 2TB. - Το συνοδευτικό λογισμικό χρειάζεται επειγόντως ανανέωση. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Corsair MP600 PRO NH 2TB είναι:  theLAB.gr Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 27/03/2023
  4. Εισαγωγή Πριν από ένα χρόνο το TheLab.gr είχε δημοσιεύσει το review του Corsair K70 Pro RGB με διακόπτες Cherry MX Red και PBT keycaps ενώ πριν μόλις λίγες εβδομάδες είδαμε και το Corsair K60 Pro TKL RGB OPX που φέρει τους οπτικούς - μηχανικούς διακόπτες της Corsair με το όνομα Corsair OPX. Το σημερινό review έχει ως αντικείμενο το Corsair K70 Pro RGB OPX, που όπως μαρτυράει το όνομά του, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το Corsair K70 Pro RGB με διακόπτες Corsair OPX. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα χαρακτηριστικά του Corsair K70 RGB Pro OPX συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα: Βλέπουμε ότι το Corsair K70 Pro RGB OPX είναι ένα πληκτρολόγιο πλήρους μεγέθους με 104 πλήκτρα που διαθέτει φωτισμό RGB, NKRO με 100% anti-ghosting και 8MB μνήμη για την αποθήκευση προφίλ. Τα χαρακτηριστικά όμως που το κάνουν να ξεχωρίζει είναι το USB polling rate των 8000Hz και οι οπτικοί - μηχανικοί διακόπτες Corsair OPX. Άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά του Corsair K70 Pro RGB OPX είναι το αφαιρούμενο καλώδιο σύνδεσης USB C, ο διακόπτης λειτουργίας τουρνουά, τα επιπλέον πλήκτρα ελέγχου πολυμέσων, η ροδέλα ρύθμισης της έντασης του ήχου, το μαγνητικό palm rest και η τυποποιημένη τελευταία σειρά πλήκτρων. Όσον αφορά το τελευταίο, να εξηγήσω ότι επί πολλά χρόνια τα πληκτρολόγια της Corsair είχαν διαφορετικού μεγέθους keycaps στην τελευταία σειρά πλήκτρων, καθιστώντας αναγκαία τη χρήση των keycaps της εταιρίας, ενώ στο Corsair K70 Pro RGB OPX, όπως και σε άλλα πρόσφατα πληκτρολόγια της Corsair τα keycaps της τελευταίας σειράς πλήκτρων ακολουθούν το standard πρότυπο της αγοράς, επιτρέποντας στον χρήστη να χρησιμοποιήσει όποια keycaps επιθυμεί. Συσκευασία και Περιεχόμενα Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το Corsair K70 Pro RGB OPX έρχεται σε μια ιλουστρασιόν χαρτονένια συσκευασία που φέρει φωτογραφίες και τα βασικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, την οποία μπορείτε να δείτε αναλυτικά στις παρακάτω φωτογραφίες. Ανοίγοντάς την βλέπουμε το πληκτρολόγιο προστατευμένο μέσα σε διάφανο νάιλον ενώ στο καπάκι υπάρχουν κολλημένα 2 κομμάτια αφρολέξ που εξασφαλίζουν ότι το προϊόν θα παραμένει σταθερό εντός της συσκευασίας κατά τη μεταφορά. Αφαιρώντας το πληκτρολόγιο και ανασηκώνοντας το διαχωριστικό, φτάνουμε στα παρελκόμενα. Αυτά είναι αρκετά φτωχά για την κατηγορία και το κόστος του προϊόντος και αποτελούνται από τα φυλλάδια της εγγύησης και των πληροφοριών ασφαλείας, το καλώδιο σύνδεσης και το palm rest. Δεν υπάρχει Quick Start Guide εντός της συσκευασίας αλλά μπορείτε να τον βρείτε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, εδώ. Το palm rest είναι πλαστικό, με ανάγλυφη υφή που αποτρέπει το γλίστρημα ενώ φέρει το λογότυπο της εταιρίας κάθετα στο κέντρο. Δυστυχώς, δεν έχει κάποια επένδυση από memory foam ούτε κάλυμμα από δερματίνη όπως είχαν τα αντίστοιχα palm rests παλαιότερων πληκτρολογίων της εταιρίας σε αυτή την κατηγορία. Το κάτω μέρος φέρει λαστιχένιες επιφάνειες για να μη γλιστράει πάνω στο γραφείο και 2 ελαστικές προεκτάσεις με μαγνήτες που το ενώνουν με το πληκτρολόγιο. Και μια και το αναφέραμε, να το και το πληκτρολόγιο. Ας το βγάλουμε από το προστατευτικό νάιλον και ας ξεκολλήσουμε και το προστατευτικό από την επιφάνεια ενδείξεων. Το Corsair K70 Pro RGB OPX ακολουθεί σοβαρές, μινιμαλιστικές σχεδιαστικές γραμμές. Το επάνω μέρος της βάσης του αποτελείται από αλουμίνιο με μαύρη ανοδίωση και οριζόντιο εφέ βουρτσίσματος. Τα keycaps που φέρει το δείγμα που παρέλαβα δεν έχουν τους Ελληνικούς χαρακτήρες. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εκδόσεων του συγκεκριμένου πληκτρολογίου που πραγματικά μπερδεύει τον υποψήφιο αγοραστή καθώς ανάλογα με την επιλογή διακοπτών και υλικού των keycaps, διατίθενται με κάποιους διαθέσιμους τοπικούς χαρακτήρες. Φαίνεται λοιπόν ότι αν επιλέξουμε για παράδειγμα διακόπτες Cherry MX Red και PBT keycaps, υπάρχει διαθέσιμο με Ελληνικούς χαρακτήρες στα keycaps ενώ αν επιλέξουμε διακόπτες Corsair OPX και PBT keycaps, δεν διατίθεται με Ελληνικούς χαρακτήρες στα keycaps. Αν όμως θέλουμε το Corsair K70 Pro RGB OPX με Polycarbonate keycaps τότε και πάλι υπάρχει με Ελληνικούς χαρακτήρες στα keycaps. Μπερδεμένα πράγματα αλλά το τελικό συμπέρασμα είναι ότι αν θέλετε το συγκεκριμένο μοντέλο που έχω στα χέρια μου, θα πρέπει να ζήσετε χωρίς τους Ελληνικούς χαρακτήρες στα keycaps. Το εμπρός μέρος του είναι αρκετά λεπτό ενώ το παχύτερο πίσω μέρος φέρει στο κέντρο μία υποδοχή τύπου USB C και δίπλα της ένα διακόπτη. Τα πλαϊνά τονίζουν το λεπτό μπροστινό μέρος που σταδιακά γίνεται παχύτερο προς τα πίσω, δίνοντας μια φυσική κλίση στα πλήκτρα. Το πίσω μέρος που φέρει τα πλήκτρα λειτουργιών και την επιφάνεια ενδείξεων είναι υπερυψωμένο. Ας δούμε λοιπόν αυτό το υπερυψωμένο τμήμα στο πίσω μέρος του πληκτρολογίου. Στο αριστερό του μέρος φέρει 3 πλήκτρα που όπως θα δούμε παρακάτω αφορούν τα προφίλ και τις μακροεντολές, το φωτισμό και το κλείδωμα συγκεκριμένων πλήκτρων. Στο δεξιό του μέρος φέρει το πλήκτρο της σίγασης και τη ροδέλα ελέγχου της έντασης του ήχου, ενώ κάτω από αυτά βρίσκουμε τα 4 πλήκτρα ελέγχου των πολυμέσων. Στο κέντρο του πάνω μέρους βρίσκουμε την επιφάνεια ενδείξεων που στο κέντρο της φέρει το λογότυπο της εταιρίας ενώ όπως θα δούμε παρακάτω προσφέρει και πληροφορίες για τη λειτουργία του πληκτρολογίου. Το κάτω μέρος του Corsair K70 Pro RGB OPX είναι κατασκευασμένο από ποιοτικό πλαστικό και φέρει κανάλια δρομολόγησης καλωδίων, 4 επιφάνειες σταθεροποίησης, το αυτοκόλλητο με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, την ανάγλυφη ένδειξη Κ70 και τις 2 επιφάνειες μαγνητικής σύζευξης του palm rest. Οι εμπρός επιφάνειες σταθεροποίησης είναι μεγάλες και αποτελούνται από ελαστικό υλικό υψηλής πρόσφυσης ενώ οι πίσω έχουν επιπλέον ένα κενό με αναδιπλούμενα ποδαράκια 2 σταδίων. Εδώ βλέπετε το αυτοκόλλητο με τις πληροφορίες για το προϊόν και το ανάγλυφο K70. Στο εμπρός μέρος της κάτω πλευράς του πληκτρολογίου υπάρχουν οι 2 εσοχές που θα υποδεχτούν τις προεξοχές του palm rest για να γίνει η μαγνητική σύζευξη. Πολύ πιο εύχρηστο και ανθεκτικό σύστημα από τα πλαστικά κλιπ που χρησιμοποιούσε η εταιρία για αυτόν τον σκοπό στο παρελθόν. Ας συνδέσουμε λοιπόν το palm rest και ας δούμε πώς φαίνεται το Corsair K70 Pro RGB OPX με αυτό. Δεν είναι άσχημο, αλλά θεωρώ ότι το πλαστικό palm rest χωρίς καμία επένδυση είναι ένα επίπεδο κάτω από το ίδιο το πληκτρολόγιο. Φινίρισμα Το φινίρισμα του Corsair K70 Pro RGB OPX είναι αντάξιο της παράδοσης που έχει δημιουργήσει η εταιρία. Από το αλουμινένιο σώμα μέχρι την εξαιρετική ανοδίωση και τα PBT Double Shot Keycaps, το πληκτρολόγιο είναι άριστο από όλες τις απόψεις. Συνδεσιμότητα Η σύνδεση του Corsair K70 Pro RGB OPX με τον υπολογιστή γίνεται μέσω του αφαιρούμενου καλωδίου USB A σε USB C που παρέχεται στη συσκευασία. Το καλώδιο είναι υψηλής ποιότητας και sleeved. Φυσικά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε οποιοδήποτε καλώδιο USB A σε USB C ή και USB C σε USB C που να υποστηρίζει κατ' ελάχιστον το πρωτόκολλο USB 3.0. Τεχνολογία AXON Ένα από τα πλεονεκτήματα του Corsair K70 Pro RGB OPX είναι η χρήση τεχνολογίας AXON. Στην ουσία πρόκειται για τη χρήση ενός ταχύτατου μικροελεγκτή που ελέγχει για πάτημα κάποιου πλήκτρου 4000 φορές το δευτερόλεπτο και επικοινωνεί με τον υπολογιστή 8000 φορές το δευτερόλεπτο, ενώ παράλληλα ελέγχει τη λειτουργία των RGB εφέ φωτισμού με μέχρι και 20 επίπεδα. Όλα αυτά εξασφαλίζουν το πλεονέκτημα της ταχύτατης δυνατής απόκρισης στο πάτημα ενός πλήκτρου που μπορεί να προσφέρει η τεχνολογία τη συγκεκριμένη στιγμή. Το πληκτρολόγιο έρχεται ρυθμισμένο να επικοινωνεί με τον υπολογιστή στα 1000Hz, για λόγους συμβατότητας με παλαιότερους υπολογιστές ενώ η αλλαγή της συγκεκριμένης ρύθμισης μπορεί να γίνει μέσω του συνοδευτικού λογισμικού iCUE. Διακόπτες Corsair OPX Οι διακόπτες που χρησιμοποιεί το Corsair K70 Pro RGB OPX είναι οι Corsair OPX. Εξωτερικά μοιάζουν όπως όλοι οι μηχανικοί διακόπτες, είναι συμβατοί με τα ίδια keycaps και υποστηρίζονται από τους ίδιους σταθεροποιητές στα μεγάλα πλήκτρα. Εσωτερικά, πρόκειται για οπτικούς - μηχανικούς διακόπτες που ενώ έχουν μηχανική κίνηση και λειτουργία με ελατήριο αντί για μεμβράνη, η καταχώρηση του πατήματος δεν γίνεται μέσω επαφής μεταλλικών ελασμάτων αλλά με τη διακοπή μιας συνεχούς υπέρυθρης ακτίνας. Ο συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας δίνει 3 πλεονεκτήματα και 1 διαφορά. Πρώτα απ' όλα, κάνει εφικτή την ενεργοποίηση του διακόπτη με μικρότερη απόσταση πατήματος, όπως συγκεκριμένα στους διακόπτες Corsair OPX όπου η ενεργοποίηση γίνεται μόλις στο 1 χιλιοστό. Αυτό δίνει πλεονέκτημα ταχύτητας στο competitive gaming που σε συνδυασμό με την τεχνολογία AXON που είδαμε παραπάνω ελαχιστοποιεί το χρόνο από τη στιγμή που ο χρήστης αρχίζει να κινεί το δάκτυλό του μέχρι τη στιγμή που ο υπολογιστής καταχωρεί το πάτημα του πλήκτρου. Δεύτερον, αφαιρεί την ανάγκη της καθυστέρησης που δημιουργεί η λειτουργία debounce η οποία είναι απαραίτητη στους κλασσικούς μηχανικούς διακόπτες με μεταλλικά ελάσματα αλλά δε χρειάζεται στην περίπτωση των οπτικών - μηχανικών διακοπτών. Έτσι ελαχιστοποιείται ο καθυστέρηση μεταξύ 2 ενεργοποιήσεων του ίδιου πλήκτρου ενώ παράλληλα ελαχιστοποιείται και ο κίνδυνος ακούσιων διπλών ενεργοποιήσεων. Τρίτον, λόγω της απουσίας των μεταλλικών ελασμάτων που φθείρονται με τη χρήση, οι οπτικοί - μηχανικοί διακόπτες έχουν σημαντικά μεγαλύτερη διάρκεια ζωής που φτάνει τις 150 εκατομμύρια ενεργοποιήσεις. Για να καταλάβετε τι σημαίνει αυτό, αν πατούσατε συνεχώς το ίδιο πλήκτρο με ρυθμό 5 φορές το δευτερόλεπτο, θα χρειαζόσασταν σχεδόν 1 χρόνο για να φτάσετε αυτό τον αριθμό των ενεργοποιήσεων. Η διαφορά τώρα αφορά ότι ακριβώς λόγω της απουσίας των μεταλλικών ελασμάτων είναι αναπόφευκτο ότι η αίσθηση του πατήματος του πλήκτρου θα επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό. Το αν αυτό είναι θετικό ή αρνητικό, αφορά τις προτιμήσεις του κάθε χρήστη. PBT Pro Keycaps Το Corsair K70 Pro RGB OPX έρχεται με PBT Double Shot keycaps. Το τι υλικό ακριβώς είναι το PBT και γιατί έχει μόνο πλεονεκτήματα έναντι του ABS από το οποίο αποτελούνται συνήθως τα περισσότερα keycaps που έρχονται προ-εγκατεστημένα στα πληκτρολόγια μπορείτε να το δείτε με λεπτομέρειες εδώ. Αυτό που έχει ακόμα περισσότερη σημασία είναι το "double shot". Ότι δεν πρόκειται δηλαδή για ένα διάφανο υλικό με βαμμένη επιφάνεια και αφαίρεση του χρώματος με laser στα σημεία που θέλει ο κατασκευαστής να περνάει το φως αλλά για 2 στρώματα υλικού, ενός εσωτερικού με διαφάνεια και ενός εξωτερικού που σχηματίζονται και ενώνονται όπως δείχνει το παρακάτω σχήμα. Είναι εμφανές ότι με αυτή την κατασκευή, όσο και να χρησιμοποιηθούν και φθαρούν τα keycaps, οι χαρακτήρες θα παραμείνουν αναλλοίωτοι, σε αντίθεση με τα βαμμένα ABS keycaps που όταν φθαρεί η μπογιά γίνεται όλο το πλήκτρο διάφανο. Η κατασκευή των keycaps του Corsair K70 Pro RGB OPX φαίνεται στις παρακάτω φωτογραφίες. Πληκτρολόγηση - Αίσθηση - Ήχος Όπως ανέφερα ήδη, η απουσία των μεταλλικών ελασμάτων από τους οπτικούς - μηχανικούς διακόπτες τους δίνει τη δική τους, ελαφρώς αλλά ξεκάθαρα διαφορετική αίσθηση σε σχέση με τους κλασσικούς μηχανικούς διακόπτες. Το αν κάποιος προτιμάει τη μία αίσθηση ή την άλλη, είναι θέμα προσωπικής προτίμησης αλλά σίγουρα κάποιος χρήστης που προέρχεται από κλασσικούς μηχανικούς διακόπτες θα χρειαστεί μια περίοδο προσαρμογής. Σε αυτό φυσικά παίζει ρόλο και η πολύ χαμηλή απόσταση ενεργοποίησης του 1 χιλιοστού σε σχέση με τα 2 χιλιοστά όπου ενεργοποιούνται οι περισσότεροι κλασσικοί μηχανικοί διακόπτες. Ακόμα και στη δική μου περίπτωση που είχα συνηθίσει στη χρήση των Cherry MX Speed οι οποίοι ενεργοποιούνται στα 1,2 χιλιοστά, η διαφορά ήταν αισθητή. Καθώς λοιπόν η αίσθηση είναι υποκειμενική και αφορά τον κάθε χρήστη προσωπικά, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι σαφώς και πρόκειται για αίσθηση ποιότητας, όπως και με τους κλασσικούς μηχανικούς διακόπτες, αλλά το πώς το βιώνει ο καθένας αυτό διαφέρει και θα πρέπει να δοκιμάσετε μόνοι σας για να αποφασίσετε. Αυτό που μπορώ όμως να σας δώσω αντικειμενικά, είναι ο ήχος της πληκτρολόγησης στο Corsair K70 Pro RGB OPX. Για σύγκριση παραθέτω τον ήχο της πληκτρολόγησης στο Corsair K95 RGB Platinum με διακόπτες Cherry MX Speed. Φωτισμός RGB Ο φωτισμός των πλήκτρων του Corsair K70 Pro RGB OPX είναι έντονος, ρυθμιζόμενος ανά πλήκτρο και οι μεταβάσεις των χρωμάτων είναι ομαλές. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος για λόγια, όταν μπορώ να αφήσω τις εικόνες και το βίντεο να μιλήσουν από μόνα τους. Επιπλέον Πλήκτρα - Έλεγχος - Ρυθμίσεις Πληκτρολογίου Τα πλήκτρα ελέγχου και οι ενδείξεις του Corsair K70 Pro RGB OPX φαίνονται στην παρακάτω εικόνα. Επάνω αριστερά στο πληκτρολόγιο έχουμε από αριστερά προς τα δεξιά το πλήκτρο επιλογής προφίλ και λειτουργιών μακροεντολών, το πλήκτρο ελέγχου της έντασης του φωτισμού και το πλήκτρο κλειδώματος του Windows key. Επάνω δεξιά έχουμε το πλήκτρο της σίγασης και τη ροδέλα ελέγχου της έντασης του ήχου. Από κάτω τους βρίσκουμε τα 4 κλασσικά πλήκτρα ελέγχου των πολυμέσων. Στο κέντρο του πληκτρολογίου βρίσκεται η επιφάνεια ενδείξεων, με το λογότυπο στο κέντρο και 3 εν δυνάμει ενδείξεις εκατέρωθεν αυτού. Στα αριστερά έχουμε με τη σειρά την ένδειξη μακροεντολών που αφορά την καταγραφή και τη διαγραφή μακροεντολών. Δίπλα της βρίσκουμε την ένδειξη της λειτουργίας σίγασης και τελευταία την ένδειξη κλειδώματος του Windows key. Στα δεξιά της επιφάνειας ενδείξεων έχουμε με τη σειρά τις ενδείξεις ενεργοποίησης του Number Lock, του Caps Lock και του Scroll Lock. Η διαδικασία καταγραφής και διαγραφής μακροεντολών απ' ευθείας στο πληκτρολόγιο, χωρίς τη χρήση του iCUE, περιγράφεται στο παρακάτω διάγραμμα. Ο έλεγχος των εφέ φωτισμού που είναι ενσωματωμένα στο Corsair K70 Pro RGB OPX και λειτουργούν χωρίς την ανάγκη της χρήσης του iCUE, γίνεται με τους παρακάτω συνδυασμούς πλήκτρων. Τέλος, στο πίσω μέρος του πληκτρολογίου, δίπλα στη θύρα σύνδεσης USB C, συναντάμε τον διακόπτη λειτουργίας τουρνουά. Ο διακόπτης ενεργοποιείται με κίνησή του προς τα δεξιά, όπως φαίνεται το πληκτρολόγιο στις παρακάτω φωτογραφίες. Στη συνέχεια μπορείτε να περιστρέψετε προς τα πάνω ένα μικρό πλαστικό κομμάτι που θα κλειδώσει το διακόπτη στη θέση τουρνουά και θα αποκαλύψει το σχετικό ενδεικτικό LED. Η λειτουργία τουρνουά απενεργοποιεί τις προσαρμοσμένες ενέργειες και μακροεντολές για να αποτρέψει την κατά λάθος ενεργοποίησή τους, αλλάζει τον φωτισμό σε στατικό ενός χρώματος (που μπορείτε να επιλέξετε από το iCUE) για να ελαχιστοποιήσει την απόσπαση της προσοχής και θέτει το πληκτρολόγιο σε βασική λειτουργία χωρίς προφίλ ή εναλλαγή προφίλ. Η λειτουργία των πλήκτρων πολυμέσων, του ελέγχου της έντασης του ήχου, του ελέγχου της έντασης της φωτεινότητας και του κλειδώματος του Windows key δεν επηρεάζεται. Λογισμικό iCUE Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του Corsair K70 Pro RGB OPX, όπως και όλων των πληκτρολογίων της Corsair, είναι το λογισμικό ελέγχου, που ονομάζεται iCUE. Τρέχοντας το iCUE, βρισκόμαστε στην αρχική καρτέλα Home όπου πάνω αριστερά βλέπουμε το επιλεγμένο προφίλ, αμέσως από κάτω του τα Murals και ακόμα πιο κάτω κάποιους αισθητήρες (Sensors). Η μετάφραση της λέξης Murals στα Ελληνικά είναι "τοιχογραφίες" και στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για προκαθορισμένα εφέ φωτισμού που μπορούν να εφαρμοστούν στις υποστηριζόμενες συσκευές μέσω του iCUE. Πατώντας πάνω στο μενού των προφίλ, μπορούμε να δούμε όλα μας τα προφίλ, να προσθέσουμε καινούρια, να θέσουμε κάποιο ως προεπιλεγμένο, να τα μετονομάσουμε, να τα επεξεργαστούμε, να αντιγράψουμε κάποιο προφίλ και να το χρησιμοποιήσουμε ως βάση για κάποιο νέο προφίλ ή και να διαγράψουμε κάποια προφίλ. Μπορούμε επίσης να εξάγουμε κάποια προφίλ και να τα αποθηκεύσουμε υπό μορφή αρχείου καθώς και να εισάγουμε προηγουμένως αποθηκευμένα σε μορφή αρχείου προφίλ. Αν θελήσουμε να επιλέξουμε κάποιο από τα Murals, εμφανίζονται μικροί κύκλοι στο κάτω αριστερά μέρος των εικονιδίων των συσκευών στις οποίες μπορούμε να εφαρμόσουμε τα εν λόγω εφέ. Επιλέγουμε όποιες και όσες συσκευές θέλουμε και το επιλεγμένο Mural εφαρμόζεται σε αυτές. Στην περίπτωση του δικού μου συστήματος, αυτό μπορεί να γίνει στο πληκτρολόγιο και στη μνήμη RAM. Όσον αφορά τους αισθητήρες, αυτοί μας δίνουν πληροφορίες για διάφορες συσκευές του συστήματος και μπορούμε να προσθέσουμε και να αφαιρέσουμε τους αισθητήρες που θέλουμε να φαίνονται πατώντας πάνω στο σύμβολο +. Για να πάμε τώρα στις ρυθμίσεις κάποιας συγκεκριμένης από τις υποστηριζόμενες συσκευές, αρκεί να πατήσουμε πάνω στο εικονίδιό της. Στην περίπτωση που μας αφορά στο συγκεκριμένο review, πατάμε στο εικονίδιο που αφορά το Corsair K70 Pro RGB OPX. Βλέπουμε ότι έχουμε 6 επιλογές στα αριστερά, κάτω από το όνομα της συσκευής, με πρώτη την Key Assignments. Η λειτουργία αυτή αφορά την ανάθεση μιας λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε πλήκτρο ή συνδυασμό πλήκτρων. Βλέπουμε ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες ανάθεσης τις οποίες δεν έχει νόημα να αναλύσουμε, καθώς είναι πάρα πολλές και συχνά εμπλουτίζονται στις νέες εκδόσεις του iCUE. Αξίζει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε ανάθεση πλήκτρου δημιουργήσουμε μπορεί να αντιγραφεί για να αποτελέσει βάση για μία άλλη, να μετονομαστεί, να διαγραφεί ή και να αποθηκευτεί στη βιβλιοθήκη αναθέσεων πλήκτρων για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί οπουδήποτε στο iCUE, όπως σε άλλα προφίλ ή και σε άλλα υποστηριζόμενα πληκτρολόγια. Η δεύτερη επιλογή από το μενού στα αριστερά είναι η Hardware Key Assignments που αφορά την ίδια λειτουργία που είδαμε παραπάνω, με τη διαφορά ότι τώρα όλα αποθηκεύονται στην μνήμη του ίδιου του πληκτρολογίου και μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την ύπαρξη του iCUE. Οι δυνατότητες είναι και πάλι πολλές αλλά πιο περιορισμένες. Για παράδειγμα, δε θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε κάποιο πλήκτρο στην αυτόματη εκτέλεση ενός προγράμματος από τον υπολογιστή μας καθώς αυτό αλλάζει από υπολογιστή σε υπολογιστή και αν μεταφέραμε το Corsair K70 Pro RGB OPX σε έναν άλλο υπολογιστή, η ανάθεση της λειτουργίας θα υπήρχε στη μνήμη του πληκτρολογίου αλλά το πρόγραμμα μπορεί να μην υπήρχε σε εκείνον τον υπολογιστή. Όπως και προηγουμένως, υπάρχει και εδώ (ξεχωριστή) βιβλιοθήκη όπου μπορούμε να σώσουμε προγραμματισμένες αναθέσεις και να τις εφαρμόσουμε σε άλλα προφίλ ή και άλλα υποστηριζόμενα πληκτρολόγια. Η τρίτη επιλογή του μενού στα αριστερά είναι η Lighting Effects και αφορά τα εφέ του φωτισμού. Οι δυνατότητες είναι εξαιρετικά πολλές, η λειτουργικότητα του προγράμματος άριστη και μπορούν να εφαρμοστούν πολλαπλά επίπεδα φωτισμού. Υπάρχει όπως και πριν η σχετική βιβλιοθήκη για την αποθήκευση των εφέ και τη δυνατότητα χρήσης τους σε άλλα προφίλ ή υποστηριζόμενα πληκτρολόγια. Η τέταρτη επιλογή του μενού στα αριστερά είναι η Hardware Lighting και αφορά τα εφέ του φωτισμού που αποθηκεύονται στη μνήμη του πληκτρολογίου. Οι δυνατότητες είναι πιο περιορισμένες από πριν αλλά και πάλι πλούσιες ενώ τα επίπεδα φωτισμού μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 20. Υπάρχει και εδώ η σχετική βιβλιοθήκη για την αποθήκευση των εφέ και τη δυνατότητα χρήσης τους σε άλλα προφίλ ή υποστηριζόμενα πληκτρολόγια. Η πέμπτη επιλογή του μενού στα αριστερά είναι η Performance (επιδόσεις). Από εδώ μπορούμε να επιλέξουμε αν θέλουμε το πλήκτρο Win Lock εκτός από το Windows Key να απενεργοποιεί και κάποιους σημαντικούς συνδυασμούς πλήκτρων όταν είναι ενεργό, που φαίνονται στην παρακάτω εικόνα. Μπορούμε επίσης να επιλέξουμε το χρώμα του φωτισμού του Win Lock όταν είναι ενεργό και όταν είναι ανενεργό καθώς και τα χρώματα φωτισμού των πλήκτρων ελέγχου της έντασης του φωτισμού και την εναλλαγής των προφίλ. Η έκτη και τελευταία επιλογή του μενού στα αριστερά είναι η Device Settings (ρυθμίσεις συσκευής), η οποία ανοίγει ένα ξεχωριστό παράθυρο. Οι ρυθμίσεις που ελέγχει είναι σαφείς και φαίνονται στην εικόνα παρακάτω. Όπως σας είπα νωρίτερα, το Corsair K70 Pro RGB OPX έρχεται ρυθμισμένο να επικοινωνεί με τον υπολογιστή στα 1000Hz, για λόγους συμβατότητας με παλαιότερους υπολογιστές ενώ η αλλαγή της συγκεκριμένης ρύθμισης μπορεί να γίνει από αυτό το μενού. Η επιλογή οποιασδήποτε συχνότητας επικοινωνίας πάνω από τα 1000Hz συνοδεύεται από το παρακάτω μήνυμα που ενημερώνει ότι η εν λόγω επιλογή θα απαιτήσει μεγαλύτερη επεξεργαστική ισχύ. Τα διαθέσιμα layouts του για το Corsair K70 Pro RGB OPX φαίνονται εδώ. Δίπλα στην επιλογή του χρώματος του φωτισμού των πλήκτρων στη λειτουργία τουρνουά, υπάρχει ένα εικονίδιο πληροφοριών που εξηγεί τι ακριβώς κάνει η λειτουργία τουρνουά. Και κάπως έτσι τελειώσαμε με την καρτέλα Home και περνάμε στην καρτέλα Dashboard, όπου μπορούμε να δούμε όλους τους αισθητήρες που παρέχει το iCUE για το σύστημά μας αλλά και άλλες πληροφορίες όπως πιθανές αναθέσεις λειτουργιών πλήκτρων. Η καρτέλα Murals, κάτω από την επιλογή Effects, περιέχει τα murals που είναι διαθέσιμα από το iCUE. Αν πατήσουμε στο εικονίδιο + μπορούμε να δημιουργήσουμε νέα murals. Από την επιλογή Devices (συσκευές), μπορούμε να επιλέξουμε σε ποιες συσκευές θα εφαρμοστεί το επιλεγμένο mural. Τα υπόλοιπα εικονίδια στην κορυφή του iCUE θα τα δούμε επιγραμματικά. Το καραβάκι πάνω αριστερά περιέχει ένα μενού με συνδέσμους για τα social media της εταιρίας. Η καμπάνα μας δείχνει τυχόν ειδοποιήσεις και το ερωτηματικό ανοίγει ένα μενού με video tutorials. Το γρανάζι αφορά τις ρυθμίσεις του iCUE που είναι αρκετές και φαίνονται στις παρακάτω εικόνες. Συνολικά το iCUE είναι ένα εύχρηστο, ευπαρουσίαστο, ευχάριστο και πλούσιο συνοδευτικό λογισμικό που προσθέτει σημαντική αξία στο Corsair K70 Pro RGB OPX. Δοκιμές Στις δοκιμές που κάναμε, το Corsair K70 Pro RGB OPX τα πήγε εξαιρετικά. Το NKRO επιβεβαιώθηκε, αφού όπως μπορείτε να δείτε, μπορέσαμε να καταγράψουμε όλα τα πλήκτρα του πληκτρολογίου ταυτόχρονα. Ο έλεγχος για ghosting δεν έδειξε το παραμικρό πρόβλημα, κάτι που ήταν αναμενόμενο και από τα επιτυχή αποτελέσματα της λειτουργίας NKRO. Δοκιμάστηκαν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί πλήκτρων που τυπικά μπορεί να προκαλούν ghosting και μπορέσαμε να γράψουμε τη φράση "THE QUICK BROWN FOX JUMPS OVER THE LAZY DOG" κρατώντας πατημένα και τα 2 πλήκτρα Shift ταυτόχρονα. Η πληκτρολόγηση ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και η ποιότητα κατασκευής κορυφαία. Τόσο στη χρήση σε παιχνίδια όσο και στη συγγραφή του παρόντος review, το Corsair K70 Pro RGB OPX δεν άφησε κανένα παράπονο. Απολογισμός Το Corsair K70 Pro RGB OPX είναι ένα πληκτρολόγιο πλήρους μεγέθους 104 πλήκτρων που θα ικανοποιήσει ακόμα και τον πιο απαιτητικό χρήστη. Διαθέτει εξαιρετικά υλικά και κορυφαία ποιότητα κατασκευής, όσες επιπλέον λειτουργίες μπορεί να βάλει ο νους με onboard hardware αναθέσεις πλήκτρων και εφέ φωτισμού καθώς και το πλήρες και λειτουργικό λογισμικό iCUE για ακόμα μεγαλύτερη παραμετροποίηση. Οι διακόπτες που χρησιμοποιεί είναι οι Corsair OPX οπτικοί - μηχανικοί διακόπτες που συνδυάζουν την αίσθηση ποιότητας των κλασσικών μηχανικών διακοπτών με την άμεση απόκριση που εξασφαλίζει η ελάχιστη απόσταση ενεργοποίησης του μόλις 1 χιλιοστού και η απουσία καθυστέρησης λόγω debounce. Η χρήση της υπέρυθρης δέσμης αντί των μεταλλικών ελασμάτων αυξάνει τη διάρκεια ζωής των διακοπτών που φτάνει τις 150.000.000 ενεργοποιήσεις αλλά αλλάζει κάπως την αίσθηση σε σχέση με τους κλασσικούς μηχανικούς διακόπτες, κάτι που σε κάποιους χρήστες μπορεί να αρέσει ενώ σε άλλους όχι. Ο έλεγχος και η επικοινωνία του Corsair K70 Pro RGB OPX βασίζεται στην τεχνολογία AXON η οποία χρησιμοποιεί έναν ταχύτατο μικροελεγκτή που ελέγχει για πάτημά κάποιου πλήκτρου 4000 φορές το δευτερόλεπτο και επικοινωνεί με τον υπολογιστή έως 8000 φορές το δευτερόλεπτο, ενώ παράλληλα ελέγχει τη λειτουργία των RGB εφέ φωτισμού με μέχρι και 20 επίπεδα. Η Corsair επέλεξε να εξοπλίσει το Corsair K70 Pro RGB OPX με PBT Double Shot Keycaps, κάτι που βελτιώνει την αίσθηση και αυξάνει σημαντικά την αντοχή και την μακροζωία του προϊόντος. Η συνδεσιμότητα του πληκτρολογίου μέσω θύρας USB C και αφαιρούμενου καλωδίου εξασφαλίζουν την ευελιξία και μακροζωία του προϊόντος καθώς ο χρήστης μπορεί να χρησιμοποιήσει καλώδια μεγαλύτερου μήκους αν χρειάζεται, να τα αλλάζει όταν φθείρονται αλλά και να μεταφέρει με ευκολία το πληκτρολόγιο μεταξύ διαφορετικών υπολογιστών. Δύο σημεία που θεωρώ ότι το Corsair K70 Pro RGB OPX χρίζει βελτίωσης είναι το πλαστικό και χωρίς καμία επένδυση (αλλά και πάλι λειτουργικό) palm rest και η απουσία ενός ενσωματωμένου USB hub. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών η λειτουργικότητά του Corsair K70 Pro RGB OPX αποδείχτηκε άψογη και απέδωσε τα υποσχόμενα χωρίς καμία παρέκκλιση. Το χαμηλότερο κόστος στο οποίο μπόρεσα να εντοπίσω το Corsair K70 Pro RGB OPX στην Ελληνική αγορά τη στιγμή της δημοσίευσης αυτού του review είναι τα 219,99 ευρώ, στο κατάστημα plaisio.gr. Πρόκειται για λογική τιμή, αν αναλογιστεί κανείς όλα όσα προσφέρει το εν λόγω πληκτρολόγιο. Λίγες ημέρες νωρίτερα όμως, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του παρόντος review, εντόπισα το Corsair K70 Pro RGB OPX σε προσφορά στο ίδιο κατάστημα στην κατά τη γνώμη μου εξαιρετική τιμή των 129.99 ευρώ. Σε αυτή την τιμή δεν μπορώ παρά να το προτείνω ανεπιφύλακτα. Έχετε λοιπόν το νου σας για μελλοντικές προσφορές. Ας συνοψίσουμε λοιπόν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Corsair K70 Pro RGB OPX: Πλεονεκτήματα + Εξαιρετική ποιότητα κατασκευής, υλικών και φινίρισμα. + Οπτικοί - μηχανικοί διακόπτες Corsair OPX με ενεργοποίηση στo 1 χιλιοστό και χωρίς καθυστέρηση debounce. + Τεχνολογία AXON που ελέγχει για πάτημά κάποιου πλήκτρου 4000 φορές το δευτερόλεπτο και επικοινωνεί με τον υπολογιστή έως 8000 φορές το δευτερόλεπτο. + PBT Double Shot Key Caps. + Τυποποιημένη κάτω σειρά πλήκτρων που επιτρέπει τη χρήση οποιωνδήποτε τυποποιημένων keycaps. + Πολύ καλό λογισμικό ελέγχου iCUE. + Φωτισμός RGB. + NKRO και απουσία ghosting. + Multimedia Keys. + Ρόδα ελέγχου έντασης ήχου και πλήκτρο σίγασης. + Πλήκτρα ελέγχου προφίλ / λειτουργιών μακροεντολών, έντασης φωτισμού και Win Lock. + Αποθήκευση προφίλ στο πληκτρολόγιο και επιλογής τους μέσω ειδικού πλήκτρου. + Συνδεσιμότητα μέσω θύρας USB C και αφαιρούμενου καλωδίου. + Κόστος (λόγω προσφοράς κατά το χρόνο συγγραφής του παρόντος review). Μειονεκτήματα - Απουσία USB Hub. - Πλαστικό palm rest χωρίς καμία επένδυση. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Corsair K70 Pro RGB OPX είναι:  theLAB.gr Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 03/04/2023
  5. Εισαγωγή Το 2017 η Elgato κυκλοφόρησε το Elgato Stream Deck με 15 προγραμματιζόμενα πλήκτρα - οθόνες και η επιτυχία του οδήγησε στην μετέπειτα κυκλοφορία μίας έκδοσης με 6 πλήκτρα - οθόνες, του Elgato Stream Deck Mini (2018) και μίας με 32, του Elgato Stream Deck XL (2019). Από to 2017 έχουν περάσει 6 χρόνια και η σημαντική εξέλιξη του συνοδευτικού λογισμικού έχει εκτοξεύσει τη χρηστικότητα των παραπάνω συσκευών, οι οποίες σε αντίθεση με το σύνηθες στο χώρο της πληροφορικής, μοιάζουν ως μια καλή μακροχρόνια επένδυση. Στις 15 Νοεμβρίου του 2022 η Elgato ανακοίνωσε το νεότερο μέλος της σειράς των Stream Decks, το Elgato Stream Deck +. Το Elgato Stream Deck + χρησιμοποιεί την ίδια λογική των πλήκτρων - οθονών που έκαναν επιτυχημένους τους προκατόχους του, αλλά προσθέτει και μία οθόνη αφής καθώς και 4 ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές, αυξάνοντας εντυπωσιακά τις δυνατότητες και την ευελιξία του προϊόντος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ξεκούτιασμα Το Elgato Stream Deck + έρχεται σε ένα χαρτονένιο, ιλουστρασιόν κουτί όπου κυριαρχούν οι κλασσικές μπλε αποχρώσεις της Elgato και, φυσικά, προβάλλονται τα βασικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Ανοίγοντας το κουτί, το πρώτο που βλέπουμε είναι το λογότυπο της εταιρίας, κομμένο από το μαύρο χαρτόνι. Εξαιρετική παρουσίαση και premium αίσθηση, όπως προσφέρει πάντα η Elgato. Τα 2 κοψίματα - εσοχές στην περιφέρεια επιτρέπουν την εύκολη αφαίρεση του φέροντος το λογότυπο τμήματος. Το οποίο αποκαλύπτεται να είναι ένα κουτί που περιέχει το Quick Start Guide και τις οδηγίες ασφαλείας. Το κουτί έχει ένα σαφώς σκόπιμο κενό στο κάτω μέρος του. Κάτι που είναι απαραίτητο για να χωρέσουν οι 4 περιστροφικοί κωδικοποιητές που προεξέχουν από την πρόσοψη του Elgato Stream Deck +. Αφαιρούμε και το προστατευτικό ύφασμα και βλέπουμε τον εξαιρετικό τρόπο που επέλεξε η Elgato για να μας παρουσιάσει το Elgato Stream Deck +. Οι ίδιες 2 εσοχές στην περιφέρεια κάνουν εύκολη την αφαίρεση της συσκευής ενώ κάτω από αυτή κρύβεται το διαμέρισμα που περιέχει το καλώδιο. Το καλώδιο είναι 158.5 cm, αρκετά μακρύ για τις περισσότερες περιπτώσεις χρήσης, και φέρει βύσμα τύπου USB A από την πλευρά που συνδέεται στον υπολογιστή και USB C από την πλευρά της συσκευής. Είναι ποιοτικό και sleeved και καθώς είναι αφαιρούμενο, μπορεί να αντικατασταθεί σε περίπτωση φθοράς ή ακόμα και με κάποιο μακρύτερο, αν χρειάζεται. Η συσκευή είναι στα ίδια υψηλά πρότυπα ποιότητας όσο τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που είχαμε δει. Στο εμπρός μέρος βλέπουμε το λογότυπο της εταιρίας και τα 8 πλήκτρα - οθόνες που είναι μεγαλύτερα από αυτά που είχαμε δει στα προηγούμενα Stream Decks. Κάτω από αυτά έχουμε μια επιμήκη οθόνη αφής και κάτω από αυτήν 4 ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές που είναι ταυτόχρονα και πλήκτρα. Το πίσω μέρος είναι λιτό και κομψό, με το λογότυπο της εταιρίας στη βάση να έχει φινίρισμα - καθρέπτη και τις πιστοποιήσεις στο πίσω μέρος του κυρίως μέρους της συσκευής. Πάνω από τις πιστοποιήσεις βρίσκουμε τη θύρα σύνδεσης που είναι τύπου USB C. Στο πλάι βλέπουμε ένα τριγωνικό κενό που δημιουργείται ανάμεσα στο εμπρός μέρος και βάση. Το τμήμα της βάσης που ακουμπάει στο γραφείο καλύπτεται από μια μεμβράνη την οποία αφαιρούμε για να αποκαλύψουμε μια μεγάλη ελαστική επιφάνεια. Η επιφάνεια αυτή θα εξασφαλίσει την απόλυτη σταθερότητα της συσκευής κατά τη χρήση. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Stream Deck +, όπως τα αναφέρει η κατασκευάστρια εταιρία στην ιστοσελίδα της, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Η συσκευή δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά την ταχύτητα διασύνδεσης και έτσι αρκεί το πρότυπο USB 2.0. Ποιότητα Κατασκευής Όσον αφορά την ποιότητα κατασκευής, όπως έχουμε συνηθίσει από την Elgato, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο παράπονο. Τόσο τα υλικά όσο και η συναρμογή είναι εξαιρετικά. Οθόνες και ατέρμονοι περιστροφικοί επιλογείς Οι οθόνες των πλήκτρων του Elgato Stream Deck + είναι αρκετά ποιοτικές και ευχάριστες στη χρήση, χωρίς να προβληματίζουν στη θέαση υπό γωνία. Η ανάλυσή τους είναι επαρκής για το μέγεθός τους. Καθώς τα πλήκτρα - οθόνες του Elgato Stream Deck + είναι μεγαλύτερα από των προηγούμενων μοντέλων, έχει αυξηθεί αντίστοιχα και η ανάλυση για να διατηρηθεί παρόμοιo ppi. Εδώ βλέπουμε μια κοντινή φωτογραφία ενός πλήκτρου - οθόνης του Elgato Stream Deck +. Και εδώ του Elgato Stream Deck XL, για σύγκριση. Η οθόνη αφής του Elgato Stream Deck + είναι επίσης καλής ποιότητας και δίνει παρόμοια αίσθηση με τις οθόνες των πλήκτρων, εξασφαλίζοντας μια ομοιόμορφη και ευχάριστη εμπειρία χρήσης. Δεν έχω αποσυναρμολογήσει τη συσκευή, αλλά δε θα μου φανεί καθόλου παράξενο αν εσωτερικά έχει μία μόνο μεγάλη οθόνη και πάνω σε αυτή πατάνε τα διάφανα πλήκτρα, ενώ το κάτω μέρος της ίδιας οθόνης είναι ουσιαστικά η επιμήκης οθόνη αφής του Elgato Stream Deck +. Οι περιστροφικοί κωδικοποιητές δείχνουν υψηλής ποιότητας. Είναι ατέρμονοι, βηματικοί, με μικρό βήμα και καλό επίπεδο αντίστασης. Η υφή των καλυμμάτων τους είναι ευχάριστη στο άγγιγμα και εξασφαλίζει τη χρήση χωρίς γλίστρημα. Τα καλύμματα των περιστροφικών κωδικοποιητών είναι αφαιρούμενα και μπορούν να αντικατασταθούν από διαφορετικού χρώματος σετ που διατίθενται από την εταιρία. Υπάρχουν 6 διαθέσιμα χρώματα: Μπλε, κόκκινο, χρυσαφί, ασημί, ροζ και μωβ. Συνδεσιμότητα - Εγκατάσταση Η σύνδεση του Elgato Stream Deck + είναι εξαιρετικά απλή, καθώς μπορεί να γίνει με το παρεχόμενο καλώδιο ή και οποιοδήποτε USB C σε USB A ή USB C σε USB C καλώδιο. Το επόμενο βήμα είναι η εγκατάσταση του σχετικού λογισμικού, του Stream Deck. Λογισμικό - Stream Deck Το μεγάλο ατού του Elgato Stream Deck + είναι το λογισμικό του, που ονομάζεται Stream Deck. Το Stream Deck το είχαμε δει αναλυτικά σε προηγούμενα reviews αλλά με τον καιρό οι δυνατότητές του αυξήθηκαν και η πλήρης ανάλυσή τους δεν αποτελεί στόχο του παρόντος review. Θα επικεντρωθώ λοιπόν στα βασικά και κυρίως στις ιδιαίτερες δυνατότητες που προσφέρει μέσω αυτού το Elgato Stream Deck +. Ανοίγοντας το Stream Deck και επιλέγοντας το Stream Deck + από το μενού των διαθέσιμων συνδεδεμένων συσκευών πάνω αριστερά... ...βλέπουμε μία επί οθόνης αναπαράσταση της συσκευής, ενώ στα δεξιά έχουμε 2 κατηγορίες λειτουργιών, αυτές που αφορούν τα πλήκτρα (Keys) και αυτές που αφορούν τους ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές (Dials). Παρατηρούμε επίσης, κάτω από την αναπαράσταση της συσκευής, ότι σε περίπτωση που θελήσουμε ή χρειαστεί, μπορούμε να έχουμε πολλαπλές σελίδες λειτουργιών, τις οποίες (στο Elgato Stream Deck +) εναλλάσσουμε μέσω σάρωσης του δακτύλου πάνω στην οθόνη αφής. Οι κατηγορίες των λειτουργιών είναι πάρα πολλές και μπορούν να εμπλουτιστούν περαιτέρω μέσω των Plugins που βρίσκουμε στο Store. Οι κατηγορίες των λειτουργιών που αφορούν τους ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές είναι σαφώς λιγότερες αλλά όπως θα δείτε είναι ιδιαίτερα βολικές και λειτουργικές και είμαι βέβαιος ότι με τον καιρό θα προστεθούν και άλλες. Κάτω από την επιλογή της συσκευής υπάρχει και επιλογή διαφόρων προφίλ για την κάθε συσκευή, τα οποία μπορούμε να εναλλάσσουμε χειροκίνητα ή να επιλέξουμε την αυτόματη ενεργοποίησή τους όταν κάποιο αντίστοιχο λογισμικό βρίσκεται το προσκήνιο. Το πολύχρωμο πλήκτρο αριστερά από το γρανάζι ανοίγει το Store από όπου μπορούμε να δούμε τι νέο υπάρχει σε αυτό μέσω της επιλογής Discover. Τα Plugins είναι το μεγάλο του ατού καθώς επιτρέπουν τη συνεχή προσθήκη επιπλέον λειτουργιών. Plugins υπάρχουν τόσο από την ίδια την Elgato όσο και από άλλες εταιρίες. Στην κατηγορία Icons βρίσκουμε πολλά πακέτα εικονιδίων για να χρησιμοποιήσουμε στα πλήκτρα - οθόνες της συσκευής. Τέλος, στις κατηγορίες Music και Sound Effects βρίσκουμε μουσικά κομμάτια και ηχητικά εφέ που μπορούμε να αντιστοιχίσουμε στα πλήκτρα της συσκευής. Το πλήκτρο με το γρανάζι ανοίγει το μενού των επιλογών που έχει 4 σελίδες των οποίων οι λειτουργίες είναι γενικά αυτοεξηγούμενες. Πάνω από τις κατηγορίες των λειτουργιών υπάρχει πεδίο αναζήτησης και δεξιά από αυτό ένα πλήκτρο που δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουμε αν θέλουμε να κρύψουμε κάποιες λειτουργίες ή και ολόκληρες κατηγορίες λειτουργιών που δε χρησιμοποιούμε. Ας δούμε, ενδεικτικά, κάποιες από τις πολλές λειτουργίες που μπορούμε να αντιστοιχίσουμε με ένα απλό drag and drop στα πλήκτρα - οθόνες του Elgato Stream Deck +. Στην κατηγορία System βρίσκουμε λειτουργίες που αφορούν γενική χρήση στα Windows. Η κατηγορία που αφορά το OBS Studio διαθέτει μια πληθώρα λειτουργιών. Ιδιαίτερη μνεία χρίζει το Multi Action, καθώς επιτρέπει τη δημιουργία μιας αλληλουχίας λειτουργιών με συνδυασμό από οποιεσδήποτε κατηγορίες και αντιστοίχιση της αλληλουχίας σε ένα μόνο πλήκτρο. Οι λειτουργίες που μπορούν να αντιστοιχηθούν στους περιστροφικούς κωδικοποιητές είναι σαφώς λιγότερες αλλά όπως θα δούμε παρακάτω, κάθε μία μπορεί να αντικαταστήσει πολλά πλήκτρα, απλοποιώντας παράλληλα σημαντικά τη χρήση. Χρήση - Αντιπαράθεση toy Elgato Stream Deck + με το Elgato Stream Deck XL Για να γίνει πιο σαφές αυτό, ας δούμε μερικά παραδείγματα χρήσης του Elgato Stream Deck + σε αντιπαράθεση με το Elgato Stream Deck XL. Εξ αρχής είναι σαφές ότι καθώς το Elgato Stream Deck + έχει μόνο 8 πλήκτρα - οθόνες, αν θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε για να ανοίγουμε προγράμματα, σαφώς και το Elgato Stream Deck XL πλεονεκτεί και είναι μια καλύτερη επιλογή. Ακόμα και το Elgato Stream Deck έχει 15, σχεδόν τα διπλάσια, πλήκτρα - οθόνες ενώ το Elgato Stream Deck Mini μπορεί να υπολείπεται με μόλις 6, αλλά είναι πολύ πιο οικονομικό. Ας δούμε όμως τι γίνεται όταν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το Elgato Stream Deck + για τον έλεγχο της έντασης του ήχου του συστήματος καθώς και ξεχωριστά των ενεργών προγραμμάτων μέσω του Plugin Volume Controller που προσφέρει η ίδια η Elgato. Εδώ ο έλεγχος της έντασης γίνεται μέσω των ατέρμονων περιστροφικών κωδικοποιητών ενώ η οθόνη αφής δείχνει τα αντίστοιχα επίπεδα έντασης και τα πλήκτρα - οθόνες λειτουργούν ως αντίστοιχα πλήκτρα σίγασης, όπως επίσης λειτουργούν και οι περιστροφικοί κωδικοποιητές όταν πιεστούν ως πλήκτρα. Η αντίστοιχη λειτουργία στο Elgato Stream Deck XL γίνεται όπως φαίνεται παρακάτω, με πλήκτρο αύξησης και πλήκτρο ελάττωσης της έντασης για κάθε πηγή ήχου και γραφική απεικόνιση της έντασης εντός αυτών. Σαφώς απλούστερη, ταχύτερη, πιο φυσική και με περισσότερη ακρίβεια και παρεχόμενες πληροφορίες η συγκεκριμένη λειτουργία στο Elgato Stream Deck +. Εδώ βλέπουμε πώς απεικονίζονται τα παραπάνω στις ίδιες τις συσκευές. Όσον αφορά το Wave Link, εδώ έχω δημιουργήσει μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση. Στους περιστροφικούς κωδικοποιητές χρησιμοποιείται η επιλογή Dial Stack. Αυτή η επιλογή επιτρέπει με το πάτημα του πλήκτρου του κάθε περιστροφικού κωδικοποιητή να εναλλάσσεται σειριακά μια σειρά λειτουργιών για τον εν λόγω περιστροφικό κωδικοποιητή. Έτσι λοιπόν έχω ορίσει τον κάθε περιστροφικό κωδικοποιητή να ελέγχει την ένταση ενός καναλιού εισόδου ενώ με πίεση του πλήκτρου του εναλλάσσεται ο έλεγχος της αντίστοιχης έντασης του Monitor Mix και του Stream Mix. Καθώς χρησιμοποιώ 6 κανάλια εισόδου και έναν ακόμα περιστροφικό επιλογέα για την ένταση εξόδου, δημιούργησα έναν υπό-φάκελο (subfolder). Έτσι λοιπόν ο αρχικός φάκελος του Wave Link περιλαμβάνει τον έλεγχο 3 καναλιών εισόδου καθώς και της εξόδου ενώ ο υπό-φάκελος περιλαμβάνει τον έλεγχο των άλλων 3 καναλιών εισόδου καθώς και της εξόδου. Η αντίστοιχη υλοποίηση του ελέγχου του Wave Link στο Elgato Stream Deck XL χρειάστηκε άλλη προσέγγιση. Υπάρχει ταυτόχρονος έλεγχος και των 6 καναλιών εισόδου και της εξόδου του Monitor Mix ενώ οι αντίστοιχες λειτουργίες των καναλιών του Stream Mix βρίσκονται σε υπό-φάκελο. Και οι 2 προσεγγίσεις είναι σαφείς και λειτουργικές αλλά προσωπικά προτιμώ μακράν τη χρήση των περιστροφικών κωδικοποιητών του Elgato Stream Deck + καθώς και την άμεση ενημέρωση για το επίπεδο έντασης του κάθε καναλιού που παρέχει η οθόνη αφής του. Εδώ βλέπουμε τις αντίστοιχες λειτουργίες στις 2 συσκευές. Στην περίπτωση του ελέγχου του Camera Hub, το Elgato Stream Deck + χρειάστηκε έναν υπό-φάκελο για να ελέγξει όλες τις λειτουργίες. Το Elgato Stream Deck XL χώρεσε όλες τις λειτουργίες χωρίς την ανάγκη χρήσης υπό-φακέλου. Και πάλι όμως προτιμώ τους περιστροφικούς κωδικοποιητές από τις οθόνες - πλήκτρα για τον έλεγχο των εν λόγω λειτουργιών. Εδώ βλέπουμε την υλοποίηση του ελέγχου του Camera Hub στις ίδιες τις συσκευές. Ο έλεγχος των 2 Key Light Air που διαθέτω, μέσω του ελέγχου του Control Center από το Stream Deck, έγινε πολύ πιο απλά και λειτουργικά μέσω του Elgato Stream Deck + παρά μέσω του Elgato Stream Deck XL. Τα 32 πλήκτρα του Elgato Stream Deck XL επιτρέπουν την προ-ρύθμιση αρκετών χρήσιμων επιπέδων αλλά η απλότητα στη χρήση του Elgato Stream Deck + θεωρώ ότι και εδώ υπερτερεί. Εδώ βλέπουμε τις υλοποιήσεις πάνω στις ίδιες τις συσκευές. Είδαμε λοιπόν ότι όπου έχουμε έλεγχο κάποιου επιπέδου ή κάποιας έντασης, το Elgato Stream Deck + είναι η λογική επιλογή, καθώς υπερτερεί σε λειτουργικότητα και απλότητα χρήσης. Αντιθέτως, σε άλλες περιπτώσεις, ο μεγαλύτερος αριθμός πλήκτρων - οθονών υπερτερεί, όπως στα παρακάτω παραδείγματα. Απολογισμός To Elgato Stream Deck + δεν είναι απλά άλλο ένα Stream Deck με περισσότερα ή λιγότερα πλήκτρα - οθόνες. Πρόκειται σαφώς για το επόμενο βήμα της εταιρίας στη συγκεκριμένη σειρά προϊόντων, καθώς στα ήδη υπάρχοντα πλήκτρα - οθόνες, προσθέτει ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές και οθόνη αφής. Η συσκευή, όπως ακριβώς και τα Elgato Stream Deck XL, Elgato Stream Deck και Elgato Stream Deck Mini, με εντυπωσίασε από το γεγονός ότι κάνει ακριβώς αυτό που υπόσχεται, χωρίς προβλήματα, χωρίς "αλλά", απλά και φυσικά. Το λογισμικό είναι εύκολο και λειτουργικό, δεν εντόπισα ούτε bugs ούτε κάτι που θα άλλαζα, εκτός ίσως από το θα προσθέσω τη δυνατότητα να υπάρχουν σελίδες εντός των φακέλων, έτσι ώστε να μη χρειάζονται τόσο συχνά οι υπό-φάκελοι. Παρά το γεγονός ότι η συσκευή προορίζεται για χρήση από online content creators και live streamers, οι δυνατότητές της είναι σχεδόν απεριόριστες και μπορεί να προσαρμοστεί άνετα και για γενική χρήση, όπως είδαμε σε κάποια από τα παραδείγματα παραπάνω. Η ποιότητα κατασκευής είναι εξαιρετική με καλά υλικά και σωστή συναρμογή. Τα πλήκτρα πατιούνται κάνοντας έναν ευδιάκριτο, ικανοποιητικό ήχο που δεν ενοχλεί και αποτελεί εξαιρετικό feedback. Το γεγονός ότι το πάτημα καταγράφεται στον τερματισμό του πλήκτρου και όχι αν αυτό πατηθεί πολύ απαλά (όχι για όλη τη διαδρομή του) δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς αυτή είναι αρκετά μικρή. Οι ατέρμονοι περιστροφικοί κωδικοποιητές είναι υψηλής ποιότητας και προσφέρουν ακρίβεια και άνεση στη χρήση. Τα καλύμματά τους είναι αφαιρούμενα και μπορούν να αντικατασταθούν από διαφορετικού χρώματος σετ που διατίθενται από την εταιρία. Υπάρχουν 6 διαθέσιμα χρώματα: Μπλε, κόκκινο, χρυσαφί, ασημί, ροζ και μωβ. Το μόνο που θα μπορούσε κανείς θεωρητικά να βελτιώσει είναι η ανάλυση των οθονών, οι οποία όπως είδατε στις κοντινές φωτογραφίες, δεν είναι υπερ-υψηλή, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, το Elgato Stream Deck + δεν προορίζεται για να πατάτε τα πλήκτρα με τη μύτη. Στη φυσιολογική απόσταση χρήσης, τα pixels είναι αόρατα, τα χρώματα ζωηρά και το contrast άριστο. Με τι κόστος έρχονται όλα αυτά; Το κόστος του Elgato Stream Deck + στην Ελληνική αγορά ξεκινάει από τα 229,89 ευρώ, τιμή που βρίσκω λογική για τη λειτουργικότητα που προσθέτει στις συσκευές εισαγωγής ενός υπολογιστή. Το σημαντικό όμως είναι ότι το Elgato Stream Deck + δεν είναι ένα ακόμα Stream Deck για να διαλέξετε ποιο από όλα ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες σας. Πρόκειται για μία συσκευή που προσφέρει νέες δυνατότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο μόνη της όσο και σε συνδυασμό με κάποιο από τα άλλα Stream Decks. Προσωπικά πάντως, χρησιμοποιώ ήδη το Elgato Stream Deck + σε συνδυασμό με το Elgato Stream Deck XL και θεωρώ ότι αποτελούν έναν εξαιρετικό συνδυασμό που καλύπτει άριστα όλα τα πιθανά σενάρια χρήσης. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Elgato Stream Deck +: Πλεονεκτήματα + Εξαιρετική ποιότητα κατασκευής + Εξαιρετική λειτουργικότητα + Εξαιρετικό και πολύ απλό στη χρήση λογισμικό + Προγραμματισμός απεριόριστων λειτουργιών με προφίλ και φακέλους + 8 καθαρές οθόνες με ζωηρά χρώματα και πολύ καλό contrast + Οθόνη αφής + 4 ατέρμονοι περιστροφικοί κωδικοποιητές με αφαιρούμενα καλύμματα και λειτουργία πλήκτρου + Λαστιχένια επένδυση στη βάση που σταθεροποιεί άψογα τη συσκευή + Αφαιρούμενο, sleeved, USB C καλώδιο Μειονεκτήματα - Nothing to see here, move along Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Elgato Stream Deck + είναι:  theLAB.gr Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 20/03/2023
  6. Εισαγωγή Πριν από περίπου 1 μήνα ο συνάδελφος Αστρολάβος παρουσίασε ένα οικονομικό πυκνωτικό μικρόφωνο, το Maono PM421 ενώ πριν από δυόμισι χρόνια σας είχα αναλύσει μια ποιοτικότερη και ακριβότερη επιλογή πυκνωτικού μικροφώνου που αποτελούσε και το πρώτο μικρόφωνο της γνωστής Elgato, το Elgato Wave:3. Σήμερα θα ανέβουμε κατηγορία και θα δούμε τη νέα πρόταση της Elgato, το συνδυασμό Elgato Wave DX και Elgato Wave XLR, καθώς επίσης και τον βραχίονα Elgato Wave Mic Arm και το Elgato XLR Cable για τη στήριξη και σύνδεση του μικροφώνου. Συνεπώς μιλάμε για 4 προϊόντα, που πωλούνται ξεχωριστά αλλά αποτελούν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο. Το δυναμικό μικρόφωνο Elgato Wave DX που έχει έξοδο XLR. To audio interface Elgato Wave XLR όπου συνδέουμε το μικρόφωνο μέσω ενός καλωδίου XLR και το οποίο συνδέεται στον υπολογιστή μας μέσω USB C. Tον βραχίονα Elgato Wave Mic Arm για τη στήριξη του μικροφώνου. Το καλώδιο Elgato XLR Cable για την σύνδεση του μικροφώνου με το audio interface. Καθώς πρόκειται για διακριτά προϊόντα, όλα συμβατά με τα αντίστοιχα standards, δεν είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά μεταξύ τους. Το Elgato Wave DX μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε XLR audio interface και το Elgato Wave XLR μπορεί να υποστηρίξει οποιοδήποτε δυναμικό ή πυκνωτικό XLR μικρόφωνο. Φυσικά ο βραχίονας Elgato Wave Mic Arm μπορεί να στηρίξει κάθε μικρόφωνο της αγοράς (εντός των ορίων βάρους που υποστηρίζει) και το καλώδιο Elgato XLR Cable είναι απλά ένα καλώδιο XLR και μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντίστοιχα. Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσαμε με τι έχουμε να κάνουμε, ας πάμε να ανοίξουμε τις συσκευασίες. Unboxing του Elgato Wave Mic Arm Ξεκινάμε με τη μεγαλύτερη συσκευασία. Το Elgato Wave Mic Arm έρχεται σε ένα ευμεγέθες, απλό, χαρτονένιο κουτί που φέρει το όνομα και την εικόνα του προϊόντος στο επάνω μέρος του. Εντός, βρίσκουμε το προϊόν πλήρως συναρμολογημένο, εκτός από την κάθετη προέκταση της οποίας η χρήση είναι προαιρετική, το αντίβαρο που επίσης είναι προαιρετικό (και πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση του Elgato Wave DX) και τη βάση στήριξης στο γραφείο που φυσικά πρέπει να τοποθετηθεί στο γραφείο πριν τοποθετηθεί ο βραχίονας εντός αυτής. Το Elgato Wave Mic Arm προσφέρει περιστροφή 360 μοιρών στη βάση του, 3 αρθρώσεις και σφαιρική άρθρωση στην κεφαλή σύνδεσης του μικροφώνου. Το quick start guide είναι σαφές και κατατοπιστικό και προτείνω να του ρίξει μια ματιά όποιος θέλει να ξέρει τις ακριβείς προδιαγραφές και δυνατότητες του Elgato Wave Mic Arm. Εντός της συσκευασίας υπάρχει και ένα μικρό φακελάκι που περιέχει ένα μικρό κλειδί άλεν και 2 αντάπτορες. Το άλεν είναι για το σφίξιμο της κάθετης προέκτασης στη βάση στήριξης στο γραφείο και οι αντάπτορες για τη μετατροπή της βίδας 1/4" στο άκρο της κεφαλής σύνδεσης σε 3/8" και 5/8". Για το Elgato Wave DX δεν απαιτείται η χρήση τους. Unboxing του Elgato XLR Cable Το Elgato XLR Cable έρχεται επίσης σε απλό χαρτονένιο κουτί, πολύ μικρότερο φυσικά από αυτό του Elgato Wave Mic Arm. Στο επάνω μέρος του κουτιού αναφέρεται το όνομα το προϊόντος και απεικονίζονται τα βύσματά του, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό XLR. Αναγράφεται επίσης το μήκος του που είναι 3 μέτρα και συνεπώς παραπάνω από επαρκές για τη χρήση που θέλουμε εμείς, δηλαδή τη σύνδεση του Elgato Wave DX που θα βρίσκεται τοποθετημένο πάνω στο Elgato Wave Mic Arm, με το Elgato Wave XLR που θα βρίσκεται τοποθετημένο κάπου επάνω στο γραφείο μας. Εντός της συσκευασίας βρίσκουμε μόνο το καλώδιο, όμορφα τακτοποιημένο. Τα βύσματά του είναι καλής ποιότητας, χωρίς να είναι κάτι ιδιαίτερο και έχουν χοντρό και ποιοτικό strain relief. Το καλώδιο καλύπτεται από πυκνό, ποιοτικό sleeving που προσφέρει επιπλέον προστασία και αισθητική. Unboxing του Elgato Wave DX Η συσκευασία του Elgato Wave DX ακολουθεί τα πρότυπα των πολυτελών συσκευασιών της Elgato. Κυριαρχούν οι κλασσικές μπλε αποχρώσεις της εταιρίας ενώ στο εμπρός μέρος δεσπόζει το όνομα και η φωτογραφία του προϊόντος. Στο πίσω μέρος βλέπουμε μια φωτογραφία από ένα σενάριο χρήσης του Elgato Wave DX και λεπτομερείς αναφορές στις δυνατότητες και τις προδιαγραφές του. Η μία πλαϊνή πλευρά απεικονίζει το προϊόν και το όνομά του ενώ η άλλη αναφέρει κάποια βασικά χαρακτηριστικά του και τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Η επάνω πλευρά φέρει ένα διαφανές πλαστικό με οπή ανάρτησης σε stand καταστήματος ενώ η κάτω πλευρά φέρει ως συνήθως τη διεύθυνση της εταιρίας, πιστοποιήσεις, σειριακούς αριθμούς, κωδικούς και bar codes. Παρατηρούμε ότι η διεύθυνση είναι αυτή της Corsair, καθώς η Elgato αποτελεί θυγατρική της από το 2018. Ανοίγοντας τη συσκευασία, το πρώτο που βλέπουμε είναι το σαφές και κατατοπιστικό quick start guide. Κάτω από το manual, βρίσκουμε το Elgato Wave DX τυλιγμένο σε προστατευτικό μαλακό συνθετικό υλικό και ακόμα πιο κάτω το υποχρεωτικό φυλλάδιο με τις οδηγίες ασφαλείας. Ας βγάλουμε το Elgato Wave DX έξω από το κουτί του... ...και ας το ξετυλίξουμε. Το Elgato Wave DX είναι ένα δυναμικό μικρόφωνο με καρδιοειδές μοτίβο λήψης, λιτής και ποιοτικής κατασκευής, από μέταλλο και ποιοτικό πλαστικό. Έρχεται με ένα μικρό βραχίονα στήριξης προ εγκατεστημένο και ένα χάρτινο μπλε στεφάνι που αγκαλιάζει το μικρόφωνο και ενημερώνει τους χρήστες που δεν πιστεύουν στην ανάγνωση των συνοδευτικών φυλλαδίων ότι πρέπει να κατευθύνουν την ομιλία τους προς το άκρο το μικροφώνου. Στην αντίθετη πλευρά από το σημείο στήριξης του μικρού βραχίονα βρίσκουμε το λογότυπο της εταιρίας. Το λογότυπο μπορεί να περιστραφεί για να είναι "σωστό" σε κάθε τοποθέτηση του μικροφώνου καθώς επίσης και να αφαιρεθεί έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η μεταφορά του βραχίονα στήριξης από αυτή την πλευρά, ενώ το λογότυπο θα τοποθετηθεί στην άλλη. Στο κάτω μέρος του Elgato Wave DX βρίσκουμε την υποδοχή για τη σύνδεση του καλωδίου XLR. Αυτό είναι και το μοναδικό interface του Elgato Wave DX. Δεν υπάρχει ούτε κάποια άλλη σύνδεση ούτε και χειριστήρια, καθώς το μικρόφωνο είναι απολύτως αναλογικό και βασίζεται στη σύνδεση με κάποιο XLR audio interface, όπως το Elgato Wave XLR, για τη λειτουργία του. Στο άκρο του μικρού βραχίονα στήριξης βλέπουμε την υποδοχή για βίδα 1/4". Με τη χρήση ενός κέρματος μπορούμε να αφαιρέσουμε τον αντάπτορα που έρχεται προεγκατεστημένος εντός του βραχίονα και να τον γυρίσουμε ανάποδα έτσι ώστε να μας προσφέρει υποδοχή για βίδα 3/8" ή και να τον αφαιρέσουμε εντελώς έτσι ώστε το Elgato Wave DX να έχει υποδοχή για βίδα 5/8". Unboxing του Elgato Wave XLR Η συσκευασία του Elgato Wave XLR ακολουθεί επίσης τα πρότυπα των πολυτελών συσκευασιών της Elgato. Κυριαρχούν και εδώ οι ίδιες κλασσικές μπλε αποχρώσεις της εταιρίας και στο εμπρός μέρος δεσπόζει το όνομα και η φωτογραφία του προϊόντος. Στο πίσω μέρος βλέπουμε και πάλι μια φωτογραφία από ένα σενάριο χρήσης του Elgato Wave XLR και λεπτομερείς αναφορές στις δυνατότητες και τις προδιαγραφές του. Η μία πλαϊνή πλευρά απεικονίζει το Elgato Wave XLR από το πλάι και από πίσω ενώ η άλλη αναφέρει κάποια βασικά χαρακτηριστικά του και τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Η επάνω πλευρά φέρει διαφανές πλαστικό με οπή ανάρτησης σε stand καταστήματος ενώ η κάτω πλευρά φέρει τη διεύθυνση της εταιρίας, πιστοποιήσεις, σειριακούς αριθμούς, κωδικούς και bar codes. Ανοίγοντας το κουτί βλέπουμε ένα μικρότερο κουτί με τα παρελκόμενα καθώς και το Elgato Wave XLR προστατευμένο σε μαλακό συνθετικό υλικό. Το κουτί με τα παρελκόμενα περιέχει το quick start guide, το φυλλάδιο με τις οδηγίες ασφαλείας και ένα καλώδιο σύνδεσης USB C σε USB Α, μήκους 2,5m για τη σύνδεση του Elgato Wave XLR με τον υπολογιστή. Δοκίμασα επίσης καλώδιο USB C σε USB C και ως ήταν αναμενόμενο λειτούργησε κανονικά. Ας περάσουμε λοιπόν στο Elgato Wave XLR και... ...ας το ξετυλίξουμε από το προστατευτικό υλικό. Το Elgato Wave XLR είναι ένα XLR microphone audio interface (ή αλλιώς ένας προενισχυτής μικροφώνου XLR) κατασκευασμένο από ποιοτικό πλαστικό. Στο εμπρός μέρος διαθέτει ένα και μοναδικό χειριστήριο που είναι ταυτόχρονα πλήκτρο και ατέρμονας περιστροφικός επιλογέας και περιτριγυρίζεται από ενδεικτικά LEDs στο μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειάς του. Υπάρχουν 4 ακόμα ενδεικτικά LEDs, 3 κάτω αριστερά και 1 κάτω δεξιά της πρόσοψης, με ενδεικτικά εικονίδια της λειτουργίας τους. Το επάνω μέρος της συσκευής φέρει την ένδειξη "mute" (σίγαση) ενώ στο πίσω μέρος βρίσκουμε 3 υποδοχές βυσμάτων: 1 USB C, 1 στερεοφωνική υποδοχή 3,5mm και 1 XLR. Τα πλαϊνά της συσκευής δεν διαθέτουν κάτι το λειτουργικό, αλλά προσφέρουν αισθητικά ευχάριστες γραμμές. Το κάτω μέρος είναι επενδυμένο με ελαστικό υλικό έτσι ώστε να μη γλιστράει η συσκευή πάνω στο γραφείο κατά τη χρήση του χειριστηρίου. Το χειριστήριο μπορεί να αφαιρεθεί με απλό τράβηγμα και η πρόσοψη να αφαιρεθεί σχετικά εύκολα με ταυτόχρονη πίεση στα 2 πλαϊνά της συσκευής, όπως αναφέρει το quick start guide. Για όποιον ενδιαφέρεται λοιπόν να δώσει ένα ιδιαίτερο στυλ στο Elgato Wave XLR του, η Elgato προσφέρει τη δυνατότητα αγοράς εναλλακτικών face plates. Εγκατάσταση Η σύνδεση του Elgato Wave XLR με τον υπολογιστή μας γίνεται μέσω της θύρας USB-C που είδαμε στο πίσω μέρος του. Δοκιμάστηκε σύνδεση τόσο με το καλώδιο που περιλαμβάνεται στη συσκευασία (USB-C σε USB-A) όσο και με ένα USB-C σε USB-C καλώδιο (σύνδεση σε USB-C θύρα του υπολογιστή). Λειτούργησαν και τα δύο εξ' ίσου καλά. Η δεύτερη θύρα είναι μια τυπική υποδοχή ακουστικών 3,5 χιλιοστών η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς επιτρέπει την ακρόαση του ήχου που προσλαμβάνει το μικρόφωνο απ' ευθείας, χωρίς την παρεμβολή του υπολογιστή και συνεπώς με ουσιαστικά μηδενική χρονική καθυστέρηση (latency). Η τρίτη και τελευταία θύρα είναι τύπου XLR και σε αυτή συνδέουμε το μικρόφωνο, δηλαδή στην περίπτωσή μας το Elgato Wave DX. Η συνολική διαδικασία εγκατάστασης περιγράφεται αναλυτικά στο παρακάτω διάγραμμα. Προσοχής χρίζει ότι το Elgato Wave DX δε χρειάζεται 48V Phantom Power και πρέπει να σιγουρευτούμε ότι είναι απενεργοποιημένη η εν λόγω λειτουργία και το ενδεικτικό LED σβηστό. Η ενεργοποίηση και απενεργοποίηση του 48V Phantom Power γίνεται με πίεση του χειριστηρίου για 2 δευτερόλεπτα. Η εγκατάσταση του Elgato Wave DX φαίνεται αναλυτικά στο παρακάτω διάγραμμα. Και εδώ αναφέρεται ότι το 48V Phantom Power πρέπει να είναι ανενεργό. Επίσης αναφέρεται ότι το προτεινόμενο αρχικό gain είναι στα 45db και η ιδανική απόσταση από το μικρόφωνο είναι μεταξύ 8 και 12 εκατοστών. Παρακάτω βλέπουμε το Elgato Wave DX εγκατεστημένο στην κεφαλή του Elgato Wave Mic Arm και με το Elgato XLR Cable συνδεδεμένο. Το Elgato Wave Mic Arm διαθέτει ειδικά κανάλια και στα 2 βασικά του τμήματα για την τακτοποίηση του καλωδίου. Το Elgato Wave XLR μπορεί να τοποθετηθεί οπουδήποτε βολεύει τον κάθε χρήστη ενώ οι ενδεικτικές λυχνίες του μας δείχνουν το επίπεδο του gain για το μικρόφωνο ή της έντασης των ακουστικών ή το επίπεδο μίξης μεταξύ μικροφώνου και ήχου που έρχεται από τον υπολογιστή στα ακουστικά μας. Βλέπουμε επίσης ενεργοποιημένο το LED του 48V Phantom Power, το οποίο επισημαίνω και πάλι, πρέπει να απενεργοποιηθεί για τη χρήση του Elgato Wave XLR με το Elgato Wave DX. Όταν ακουμπήσουμε το επάνω μέρος του Elgato Wave XLR, ενεργοποιείται η λειτουργία της σίγασης και όλα τα LED περιφερειακά του επιλογέα ανάβουν σε κόκκινο χρώμα. Τα χρώματα των ενδεικτικών LEDs περιφερειακά του επιλογέα μπορούμε να τα αλλάξουμε αν επιθυμούμε μέσω του λογισμικού Wave Link. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Wave Mic Arm, όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Βλέπουμε ότι η μέγιστη οριζόντια απόσταση που μπορεί να φτάσει είναι τα 78 εκατοστά και το μέγιστο βάρος μικροφώνου που υποστηρίζει είναι το 1 κιλό. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato XLR Cable, όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Wave DX , όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Παρατηρούμε ότι πρόκειται για ένα δυναμικό μικρόφωνο με καρδιοειδές μοτίβο λήψης και με δυνατότητα λήψης συχνοτήτων από 50 έως 15000 Hz, αντίσταση 600 Ohm και σύνδεση XLR. Το βάρος του είναι στα 440 gr. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Wave XLR, όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Παρατηρούμε ότι πρόκειται για ένα XLR audio interface με απόκριση συχνοτήτων από 20 έως 20000 Hz, δυναμικό εύρος 100dB (ή 120 με τη λειτουργία Clipguard ενεργοποιημένη), επίπεδο θορύβου -130 dBV σε gain 60 dB, εύρος gain από 0 έως 75 dB, δυνατότητα παροχής 48V Phantom Power, ανάλυση 24 bit, sample rate 48 ή 96 KHz και διασύνδεση USB-C. Συγκριτικά με το Elgato Wave:3 τα χαρακτηριστικά είναι παρόμοια, αλλά η διαφορά είναι ότι το Elgato Wave:3 είναι πυκνωτικό μικρόφωνο ενώ το Elgato Wave DX είναι δυναμικό. Ποιότητα Κατασκευής Η ποιότητα κατασκευής και των 4ων προϊόντων που είδαμε παραπάνω είναι η υψηλή στην οποία μας έχουν συνηθίσει τόσο η Elgato όσο και η Corsair. Ακόμα και από πολύ κοντά, τα προϊόντα δείχνουν τη φροντίδα και προσοχή με την οποία κατασκευάστηκαν και δεν αποκαλύπτουν κανένα ψεγάδι. Χρήση Όσον αφορά τη χρήση, το Elgato Wave Mic Arm είναι στιβαρό και μπορεί να μετακινηθεί με ευκολία εκεί που το θέλει ο χρήστης και να παραμείνει εκεί ακριβώς. Παρατήρησα μια τάση να ξεσφίγγει το μικρόφωνο από την κεφαλή όταν το περιστρέψω κατ' επανάληψη, αλλά αυτό είναι θα έλεγα λογικό και εύκολα αντιμετωπίσιμο με ένα μικρό σφίξιμο της μεγάλης χειρόβιδας της κεφαλής, όταν αυτό συμβαίνει. Η απόσταση που μπορεί να φτάσει οριζόντια όμως περιορίζεται στα 78 εκατοστά, νούμερο σχετικά χαμηλό για την κατηγορία τιμής του όπως χαμηλό είναι και το μέγιστο υποστηριζόμενο βάρος μικροφώνου στο 1 κιλό. Αν οι προδιαγραφές αυτές καλύπτουν το σενάριο χρήσης σας, η λειτουργικότητα και η ποιότητα κατασκευής δε θα σας αφήσει κανένα παράπονο ενώ αν το μικρόφωνό σας είναι βαρύτερο ή χρειάζεται να φτάνει σε μεγαλύτερη απόσταση, θα χρειαστείτε κάτι άλλο. Πολύ ωραία είναι και η υλοποίηση της τακτοποίησης του XLR καλωδίου εντός του βραχίονα. Για το Elgato XLR Cable δεν μπορεί κανείς να πει πολλά. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκαμπτο, πιθανώς λόγω του sleeving, αλλά είναι αρκετά εύκαμπτο για τη χρήση που του κάνουμε εδώ ενώ τα βύσματά του είναι ποιοτικά και εφαρμόζουν χωρίς ιδιαίτερο τζόγο και χωρίς κανένα πρόβλημα στο κούμπωμα και ξεκούμπωμα. Το sleeving το κάνει πιο άκαμπτο από ότι θα μπορούσε να είναι αλλά αυξάνει την αντοχή του, οπότε είναι θέμα προτίμησης. Το Elgato Wave DX δεν έχει χειριστήρια και ουσιαστικά η χρήση και διεπαφή του χρήστη γίνεται μέσω του Elgato Wave XLR. Το μόνο που χρειάζεται να προσέχουμε είναι η απόσταση από το στόμα του χρήστη και η σωστή κατεύθυνση της φωνής προς το άκρο του μικροφώνου. Όσον αφορά το Elgato Wave XLR, ο χειρισμός του είναι απλός και λειτουργικός. Το μοναδικό χειριστήριο της πρόσοψης πατιέται και περιστρέφεται ατέρμονα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το πάτημα αλλάζει τη λειτουργία που ελέγχει η περιστροφή, όπως καταδεικνύουν τα 3 LEDs στο κάτω αριστερά μέρος της πρόσοψης και η περιστροφή ελέγχει το επίπεδο της κάθε λειτουργίας, όπως καταδεικνύουν τα LEDs που περιβάλλουν το χειριστήριο. Η πρώτη λειτουργία, η οποία συμβολίζεται με το μικρόφωνο, ελέγχει το επίπεδο του gain, η σε πιο απλά λόγια της έντασης της ηχογράφησης. Η δεύτερη, που συμβολίζεται με τα ακουστικά, ελέγχει την ένταση του ήχου στη θύρα ακουστικών του Elgato Wave XLR. Η τρίτη, που συμβολίζεται με το σύμβολο της διασταύρωσης, ελέγχει τη μίξη των ήχων που προέρχονται από το μικρόφωνο - αριστερά - και τον υπολογιστή (μέσω της σύνδεσης USB) - δεξιά - και η οποία είναι αυτή που ακούγεται μέσω της θύρας ακουστικών του Elgato Wave XLR. Όπως είχαμε δει, στο επάνω μέρος της συσκευής, υπάρχει ένα πλήκτρο αφής που ενεργοποιεί τη σίγαση. Το γεγονός ότι είναι αφής, επιτρέπει τη χρήση του χωρίς κραδασμούς και θόρυβο που ενδεχομένως να περνούσε στην ηχογράφηση. Η σίγαση γίνεται εμφανής από την αλλαγή του λευκού κύκλου που περικλείει το χειριστήριο ελέγχου της πρόσοψης σε κόκκινο. Θυμίζω ότι για τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, η Elgato προτείνει τη χρήση του Elgato Wave DX όπως περιγράφεται παρακάτω: 1. Το μικρόφωνο πρέπει να είναι τοποθετημένο σε σχέση με τη φωνή μας, όσο αυτό είναι εφικτό, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα. 2. Η απόσταση του στόματος από το μικρόφωνο πρέπει να είναι 8 - 12 cm. 3. Το gain πρέπει να ξεκινάει από τα 45 dB και να ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της ηχογράφησης. Ήχος Το Elgato Wave DX είναι ένα παθητικό (δεν απαιτεί τροφοδοσία - 48V Phantom Power) δυναμικό μικρόφωνο με καρδιοειδές μοτίβο λήψης. Σε σχέση με τα πυκνωτικά μικρόφωνα που έχουμε δει, όπως το Elgato Wave:3 και το Maono PM421, αυτό του προσδίδει το πλεονέκτημα της ελαχιστοποίησης της λήψης των θορύβων του περιβάλλοντος και το κάνει ιδανικό για ηχογραφήσεις και live streaming σε οικιακό περιβάλλον (εκτός στούντιο), όπου αναπόφευκτα υπάρχει θόρυβος. Το παραπάνω χαρακτηριστικό υποβοηθείται περεταίρω από τα προαιρετικά Low-Cut φίλτρα του Elgato Wave XLR. Προτείνεται το Low-Cut στα 80 Hz όταν μιλάμε κοντά στο μικρόφωνο και το Low-Cut των 120 Hz όταν είμαστε λίγο πιο μακριά. Ο συνδυασμός του δυναμικού Elgato Wave DX και του Low-Cut filter που παρέχει το Elgato Wave XLR προσφέρει εξαιρετική απομόνωση των θορύβων του περιβάλλοντος. Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που διαθέτει το Elgato Wave XLR είναι η λειτουργία Clipguard. Η λειτουργία αυτή βοηθάει στην αποφυγή παραμόρφωσης του ήχου όταν ξεπεραστεί το όριο της έντασης εισόδου (δηλαδή μιλάμε πολύ δυνατά ή / και κοντά στο μικρόφωνο ή / και με επιλεγμένο υψηλό gain). Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, το Elgato Wave XLR αυτόματα αναδρομολογεί το σήμα του ήχου μέσω ενός εναλλακτικού διαύλου με χαμηλότερο gain. Το αποτέλεσμα είναι καθαρός ήχος, χωρίς παραμόρφωση. Όταν ενεργοποιείται το Clipguard, τα ενδεικτικά LEDs περιμετρικά του επιλογέα ανάβουν πορτοκαλί (το χρώμα μπορεί να αλλάξει μέσω του Elgato Wave Link) στιγμιαία (για όσο διαρκεί η αναδρομολόγηση του ήχου - λειτουργία του Clipguard), ξεκινώντας από δεξιά και αντίστροφα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Όσο περισσότερο ξεπερνάει το σήμα εισόδου την ασφαλή ένταση, τόσα περισσότερα LEDs (από τα δεξιά προς τα αριστερά) ανάβουν πορτοκαλί. Όλα τα παραπάνω βέβαια, όσο καλά και αν είναι, μπορεί να επικυρωθούν ή να ακυρωθούν με τον πιο εμφατικό τρόπο, ανάλογα με την ποιότητα του ήχου, καθώς αυτή είναι και η λειτουργία του προϊόντος. Θα μπορούσα να εκθέσω την προσωπική μου γνώμη, αλλά τι καλύτερο από το να ακούσετε και να κρίνετε μόνοι σας; Στο παρακάτω YouTube Video ηχογράφησα την ίδια φράση, μέσω του μικροφώνου διαφόρων συσκευών. Η συσκευή που ακούγεται καθώς και η συχνότητα δειγματοληψίας (sample rate) και το ηχητικό βάθος (bit depth) καταδεικνύονται ανά πάσα στιγμή. Δυστυχώς το YouTube δεν υποστηρίζει ασυμπίεστο ή Lossless ήχο, ούτε συχνότητα δειγματοληψίας ήχου πάνω από 48 KHz. Συνεπώς, σας προσφέρω 2 δυνατότητες. Για όσους προτιμούν την ευκολία θεωρώ ότι, παρά τους παραπάνω περιορισμούς, το παρακάτω video στο YouTube είναι αρκετά κατατοπιστικό. Όσοι προτιμούν την ακρίβεια και λεπτομέρεια όμως, μπορούν να κατεβάσουν το ίδιο βίντεο από τον παρακάτω σύνδεσμο και να ακούσουν τον ήχο χωρίς απώλειες συμπίεσης και στα 96 KHz. Elgato Wave DX & XLR.wmv Τέλος, παραθέτω τα αρχεία των ηχογραφήσεων ξεχωριστά, επίσης χωρίς απώλειες συμπίεσης, έτσι ώστε να μπορείτε να τα αναπαράγετε με όποια σειρά θέλετε. 1More Piston Fit BT - 48-16.flac 1More Dual Driver ANC Pro - 48-16.flac Creative Aurvana Platinum - 48-16.flac Note9 - 48-16.flac Microsoft Lifecam Studio - 48-16.flac Microsoft Lifecam Studio - 96-16.flac Elgato Wave 3 - 48-24.flac Elgato Wave 3 - 96-24.flac Elgato Wave DX & XLR - 48-24.flac Elgato Wave DX & XLR - 96-24.flac Λογισμικό Elgato Wave Link Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα των μικροφώνων με σύνδεση USB της Elgato καθώς επίσης και του Elgato Wave XLR είναι το συνοδευτικό λογισμικό ελέγχου τους, που ονομάζεται Wave Link. Το Wave Link είναι ένα απλό στη χρήση αλλά συνάμα ισχυρό λογισμικό μίξης ήχου, το οποίο προσφέρεται δωρεάν στους κατόχους των Elgato Wave:1, Elgato Wave:3 και Elgato Wave XLR. Από το υλικό προώθησής του βλέπουμε ότι όντως πρόκειται για ένα πρόγραμμα μίξης ήχου με στόχο τον δημιουργό περιεχομένου που μπορεί να αναμίξει τον ήχο του μικροφώνου με πολλαπλές άλλες πηγές ήχου και να παράξει 2 ανεξάρτητες εξόδους. Η αρχική οθόνη του Wave Link είναι πρακτικά αυτο-εξηγούμενη, με τις εισόδους ήχου στο επάνω μέρος και τις εξόδους στο κάτω μέρος του παραθύρου. Το παρακάτω διάγραμμα επεξηγεί λεπτομερώς τις λειτουργίες αυτής της οθόνης. Όπως βλέπουμε, αρχικά έχουμε 5 εισόδους ήχου, το μικρόφωνο - στην περίπτωσή μας το audio interface Elgato Wave XLR με το Elgato Wave DX συνδεδεμένο επάνω του - και 4 ακόμα πηγές ήχου από τον υπολογιστή. Μπορούμε να προσθέσουμε και άλλες πηγές εισόδου ξεκινώντας από τη θέση 6. Περνώντας το ποντίκι από πάνω της, εμφανίζεται το σύμβολο "+" και κάνοντας κλικ εμφανίζεται η λίστα με τις επιλογές που έχουμε στο συγκεκριμένο σύστημα. Παρεμπιπτόντως, η ίδια λίστα εμφανίζεται αν κάνουμε κλικ στην επικεφαλίδα κάποιας ήδη επιλεγμένης πηγής εισόδου και από εκεί μπορούμε να αλλάξουμε την πηγή της συγκεκριμένης εισόδου ή να πατήσουμε "Remove Input" για να την αφαιρέσουμε. Κάπως έτσι μας τα λέει και η Elgato στο παρακάτω διάγραμμα. Η δρομολόγηση κάποιας πηγής ήχου σε κάποιο κανάλι του Wave Link γίνεται μέσα από τις ρυθμίσεις ήχου των Windows. Για ευκολία, το Wave Link ανοίγει τις εν λόγω ρυθμίσεις αν πατήσουμε το σύμβολο των ρυθμίσεων που βρίσκεται αριστερά από το σύμβολο του γραναζιού, επάνω δεξιά. Από τις ρυθμίσεις ήχου των Windows μπορούμε να δρομολογήσουμε οποιαδήποτε πηγή ήχου αναγνωρίζουν τα windows σε κάποιο από τα κανάλια ήχου του Wave Link. Αν τώρα, στο αρχικό παράθυρο του Wave Link πατήσουμε στην επικεφαλίδα κάποιου καναλιού που περιέχει μικρόφωνο, μας δίνεται η δυνατότητα να κάνουμε ρυθμίσεις σε αυτό. Συγκεκριμένα όσον αφορά το Elgato Wave XLR έχουμε 5 τμήματα με ρυθμίσεις. Στο τμήμα GENERAL: Μπορούμε να μετονομάσουμε το μικρόφωνό μας, να δούμε την έκδοση του Firmware και να επιλέξουμε τη συχνότητα δειγματοληψίας του. To Elgato Wave XLR υποστηρίζει 48KHz και 96ΚHz. Στο τμήμα DEVICE INPUT: Βλέπουμε τον μετρητή της έντασης εισόδου του Elgato Wave XLR ακολουθούμενο από το τον επιλογέα επιπέδου του Input Gain. Κάτω από αυτόν, η Elgato έχει τοποθετήσει πολύ βολικά το σε ποιες περιοχές είναι η σωστή ρύθμιση του Gain, τόσο για πυκνωτικά όσο και για δυναμικά μικρόφωνα. Τέλος μπορούμε να ενεργοποιήσουμε ή να απενεργοποιήσουμε το 48V Phantom Power. Στο τμήμα HEADPHONE JACK: Εδώ μπορούμε να επιλέξουμε την ένταση των ακουστικών που είναι συνδεδεμένα στο Elgato Wave XLR καθώς και το σημείο μίξης - σχετικής έντασης μεταξύ του μικροφώνου και των ήχων που προέρχονται από τον υπολογιστή και που δρομολογούνται προς τα ακουστικά. Μπορούμε επίσης να επιλέξουμε το Low Impedance Mode αν χρησιμοποιούμε ακουστικά με χαμηλή αντίσταση εισόδου. Στο τμήμα AUDIO ENHANCEMENTS: Εδώ μπορούμε να απενεργοποιήσουμε το Low Pass Filter ή να το ενεργοποιήσουμε στα 80 Hz ή στα 120 Hz. Μπορούμε επίσης να ενεργοποιήσουμε ή να απενεργοποιήσουμε το Clipguard και, εφ' όσον το έχουμε ενεργό, να επιλέξουμε αν θα υπάρχει οπτική ενημέρωση για την ενεργοποίησή του, όπως ανέφερα στο σχετικό τμήμα του review, παραπάνω. Τέλος, το Wave Gain Lock εμποδίζει τρίτες εφαρμογές από το να αλλάξουν το gain του μικροφώνου, κάτι πολύ χρήσιμο που προσωπικά χρησιμοποιώ. Στο τμήμα COLOR SETTINGS: Εδώ μπορούμε να επιλέξουμε το χρώμα που θα είναι τα ενεργοποιημένα LEDs περιφερειακά του επιλογέα του Elgato Wave XLR όταν αυτό είναι ενεργό και όταν είναι σε σίγαση, καθώς επίσης και το χρώμα ένδειξης ενεργοποίησης του Clipguard. Για τα καλύτερα αποτελέσματα ποιότητας ήχου, το Gain πρέπει να ρυθμιστεί με τη σωστή απόσταση και τοποθέτηση του μικροφώνου (έχω ήδη αναφέρει ποιες είναι αυτές όσον αφορά το Elgato Wave DX) και με το Clipguard προσωρινά απενεργοποιημένο. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα του Wave Link είναι η δυνατότητα χρήσης εφέ ήχου (Audio Effects). Το πρόγραμμα έρχεται με 3 προεγκατεστημένες επιλογές. Ένα ωραίο Graphic Equalizer. Ένα plugin αφαίρεσης θορύβου της Elgato. Και ένα plugin αφαίρεσης θορύβου της NVIDIA, που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε εφ' όσον διαθέτετε κάποια κάρτα γραφικών της συγκεκριμένης εταιρίας και αφού εγκαταστήσετε το σχετικό SDK. Εδώ βλέπουμε τα 3 αυτά εφέ εγκατεστημένα και ενεργά τόσο για τα ακουστικά όσο και για την έξοδο ήχου για ηχογράφηση / streaming. Όσον αφορά τις 2 εξόδους τώρα, μπορούμε για το monitoring να επιλέξουμε είτε τα ακουστικά που μπορούμε να συνδέσουμε πάνω στο Elgato Wave XLR είτε κάποια άλλη έξοδο του συστήματός μας. Η δεύτερη έξοδος είναι το Stream Output, το οποίο μπορεί να επιλεγεί και να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόγραμμα streaming ή ηχογράφησης. Φυσικά εννοείται ότι μπορούμε να δούμε τα σχετικά επίπεδα εξόδου καθώς και να τα ρυθμίσουμε, όπως περιγράφεται στο παρακάτω διάγραμμα. Και κάπως έτσι τελειώνει η περιγραφή των λειτουργιών του Wave Link. Ας δούμε πριν κλείσουμε τι κάνει και το εικονίδιο με το γρανάζι, επάνω δεξιά. Αυτό ανοίγει το ξεχωριστό παράθυρο των επιλογών, που έχει 2 tabs. Στο πρώτο tab, το General, βλέπουμε την έκδοση του Wave Link, το πλήκτρο ελέγχου για νεότερη έκδοση, το αν θα γίνεται αυτόματος έλεγχος για νεότερη έκδοση και το αν θα τρέχει αυτόματα το Wave Link όταν κάνουμε Login στα Windows. Το πλήκτρο "More..." ανοίγει ένα φάκελο στον Windows Explorer που περιέχει όλες τις άδειες που σχετίζονται με το Wave Link. Το δεύτερο tab ονομάζεται Audio Effects και αφορά ρυθμίσεις των εφέ ήχου που είδαμε παραπάνω. Τα πλήκτρα και οι επιλογές είναι αυτο-εξηγούμενα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Wave Link υποστηρίζει τόσο VST3 όσο και VST2 Plugins. Όσον αφορά την επιλογή της εξόδου ήχου του Wave Link σε κάποιο λογισμικό για streaming, αυτό προφανώς εξαρτάται από το ποιο λογισμικό χρησιμοποιεί ο καθένας. Παρακάτω βλέπουμε για παράδειγμα την επιλογή του Wave Link Stream ως ήχο μικροφώνου στο OBS Studio. Ενσωμάτωση στο Stream Deck Από τα βασικά προϊόντα της Elgato είναι η σειρά των Stream Deck. Από την έκδοση του λογισμικού Stream Deck 4.8 και μετά, υποστηρίζεται η ενσωμάτωση εντολών που αφορούν το Wave Link και συνεπώς το Elgato Wave XLR Αφού λοιπόν βεβαιωθείτε ότι έχετε εγκαταστήσει τη συγκεκριμένη ή νεότερη έκδοση, πηγαίνετε στην επιλογή "More Actions" και βρίσκετε στη λίστα την επιλογή Wave Link. "Install" και... ...αμέσως εγκαθίσταται και μας ρωτάει αν θέλουμε να εγκαταστήσει τα σχετικά προφίλ. Η σωστή απάντηση είναι ναι. Αλλά και αν δεν το κάνει κάποιος κατά την εγκατάσταση, μπορεί πάντα να επιστρέψει στο "More Actions" και να εγκαταστήσει τα σχετικά προφίλ. Κάπως έτσι, εκτός από την υποστήριξη ελέγχου λειτουργιών του Wave Link μέσα από το Elgato Stream Deck, εγκαθίστανται και έτοιμα προφίλ με έτοιμες τις βασικές λειτουργίες που θα ήθελε κάποιος να ελέγξει. Εδώ βλέπουμε το σχετικό προφίλ στην περίπτωση που κάποιος διαθέτει το Elgato Stream Deck XL. Ο έλεγχος που μπορεί να έχει κάποιος στο Wave Link και συνεπώς στο Elgato Wave XLR μέσω του λογισμικού Stream Deck είναι ιδιαίτερα εκτενής, καθώς περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες εντολών, με αρκετές επιλογές στην κάθε μία. Με την ενσωμάτωση του εκτενούς και ομολογουμένως ιδιαίτερα βολικού αυτού ελέγχου του Wave Link και του Elgato Wave XLR στο λογισμικό Stream Deck, η Elgato ισχυροποιεί το οικοσύστημά της και κάνει πιο θελκτική την επιλογή του συνόλου των προϊόντων της. Επίλογος Το Elgato Wave DX είναι ένα δυναμικό μικρόφωνο υψηλής ποιότητας, ειδικά σχεδιασμένο για χρήση streaming. Η ποιότητα του ήχου που συλλαμβάνει είναι εξαιρετική για την κατηγορία του και μπορεί να φτάσει σε συχνότητα δειγματοληψίας τα 96 KHz και σε βάθος ήχου τα 24 bit. Η κλασσική του εμφάνιση, με μοντέρνες πινελιές, συνοδεύεται από την υψηλή ποιότητα κατασκευής που μας έχει συνηθίσει τόσο η Elgato, όσο και η μητρική της εταιρία, η Corsair. Το γεγονός ότι είναι δυναμικό και όχι πυκνωτικό βοηθάει στην απόρριψη θορύβου από το περιβάλλον, κάτι το οποίο επίσης υποστηρίζεται και από το καρδιοειδές μοτίβο λήψης, που απορρίπτει ήχους προερχόμενους πίσω από το μικρόφωνο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς δεν έχουμε όλοι studio για να υπάρχει απόλυτη ησυχία κατά την ηχογράφηση ή το streaming. Το Elgato Wave XLR είναι ένα XLR audio interface που παρέχει σύνδεση XLR στο Elgato Wave DX (ή και οποιοδήποτε άλλο XLR μικρόφωνο) και προσφέρει υψηλή ποιότητα ήχου, απλότητα στη χρήση και μια σειρά λειτουργιών, όπως το Low Pass Filter και το Clipguard που βελτιώνουν τον ήχο του μικροφώνου στις ηχογραφήσεις και στα streaming μας. Οι εξειδικευμένες λειτουργίες του, ειδικά μελετημένες για streaming, όπως η έξοδος ήχου monitoring απ' ευθείας πάνω από το μικρόφωνο - για απουσία latency - και η μίξη ήχου από το μικρόφωνο και τον υπολογιστή, κάνουν την παραγωγή περιεχομένου μια πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Ο βραχίονας Elgato Wave Mic Arm είναι στιβαρός, σταθερός και εύκολος στη μετακίνηση και τοποθέτηση, ενώ μένει σταθερός όπου τον τοποθετήσει ο χρήστης. Η μέγιστη οριζόντια έκτασή του στα 78 εκατοστά είναι σχετικά χαμηλή για την κατηγορία τιμής του, όπως χαμηλό είναι και το μέγιστο βάρος υποστηριζόμενου μικροφώνου που βρίσκεται στο 1 κιλό. Εφ' όσον όμως οι προδιαγραφές αυτές καλύπτουν το σενάριο χρήσης σας, η ποιότητα και στιβαρότητα του βραχίονα είναι εξαιρετικές. Σημαντική θεωρώ επίσης τη δυνατότητα τακτοποίησης του XLR καλωδίου εντός του βραχίονα. Το καλώδιο Elgato XLR Cable διαθέτει ποιοτικά βύσματα που εφαρμόζουν χωρίς πολύ τζόγο αλλά συνδέονται και αποσυνδέονται εύκολα και χωρίς προβλήματα. Το ίδιο το καλώδιο είναι περισσότερο δύσκαμπτο από ότι θα ήθελα, χωρίς να γίνεται δυσλειτουργικό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι sleeved, κάτι που όμως του προσδίδει επιπλέον αντοχή. Το λογισμικό Wave Link συνδυάζεται αρμονικά με τα παραπάνω για να ολοκληρώσει την εμπειρία ψηφιακής μίξης και υψηλής ποιότητας που υπόσχεται εταιρία. Η δε ενσωμάτωση εκτενούς ελέγχου του Wave Link και συνεπώς του Elgato Wave XLR μέσω του λογισμικού Stream Deck ανεβάζει τη συνολική εμπειρία σε άλλο επίπεδο άνεσης και ευκολίας. Όλα αυτά (και άλλα για τα οποία όσοι πηδάτε από την εισαγωγή στον επίλογο θα πρέπει να ανατρέξετε στο review), έρχονται με κάποιο κόστος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προτεινόμενα από την εταιρία κόστη για τα παραπάνω προϊόντα είναι τα εξής: Elgato Wave DX : €119,99 Elgato Wave XLR: €169,99 Elgato Wave Mic Arm: €99,99 Elgato XLR Cable: €24,99 Συνολικό κόστος για όλο το πακέτο δηλαδή είναι τα €414.96, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο αλλά και σαφώς δικαιολογημένο για αυτό το επίπεδο ποιότητας, λειτουργικότητας, ευελιξίας και ήχου. Μια γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο αποκάλυψε τις εξής τιμές στην Ελληνική αγορά (κατά το χρόνο συγγραφής του παρόντος review): Elgato Wave DX : €94,35 Elgato Wave XLR: €169,90 Elgato Wave Mic Arm: €94,89 Elgato XLR Cable: Δεν βρέθηκε Συνεπώς μπορούμε να δούμε ότι οι πραγματικές τιμές της αγοράς είναι προς τα κάτω των επίσημων τιμών. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των Elgato Wave DX, Elgato Wave XLR, Elgato Wave Mic Arm και Elgato XLR Cable: Πλεονεκτήματα + Ποιότητα ήχου. + Δειγματοληψία ήχου έως 96 KHz και βάθος ήχου έως 24 bit. + Απόρριψη θορύβου περιβάλλοντος λόγω δυναμικού μικροφώνου και καρδιοειδούς μοτίβου λήψης. + Low Pass Filter και Clipguard. + Ευελιξία καθώς το Elgato Wave DX μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε XLR Audio Interface και το Elgato Wave XLR μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε XLR μικρόφωνο. + Ο βραχίονας Elgato Wave Mic Arm είναι εύχρηστος και στιβαρός. + Το καλώδιο Elgato XLR Cable διαθέτει ποιοτικά βύσματα και δείχνει ιδιαίτερα ανθεκτικό. + Λογισμικό ψηφιακής μίξης Wave Link με υποστήριξη VST3 και VST2 Plugins. + Εκτενής έλεγχος του Wave Link (και συνεπώς του Elgato Wave XLR) μέσω του Stream Deck. + Απλός χειρισμός. + Λειτουργικότητα. + Monitoring ήχου μέσω εξόδου ακουστικών πάνω στο Elgato Wave XLR, χωρίς latency. + Μίξη ήχου από το μικρόφωνο και τον υπολογιστή που ελέγχεται από το Elgato Wave XLR και ακούγεται στην έξοδο ακουστικών του. + Συνδεσιμότητα USB C με τον υπολογιστή. + Mute μέσω πλήκτρου αφής για αθόρυβο χειρισμό + Ποιότητα και αίσθηση υλικών + Ποιότητα κατασκευής + Κλασσική αισθητική με μοντέρνες πινελιές Μειονεκτήματα - Απουσία δυνατότητας πλήρους απενεργοποίησης του Elgato Wave XLR (πλήκτρο off). - Η μέγιστη οριζόντια έκταση του Elgato Wave Mic Arm είναι μόλις 78 εκατοστά. - Το μέγιστο βάρος υποστηριζόμενου μικροφώνου του Elgato Wave Mic Arm είναι μόλις 1 κιλό. - Το Elgato XLR Cable είναι σχετικά δύσκαμπτο, λόγω του sleeving.  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Elgato για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 16/02/2023
  7. Πρόλογος Η Corsair ανανέωσε την σειρά M65 gaming mouse με το 4ο μέλος της, το M65 RGB ULTRA Tunable FPS, ένα cable mouse με πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά που καλείται να συνεχίσει την πρωτοποριακή παράδοση των M65 Tunable mice της εταιρείας. Πρόκειται για μια ελαφρύτερη και αρκετά οικονομικότερη έκδοση του M65 RGB ULTRA Wireless που δεν υστερεί όμως σε κανένα χαρακτηριστικό, αν εξαιρέσει κανείς το καλώδιο, αντιθέτως προσφέρει επιπλέoν επιλογές σε Report Rate αλλά και μια επιπλέoν RGB ζώνη. Τεχνικά χαρακτηριστικά Παρακάτω ο γνώριμος πίνακας των τεχνικών χαρακτηριστικών του M65 RGB ULTRA Tunable FPS όπως μας τον δίνει η Corsair στην σελίδα της. Από την πρώτη ματιά παρατηρούμε ότι δεν του λείπει τίποτα, αντιθέτως. Εφοδιασμένο με τον νέο MARKSMAN 26K optical sensor προσφέρει έως και 26.000 DPI αλλά και με οπτικούς διακόπτες της Omron που αποτελούν και την σύγχρονη τάση στους διακόπτες, δικαίως κατά τη γνώμη μου μιας και υπερτερούν των μηχανικών παρά την πολύ μεγάλη βελτίωση που έχουν πλέον και οι τελευταίοι. Συσκευασία και περιεχόμενα Και πάλι στα χέρια μου έχω το κλασικό κιτρινόμαυρο Corsair κουτί της πολυτελούς σειράς, αυτή τη φορά με μαύρες τις δύο μεγάλες πλευρές και κίτρινες τις περιφερειακές. Έχω παρατηρήσει ότι η εταιρεία με σήμα το καραβάκι διαχωρίζει κάπως τις συσκευασίες της επιλέγοντας το κίτρινο για τις μεγάλες τους πλευρές και το μαύρο τις υπόλοιπες όταν πρόκειται για τις, πιο απλές να το πω, πιο οικονομικές να το πω, δεν ξέρω, δεν έχω καταλάβει ακριβώς, και φυσικά ακριβώς το αντίθετο χρωματικά στις υπόλοιπες κάπως πολυτελέστερες συσκευασίες. Εδώ λοιπόν στο M65 RGB ULTRA έχουμε εμπρός μαύρη επιφάνεια καλυμμένη με αχνά, σχεδόν ανάγλυφα, καλαίσθητα τριγωνάκια και το προϊόν να αχνοφαίνεται, καθότι μαύρο και αυτό, στο κέντρο της παρόλο που την καλύπτει σχεδόν καθολικά. Επάνω αριστερά δεσπόζει λευκό το σήμα της εταιρείας και κάτω αριστερά του προϊόντος και δεξιά του λογισμικού ρυθμίσεών του. Στην πίσω πλευρά τώρα και κατά το προσφιλές συνήθειο της Corsair έχουμε επάνω ψηλά τα λογότυπα της εταιρείας, του επεξεργαστή και του λογισμικού και κάτω χαμηλά των λειτουργικών συστημάτων για τα οποία προορίζεται, ήτοι Windows και MAC. Στη συνέχεια το M65 RGB ULTRA εικονιζόμενο πλαγιομετωπικά από επάνω και από κάτω με σημειωμένα τα 3 βασικότερα πλεονεκτήματά του και κάτω από αυτό τα βασικά του χαρακτηριστικά σε 8 γλώσσες. Οι δύο μεγάλες κίτρινες πλαϊνές πλευρές έχουν λιτά με μαύρο χρώμα τα λογότυπα της εταιρείας και του προϊόντος και ως μόνη διαφορά τους το ότι η αριστερή απεικονίζει το M65 RGB ULTRA από το αριστερό του πλάι ενώ η δεξιά μας ενημερώνει ότι πρόκειται για προϊόν της κατηγορίας των "Control Freak" ή αν θέλετε εναλλακτικά απευθύνεται σε αυτούς που απαιτούν τον απόλυτο έλεγχο. Στην κάτω πλευρά έχουμε πληθώρα πληροφοριών... Περιεχόμενα συσκευασίας, πληροφορίες για την εταιρεία, πιστοποιήσεις, εγγύηση, προέλευση, SN, PN, RMN, αρκετά, απαραίτητα και στην πλειοψηφία τους αδιάφορα για το κοινό, έτσι δεν είναι; Τέλος στην επάνω πλευρά που φιλοξενεί και το βασικό άνοιγμα της συσκευασίας υπάρχουν τα λογότυπα εταιρείας και προϊόντος και στο δεύτερο καπάκι ένα QR code που (θεωρητικά) μας προσφέρει σύνδεσμο προς μια σελίδα της Corsair η οποία όμως (πρακτικά) δεν υπάρχει συνεπώς αναδρομολογείται προς το γνωστό παιχνιδάκι με τον “πειρατή” ένδειξη του σφάλματος 404 για την εν λόγω σελίδα. Και περνάμε στα περιεχόμενα. Και πάλι κίτρινο λεπτό χαρτόνι με διάφανη ζελατίνα που περιλαμβάνει το M65 RGB ULTRA, φυσικά, και τα 6 βαρίδια για την μεταβολή του βάρους του ποντικιού, 3 σε μορφή ροδέλας και 3 σε μορφή βίδας, λεπτομέρειες στην πορεία. Α ναι, έχουμε και τα 3 πολύπτυχα, τα γνωστά δύο με τις πληροφορίες για εγγύηση και ασφάλεια αλλά και ένα ακόμα με οδηγίες για το προϊόν σε 9 γλώσσες, φυσικά όχι Ελληνικά. Κάτω από τον φακό Σαφέστατα πρόκειται για ιδιαίτερη κατασκευή που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, ακολουθώντας φυσικά τα πρότυπα της σειράς ποντικιών M65 της Corsair. Ωραίος σχεδιασμός, τουλάχιστον κατά την γνώμη μου, με ποιοτικά πλαστικά πάνω σε αλουμινένιο σασί και ένα πολύ μαλακό καλώδιο όμορφα στηριγμένο μπροστά από το ροδάκι. Ανάγλυφα αντιολισθητικά τριγωνάκια τόσο στις δύο πλαϊνές πλευρές όσο και στην λαστιχένια επένδυση της ρόδας. Πέρα των κλασικών κουμπιών, δηλαδή των δύο βασικών, της ρόδας και 2 πλαϊνών, έχουμε και ένα επιπλέον για sniper, κόκκινο και μεγάλο κάτω από το εμπρός πλαϊνό κουμπί αλλά και 2 για επιλογή DPI κάτω από το ροδάκι, μια χαρά. Και εδώ το τελευταίο αξεσουάρ, 6 βαρίδια, 3 σε σχήμα παχιάς ροδέλας και 3 σε βίδας για να επιλέξουμε το βάρος που επιθυμούμε τοποθετώντας τα στις αντίστοιχες θέσεις στο κάτω μέρος του M65 RGB Ultra, Tunable γαρ... Φυσικά δεν σας υποχρεώνει κανείς να τα βάλετε όλα, η επιλογή προσωπική σας υπόθεση, για να το φέρετε στα μέτρα σας πάντα. Στις παρακάτω εικόνες βλέπουμε τα ακριβή βάρη ποντικιού και βαριδίων, έκαστο ξεχωριστά. Παρατηρώ πολύ καλή ακρίβεια κατασκευής πολύ κοντά στις τιμές σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα από τον κατασκευαστή, θυμίζω 97gr χωρίς καλώδιο και έως 115 συνολικά. Συνδεσιμότητα USB A προφανώς και με προδιαγραφές συμβατότητας για Windows και Mac αλλά μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί και σε άλλα λειτουργικά ως απλό ποντίκι και ας μην το ανακοινώνει η Corsair. Το δοκίμασα σε Android και Linux, προφανώς με επιτυχία, αλλά φυσικά χωρίς τα επιπλέων πλεονεκτήματα που προσφέρει το iCUE, λειτουργούσαν όμως οι hardware ρυθμίσεις για μεταβολή DPI και φωτισμού. Και να μην ξεχνάμε έως 8000Hz Report Rate. Λειτουργικότητα Όπως πάντα οι δοκιμές έγιναν με τα mouse pads Corsair MM300, Razer Sphex V2, @Work MS-614 (1,2€) και απευθείας την επιφάνεια του γραφείου μου. Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα μεγάλο ποντίκι παρότι η Corsair το χαρακτηρίζει μεσαίο, αλλά χάριν κυρίως των μεγάλων του βασικών κουμπιών και της εύκολης χρήσης της ρόδας από κάθε γωνία, συνήθη χαρακτηριστικά των Corsair, δεν θα δυσκολέψει καθόλου και όσους έχουν μικρότερα χέρια. Σε αυτό που θα συμφωνήσω με την Corsair για το M65 RGB ULTRA είναι ότι η λαβή του είναι για Claw, όχι ότι δεν θα βολέψει και σε άλλες λαβές αλλά προσωπικά παρότι με έβαζα είτε σε Palm είτε σε Fingertip mode για να το δοκιμάσω έπιανα τον εαυτό μου μετά από λίγο να έχει γυρίσει ακούσια σε Claw. Κύρια αιτία αυτού κατά την γνώμη μου το μεγάλο κόκκινο πλαϊνό κουμπί στα αριστερά με το σύμβολο του στόχου επάνω τού που εργονομικά σε φέρνει εκεί, εμένα τουλάχιστον, αλλά και το μήκος του με το σχετικά ανυψωμένο πίσω μέρος που επίσης παροτρύνουν προς αυτό. Παραμένοντας στην εργονομία να σημειωθεί ότι η ελαφρά κλίση προς τα δεξιά και η μεγάλη αντιολισθητική βάση στήριξης για τον αντίχειρα συμβάλουν στην εργονομία περισσότερο από όσο τους φαίνεται αρχικά, για τους δεξιόχειρες πάντα, η χρήση δε με το αριστερό εφικτή μεν αλλά μόνο για πρόχειρα μικρά καθημερινά πράγματα, ο προσανατολισμός του είναι ξεκάθαρος. Μην παραλείψω να αναφέρω ότι μια εργονομική ελαφριά κλίση έχει αντίστοιχα και η δεξιά πλευρά αλλά πέραν της αντιολισθητικής της κάλυψης που συμβάλει δεν βοηθά ιδιαίτερα εργονομικά μιας και η κλίση της είναι πολύ προς τα πίσω σε σχέση με το πού βρίσκεται το μικρό δάκτυλο του χρήστη, αισθητικά πάντως συνεισφέρει πολύ στο σύνολο. Τα μεγάλα τεφλόν με την πολύ εύκολη και ιδιαίτερως αθόρυβη κύλισή τους σε κάθε επιφάνεια το κάνουν να κρύβει το βάρος των αρχικών 97gr του, πράγμα το οποίο αλλάζει καθολικά με την χρήση των βαριδίων που θα επιτρέψουν εύκολα να το φέρει ο κάθε χρήστης ακριβώς στα μέτρα του φτάνοντας τελικά τα έως και 115gr, μην ξεχνάμε ως “control freak” μας συστήνεται. + = Στον γενικότερο έλεγχο συμβάλουν φυσικά και τα δύο γυαλιστερά κουμπιά πίσω από το ροδάκι που με τα αντίστοιχα βελάκια τυπωμένα επάνω τους μας προτρέπουν για χρήση τους προς έλεγχο των DPI προεπιλογών μας, χωρίς φυσικά αυτό να είναι απαραίτητο. Από DPI επιλογές τώρα 25.900 για τις κάθετες και άλλες τόσες για τις οριζόντιες κινήσεις, ναι εντάξει 26.000 είναι τα DPI που υποστηρίζει και η μεταβολή τους ανά 1 αλλά ξεκινάμε με ελάχιστα τα 100 σε κάθε άξονα, και λίγα είναι, μην γινόμαστε και υπερβολικοί, ποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει λιγότερα και πού; Όχι πάλι ότι τα 26K δεν τα λες και υπερβολή για DPI, αλλά αφού μπορεί... Και που ξέρεις έχουμε και τις 8K οθόνες... Να αναφέρω και τα δύο οριζόντια πλαϊνά κουμπιά, γυαλιστερά και αυτά, που πέραν του να συμβάλουν όμορφα οπτικά στο σύνολο βρίσκονται ακριβώς εκεί που πρέπει εργονομικά, διευκολύνοντάς μας με την μαλακή αλλά ακριβείας αίσθηση και απόκρισή τους, συνηθισμένη πρακτική του κουρσάρου και εδώ. Προτελευταίο στην ενότητα άφησα το κόκκινο πλαϊνό κουμπί που προανέφερα, το “sniper”, κουμπί που δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα ποντίκι που χαρακτηρίζεται ως “FPS” και ακόμα περισσότερο ως “Battle Royale”. Βρίσκεται στην θέση ακριβώς που το περιμένει κανείς, άμεσο και απαλό δεν θα απογοητεύσει σε καμία περίπτωση και σε καμία μάχη ή όπου αλλού. Και τώρα η έκπληξη που ομολογουμένως δεν περίμενα. Έχοντας δοκιμάσει διψήφιο αριθμό κουμπιών σε δεκάδες ποντίκια, ειδικά των τελευταίων εξελίξεων, τόσο της πασίγνωστης και πολυφορεμένης Omron όπως εδώ όσο και άλλων εταιρειών, οι εκπλήξεις που περιμένω πια σε αυτά δεν είναι και πολλές, ειδικά σε απόκριση και αμεσότητα. Και εγένετο φως, κυριολεκτικά. Aναφέρομαι φυσικά στους νέους Omron Optical διακόπτες του M65 RGB ULTRA. Ε ωραία και, τα περισσότερα “σοβαρά“ ποντίκια και όχι μόνο, ειδικά του εν λόγω κατασκευαστή, τελούν υπό “zero lag” τεχνολογίες για τους δυο βασικούς διακόπτες τουλάχιστον. Ειδικά για την Corsair με τις "ZERO GAP" και “CORSAIR QUICKSTRIKE TECHNOLOGY” κάτω από τα κουμπιά για τις περισσότερες εκ των κατασκευών της πλέον, πόσο να διαφέρουν αυτοί εδώ οι οπτικοί; Κι όμως. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να δει κανείς σε μετρήσεις αλλά η διαφορά αμεσότητας και ταχύτητας είναι αισθητή, αν και δεν καταλαβαίνει γιατί θα έλεγα κανείς, παρόλα αυτά υπάρχει. Αυτό με παρότρυνε να σας παραθέσω ολίγα εκ των διαφορών μεταξύ των δύο τεχνολογιών που θα ξεδιαλύνουν τα πράγματα περιγραφικά αλλά και με ένα πολύ επεξηγηματικό διάγραμμα από την σελίδα της κοινότητας της Corsair. Καταρχήν να δούμε ποια ακριβώς είναι η βασική διαφορά μεταξύ των δύο τεχνολογιών. Στην κλασική περίπτωση των “μηχανικών” διακοπτών έχουμε δύο μεταλλικές επαφές που θα πρέπει να έρθουν σε επαφή για να “κλείσει” το κύκλωμα, δύο μεταλλικά ελάσματα δηλαδή που πρέπει να ακουμπήσουν για να περάσει από μέσα τους ρεύμα, φυσική γυμνασίου για τους περισσότερους από εμάς . Αυτό δυστυχώς όσο και αν έχει προχωρήσει η τεχνολογία εξακολουθεί και μας φέρνει αντιμέτωπους με προβλήματα όπως η ελάχιστη απόσταση μεταξύ των μετάλλων για να αποφευχθούν ακούσιες επαφές, μεταφράστε click, μεταξύ τους, είτε από το φαινόμενο "αναπήδησης" (debounce) είτε και από φυσιολογικές φθορές με την πάροδο του χρόνου και της χρήσης, αλλά και άλλα θέματα που ο κατασκευαστής θα πρέπει να λάβει υπόψιν του για την καλή τους λειτουργία. Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση για να εξηγήσω το φαινόμενο “αναπήδησης” (debounce) που είναι και από τους σημαντικότερους παράγοντες καθυστέρησης μιας και αναγκάζει τους κατασκευαστές να προβλέψουν χρόνο για “καθυστέρηση αναπήδησης” (debounce delay). Όταν πιέζεται ένας μηχανικός διακόπτης, δεν δημιουργεί απλώς μια επαφή on-off, στην πραγματικότητα δημιουργεί μια σειρά από σύντομες επαφές, πριν ενεργοποιηθεί ή απενεργοποιηθεί. Αυτό ονομάζεται «αναπήδηση διακόπτη» επειδή οι επαφές κυριολεκτικά αναπηδούν η μία πάνω στην άλλη πριν ολοκληρωθεί η μετάβαση από on σε off ή το ανάποδο. Οι κατασκευαστές διακοπτών συνήθως εγγυώνται ότι ο χρόνος αναπήδησης είναι μικρότερος από 5 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Ακούγεται μεν σαν πολύ σύντομο χρονικό διάστημα παρόλα αυτά οι μικροελεγκτές σαρώνουν τους διακόπτες με παρόμοια ή και μεγαλύτερη πλέον ταχύτητα συνεπώς μπορεί να εγγραφούν έξι ή επτά επαφές σε ένα μας πραγματικό πάτημα του διακόπτη. Ερχόμενοι τώρα στους “οπτικούς” διακόπτες η αντίστοιχη διαδικασία επιτυγχάνεται απλά μέσω της διακοπής μιας υπέρυθρης δέσμης φωτός, εντάξει ίσως όχι τόσο απλά αλλά αυτό είναι στην ουσία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχουν όλα τα προαναφερθέντα “μηχανικά” προβλήματα των “μηχανικών” διακοπτών αλλά και η αναμενόμενη αντοχή του συνόλου να είναι πολύ μεγαλύτερη, απουσία γαρ των μεταλλικών επαφών που φθείρονται αλλά και της υπόλοιπης απαραίτητης κατασκευής για να τους υποστηρίξουν. Και μιας και η εικόνα είναι 1000 λέξεις παραθέτω το παρακάτω διάγραμμά που νομίζω ξεκαθαρίζει τα πράγματα εύκολα και απλά. Οι καινοτομίες όμως για το M65 RGB ULTRA δεν σταματούν εδώ, ο κουρσάρος ενσωμάτωσε στο νέο του ποντίκι γυροσκόπιο 6 αξόνων και επιταχυνσιόμετρο που προσφέρουν την δυνατότητα διατήρησης της σταθερότητας του κέρσορά ακόμα και σε μικρές ανυψώσεις του M65 RGB ULTRA. Καλό μου ακούγεται, θα χρησιμεύσει ενδεχομένως σε πολύ έντονες χρήσεις. Μιας όμως και τα βάλαμε, λέει η ομάδα ανάπτυξης υποθέτω, το γυροσκόπιο και το επιταχυνσιόμετρο εννοώ, ας μην σταματήσουμε εδώ. Ας τους προσφέρουμε και πιο ενεργή χρήση, τα smartphone και τα tablet το κάνουν, γιατί όχι και εμείς; Έχουμε λοιπόν πλέoν την δυνατότητα, μέσω πάντα του iCUE, να προσθέσουμε και τέσσερις - ναι τέσσερις - ακόμα ενεργές λειτουργίες, μέσω της ανύψωσης της αντίστοιχης πλευράς του M65 RGB ULTRA, δηλαδή εμπρός, πίσω, δεξiάς ή αριστερής... TILT. Εντυπωσιακό ε, πού να πω και ότι μας επιτρέπει να επιλέξουμε και τις μοίρες που θα ενεργοποιείται η εν λόγω ενέργεια και το είδος τις δράσης που θα κάνει σαν να ήταν ένα ακόμα κουμπί, από την αντίστοιχη καρτέλα γίνεται άλλωστε. Ακούγεται εντυπωσιακό αλλά είναι και στην πράξη. M65_Wired_SensorFusion_AngleCopy_v02.webm Η Corsair φυσικά προτείνει χρήσεις όπως επαναφόρτιση όπλων, FPS γαρ, που όντως προσφέρουν αμεσότητα και ευκολία αλλά και ακόμα καλύτερη αληθοφάνεια στο παιχνίδι, για φανταστείτε το. Προσωπικά πάντως το χρησιμοποίησα και σε απλούστερες, καθημερινότερες λειτουργίες με εντυπωσιακά χρηστικά αποτελέσματα, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον. Το έβαλα δοκιμάζοντάς το για παράδειγμα να μου ανοίγει συχνά χρησιμοποιούμενα προγράμματα όπως το Word ή κάποιον browser κλπ. ή και να κάνει αντίστοιχα κάποιες ενέργειες σε αυτά, Undo ή New Tab ή Duplicate Tab ή... the sky is the limit… Corcair iCUE Επιλέγω στην ενότητα αυτή να μην σας ταλαιπωρήσω για μια ακόμα φορά με τα πλούσια ελέη του iCUE και την απλότητα, αμεσότητα και χρηστικότητα που αυτή η συνεχώς αναπτυσσόμενη εφαρμογή της Corsair τα προσφέρει, ούτε για την πληθώρα των παραμετροποιήσεων που προσφέρει για την κάθε Corsair συσκευή μας ξεχωριστά και προσανατολισμένα ταυτόχρονα, κάτω πάντα από το ίδιο περιβάλλον και λογική. Αυτά άλλωστε θα τα έχετε διαβάσει σε πολλά αντίστοιχα άρθρα του TheLab και αν όχι σας προτρέπω να το κάνετε. Στο άρθρο αυτό θα περιοριστώ κάπως πιο στοχευμένα στο M65 RGB ULTRA και περισσότερο στις ειδικές δυνατότητές του. Ανοίγοντας λοιπών το iCUE και μεταφερόμενοι στο περιβάλλον του M65 RGB ULTRA παρατηρούμε, πέραν των κλασικών καρτελών για αναθέσεις ενεργειών, φωτισμό, DPI και γενικότερες ρυθμίσεις της συσκευής, κάπου εκεί ανάμεσα στους φωτισμούς και τα DPI να έχει προστεθεί και η καρτέλα «χειρονομίες» (Gestures). Αρχικά παράξενο. Επιλέγοντάς τώρα την καρτέλα “Gestures” εμφανίζονται τα παράθυρα “Tilting” και “Tilt Setup”. Το πρώτο μας δίνει την δυνατότητα να διαλέξουμε μέσω του διακόπτη “Allow Multiple Tilts” αν θα πρέπει να επαναφέρουμε το M65 RGB ULTRA στην «φυσική» του θέση δηλαδή στις 0 μοίρες πριν ξανά κάνουμε την κίνηση - ενέργεια ή αν αυτές οι ενέργειες θα επαναλαμβάνονται ακατάπαυστα. Φανταστείτε πολλαπλά γεμίσματα ή πολλαπλά “gaming” μαχαιρώματα ίσως; Ναι ναι ναι ναι… Ή πολλά ανοίγματα του Word ή Undo κ.λπ., ε μάλλον όχι, δεν φαντάζομαι γιατί να... τέλος πάντων καλό το βρίσκω γενικά, καλά ξεκινάμε. Κάτω από τον διακόπτη “Allow Multiple Tilts” υπάρχει ένα κουμπί “Start” όπου πατώντας το μετονομάζεται σε “Stop” ενώ απενεργοποιούνται προσωρινά οι λειτουργείες που έχουμε ορίσει στις κινήσεις “Tilt” για τα επόμενα 30". Κάτω από το "Start" --> "Stop" βλέπουμε τον χρόνο να μετράει αντίστροφα και φυσικά επιλέγοντας το "Stop" μπορούμε να τερματίσουμε πρόωρα τη λειτουργία. Στο διάστημα αυτό των 30" μπορούμε αφού ανασηκώσουμε υπό γωνία το M65 RGB ULTRA να δούμε την κίνηση αυτή στην αντίστοιχη εικόνα δεξιά στο κάτω μέρος του παραθύρου “Tilt Setup”. Φυσικά ανά πάσα στιγμή μπορούμε να αναιρέσουμε αυτό το “test mode” απλά ξαναπατώντας το “Stop” επαναφέροντας το τώρα πλέον προφανώς σε “Start”. Όλα αυτά στο παρακάτω βιντεάκι ... iCUE-1.mp4 Στο επάνω μέρος του παραθύρου “Allow Multiple Tilts” υπάρχουν οι ρυθμίσεις για το σε ποιες ακριβώς μοίρες θέλουμε να ενεργοποιείται η κάθε κίνηση, φυσικά για την κάθε πλευρά ξεχωριστά και με βηματισμό 10 μοιρών, επιλέξιμα από τα αντίστοιχα + και -. Εντάξει δεν χρειάζεται και μικρότερος βηματισμός μην είμαστε και παράλογοι. Βέβαια όπως μας ενημερώνει και το αντίστοιχο Info μπορούμε να μεταβούμε έως και στις 80 μοίρες για την κάθε πλευρά, προφανώς μετά τις 90 μοίρες περνάμε στην αντίθετη πλευρά, ξανά φυσική γυμνασίου . Αν πατήσετε το “Start” και περιστρέψετε το M65 RGB ULTRA πέραν των 90 μοιρών θα το δείτε να μεταπηδά στο αντίστοιχο γραφικό και να συνεχίζει όπως είναι και το λογικό, πάντως έχει και πλάκα... ξανά . Θα το δείτε και αυτό στο παραπάνω βιντεάκι, μην το πάρετε για σφάλμα της εφαρμογής, απλά η φυσική κατάσταση απεικονίζεται πολύ καλά και άμεσα στα γραφικά, μπράβο iCUE. Και φυσικά το σημαντικότερο όλων αυτών, η ανάθεση της εργασίας. Περνάμε λοιπόν στις δύο καρτέλες ανάθεσης προς τα κουμπιά, την απλή και την Hardware, μιας και το M65 RGB ULTRA διαθέτει και μνήμη για την αποθήκευση επιλογών για την χρήση χωρίς την παρουσία του iCUE, σε περίπτωση μεταφοράς π.χ. ή σε λειτουργικό που δεν το υποστηρίζει. Να αναφέρω ότι όπως πάντα κατ’ επιλογήν της εταιρείας με σήμα το καραβάκι το βασικό αριστερό κουμπί δεν προγραμματίζεται σε καμία κατάσταση παραμένοντάς πάντα ως το βασικό αριστερό click. Περνώντας αρχικά στο “Hardware Key Assignments” έχουμε τα συνηθισμένα, 8 κουμπιά με τα 7 εξ αυτών να γίνονται πραγματικά σχεδόν ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, όλα cool. Στην καρτέλα “Key Assignments” πάλι η “έκπληξη” που όλοι περιμέναμε, εδώ τα εμφανιζόμενα “κουμπιά” γίνονται 12, βέβαια το αριστερό και πάλι είναι ανενεργό παρά την εμφάνισή του, άρα στην πραγματικότητα έχουμε 11 προγραμματιζόμενα. Τα 4 επιπλέον είναι οι 4 Tilt κινήσεις που έχουμε προαναφέρει και στις οποίες μπορούμε να αναθέσουμε, μαντέψτε, και πάλι σχεδόν ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, πλήκτρα πληκτρολογίου ή ποντικιού ή και συστοιχίες αυτών, κείμενα, έναρξη εφαρμογών, media, macro, αυτά και άλλα πολλά με εξαιρετική ακρίβεια, ευκολία, παραμετροποίηση, εν ολίγης iCUE. Βέβαια υπάρχουν και δύο RGB ζώνες, αυτή με το καραβάκι/λογότυπο στο πίσω μέρος του ποντικιού και αυτή της ρόδας. Υπάρχει φυσικά και το λαμπάκι ανάμεσα στα δύο κουμπιά επιλογής DPI κάτω από την ρόδα, αυτό όμως λαμβάνει μεν RGB χρώματα αλλά μόνο για να μας ενημερώσει για τα επιλεγμένα DPI από την αντίστοιχη πάντα καρτέλα. Και ιδού και το φως, RGB φως. Untitled.mp4 Εμπειρία Χρήσης Λίγα πράγματα μπορεί να πει κανείς για την ποιότητα της Corsair, τα στάνταρ της υψηλά και το M65 RGB ULTRA τα καλύπτει και με το παραπάνω. Στιβαρό, θυμίζω αλουμινένιο σασί, άψογα πλαστικά τέλεια στηριγμένα, πολύ καλό εργονομικά με αντιολισθητικές επιλογές όπου χρειάζεται, εκπληκτική κύλιση σε κάθε επιφάνεια και με ό,τι βάρος επιλέξουμε - Tunable γαρ - και με το μαλακό καλώδιο να μην ενοχλεί πουθενά όντας σχεδόν ανύπαρκτο. Εξαιρετικά βολική η νέα λειτουργεία Tilt με τις 4 επιπλέον κινήσεις-ενέργειες, ή έστω τις 2-3 εξ αυτών καθώς η ανύψωση του πίσω μέρους προσωπικά δεν με πολυβόλεψε αλλά οι υπόλοιπες μια χαρά, ειδικά οι δύο πλαϊνές. Αυτό πάντως που πραγματικά ξεχώρισα είναι τελικά οι οπτικοί διακόπτες, αξιοπεριέργως η διαφορά από τους μηχανικούς είναι αισθητή. Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα παραμείνει το βασικό μου εργαλείο, προς το παρόν πάντως με κέρδισε στα σημεία, θα το κρατήσω στο γραφείο μου και μετά τις δοκιμές. Επίλογος - Συμπεράσματα Όντως το M65 RGB ULTRA αποτελεί μια σοβαρή αναβάθμιση των προκατόχων του. Τα 79,99€ που ζητάει η Corsair για να μας το δώσει μπορεί αρχικά να μην φαίνονται λίγα, για ενσύρματο ειδικά ποντίκι, αλλά με τα 26K DPI και τα έως 8KHz polling rate αυτομάτως κατατάσσεται στις κορυφές. Βάλτε τώρα τα 8 κουμπιά με τα δύο βασικά να είναι οπτικά και την έξτρα λειτουργία Tilt, την αλουμινένια βάση, την ιδιαίτερη εμφάνιση, την εργονομική σχεδίαση καθώς και την επιλογή βάρους από τον χρήστη με τα έξτρα βαρίδια και έχουμε ένα σύνολο που μάλλον αξίζει περισσότερο από όσο κοστίζει. Η εργονομία του είναι πολύ καλή και τα έξτρα βαρίδια δίνουν την δυνατότητα να το φέρει κανείς εκεί που επιθυμεί εύκολα. Πολύ καλά είναι και τα επίπεδα βάρους γενικώς αν συνυπολογίσει κανείς και το αλουμινένιο σασί που το κάνει εντελώς άκαμπτο σε αίσθηση προσδίδοντας του δε και στην γενικότερη εικόνα. Τα πολύ καλά pads ολίσθησης βοηθάνε σε κάθε περίπτωση στην ξεκούραστη χρήση, τα δε βασικά κουμπιά ανεπανάληπτα σε ταχύτητα και σε ευχρηστία, αλλά και τα υπόλοιπα πολύ καλά, βολικά τοποθετημένα και εύχρηστα ειδικά το ροδάκι με την λαστιχένια επένδυση. OK με τις RGB ζώνες αλλά με εξαίρεση αυτή στο ροδάκι που αχνοφαίνεται και κατά την χρήση η άλλη του λογότυπου έχει νόημα μόνο όταν δεν χρησιμοποιείτε το M65 RGB ULTRA, το δε λαμπάκι ανάμεσα στα up/down κουμπιά επιλογής DPI mode μας ενημερώνει μια χαρά για το αντίστοιχο. Για την ανάλυση τέλος τι να πει κανείς, 26Κ DPI και έως 8Κ polling rate, που θα φτάσουν πια; Η συνολική εικόνα που αποκόμισα είναι πολύ καλή και παρότι προτιμώ γενικώς τα ασύρματα σίγουρα θα το κρατήσω για κάποιο διάστημα ως βασικό μου mouse και βλέπουμε. Γυροσκόπιο έξι αξόνων και επιταχυνσιόμετρο. 4 προγραμματιζόμενες κινήσεις ενεργοποιούμενες με την κλίση του ποντικιού (Tilt). Report rate σε 125Hz, 250Hz, 500Hz, 1.000Hz, 2.000Hz, 4.000Hz, 8.000Hz. 100 – 26.000 DPI με βηματισμό ανά 1 και δυνατότητα διαφορετικής επιλογής στον κάθε άξονα. DPI Presets με 5 Stages + Sniper, σύνολο 6. 7 κουμπιά ρυθμιζόμενα και έξτρα επιλογές αποθήκευσης στη συσκευή. RGB φωτισμός δύο ζωνών και έξτρα επιλογές αποθήκευσης στη συσκευή. Ένδειξη της επιλεγμένης θέσης DPI με ό,τι χρώμα θέλουμε. Αλουμινένιο σασί και γενικότερη ποιότητα υλικών. Σχεδιασμός και εμφάνιση. Άνεση χρήσης. Οι φωτιζόμενες επιφάνειες δεν φαίνονται κατά την χρήση, αλλά και σε ποιο φαίνονται; Μεγάλο σχετικά μέγεθος. Με βάση τα παραπάνω, η βαθμολογία του M65 RGB ULTRA Tunable FPS Gaming Mouse είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής.
  8. Πρόλογος Πριν από 2 περίπου χρόνια ο φίλτατος @pol77 μας παρουσίασε την πρόσφατη τότε προσθήκη της Corsair στην γκάμα των ποντικιών της το Corsair Katar Pro Wireless Gaming Mouse, ένα "απλό ασύρματο ποντίκι με καλά χαρακτηριστικά, μεγάλη διάρκεια μπαταρίας και λογικό κόστος, που έλειπε από την αρκετά πλούσια γκάμα της" όπως πολύ σωστά παρατηρεί. Πρόσφατα η πολύ γνωστή για τα ποιοτικά της περιφερειακά και όχι μόνο Corsair αποφάσισε να εμπλουτίσει την εν λόγω κατηγορία με το Katar Elite Wireless Gaming Mouse. Αρχικά από το όνομα και μόνο περιμένει κανείς ότι πρόκειται για την αναβάθμιση του πολύ καλού για την κατηγορία του Katar Pro, πράγμα που επιβεβαιώνει και η εικόνα του τόσο εμφανισιακά όσο και αρχιτεκτονικά. Όχι όμως και η κατά 30€ διαφορά στην τιμή του που το φτάνει στα 79,99€ έναντι των 49,99€ του Katar Pro σύμφωνα με τη σελίδα της Corsair. Μένει λοιπόν να δούμε αν πρόκειται απλά για αναβάθμιση, αντικαταστάτη ή εσωτερικό ανταγωνιστή του Katar Pro και προφανώς το αν και για ποιους αξίζει την διόλου ευκαταφρόνητη διαφορά στην τιμή. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Παρακάτω ο γνώριμος πίνακας των τεχνικών χαρακτηριστικών του Katar Elite Wireless Gaming Mouse όπως μας τον δίνει η Corsair στην σελίδα της. Αρχικά ομολογουμένως εντυπωσιακά τα βασικά του χαρακτηριστικά και με υπερδιπλάσιες επιδόσεις σε γενικές γραμμές σε σχέση με αυτές του προκατόχου του, αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έτσι το Katar Pro. Παρατηρούμε ότι το Katar Elite εφοδιάστηκε με τον MARKSMAN 26K optical sensor που του επιτρέπει να φτάνει τα 26.000 DPI και με Omron διακόπτες των 60 εκατομμυρίων click, δίνοντας του έτσι χαρακτηριστικά κορυφαίων μοντέλων της αγοράς ανεξαρτήτου τιμής και κατηγορίας. Επιπροσθέτως έχουμε πλέον και τα 2.000Hz στις επιλογές των Report Rate διπλασιάζοντας το maximum, αλλά και αντικατάσταση της αφαιρούμενης τύπου ΑΑ αλκαλικής μπαταρία με εσωτερική επαναφορτιζόμενη λιθίου-πολυμερών, μεταβολή που συνέβαλε σαφώς στην μείωση του βάρους φέρνοντάς το στα 69gr από τα 96gr του Katar Pro. Φυσικά το πακέτο μας εφοδιάζει και με ένα USB A σε USB C καλώδιο 1,8m για την φόρτισή του. Φόρτιση λοιπόν με USB C που σημαίνει ότι θα βρούμε εύκολα να το φορτίσουμε μιας και είναι ο πλέον διαδεδομένος τρόπος σύνδεσης. Η ανάγκη φόρτισης τώρα δεν θα είναι και πολύ συχνή μιας και η Corsair μας υπόσχεται τουλάχιστον 60 ώρες αυτονομία με τον Slipstream δέκτη και τουλάχιστον 110 ώρες σε Bluetooth σύνδεση. ΟK η συνεχόμενη χρήση είναι κάτω του μισού σε σχέση με τον «προκάτοχο» αλλά υπολογίστε ότι έχει και περίπου τα 2/3 του βάρους του. Συσκευασία και περιεχόμενα Ξεκινώντας από το κουτί, τίποτα καινούριο, το κλασικό κιτρινόμαυρο κουτί με γυαλιστερές φωτογραφίες του προϊόντος στις τέσσερις μεγάλες πλευρές. Αναλυτικότερα... Στην εμπρός πλευρά δεσπόζει το Katar Elite με το λογότυπο τις Corsair επάνω αριστερά και τον τίτλο του προϊόντος δεξιά κάθετα. Κάτω αριστερά τα 3 βασικά χαρακτηριστικά του ήτοι wireless, ultra-lightweight, 26k DPI και κάτω δεξιά τα λογότυπα Slipstream και iCue για τον δέκτη και το λογισμικό αντίστοιχα. Στην πίσω πλευρά και πάλι το Katar Elite μικρότερο τώρα και με σημειωμένα περιφερειακά του πάλι τα χαρακτηριστικά πλεονεκτήματά του, λίγο αναλυτικότερα αυτή τη φορά. Επάνω αριστερά το λογότυπο τις Corsair και δεξιά τα λογότυπα Slipstream, iCue αλλά και Bluetooth. Όλα αυτά στο κάτι λιγότερο επάνω μισό και φυσικά μόνο στα Αγγλικά, στο υπόλοιπο κάτω μέρος αντίστοιχα και πάλι τα χαρακτηριστικά του αλλά σε 6 γλώσσες. Και τέλος κάτω δεξιά μικρά αλλά διόλου ασήμαντα τα δυο λογότυπα των λειτουργικών συστημάτων που συνεργάζεται πιστοποιημένα, δηλαδή Windows και Mac, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι δεν θα δουλέψει και αλλού. Δεξιά και αριστερά έχουμε κλασική διάταξη που συναντάμε σε όλα περίπου τα αντίστοιχα προϊόντα της Corsair, δείτε μην σας κουράζω... Και φυσικά επάνω και κάτω αντίστοιχα ... Εδώ να σημειώσουμε ότι το επάνω μέρος περιλαμβάνει και συνέχεια. Ανοίγοντας το πρώτο «καπάκι» του βλέπουμε εικονισμένο στο δεύτερο ένα QR code που μας δρομολογεί στην σελίδα του προϊόντος και συγκεκριμένα στην καρτέλα Downloads όπου θα βρούμε μόνο τα 3 παρακάτω έγραφα. KATAR ELITE WIRELESS Quick Start Guide UKCA Declaration of Conformity (DoC) document - UKCA-000261 Declaration of Conformity (DoC) document - CE-000541 Περνώντας τέλος στα περιεχόμενα έχουμε, το Katar Elite και ένα USB A to USB C καλώδιο σε διάφανα σακουλάκια, δύο πολύπτυχα φυλλάδια με οδηγίες εγγύησης και πληροφορίες ασφαλείας, όπως άλλωστε σε όλα τα προϊόντα της Corsair και τέλος. Όλα αυτά σε ένα απλό, οικονομικό, μαύρο, χάρτινο πολύπτυχο πάντα στα πλαίσια της οικολογίας... ή της οικονομίας; ΟK, η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται και κάτι περισσότερο. Κάτω από τον φακό Κλασικός Corsair, λιτός άλλα και όμορφος σχεδιασμός, κατάλληλος και για αριστερόχειρες με μόνη εξαίρεση τα 2 πλευρικά αριστερά κουμπιά εκ των 6 συνολικά. Κατά τα άλλα τα 2 βασικά κουμπιά καλύπτουν σχεδόν καθολικά το επάνω μισό με το γνώριμο λαστιχένιο Corsair ροδάκι/κουμπί ανάμεσα τους και κάτω από αυτό ένα εξάγωνο κουμπί επιλογής των DPI και ένα σχήματος V Led λαμπάκι, ενδεικτικό προφανώς για την DPI επιλογή. Τέλος στα χαμηλά στην βάση στήριξης της παλάμης δεσπόζει το καραβάκι σύμβολο της Corsair σε λευκό γαλακτερό για να φιλοξενήσει τον μοναδικό RGB φωτισμό του συνόλου, κάτι που έλειπε από το Katar Pro. Από κάτω δεσπόσουν δύο μεγάλες επιφάνειες ολίσθησης, σε λευκό αυτή τη φορά χρώμα και στο κέντρο ο οπτικός Corsair MARKSMAN sensor των 26K DPI περιτριγυρισμένος και αυτός από λευκό Teflon και στην συνέχεια από μαύρο αυτοκόλλητο με πληροφορίες και τέλος στα αριστερά του ο διακόπτης επιλογής ασύρματης σύνδεσης ή απενεργοποίησης. Οι δύο πλευρές καλύπτονται καθολικά από μικρά ανάγλυφα τρίγωνα τόσο για λόγους εμφάνισης όσο και για αντιολισθητικούς, με μικρή εξαίρεση τα δύο γυαλιστερά κουμπιά στο επάνω μέρος της αριστερής πλευράς. Τέλος στα χαμηλά του εμπρός μέρους έχουμε την USB C είσοδο για φόρτιση αλλά και ενσύρματη λειτουργία. Να παρατηρήσω εδώ ότι η υποδοχή όντας τοποθετημένη ελαφρώς βαθιά σε μια σχετικά στενή τρύπα περιορίζει κάπως τα καλώδια που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε όσα δεν έχουν και πολύ φαρδύ USB C βύσμα. Εντάξει δεν είναι και τραγικό άλλα στην φορητότητα ένα περιορισμό τον δίνει και νομίζω ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί. Και εδώ έχουμε το εντυπωσιακό, για ασύρματο και όχι πολύ μικρό ποντίκι, νούμερο των 68,61gr ή 70.24 gr με τον Slipstream δέκτη, θυμίζω η Corsair μας δίνει 69gr, που δεν απέχουν καθόλου ουσιαστικά. Συνδεσιμότητα Εδώ έχουμε όλες τις επιλογές. Slipstream δέκτης στα 2,4GHz, Bluetooth ή καλώδιο. Αυτό δε το τελευταίο λειτουργεί ανεξάρτητα της θέσης του διακόπτη επιλογής. Λειτουργικότητα Όπως πάντα οι δοκιμές έγιναν με τα mouse pad Corsair MM300, Razer Sphex V2, @Work MS-614 (1,2€) και απευθείας την επιφάνεια του γραφείου μου. Αρχικά φαντάζει λιτό εμφανισιακά, με κλασική σχεδίαση, χωρίς να δείχνει ως κάτι το ιδιαίτερο, μόλις όμως βρεθεί κάτω από το χέρι του χρήστη, δεξί ή αριστερό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ξεδιπλώνει τα χαρίσματα του απλά και αθόρυβα. Τόσο αθόρυβα όσο αθόρυβα κινείται επάνω στα μεγάλα λευκά Teflon του ανεξάρτητα από το τι βάση «mouse pad» θα επιλέξουμε, σκληρή ή μαλακιά, ποιοτική και εξειδικευμένη ή απλά αυτή ενός γραφείου. Σύμμαχος φυσικά στην προσπάθεια κίνησης και τα μόλις 69gr του συνολικού βάρους που το κατατάσσουν δίπλα στις κορυφές της κατηγορίας φτερού, συμπεριλαμβανομένων και των ενσύρματων της κατηγορίας. Αν βάλουμε τώρα στο παιχνίδι και τον κορυφαίο αισθητήρα Marksman των 26k έχουμε ως αποτέλεσμα μια απαράμιλλή κίνηση τόσο σε ακρίβεια όσο και σε άνεση. Για να είμαι απολύτως ακριβής στις σκληρές επιφανείς υπάρχει το γνωστό «ξύσιμο» που κάνουν κατά την κίνησή τους όλα τα συγκεκριμένα περιφερειακά, αλλά εδώ είναι ιδιαιτέρως ήσυχο και εντελώς ανώδυνο, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά που συνήθως ενοχλούνται από τέτοιους θορύβους. Ενδεικτικά να σας πω ότι έχω αποκλείσει από την συλλογή μου αρκετά αξιόλογους ανταγωνιστές με αυτό ως κύριο μειονέκτημά τους. Και φυσικά στα «μαλακά» ποντικοδρόμια θα ακούσει κανείς κάτι μόνο σε αθόρυβο περιβάλλον και μόνο αν του δώσει προσοχή. Τα δύο μεγάλα βασικά κουμπιά τώρα, τι να πει κανείς για αυτά... Διακόπτες Omron, εγγύηση. Και μάλιστα της τελευταίας σειράς της Omron με πιστοποιημένα 60 εκατομμύρια click από την ίδια. Παράλληλα η μικρής διαδρομής σχεδίαση και μηδενικού κενού διακόπτες προσφέρουν και ταχύτερα εκτός από πιο ξεκούραστα πατήματα. Να σημειώσω δε ότι το μεγάλο μέγεθός τους σε συνδυασμό με την άνεση του πατήματος που προσφέρει σε όλη τους την επιφάνεια βοηθάει πολύ σε κάθε λαβή και μέγεθος παλάμης. Εδώ να πω ότι το βασικό αριστερό κουμπί είναι το μόνο που, παραδοσιακά στην Corsair, δεν ρυθμίζεται, αν όμως μπορούσε θα εξυπηρετούσε πολύ τους αριστερόχειρες. Για το ροδάκι δεν έχω να πω πολλά, σωστά σχεδιασμένο και εργονομικά τοποθετημένο, απλά ταιριάζει απόλυτα στο σύνολο βρισκόμενο πάντα εκεί που το αναζητάς χωρίς να σε δυσκολεύει ποτέ. Το κουμπί του φυσικά είναι σκληρότερο από των βασικών, αλλά έτσι πρέπει για να αποφεύγονται οι άστοχες κλήσεις του. Και τα πλαϊνά κουμπιά είναι άνετα, εντάξει, για τους δεξιόχειρες βασικά, αν και προσωπικά τα χρησιμοποίησα πολύ εύκολα με το μικρό μου αριστερό δάκτυλο και τον παράμεσο, παρότι δεξιόχειρας. Για να μην παρεξηγηθώ να σας πω ότι συνηθίζω, σε απλή φυσικά χρήση, να ξεκουράζω το δεξί μου χέρι χρησιμοποιώντας το ποντίκι με το αριστερό. Τελευταίο τώρα το μικρό εξάγωνο κουμπάκι κάτω από το ροδάκι, επιφορτισμένο κατά βάση για την επιλογή των DPI, δεν υστερεί καθόλου των υπολοίπων σε αίσθηση, αντιθέτως προσθέτει εικαστικά μαζί με το LED ενδείξεων που το αγκαλιάζει στο κάτω του μέρος. Προσθέστε τώρα και τα πλαϊνά ανάγλυφα που προσφέρουν στην σταθερότερη λαβή και θα έχετε ένα στιβαρό και ιδιαιτέρως αξιόλογο προϊόν. Το μόνο κομμάτι τις συλλογής που δεν μου άρεσε ιδιαιτέρως ήταν το καλώδιο. ΟK, είναι λεπτό, λαστιχένιο και ποιοτικό, αλλά συνηθισμένος στα μαλακά αέρινα ουσιαστικά ανύπαρκτα στη χρήση που συνόδευαν την πλειοψηφία των τελευταίων αποκτημάτων μου, μεταξύ αυτών και της Corsair, δεν κατάλαβα την επιλογή του συγκεκριμένου για το Katar Elite, και να πεις δεν είχαν στην Corsair να βάλουν άλλο; Φυσικά δεν πρόκειται να το χρεώσω ιδιαιτέρως στα αρνητικά μιας και η χρήση του θα είναι κατά βάση για φόρτιση παρά για λειτουργία, ειδικά με τον εκπληκτικό Slipstream και το 2kHz Polling Rate που είναι στην πράξη σαν να έχεις καλώδιο, αλλά γιατί να μην αναζητά κανείς το καλύτερο, έστω και στις «οικονομικές» επιλογές... των 80€. Corcair iCUE Το γνωστό μας πλέον λογισμικό διαχείρισης όλων των περιφερειακών τις Corsair το iCUE αναλαμβάνει και εδώ να φέρει το Katar Elite στα μέτρα και τις απαιτήσεις του κατόχου του όσο απαιτητικός και αν είναι ο τελευταίος. Δεν θα αναλύσω το πρόγραμμα μιας και αυτό έχει γίνει σε αρκετά άρθρα του theLAB.gr τόσο από εμένα όσο και από άλλους αρθρογράφους. Παραθέτω απλά μερικές εικόνες ενδεικτικά για να δείτε πόσο εύκολα και λειτουργικά μπορεί κανείς να μορφοποιήσει το Katar Elite, και όχι μόνο, αλλά και για να δείτε την αναγνώριση των χαρακτηριστικών του Katar Elite από το iCUE. Οι τρεις εικόνες που ακολουθούν μας δείχνουν, η πρώτη το κεντρικό menu του iCUE με όλα τα συνδεδεμένα προϊόντα, εδώ μόνο το Katar Elite και τον δέκτη του, η δεύτερη τις επιλογές σύνδεσης, ασύρματης στην περίπτωση μας και η τρίτη τις 5 θέσεις προεπιλογών DPI + 1 για Sniper. Κάτω αριστερά παρατηρούμε ότι υπάρχει και η επιλογή “HW DPI Mode 1” Που αναφέρεται στο αντίστοιχο set για τις τοποθετημένες στην μνήμη του Katar Elite επιλογές, ναι έχει και μία τέτοια. Εδώ οι εικόνες μας δείχνουν την ενημέρωση για διαθέσιμο update και την ολοκλήρωσή του. Και τέλος παίρνουμε μια ιδέα από τις άπειρες επιλογές χρωματικών εφέ και τις επίσης αναρίθμητες για τα κουμπιά, ξαναθυμίζω εκτός του αριστερού βασικού που δεν έχει την δυνατότητα. Φυσικά και εδώ υπάρχουν οι Hardware Lighting & Key Assignments, επάνω αριστερά, για τις αντίστοιχες θέσεις μνήμης. Αποτελέσματα Μετρήσεων Όπως πάντα, για τις μετρήσεις το πρόγραμμα που χρησιμοποιώ είναι το Enotus Mouse Test και ως mousepad το Corsair MM300, προκάτοχο του Corsair MM350 για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εκτενή ανασκόπηση εδώ. Και εδώ έχουμε την άχαρη διαδικασία των μετρήσεων και των τιμών και των διαγραμμάτων κλπ. Εντάξει το καλώδιο είναι καλώδιο αλλά και στην ασύρματη σύνδεση το Katar Elite μια χαρά τα πήγε, τόσο στα 1000Hz όσο και στα 2000Hz Polling Rate. Άλλωστε σε όλα τα Corsair με Slipstream οι τιμές επικοινωνίας είναι εξίσου καλές. Από ακρίβεια επίσης μια χαρά μιας και με εξαίρεση λίγες τιμές που κυμάνθηκαν μεταξύ 91% και 93% όλες οι υπόλοιπες ήταν πάνω από 95% - 96%. Από ομαλότητα πάλι αν και οι τιμές δεν είναι πολύ καλές μιας και κυμάνθηκαν μεταξύ 40% και 43% είναι όμως γενικά σταθερές. Πάντως εγώ πολύ καλό το βρήκα στην χρήση, δεν ξέρω. Εμπειρία Χρήσης Τα αέρινα 69gr σε συνδυασμό με τις πολύ καλές επιφάνειες κύλισης και την απουσία καλωδίου το κάνουν πραγματικά να πετάει ειδικά σε ποιοτικά υφασμάτινα mouse pad. Δυστυχώς το σχετικά σκληρό και δύσκαμπτο καλώδιο δεν συμβάλει αντίστοιχα, αλλά με τουλάχιστον 60 ώρες συνεχούς ασύρματης λειτουργίας πόσο συχνά θα χρειαστεί, πέραν τις φόρτισης; Άψογα τα δύο μεγάλα βασικά κουμπιά, ειδικά με τους αναβαθμισμένους νέους διακόπτες της Omron με το πολύ μικρό βάθος και το μηδενικό κενό, αλλά και το ροδάκι δεν υστερεί πουθενά. Ομολογουμένως ευχάριστη η γενικότερη εμπειρία και για τα δύο μου χέρια, ναι «φοριέται» άνετα και στο αριστερό. Παρότι είμαι συνηθισμένος σε περισσότερο εργονομικά προϊόντα δεν αισθάνθηκα πουθενά έντονη την ανάγκη να το αντικαταστήσω άμεσα με κάτι άλλο για «να κάνω την δουλειά μου τώρα και βλέπουμε» και σημειώστε, είμαι και «κακομαθημένος» και πολύωρος χρήστης . Δεν θα σας πω ψέματα, Θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ ένα άλλο πιο εργονομικό αλλά και πολύ ακριβότερο προϊόν στο βασικό μου σύστημα, το Katar Elite όμως έχει μάλλον κερδίσει την θέση του στο δεύτερό μου σύστημα στο σαλόνι αντικαθιστώντας το υπάρχον, κυρίως για την χρηστικότητα του και όχι ότι δεν έχω και αρκετές άλλες επιλογές αντί αυτού. Επίλογος - Συμπεράσματα Τελικά το Corsair Katar Elite είναι ιδιαίτερο χωρίς να φαίνεται κάτι το ιδιαίτερο. Προσφέρει ακρίβεια, άνεση και λιτότητα αλλά και κορυφαίες επιδόσεις μακράν του ανταγωνισμού, όπου και αν του ζητηθεί. Απίστευτα τα μόλις 69gr ειδικά για ασύρματο ποντίκι. Θυμίζω ότι ανταγωνιστικά προϊόντα για να πετύχουν κάτι παρόμοιο είναι διάτρητα και χωρίς μπαταρία. Εντάξει προσωπικά αρέσκομαι στα ελαφριά και ευκίνητα, το ομολογώ, αλλά αναγνωρίζω ότι υπάρχουν και πολλοί με αντίθετη επιθυμία. Επιπροσθέτως και οι επιλογές κάθε δυνατής σύνδεσης, Slipstream, Bluetooth και καλώδιο και μάλιστα USB C, δεν είναι πολύ συνηθισμένες ακόμα και σε αρκετά ακριβότερα μοντέλα. Εντυπωσιακά τα 26k DPI σίγουρα το βγάζουν από την κατηγορία ενός απλού ποντικιού τοποθετώντας το πολύ ψηλά στη κορυφή. Πόση ουσία έχουν όμως ακόμα και σε high end gaming επίπεδο; Ή μήπως τελικά είναι απλά επειδή μπορούν; Δεν ξέρω, τώρα με τις 8k οθόνες μπορεί τελικά και να αρχίζουν να έχουν κάποια χρησιμότητα, αλλά και πάλι 26k, διατηρώ επιφυλάξεις. Εμένα πάντως με δυσκόλεψαν στις δοκιμές αν και σημειώστε ότι με ενοχλεί ότι είναι κάτω από 3k ακόμα και σε απλή καθημερινή χρήση γραφείου. Τα ούτε λίγο ούτε πολύ 80€, OΚ, τα... 79,99€ που μας ζητά η Corsair για να το αποκτήσουμε δεν το κάνουν ένα φτηνό προϊόν, παρότι είναι από τα οικονομικότερά της, και δη στα ασύρματα. Δεν είναι όμως και ένα προϊόν που δεν δικαιολογεί την τιμή του. ΟK δεν έχει φαντεζί σχεδιασμό με καινοτόμες εργονομικές λεπτομέρειες, ούτε αρχιτεκτονικές παραμετροποιήσεις για να το φέρει ο χρήστης στα μέτρα του, ούτε πολλές RGB ζώνες για φωτορυθμικά που τελικά θα καλύψουμε με την παλάμη μας. Είναι όμως ένα ποιοτικό προϊόν με πολύ καλά χαρακτηριστικά εκεί που πραγματικά έχουν ουσία για όλους, χωρίς να υστερεί ιδιαίτερα ούτε σε εργονομία ούτε σε αίσθηση ούτε σε χρηστικότητα από άλλα κορυφαία προϊόντα με πολύ υψηλότερο κόστος. Τελικά έχει και η λιτότητα την ομορφιά της, ειδικά όταν δεν υστερεί σε ποιότητα, Corsair Katar Elite. Report rate σε 125Hz, 250Hz, 500Hz, 1000Hz, 2000Hz. Μόνο 69gr. 100 – 26.000 DPI με βηματισμό ανά 1 και δυνατότητα διαφορετικής επιλογής στον κάθε άξονά. DPI Presets με 5 Stages το καθένα ρυθμιζόμενα από το iCUE. 5 DPI Stages αποθηκευμένα στη συσκευή ρυθμιζόμενα από το iCUE. Ένδειξη της επιλεγμένης θέσης DPI με ό,τι χρώμα θέλουμε ρυθμιζόμενο από το iCUE. RGB φωτισμός ρυθμιζόμενος και με αυτοματισμούς από το iCUE. 6 κουμπιά ρυθμιζόμενα από το iCUE (εκτός από το βασικό αριστερό) Ποιότητα υλικών. Σχεδιασμός και εμφάνιση. Άνεση χρήσης. Στενή και βαθιά αποδοχή USB C. Σε περίπτωση χρήσης με το αριστερό χέρι, το αριστερό βασικό κουμπί δεν ρυθμίζεται. Η φωτιζόμενη επιφάνεια δεν φαίνεται κατά την χρήση. Άκαμπτο καλώδιο. Σχετικά υψηλή τιμή. Με βάση τα παραπάνω, η βαθμολογία του Corsair Katar Pro Wireless Gaming Mouse είναι  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής.
  9. Introduction No matter how you approach it, the marketing claims of the Acebeam X75 are fascinating. Not only do they promise a maximum brightness of 80.000 lumens, which makes it the 2nd most powerful production torch in the world, but also the highest sustainable output, which is indubitably much more useful and important. Couple that with the top level design, build quality and electronics of Acebeam, add the 100W USB C charging and 100W Power Bank capabilities and you have a truly amazing torch. My only issue when I was offered a review sample was which emitter option to choose from. Acebeam offers the Acebeam X75 with 3 emitter choices: The Cree XHP70.2 6500K, which provide the maximum output of 80.000 Lumens. The Cree XHP70.2 5000K, which provide a more neutral tint, at the cost of a slight decrease in brightness, reducing it to 75.000 Lumens. The Cree XHP70.3 HI 6500K, which provide the highest intensity of 426.409 Candela and a throw of 1306m, at the cost of a reduced brightness of 67.000 Lumens. I was divided between the 1st and 3rd option. Should I go with for the maximum brightness or the maximum intensity? Then it occurred to me that if I found it hard to decide, so must many others that are looking to purchase the Acebeam X75 . There was only one thing to do and that was to get both. Welcome to the Acebeam X75 XHP70.2 6500K vs XHP70.3 HI 6500K Comparative Review! Unboxing The Acebeam X75 comes in a white and orange box. The front of the box features a photograph of the torch and highlights some of its main features, such as the 60W (with the standard charger) or 100W (with the optional charger) Power Delivery 3.0 USB C charging. the Power Bank function, the Mechanical Lock feature and the Air Duct cooling system. The warranty period is indicated as 5 years. The back side of the box does not offer any information on specifications, but rather the company address, a few QR coded links and the usual certification logos. The top and bottom of the box has nothing special to show, except a nice, bright orange colour. The top is plain while the bottom has 1 or 2 bar codes. One of the sides features the company logo while the other shows the chosen options of colour and emitters. The Acebeam X75 comes in 2 finish options: Type-III Hard Anodized Oxidation, in black colour. Micro Arc Oxidation, which is an amazing off-white colour. The 3 emitter options, as mentioned before, are: Cree XHP70.2 6500K, with a brightness of 80.000 lumens and a throw of 1150m. Cree XHP70.2 5000K, with a brightness of 75.000 lumens and a throw of 1082m. Cree XHP70.3 HI 6500K, with a brightness of 67.000 lumens and a throw of 1306m. You can get the black finish with any of the 3 emitter options but the white is only offered with the Cree XHP70.3 HI 6500K emitters. The box closure is magnetic. Upon opening it, you are greeted with a lot of packing material, protecting the torch, a yellow card and a white box. You can already glimpse that the torch on the left is black while the torch on the right is white. The yellow card is a quick start guide, explaining how to remove the insulating film between the battery pack and the driver before the first use and including some safety and usage instructions. As for the white box... ...it contains all the accessories and documentation. The documentation consists of the manual and the warranty card, while the accessories include the charging cable, charger (in a plastic white bag), adapter (if you are outside the US - here the UK adapter is shown), 2 little bags of accessories and a silicone cover for the head of the torch. Some of you may have noticed that the latter is only in the second photo. That is because the black torch came with the silicone cover installed, while the white torch came with it in the accessories box. The smaller of the 2 little bags contains 2 small screws, 2 larger screws, 2 large round O-rings, one small rectangle O-ring and a torx wrench that fits both types of screws.. The larger of the 2 little white bags contains a spare fan. It is an Acebeam branded DC brushless fan, which operates at 5V and draws 0.2A (so it has a power rating of 1W). It is frameless and has an apparent special construction. The Acebeam X75 comes with a 60W Power Deliver charger as standard, but you can get it with the optional 100W charger for an added cost of $47.90. I opted for the latter and did not regret it. The 100W charger has 3 USB C ports and 1 USB A Port. You can see their output specs in the 2nd photo. The foldable prongs are compatible with US power outlets. UK or EU adapters can be applied and are provided, according to the region of the buyer. The black Acebeam X75 comes with the silicone cover installed while the white (MAO) one comes in a protective nylon bag, without the silicone cover, which as we saw is in the accessory box. Let's take the torches out and install the silicone cover on the white one as well. The Acebeam X75 is a large soda can style torch, with non-removable or, more precisely, necessary for operation handle as the operating buttons are on the handle itself, which is very convenient. The silicone cover protects the front of the torch and has holes for the cooling fins that it covers. Not only does it protect the torch, but also the user from accidental burns resulting from contact with the hottest part of the torch during operation. The silicone cover also provides information, as it changes colour when its temperature exceeds 55°C. Let's remove the silicone covers to really show off the beautiful design of the Acebeam X75. The crenulated bezel is made of stainless steel and is black in both finishes. So are the buttons and the screws. Everything else is made of Aluminium and is either black or off-white, depending on the chosen finish. The head is thicker than the battery tube and the deep fins provide cooling surface. There are openings all around the head to allow for air flow, as there is a cooling fan and a copper heat sink inside the torch! The handles feature 2 operation buttons and a Mechanical Lock switch. There are airflow holes at the rear of the head as well. Opposite the handle, there is a UNC 1/4" socket for mounting the Acebeam X75 on a tripod. To the left of the handle there is a pressure release valve, to relieve pressure in case something goes wrong with the battery pack and pressurised gases are released. To the right of the handle, there is an indication LED. The tail of the torch is flat and allows it to tail stand. You can unscrew and remove the tail cap to reveal the charging port. The battery pack capacity is 61.2Wh. The front of the Acebeam X75 is impressive, with 12 shallow, orange peel reflectors housing the 12 emitters. Let's remove the protective film and have a closer look! The 1st photo shows one of the Cree XHP70.2 6500K emitters that are in the black sample and the 2nd one of the Cree XHP70.3 HI 6500K emitters that are in the white sample. As you can see, both are 4 die emitters, which makes the Acebeam X75 a 48 LED die torch! The Cree XHP70.2 is a domed emitter while the Cree XHP70.3 HI is dome-less and has a smaller die area, which explains both the lower brightness and the higher intensity (and therefore throw). To keep the heat generated by all those emitters under control, a copper heat sink can be glimpsed through the head fins. But I will elaborate on the cooling system later. Under the tail cap there are written specifications and instructions, 2 indicator LEDs and a recessed reset switch. The USB C port is on the side, inside the threads of the tail cap. Although I can see the simplicity and reliability of this design, I do not like it. The tail cap feels too generic and non-luxurious when removed, especially when compared with the high end feeling of the Acebeam X75 in general. But the real issue is practical. Not only can the tail cap be damaged or lost, but also the grease in the threads got on my hands and smeared everything a few times before I got used to the notion and became mindful enough. A tail cap system such as the ones used in the Olight X7R or Olight Marauder 2 would have been nicer. An exposed, water proof USB C port, such as the ones used in high end mobile phones would have been even better. The battery pack unscrews from the head as expected. There is an insulating film that needs to be removed before use. The driver is covered, except for a hefty, spring loaded contact point in the middle, which corresponds with the equivalently hefty positive terminal in the centre of the battery pack. The threads are square cut, well greased and smooth. Build Quality and Finish The build quality of the Acebeam X75 is outstanding. The fit is perfect and both the Type-III Hard Anodization (black) and the Micro Arc Oxidation (off-white) finishes are flawless. Cooling System The cooling system of the Acebeam X75 is the best I have ever seen in any torch. Not only is it the best, but also user serviceable, which is an amazing feature. Removing the 4 torx screws that hold the handle in place is very easy, using the provided torx key. The handle comes out, revealing the copper heat sink that cools the head of the torch. Here we can see the copper heat sink, as well as the 5 contact points that transfer the control commands from the handle buttons to the driver of the torch and power to the fan. The heat sink can be cleaned by the user. The contact points correspond with the 5 pogo pins on the handle. The connection is insulated by a rectangle O-ring, for which a spare is provided, as we saw earlier. The fan can also be cleaned by the user and even replaced with the spare one provided if it fails. 2 small screws must be removed with the provided torx key to replace the fan. Spare screws are provided, as we saw, both for the smaller fan screws and the larger handle screws, so if the user drops and loses one, it is not a problem. The Acebeam X75 features intelligent thermal control. This means that not only does the fan not work all the time, but even when it does, it adjusts its speed according to the temperature of the driver. Size Comparison The Acebeam X75 is on the large end of the spectrum for soda can type torches. There are of course much larger torches out there and taking into account its Lumen output, the Acebeam X75 is quite compact for the power it packs. That said, it is by no means a torch you can put in a large jacket pocket. Here is the Acebeam X75 between the Olight Marauder 2 and the Sofirn Q8 Pro. Specifications The specifications of the Acebeam X75 with Cree XHP70.2 6500K emitters can be seen in the following table: The specifications of the Acebeam X75 with Cree XHP70.3 HI 6500K emitters can be seen in the following table: I really like the fact that so much information is given on output, intensity, throw and run times, on all settings. Very few companies are so transparent about the specifications of their products. It is clear from the specifications that the Cree XHP70.2 6500K emitters offer higher output... …while the Cree XHP70.3 HI 6500K emitters offer higher intensity and throw. Other than that, the 2 samples are exactly the same, except for the finish, of course. The Acebeam X75 is IP68 standard waterproof and can be submerged to 2m. User Interface The user interface of the Acebeam X75 is simple and intuitive. It is based on a dual switch design and a Mechanical Lock. The Mechanical Lock is disengaged on the black torch and engaged on the white one, in the following photo. When the Mechanical Lock is engaged, the switches cannot be physically pressed. The front, bigger switch is the Auxiliary Switch and the rear, smaller switch is the Main Switch. The Main Switch is raised higher and therefore easy to differentiate by feel. The following diagrams explain the operation of the Acebeam X75 in detail. The user interface of the Acebeam X75, in my own words, is as follows: Main Switch From Off Click to turn on (with memory for the 4 main modes, Low, Med1, Med2 and High). Click and hold to turn on at Ultra-Low mode. Double click to turn on at Turbo Triple click for Strobe. From On Click to turn off. Hold to cycle through the main modes (Low, Med1 ,Med2, High). You can do that even from Ultra-Low, Turbo or Strobe. Double click for Turbo. Double click again to return to previous mode. Triple click for Strobe. Click to turn off, click and hold to cycle through the main modes or double click for Turbo. From Turbo, double click to return to previous (before Strobe) mode. There is no way to go directly from Strobe to a previous, non Turbo mode. Auxiliary Switch From Off Press momentarily to manually stop the fan if it is running. Press and hold for 3 seconds to turn the Fan Mode (Windy Mode) on or off. This is indicated by 3 flashes of the indicator LED on the right of the handle. Green for on, red for off. Click 10 times to switch between Power and Eco mode. Power mode is indicated by the main emitters turning on for a moment and getting brighter. Eco mode is indicated by the main emitters turning on for a moment and getting dimmer. The Acebeam X75 ships in Eco mode. From On Click and hold for momentary Turbo. The buttons feel a bit mushy but are easy to use and of high quality. The mushy feeling is caused by the mechanics involved in having a Mechanical Lock that can block the pressing of the switches. Modes The output levels of the Acebeam X75 can be seen in the following table. The numbers provided by Acebeam are in black and my measurements are in orange. I do not own a multi thousand dollar worth integrating sphere, just a logging Lumen meter and a home made integrating tube. The array is calibrated with 3 separate, professionally measured lights and gives me consistent results, but there is definitely room for error and deviations are to be expected. My Lumen measurements show that the Turbo output of both emitter types do not reach the specs but are still very impressive. The Cree XHP70.2 6500K are up to or even slightly above specs in Lumen output on all modes except Turbo. The Cree XHP70.3 HI 6500K have lower Lumens output than specs on all modes. It seems like Acebeam just copied the lower mode numbers from the Cree XHP70.2 6500K specs but of course the Cree XHP70.3 HI 6500K will be a bit lower. The Candela and Throw I measured are also lower than specs in all modes, but again impressive for these floody beams. The Cree XHP70.3 HI 6500K is the stronger emitter in this category. The following graph shows the lumen output on all modes for both emitters. The Cree XHP70.2 is more powerful on all modes. And this graph shows the throw on all modes for both emitters. The Cree XHP70.3 HI throws further on all modes. So, what will you choose, Lumen output or throw? For me, both emitters have more than enough of both. It is just a matter of which feature you favour the most. Photometry I took some photometry readings with an Opple Light Master Pro. The results are in the following table. The CCT of both emitter types is quite similar and start around 5500K in Ultra-Low to gradually rise to around 6200K on Turbo. The Δuv of the 2 emitter types is different though, with the Cree XHP70.3 HI 6500K having a higher Δuv on all modes and therefore a greener tint. Both emitter types are above BBL on the lower 5 modes but as the output rises they get closer to neutral and go below BBL on Turbo. Here is a photo of the tint in Ultra-Low, where it is the greenest. The Cree XHP70.2 6500K is on the left and the Cree XHP70.3 HI 6500K on the right. The photo was taken with a manual white balance of 5500K. Beam Profile The beam pattern of both emitter types in the Acebeam X75 is very floody but there is a definite, albeit small difference in intensity and beam angle. Video Comparison - Drone footage For the video comparison of the Cree XHP70.2 versus the Cree XHP70.3 HI version of the Acebeam X75, I enlisted the help of the excellent photographer and videographer Daniel Beacock and his drone. We tested the two versions of the Acebeam X75 over distances of 191m and 470m. Here are some revealing frames from the video: And here are the same stills, in animated GIF format. Driver The driver of the Acebeam X75 is a digitally regulated, constant current boost driver, which takes the 14.4V from the battery pack and delivers 24V to the emitter array. Both emitter types are 6V, so they are arranged in 3 parallel banks of 4 emitters in a row to work with the 24V that the driver provides. This arrangement should be able to maintain constant brightness regardless of the battery voltage. The driver also features smart temperature control. Large copper heatsinks and thermal pads provide the thermal path to the main copper heatsink. Very refreshing to see such a high quality driver. There is no PWM, detected or visible, in any of the modes. Battery Pack and Charging The Acebeam X75 comes with a proprietary battery pack. This is unappealing for many users but necessary when you are dealing with this kind of configuration of 4 21700 high output batteries in series. The battery pack supports Power Delivery charging at 60W or 100W and also Power Bank functionality at the same power levels. The charger that comes as standard with the Acebeam X75 can provide 60W but it is possible to upgrade to a 100W charger for an added cost of $47.90. I opted to test the 100W charger. The supported modes are listed on the charger itself. Theoretically, C1 and C2 should be the same, but in reality they do not support all the same protocols. Here are the protocols supported by C1, C2 and C3 respectively. And here are the Power Delivery output modes supported by C1, C2 and C3 respectively. Both C1 and C2 can be equally used to charge the Acebeam X75 at 100W but if you want to charge other devices, C2 supports the most protocols, including a set of PPS in Power Delivery. These are the modes supported (in green) by the USB A port. The cable provided is 1m long and of very high quality. It supports 100W (20V, 5A), as expected, but also supports transfer speeds of up to 20Gbps, which is a pleasant surprise. The specifications of the battery pack are shown in the table below. To charge it, you must remove the tail cap and plug in the USB C cable. The right indicator LED turns red to indicate charging. The left indicator LED turns blue to indicate that the Power Delivery protocol is being used. The right indicator LED turns Green to indicate that the charging is complete. The following chart shows the charging of the battery pack with the 100W charger, after it had been depleted completely to the point where the torch turned itself off at 11.62V. The charging starts at 3.6W for about 10 minutes and then jumps to 100W for about half an hour. Then it gradually declines until the charging is completed at a total charging time of about 1 hour. This charging process used a total of 65.44Wh while the battery pack is rated at 61.2Wh, which is very good charging efficiency. The voltage of the battery pack at the end of charging was 16.73V. When used as a Power Bank, the battery pack supports Power Deliver 3.0 up to 100W, with PPS. As shown below, it can provide power at 100W for about 30 minutes. The total energy provided in this scenario was 50.24Wh and the voltage of the battery pack at the end was 12.88V. This means that the battery pack was not completely depleted and could still operate the torch, at the lower levels, but it did not have enough power to be able to provide 100W output. The charging of the battery pack after it has been used in Power Bank mode as above is shown in the following chart. The charging took 49 minutes and used 61.5Wh. The efficiency of the battery pack as a Power Bank is therefore 50.24Wh / 61.5Wh = 82% which is very good. Runtime Charts The Acebeam X75 has Power and Eco modes, which differ mainly on how it handles thermals, or in other words on the temperature the driver tries to keep itself below. It also has a Fan On mode (which Acebeam calls Windy mode) and a Fan Off mode (which Acebeam calls Non-Wind mode). I want to make it clear that the Fan On mode does not mean that the fan is running all the time. On the contrary, the fan is temperature controlled and will run only when and at the speed that is needed. I decided to only test the Acebeam X75 in Fan On mode, as I do not see the point of disabling the fan on such a powerful torch. The torch will still work safely without the fan, as it will regulate itself thermally but as the specs show, it will be severely crippled in high output duration. And to be blunt, I do not see a possible need for aural stealth when you are producing over 60.000 Lumens of light. The first chart shows the full runtime of both emitter options in Power Mode, on Turbo. All the details are noted on the chart. Here are the first 10 minutes of the above chart, in greater detail. The following chart shows the full runtime of both emitter options in Eco Mode, on Turbo. All the details are noted on the chart. I was initially surprised by the fact that the maximum output of the Cree XHP70.2 6500K emitters is higher in Eco mode than in Turbo mode. So, I verified it several times and it is consistent. The only possible explanation is that the limiting factor of the maximum output for the Cree XHP70.2 6500K emitters is the level of power that the battery pack can provide and that the extra power draw of the fan may be limiting the maximum output on Turbo. Of course the fan is only rated at 0.2A, which means that should not be significant. It would be interesting to see how a larger battery pack, with 2 parallel banks of 4 21700 batteries in a row would work with this torch. I am not sure if I would prefer to carry the extra size and weight in order to gain the extra run time and possible extra output, if any, but I would definitely like to have the option. Acebeam may oblige in the near future (wink - wink). Here are the first 10 minutes of the above graph, in greater detail. I also did the full runtime graph on High, for both Power and Eco modes. No surprises here. High in Power mode is the most impressive achievement of this torch, as the sustained output at this level is unrivalled by any other torch in the world! Most impressive! Here are the first 10 minutes, in greater detail. Even in Eco mode, the sustained output on High is impressive. Here are the first 10 minutes of High output in Eco mode, in greater detail. Finally, I proceeded to test Med2 and realised that at this output of 10.000 lumens, there is no difference between Power and Eco modes as the fan hardly ever turned on, at very low speeds. So here is the full Runtime graph for Med2. This is definitely a very useful mode, as it will provide around 10.000 Lumens for an impressive 55 minutes! Conclusion The Acebeam X75 is a very impressive torch. It is the second most powerful torch in the world in maximum brightness and the unrivalled first in sustained high output. It has the best cooling system ever implemented on a torch, which is also user serviceable and it features an intuitive user interface, with Mechanical Lock and the control buttons placed on the very comfortable handle. The design is beautiful and the machining of the host is intricate with no imperfections or sharp edges. Both the black Type-III Hard Anodization and the off-white Micro Arc Oxidation finishes are impeccable! The driver is a fully regulated boost driver which provides 24V for the 3 banks of 4 in a row 6V emitters . It features constant current output without measurable or visible PWM on any of the modes. The Cree XHP70.2 6500K emitters provide the highest Lumen output while the Cree XHP70.3 HI 6500K provide the highest intensity and throw, at the cost of some lost Lumens. That said, they both have plenty of Lumen output and throw and are both just as impressive. The choice is yours, depending on which feature you prioritize. I intend to keep both but I would very much like to see which one you prefer, so leave a comment to let me know. The proprietary battery pack will probably be considered a disadvantage by some users, but realistically you cannot have a safe, high output battery pack of 4 balanced, high drain 21700 Li-Ion cells that can charge at a rate of 100W, provide Power Bank output of 100W and power such a powerful torch without it being a sealed device. The battery pack will charge in 1.5 hours using the included 60W charger or in just 1 hour using the optional 100W charger, which will set you back an extra $47.90. Well worth it, in my opinion, as it is a great quality PD 3.0 charger that you can use to power most of your other devices, including phones and laptops. The most negative thing I have to say about the Acebeam X75 is the location of its charging port, which is under the removable tail cap and inside the threads. Even though this design is indubitably very robust in its simplicity, the removable tail cap feels less luxurious that the rest of the Acebeam X75 and it could be lost or damaged while removed. But the most important issue with the design is that having the USB C socket inside the greased threads caused me to smear the grease on my hands and subsequently all over the torch several times, before I got used to the idea and became mindful enough to avoid doing so. Another thing I would have liked is a lower output mode, as the lowest mode, named Ultra-Low, is actually 900 Lumens. I would have loved an indoor friendly mode that could light up the inside of a room or tent and last for a very long time. Unfortunately, making a driver that is very efficient at high output levels, means that you lose the ability to have very low output levels. How much will the torch with the highest sustainable output in the world set you back? Well, less than I expected to he honest. The price starts at $399.90 for the black Type-III Hard Anodization finish with Cree XHP70.2 6500K emitters and the 60W charger. You can add $47.90 if you want to upgrade to the 100W charger and $45 if you prefer the Cree XHP70.3 HI emitters. The off-white Micro Arc Oxidation finish is $30 extra, but only comes with the XHP70.3 HI emitters, so you have to factor that into the price as well. Therefore, the cheapest configuration available is the black Type-II Hard Anodization with Cree XHP70.2 6500K emitters and 60W charger, at $399.90 and the most expensive configuration available is the off-white Micro Arc Oxidation with (compulsory) Cree XHP70.3 HI 6500K and (optional) 100W charger at $522.80. The prices may seem high to some, but actually the cost per Lumen is lower than most high power torches in the market at this point and that is not even taking into account the excellent quality and high end electronics. Let's list the Pros and Cons of the Acebeam X75: Pros + Highest sustainable output in the world! + The best active cooling solution ever implemented in a torch! + 2nd highest output in the world. + Digitally regulated constant current boost driver which provides stable output and high efficiency (up to 98%) with no PWM. + User serviceable cooling system. + Excellent fit and finish in either black Type-III Hard Anodization or optional off-white Micro Arc Oxidation. + USB type C 60W or 100W charging. + 100W Power Bank functionality with measured 82% efficiency. + Low Voltage Protection. + Smart Temperature Control. + Simple and intuitive User Interface with Mechanical Lock and buttons on the handle. + Replacement fan, extra screws, extra O-Rings and torx wrench provided. + Silicone protective cover with temperature indication. + Excellent quality 100W Power Delivery 3.0 charger (optional) or 60W charger (included). + Excellent quality 1m 100W (20V, 5A) USB C cable provided, with transfer speed capability of up to 20Gbps. + IP68. Cons - Removable Tail Cap. - USB C charging port in the threads of the Tail Cap. - A mode that is lower than 900 Lumens would be useful.  TheLAB.GR Thanks to Acebeam for providing the samples for review Polymeros Achaniotis 15/11/2022
  10. Introduction It's been more than a year since I reviewed the excellent Acebeam E70 and Acebeam E70 Ti CRI95+ and in the meantime Acebeam released a mini version, which is easier to EDC but seems to be just as impressive. Being partial to Titanium, despite its thermal inefficiency, I decided to review the Titanium version of the light, the Acebeam E70 Mini Ti. The design of the Acebeam E70 Mini Ti is almost identical to its larger predecessor, but as you will see there are some key differences. Unboxing The Acebeam E70 Mini Ti comes in a white box with a clear window that allows a view of the light. The back side of the box does not offer any more information or specifications, but rather the company address, a few QR coded links and the usual certification logos. The top and bottom of the box are plain white, so nothing to show. One of the longer sides emphasizes the 5 year warranty while the other features the company logo. Inside the box we find the Acebeam E70 Mini Ti nested in protective clear plastic. The accessories include a USB A to USB C charging cable, 2 spare O-rings and a lanyard. The leaflets include the manual, a warranty card and a yellow card picturing that the battery is in the light and the insulation sheet needs to be removed before use and also showing the operating instructions. One side of the manual leaflet is in Chinese and the other is in English. Here is the English side. And this is the warranty card. The Acebeam E70 Mini Ti features the same design as the E70, which is very harmonious and pleasing to the eye. The bezel is crenulated and the head features alternating circular and oblong designs, which work well together. The 6 oblong grooves can accommodate 6mm x 1.5mm tritium vials. The body of the torch features a helix design, with cut outs revealing the inner tube and creating a beautiful visual effect. It also features 6 oblong grooves where it connects to the head that can accommodate 6mm x 1.5mm tritium vials. The tail part of the tube features tapped holes where the clip comes pre-attached. The clip is made of steel and anodized blue, like the inner tube. There are 3 sections at the back end of the body. One with the clip installed, one with tapped holes, where the clip could be moved to - no idea why though - and one with bigger holes, where the lanyard can be installed. Installing the lanyard is not easy and requires thin tweezers. In total, the Acebeam E70 Mini Ti features an intricate design which looks quite busy but still harmonious and pleasing to the eye. The machining of such a design is not an easy feat, especially in Titanium and with the level of detail and quality we see here. The business end of the torch comes with a protective plastic film, which must be removed before use. Under the protective film, we can see a Carclo optic, covering the 3 emitters. Yes, unlike its larger predecessor, the Acebeam E70 Mini Ti is a triple. The back end of the torch is quite simple. It is where the stainless steel, blue anodized switch for the operation of the torch is located. I like the simple, recessed design of the switch which allows the torch to tail stand and helps to protect from accidental activation. Clicking the switch is both easy and satisfying, without too much resistance but with adequate feedback. The head and body unscrew to reveal that the battery ships inside the light, with the positive terminal insulated for safety. The threads are thick, square cut and nicely lubricated, but still rather gritty. The battery is an Acebeam branded 18650 Li-Ion battery, rated at 3100mAh and it features a USB C charging port near the positive terminal. Both battery contacts feature thick, good quality springs. Having springs on both ends makes the torch resilient to bumps and drops, as the battery is suspended between two springs under pressure and is not likely to momentarily disconnect and turn the light off. As mentioned before, there is an inner tube, as the light features an electronic switch at the back and both the negative terminal of the battery and the switch need to be connected to the driver. On the driver end, there are two concentric contact rings. The outer ring contacts the outer tube of the tail part and connects to the battery negative and the inner ring connects to the inner tube and transfers the switch presses. The spring in the middle of the driver makes direct contact with the positive terminal of the battery. Installing tritium vials is pretty straight forward, as the grooves are perfectly sized and deep enough. Quality The machining quality of the Acebeam E70 Mini Ti is very high. Even at close inspection, there are no flaws. No edge is sharp, not a single spot less than perfectly milled. This is indeed a top quality light. Specifications The specifications of the Acebeam E70 Mini Ti can be seen in the following table: Unlike the E70, the Acebeam E70 Mini Ti comes only in a high CRI option, utilizing 3 Nichia 519a emitters at 5000K. Despite being high CRI, the Acebeam E70 Mini Ti claims a maximum output of 1500 Lumens (the aluminium version goes even higher, at 2000 Lumens) and a throw of 140m. The high CRI emitters render colours much more naturally and make everything look more vibrant and pleasing to the eye. The Acebeam E70 Mini Ti is water and dust proof in accordance with IP68 specs, which makes it submersible to 2m. It is also impact resistant up to 1m. User Interface The user interface of the Acebeam E70 Mini Ti is simple and intuitive. Despite featuring a recessed button, and a lock mode, a double click is required to turn the light on. This prevents accidental activation of unlocked lights and protects even the most careless of users from accidental activations, which could be disastrous with such a powerful light. The included card has detailed instructions on the user interface. The user interface of the Acebeam E70 Mini Ti, in my own words, is as follows: From Off Double click to turn on (with memory for the 4 main modes), click again to turn off. Click and hold from off to turn on at Moonlight mode. Keep holding until if flashes three times to lock the light. Click and hold again to unlock into Moonlight mode. Triple click for Strobe. Click to turn off, click and hold to go to low and cycle through the main modes or double click for Turbo. From On Click to turn off. Hold to cycle through the main modes (Low, Mid1 ,Mid2, High). Double click for Turbo. Double click again to return to previous mode. Triple click for Strobe. Click to turn off, click and hold to cycle through the main modes or double click for Turbo. From Turbo, double click to return to previous (before Strobe) mode. There is no way to go directly from Strobe to a previous, non Turbo mode. Modes The output of the Acebeam E70 Mini Ti can be seen in the following table. In black are the output numbers provided by Acebeam and in orange are my measurements. My Lumen measurements show that Ultra-Low, Low and Turbo are spot on while Mid1, Mid 2 and High are a bit lower than spec. Of course, my enthusiast amateur equipment is far from accurate and can easily be up to 10% off, so take this with a grain of salt. The Candela and Throw I measured are significantly lower than claimed, but still very respectable for a floody EDC torch. Size Comparison Size wise, the Acebeam E70 Mini Ti is as expected for a triple 18650 powered torch with inner tube and tail switch. It is of course larger than the single emitter Olight Warrior Mini which solves the tail switch signal transfer issue with a proprietary battery rather than an inner tube and is therefore very compact. Photometry I took some photometry readings with an Opple Light Master Pro. The results are in the following table. The Acebeam E70 Mini Ti is consistently warmer than the claimed 5000K, which is nice and the CRI is definitely higher than 90. The Duv is a little above BBL, fairly neutral albeit slightly on the green side on all modes except Turbo where it dips below BBL and becomes nicely rosy. That said, it is quite a nice tint and much more pleasant than the tint of the Olight Warrior Mini, even on Low, where the Acebeam E70 Mini Ti is at its greenest. The photo below was taken with the Acebeam E70 Mini Ti on Low and the white balance locked at 5500K. Beam Profile The beam pattern of the Acebeam E70 Mini Ti is as expected from 3 Nichia 519a emitters behind a Carclo optic. It is quite uniform and floody, with a well defined, large hot spot and a lot of spill. Beam Shots I tested the Acebeam E70 Mini Ti outside, over a distance of 70m. The following video shows a comparison of the Acebeam E70 Mini Ti with the Olight Warrior Mini Winter. The two torches have the same maximum output of 1500 Lumens, are both made of Titanium and have roughly the same cost. The Warrior Mini has a narrower beam profile, with more throw and is much greener and low CRI. Driver The driver of the Acebeam E70 Mini Ti is a digitally regulated, constant current boost driver, which powers the 3 in a row Nichia 519a emitters and should be able to maintain constant brightness regardless of the battery voltage. It features smart temperature control, reverse polarity protection and low voltage protection. Very refreshing to see such a high quality driver. There is no visible PWM in any of the modes. Current Draw The following table shows the current draw of the Acebeam E70 Mini Ti, using the included battery. Battery and Charging The battery included with the Acebeam E70 Mini Ti is a 18650, rated at 3100mAh and features onboard USB C charging. The specifications of the Acebeam ARC18650H-310A with built-in USB port, as shown on the company's website, are listed in the following table: I measured the capacity of the battery at exactly 3046mAh which just shy of the 3100mAh rated capacity. The battery's internal resistance was measured at 31mΩ. The light has Low Voltage Protection and turns off when the battery voltage drops to 2.74V. Charging the Acebeam ARC18650H-310A with built-in USB port is very easy. Just connect the provided cable or any other USB C cable to the charging port and its other end to a charger. Both USB A to USB C and USB C to USB C cables can be used as well as any charger, including the ones that support PD. This is very convenient as you can charge the Acebeam ARC18650H-310A with built-in USB port with any USB C cable and charger you have at hand. The LED on the battery lights up red to indicate that it is charging and turns green when the charging is completed, at 4.19V. The Acebeam ARC18650H-310A with built-in USB port took 2 hours, 30 minutes and 22 seconds to charge from 2.74V to 4.19V. The maximum current drawn was 1.3708A, which is great for a 18650 battery. Runtime Charts The Acebeam E70 Mini Ti is rated at a maximum of 1500 Lumens. I do not own a multi thousand dollar worth integrating sphere, just a logging Lumen meter and a home made integrating tube. The array is calibrated with 3 separate, professionally measured lights and gives me consistent results, but there is definitely room for error and deviations are to be expected. According to my measurements, the maximum output (at turn on) was 1525 Lumens, which slightly exceeds the declared 1500 Lumens. ANSI output (at 30 seconds) was 1385 Lumens and the gradual output decline continued down to 1295 Lumens at 1 minute and 8 seconds. It then declined rapidly over the next 13 seconds to 314 Lumens and quickly recovered a bit to 326 Lumens, where it stayed very stable for 2 hours 45 minutes and 12 seconds. Then it dropped to 149 Lumens for 8 minutes and 28 seconds and then to 62 Lumens for 15 minutes and 46 seconds. Finally, it dropped to 25 Lumens for a further 55 minutes and 7 seconds, before it turned off. The titanium construction of the Acebeam E70 Mini Ti coupled with the use of high CRI emitters make for some high temperatures that momentarily reached up to almost 65°C at the head of the light. Thankfully the same poor thermal properties of Titanium kept the body relatively cool, at below 43°C throughout the runtime test. Here are the first 10 minutes of the Turbo Runtime Chart, in greater detail. The behaviour of the Acebeam E70 Mini Ti is similar on High mode. Here is the full Runtime Chart on High mode. And here are the first 10 minutes of the Acebeam E70 Mini Ti High mode Runtime Chart, in greater detail. Conclusion The Acebeam E70 Mini Ti is a light that emphasizes quality. The machining of the Titanium host is intricate with no imperfections or sharp edges. The driver is fully regulated and provides constant current output without any visible PWM on any of the modes. The Nichia 519A 5000K emitters produce a neutral, floody beam with a very pleasant tint and fantastic colour rendition. The User Interface is simple and intuitive and extra care has been taken to prevent accidental activations. The size is normal for a 18650 light and can be easily carried in a pocket, even though there are definitely smaller 18650 torches available. The included Acebeam ARC18650H-310A with built-in USB port battery features USB C onboard charging which takes about 2.5 hours from depleted to full and makes the use of a dedicated charger optional. If you are looking for a premium quality torch that feels luxurious to hold and produces light equally as luxurious to look at, then the Acebeam E70 Mini Ti is a light you should consider. The Acebeam E70 Mini Ti can be purchased directly from the company's website and the cost at the moment this review is written is $109.90, including the battery and shipping, worldwide. It is also available from Amazon.de at a great price deal for Amazon Prime members. Let's list the Pros and Cons of the Acebeam E70 Mini Ti: Pros + Neutral 5000K high CRI emitters produce excellent light quality. + Digitally regulated constant current boost driver which provides stable output and high efficiency with no visible PWM. + Luxurious Titanium Body construction. + Long runtimes. + Impeccable and intricate machining. + USB type C charging integrated in the included battery. + Low Voltage Protection. + Quality springs on both sides of the battery. + Smart Temperature Control. + Simple and intuitive UI. + 12 slots for 6mm x 1.5mm tritium vials. + IP68. Cons - I measured the throw to be lower than advertised. - The Ultra-Low mode is 12 Lumens. A 1 Lumen or even sub-Lumen mode would have been nicer.  TheLAB.GR Thanks to Acebeam for providing the sample for review Polymeros Achaniotis 11/10/2022
  11. Εισαγωγή Μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, κάπου μεταξύ Αγγλίας και Σλοβακίας, ακόμη ένα Shuttle XPC Cube βρήκε το δρόμο προς τον πάγκο των δοκιμών του TheLab.gr. Και αν θα μπορούσε κάτι να με κάνει να ασχοληθώ μαζί του κατά τη διάρκεια των ιερών ημερών της ξεκούρασης, αυτό είναι σίγουρα το Shuttle XPC Cube SW580R8. Καλά, θα μου πεις, τι το ιδιαίτερο έχει το συγκεκριμένο XPC Cube, που εξωτερικά μοιάζει με όλα τα μέλη της οικογένειάς του που έχουμε δει; Συνέχισε να διαβάζεις και θα δεις. Συσκευασία και Παρελκόμενα Το Shuttle XPC Cube SW580R8 έρχεται προστατευμένο σε ένα λευκό κουτί που διαθέτει ένα βολικό χερούλι στην κορυφή του και αρκετή προστασία στο εσωτερικό του για να εξασφαλίσει ότι το προϊόν θα φτάσει στα χέρια σας σε άριστη κατάσταση. Το κουτί είναι ίδιο για όλα τα XPC Cube της Shuttle και το μοντέλο καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά του αναγράφονται σε αυτοκόλλητο στη μία από τις μικρές πλευρές του κουτιού. Το προϊόν συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παρελκόμενα. Έτσι διαθέτει βίδες για τη στήριξη των συσκευών, καλώδια για τη σύνδεση των drives με τη μητρική, θερμοαγώγιμη πάστα για τον επεξεργαστή, καλώδιο παροχής ρεύματος, το Quick Guide που εξηγεί πώς γίνεται η εγκατάσταση των εξαρτημάτων στο Shuttle XPC Cube SW580R8 και το CD με τους drivers της μητρικής. Τώρα τι να το κάνει κάποιος το CD εν έτει 2022, δε θα το σχολιάσω. Ένα οικονομικό Flash Drive θα ήταν σαφώς μια πιο λειτουργική και κομψή λύση. Κουτί και Τροφοδοτικό Οι διαστάσεις του Shuttle XPC Cube SW580R8 είναι 21,5cm (π) x 19cm (υ) x 33,2cm (β) και το κουτί του αποτελείται εξ' ολοκλήρου από αλουμίνιο, εκτός από την πρόσοψη που είναι πλαστικό με επικάλυψη αλουμινίου στο εμπρός μέρος της. Η ποιότητα των υλικών είναι εξαιρετική. Επάνω δεξιά βρίσκουμε το πλήκτρο εκκίνησης του συστήματος καθώς και ενδεικτικά LEDs λειτουργίας του συστήματος και των drives. Μια πίεση στις 3 τελείες που βλέπετε κάτω δεξιά αποκαλύπτει ένα κρυφό διαμέρισμα της πρόσοψης όπου βρίσκουμε συνδέσεις για μικρόφωνο και ακουστικά, 3 θύρες USB A καθώς και 1 θύρα USB C. Τα πλαϊνά είναι διάτρητα για να εξασφαλίζουν την είσοδο φρέσκου αέρα ενώ το αριστερό πλαϊνό (όπως κοιτάμε το κουτί από εμπρός) είναι διάτρητο σε μεγαλύτερο ύψος καθώς από αυτό θα τροφοδοτηθεί μια κάρτα γραφικών με φρέσκο αέρα. Και τα 2 διάτρητα πλαϊνά διαθέτουν εσωτερικό, μη αφαιρούμενο φίλτρο σκόνης. Ξεκινάμε το πίσω μέρος από πάνω αριστερά όπου ουσιαστικά βλέπουμε το πίσω μέρος του τροφοδοτικού του Shuttle XPC Cube SW580R8. Ο ανεμιστήρας του είναι αρκετά ήσυχος σε χαμηλά φορτία, αν και είναι μόλις 40mm. Όταν φυσικά ανεβαίνουν οι απαιτήσεις τροφοδοσίας, ανεβαίνουν οι στροφές και συνεπώς ο θόρυβος αυξάνεται. Δεξιά από τον ανεμιστήρα του τροφοδοτικού διακρίνουμε μία καλυμμένη στρογγυλή οπή και δεξιότερα αυτής στο ίδιο ύψος άλλες δύο, με την τελευταία να βρίσκεται στην άλλη άκρη του κουτιού. Αυτές είναι οπές που μπορεί να ανοιχτούν με απλή πίεση στο κάλυμμα που έχουν για να τοποθετηθούν κεραίες για το προαιρετικό WLAN module που υποστηρίζει το Shuttle XPC Cube SW580R8. Κάτω από το τροφοδοτικό ακριβώς, διακρίνουμε μία ακόμη καλυμμένη οπή, αυτή τη φορά για σειριακό βύσμα. Η μητρική του Shuttle XPC Cube SW580R8 διαθέτει το σχετικό header, έτσι αν χρειαστείτε σειριακή θύρα, ένα απλό καλώδιο αρκεί για να την έχετε στο πίσω μέρος του κουτιού. Στο κέντρο της πίσω πλευράς διακρίνουμε ένα διάτρητο τμήμα και από μέσα την ψήκτρα του επεξεργαστή. Ο σχεδιασμός της Shuttle έχει έξυπνα τοποθετήσει την ψήκτρα του επεξεργαστή στο σημείο εξαγωγής αέρα από το κουτί, εξασφαλίζοντας ότι ο θερμός αέρας από την ψύξη του επεξεργαστή θα φεύγει απ' ευθείας έξω. Δεξιά από το διάτρητο τμήμα βλέπουμε δύο καλύμματα για κάρτες PCI Express, που σημαίνει ότι το Shuttle XPC Cube SW580R8 μπορεί να δεχτεί σχεδόν οποιαδήποτε κάρτα γραφικών, αφού έχει και το κατάλληλο μήκος. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, μπορεί να δεχτεί κάρτες γραφικών με διαστάσεις μέχρι και 28cm x 12cm x 4cm. 3 χειρόβιδες περιμετρικά του κουτιού, χωρίς προστατευτικές λαστιχένιες ροδέλες που θα προστάτευαν το φινίρισμα, συγκρατούν το κάλυμμα του κουτιού και με την αφαίρεσή τους αποκτούμε πρόσβαση στο εσωτερικό. 4 ακόμη χειρόβιδες περιμετρικά του διάτρητου τμήματος συγκρατούν το shroud και τον ανεμιστήρα του συστήματος ψύξης του επεξεργαστή. Τέλος, κάτω αριστερά, έχουμε το I/O Panel της μητρικής. Ξεκινώντας από αριστερά, βλέπουμε 2 Display Ports 1.4 καθώς και 1 HDMI 2.0b για τη σύνδεση έως και 3 οθονών, με τη χρήση των δυνατοτήτων γραφικών του επεξεργαστή. Ακολουθεί 1 Gigabit LAN Port βασισμένη στο Intel i210AT με 2 USB 2.0 θύρες από κάτω της. Στη συνέχεια βλέπουμε ακόμη 1 Gigabit LAN βασισμένη στο Intel i219LM που παρέχει και υποστήριξη Intel vPro / AMT και έχει 2 ακόμη USB 2.0 θύρες από κάτω της. Δεξιότερα αυτών βρίσκουμε 2 ακόμη θύρες LAN που όμως είναι στα 2.5G και βασίζονται στο Realtek 8125b, κάτω από τις οποίες υπάρχουν 4 USB 3.2 Gen 2 θύρες, στα 10Gbps. Το I/O Panel ολοκληρώνεται με 3 υποδοχές audio jack, για είσοδο και έξοδο στερεοφωνικού ήχου, καθώς και σύνδεση μικροφώνου. Στην παρακάτω εικόνα, βλέπουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία, συγκεντρωμένα. Αφαιρέσαμε λοιπόν τις 3 περιμετρικές χειρόβιδες και αφαιρέσαμε και το καπάκι. Το δεξί μέρος του κουτιού καταλαμβάνεται σε μεγάλο μέρος από το τροφοδοτικό που σε σχήμα θυμίζει αυτά που συναντάμε σε servers. Ο ανεμιστήρας του και τα καλώδια βρίσκονται στο εμπρός μέρος του τροφοδοτικού, το οποίο δεν έχει modular συνδέσεις. Στο πίσω μέρος βρίσκουμε μόνο τις οπές εξαερισμού και την υποδοχή του βύσματος τροφοδοσίας, χωρίς την ύπαρξη διακόπτη. Πρόκειται για ένα τροφοδοτικό με πιστοποίηση 80+ Gold, ισχύος 500W, Active PFC και 41A ισχύ στο μοναδικό rail των 12V. Τα καλώδια του τροφοδοτικού περιλαμβάνουν τα 2 καλώδια που συνδέονται στη μητρική, ένα καλώδιο με ένα βύσμα με 8 pin και ένα με 6 pin για την κάρτα γραφικών, 2 καλώδια με 2 βύσματα τροφοδοσίας SATA έκαστο καθώς και 1 καλώδιο με 2 βύσματα molex. Από την αριστερή πλευρά του κουτιού βλέπουμε το σύστημα ψύξης του επεξεργαστή που με 4 heatpipes μεταφέρει τη θερμότητα από τον επεξεργαστή στο πίσω μέρος, ώστε αυτή να βγει άμεσα έξω από το κουτί. Βλέπουμε επίσης το cage των σκληρών δίσκων. Το Cage των σκληρών δίσκων είναι αφαιρούμενο και ψύχεται από έναν ανεμιστήρα στην πρόσοψη του κουτιού, ο οποίος όμως καλύπτει καλά μόνο τις 3 κατώτερες από τις 4 συνολικά θέσεις σκληρών δίσκων. Η αφαίρεσή του απαιτεί κατσαβίδι καθώς στηρίζεται στο κουτί με 4 βίδες και κάνει πολύ ευκολότερη την τοποθέτηση των drives. Όπως είναι εμφανές, το cage υποστηρίζει μόνο drives 3,5" και για την τοποθέτηση drives 2,5" απαιτείται αντάπτορας. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε οποιονδήποτε αντάπτορα, αλλά η Shuttle προτείνει τον δικό της, με τον οποίον μπορείτε να τοποθετήσετε 2 drives των 2,5" σε μία από τις 4 υποδοχές του cage. Με την αφαίρεση 4 βιδών, το Cage των σκληρών δίσκων είναι πλέον εκτός του κουτιού. Οι δίσκοι στηρίζονται στο Cage με τις γνωστές βίδες, οι οποίες παρέχονται. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός απόσβεσης κραδασμών έτσι ώστε να μη μεταφέρονται οι δονήσεις από τους μηχανικούς δίσκους στο κουτί. Μετά την τοποθέτηση των σκληρών δίσκων, το Cage τοποθετείται στη θέση του και ασφαλίζεται με τις 4 βίδες. Ο ανεμιστήρας στην πρόσοψη που ψύχει τους δίσκους είναι 80mm PWM και λεπτού πάχους. Ο ανεμιστήρας αυτός τροφοδοτείται με αέρα από μια έξυπνα τοποθετημένη γρίλια στην πρόσοψη. Η εγκατάσταση μιας κάρτας γραφικών είναι εύκολη υπόθεση. Αφαιρούμε τα 2 καλύμματα από το κουτί, τοποθετούμε την κάρτα και τη βιδώνουμε στη θέση της. Εδώ βλέπουμε τοποθετημένη μια Nvidia RTX 3060Ti. Το κάτω μέρος του κουτιού είναι απλό και φέρει ελαστικά ποδαράκια για την προστασία της επιφάνειας στην οποία θα τοποθετήσουμε το Shuttle XPC Cube SW580R8. Ψύξη Επεξεργαστή Το σύστημα ψύξης του επεξεργαστή αποτελείται από 2 τμήματα. Το Shroud που φέρει και τον ανεμιστήρα και στηρίζεται στο ίδιο το κουτί με 4 χειρόβιδες που συναντήσαμε στο πίσω μέρος του και την ψύκτρα που κουμπώνει στη μητρική με τον κλασικό μηχανισμό των original ψυκτρών της Intel. 4 heat pipes ενώνουν τη βάση της ψύκτρας με τα fins και μεταφέρουν τη θερμότητα από τον επεξεργαστή στην έξοδο αέρα του κουτιού. Έτσι ο ανεμιστήρας της ψύκτρας παίζει και το ρόλο του ανεμιστήρα εξόδου αέρα από το κουτί και ο θερμός αέρας από την ψύξη του επεξεργαστή εκλύεται απ' ευθείας στο περιβάλλον. Η απόδοση του συστήματος ψύξης υποστηρίζει επεξεργαστές με κατανάλωση ισχύος έως και 125W. Ο 92mm ανεμιστήρας είναι κατασκευής της AVC (μοντέλο DS09225R12HP207), ελέγχεται μέσω PWM και διαθέτει υδροδυναμικό έδρανο, ενώ το πάχος του είναι το συνηθισμένο, δηλαδή 25mm. Η απόδοσή του είναι ικανοποιητική και είναι αρκετά αθόρυβος σε φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας, αλλά μπορεί να γίνει πολύ ενοχλητικός αν χρειαστεί να δουλέψει σε πλήρεις στροφές, οι οποίες μπορεί να φτάσουν έως και τις 3582 στροφές ανά λεπτό (με επιλογή Full Mode στο BIOS). Το Shroud διαθέτει λαστιχάκια απομόνωσης των κραδασμών του ανεμιστήρα. H ψύκτρα διακρίνεται για ένα καλό συνδυασμό της αποτελεσματικότητας με το μειωμένο κόστος, χωρίς ιδιαίτερες ποιοτικές θυσίες. Τα 4 heat pipes των 6mm είναι συγκολλημένα στο block / cold plate και ελαφρά συμπιεσμένα. Έτσι έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια επαφής με αυτό και λόγω της υψηλής θερμικής αγωγιμότητας της συγκόλλησης, εξασφαλίζουν μια ικανοποιητική θερμική σύζευξη με το cold plate. Στο άλλο τους άκρο, έρχονται σε επαφή με τα αλουμινένια πτερύγια μέσω μηχανικής σύσφιξης, μέθοδος που εξασφαλίζει επίσης καλή θερμική επαφή. Η ψύκτρα έρχεται σε επαφή με το CPU heat spreader μέσω ενός επίπεδου χάλκινου cold plate, η επιφάνεια του οποίου έχει αφεθεί εσκεμμένα σχετικά «άγρια», τεχνική που διακρίνεται για την καλή θερμική σύζευξη και την αποτελεσματική διασπορά της θερμοαγώγιμης πάστας που εξασφαλίζει. Προδιαγραφές και Μητρική Τα βασικά χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Cube SW580R8 φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Όπως θα δείτε το Shuttle XPC Cube SW580R8 δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από μεγαλύτερες σε διαστάσεις υλοποιήσεις και μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε ένα εξαιρετικό workstation ή gaming PC. Για όποιον θέλει να δει αναλυτικά τα χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Cube SW580R8, παρατίθεται ο παρακάτω αναλυτικός πίνακας χαρακτηριστικών: Τα περισσότερα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά αφορούν ουσιαστικά τη μητρική του Shuttle XPC Cube SW580R8 την οποία βλέπετε παρακάτω: Η μητρική του Shuttle XPC Cube SW580R8 βασίζεται στο Chipset W580 της Intel και διαθέτει LGA 1200 CPU Socket. Μέσω αυτού υποστηρίζει επεξεργαστές Intel 10ης ή 11ης γενιάς καθώς και τους αντίστοιχους επεξεργαστές Xeon! Χρησιμοποιεί πυκνωτές στερεής κατάστασης (Solid State) για μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο. Διαθέτει 4 DIMM Sockets που υποστηρίζουν μνήμη DDR4 στα 1,2V, υποστηρίζοντας συνολικά μέχρι και 128GB μνήμης RAM, η οποία σε περίπτωση χρήσης επεξεργαστή Xeon, μπορεί και πρέπει να είναι τύπου Unbuffered ECC. Η χρήση επεξεργαστή τύπου Xeon και συνεπώς RAM με error correction εξασφαλίζει σημαντικά αυξημένη αξιοπιστία του συστήματος, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για κάποιους χρήστες. Από την άλλη, αν κάποιος χρήστης δεν έχει την ανάγκη της μεγαλύτερης σταθερότητας και αξιοπιστίας που προφανώς έρχεται με σημαντικά αυξημένο κόστος, μπορεί να επιλέξει κλασσικό επεξεργαστή και RAM χωρίς error correction. Η μητρική του Shuttle XPC Cube SW580R8 διαθέτει μία θύρα PCI Express 4.0 16x για την κάρτα γραφικών (Με τη χρήση επεξεργαστών 11ης γενιάς. Οι επεξεργαστές 10ης γενιάς υποστηρίζουν PCIe 3.0) και μία ακόμη, 4x. Για τα μέσα αποθήκευσης υπάρχουν 4 θύρες SATA 3.0 (6Gb/s) και 2 θύρες Μ.2 2280 slot, 1 PCIe 4.0 4x και μία PCIe 3.0 4x, που υποστηρίζουν το πρωτόκολλο NVME. Σύμφωνα με το Quick Start Guide, η θύρα που βρίσκεται εγγύτερα στο πίσω μέρος του κουτιού είναι αυτή που υποστηρίζει PCIe 4.0. Υπάρχει επίσης μια θύρα M.2 2230 που μπορεί να φιλοξενήσει μία WLAN card, η οποία μπορεί να συνδεθεί με τις κεραίες που μπορούν να τοποθετηθούν στις υποδοχές του πίσω μέρους του κουτιού που συζητήσαμε νωρίτερα. Συνολικά, μια σύγχρονη, ολοκληρωμένη και ισχυρή μητρική που δύσκολα θα αφήσει κάποιον παραπονεμένο από πλευράς δυνατοτήτων, ειδικά όταν μιλάμε για ένα τόσο μικρό σύνολο. Αν τώρα κάποιος θελήσει στο μέλλον να αλλάξει μητρική, το κουτί του Shuttle XPC Cube SW580R8 μπορεί να φιλοξενήσει οποιαδήποτε Mini-ITX μητρική, αλλά τότε χάνεται το πλεονέκτημα της ειδικής ψήκτρας του επεξεργαστή που βγάζει τον ζεστό αέρα απ' ευθείας έξω από το κουτί καθώς επίσης και θεωρώ απίθανο οποιαδήποτε Mini-ITX μητρική να διαθέτει τόσες δυνατότητες όσο αυτή του Shuttle XPC Cube SW580R8. Είναι όμως μια δυνατότητα που δεν κοστίζει κάτι και καλό είναι που υπάρχει. Μεθοδολογία Μετρήσεων Φτάσαμε λοιπόν στην ώρα των μετρήσεων και καθώς το Shuttle XPC Cube SW580R8 διαθέτει αυτή τη δυνατότητα, αποφάσισα να το πάω στα άκρα και να το εξοπλίσω με έναν Intel Xeon W-1390P, ο οποίος είναι και ο ισχυρότερος (και ακριβότερος) επεξεργαστής που υποστηρίζει το συγκεκριμένο barebone. Με δεδομένη τη χρήση επεξεργαστή τύπου Xeon, χρησιμοποιήθηκαν 64GB Unbuffered ECC RAM DDR4-3200. Όσον αφορά τα γραφικά, πήρα μετρήσεις τόσο με την ενσωματωμένη κάρτα γραφικών του επεξεργαστή (Intel UHD P750), όσο και με μία Nvidia RTX 3060 Ti. O SSD με τα μετροπρογράμματα που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο Corsair Force LE200 240GB, οποίος είναι μια ευγενική προσφορά της Corsair και εγκαταστήσαμε την πιο πρόσφατη έκδοση των Windows 10. Τα μετροπρογράμματα που χρησιμοποιήσαμε στη σημερινή παρουσίαση είναι τα ακόλουθα: AIDA64 Engineer Edition 6.75.6100 το οποίο είναι μια ευγενική προσφορά της Finalwire PCMark 10 Professional Edition 2.1.2563 το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks 3DMark Professional Edition 2.22.7359 το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Cinebench R20 & R15, SuperPI Mod 1.5, WPrime 2.10 & Fritz Chess Benchmark Χρονισμοί CPU και RAM Ο Intel Xeon W-1390P που χρησιμοποιούμε στο συγκεκριμένο review είναι ένας επεξεργαστής 11ης γενιάς Rocket Lake με 8 πυρήνες και hyperthreading. Έχει Base Frequency 3.50GHz και Max Turbo Frequency 5.30GHz. Το Max TDP του είναι 125W, που είναι και το όριο που μπορεί να υποστηρίξει το Shuttle XPC Cube SW580R8. Η μητρική του Shuttle XPC Cube SW580R8 βασίζεται στο chipset W580 της Intel. Υποστηρίζει PCIe 4.0, το BIOS είναι της ΑΜΙ και η τελευταία διαθέσιμη έκδοση κατά τη συγγραφή του παρόντος review είναι η 1.04. Όσον αφορά τη μνήμη RAM, χρησιμοποιήθηκαν 2 αρθρώματα Unbuffered ECC RAM των 32GB έκαστο. Δυστυχώς η μητρική του Shuttle XPC Cube SW580R8, όπως και όλες οι μητρικές που έχουμε δει στα barebones της Shuttle, δεν υποστηρίζει καμία ρύθμιση για τους χρονισμούς των μνημών, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στα JEDEC profiles που ενσωματώνουν οι μνήμες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα καθώς οι μνήμες αναγνωρίστηκαν κανονικά και λειτούργησαν στη σωστή συχνότητα και με τους σωστούς χρονισμούς, αλλά θα ήθελα να δω περισσότερες επιλογές στο BIOS, τουλάχιστον όσον αφορά τις μνήμες. Η ενσωματωμένη στον επεξεργαστή κάρτα γραφικών είναι η Intel UHD P750. Για τις δοκιμές, επέλεξα στο BIOS να της δώσω τη μέγιστη δυνατή μνήμη, 512MB. Τα χαρακτηριστικά της Nvidia RTX 3060 Ti που χρησιμοποιήθηκε φαίνονται παρακάτω. Κατανάλωση, Θερμοκρασίες, Χρονισμοί, Θόρυβος Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε την κατανάλωση του Shuttle XPC Cube SW580R8, τόσο χωρίς όσο και με την Nvidia RTX 3060 Ti. Βλέπουμε ότι η κατανάλωση τόσο χωρίς όσο και με φορτίο είναι μεγαλύτερη από αυτή που είχαμε δει στο Shuttle XPC Cube SH370R8 με τον Intel Core i7 9700. Αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο καθώς ο Intel Core i7 9700 έχει TDP 65W ενώ ο Intel Xeon W-1390P έχει TDP 125W. Ένας ακόμη παράγοντας είναι η χρήση 64GB RAM αντί για 16GB και το γεγονός ότι η RAM εδώ είναι ECC. Με τη χρήση της Nvidia RTX 3060 Ti, όπως είναι αναμενόμενο, η κατανάλωση αυξάνεται σημαντικά, αλλά όπως θα δούμε παρακάτω το ίδιο συμβαίνει και με τις επιδόσεις των γραφικών. Αξιοσημείωτη είναι η πτώση της κατανάλωσης κατά την απενεργοποίηση, σε σχέση με το παλαιότερο μοντέλο. Η μητρική του Shuttle XPC Cube SW580R8 διαθέτει ένα EC για τον έλεγχο των στροφών των ανεμιστήρων, των τάσεων και της θερμοκρασίας της μητρικής που δεν παρέχει πληροφορίες μέσα από τα Windows. Μέσα από το BIOS οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες, αλλά όχι από τα Windows. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να γνωρίζω τις στροφές των ανεμιστήρων, τη θερμοκρασία της μητρικής ή πιθανές πτώσεις τάσεων κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Το BIOS δίνει επιλογές και για τους δύο ανεμιστήρες, ξεχωριστά, που συνδέονται στη μητρική ώστε να τεθούν σε Smart Mode, όπου οι στροφές ρυθμίζονται αυτόματα και είναι το mode με το οποίο έρχεται η μητρική και που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του review, καθώς και σε 4 ακόμα σταθερές επιλογές ταχύτητας, οι οποίες φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Βλέπουμε ότι ο πίσω ανεμιστήρας, που βγάζει αέρα έξω από το κουτί, λειτουργεί γενικά με περισσότερες στροφές από τον εμπρός ανεμιστήρα που βάζει αέρα στο κουτί, εκτός από το Ultra-Low mode. Αν συνυπολογίσουμε ότι είναι και μεγαλύτερων διαστάσεων, καθώς και ότι ο ανεμιστήρας του τροφοδοτικού επίσης βγάζει αέρα από το κουτί, είναι σαφές ότι το Shuttle XPC Cube SW580R8 λειτουργεί με αρνητική πίεση αέρα. Παρακάτω βλέπουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα του stress test του AIDA64 όπως αυτό χρησιμοποιήθηκε για την παραπάνω μέτρηση, χωρίς την Nvidia RTX 3060 Ti. Η δοκιμασία πραγματοποιήθηκε για 20 λεπτά, με θερμοκρασία περιβάλλοντος 22°C. Παρατηρούμε τα εξής ενδιαφέροντα: Οι θερμοκρασίες των πυρήνων δεν ανέβηκαν πάνω από τους 98°C. Δεν υπήρξε CPU Thrrottling κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας. Οι συχνότητες λειτουργίας 2 πυρήνων έφτασαν τα 5288MHz και των υπολοίπων 6 πυρήνων έφτασαν τα 5089MHz. Η μέγιστη κατανάλωση του επεξεργαστή έφτασε, σύμφωνα με το AIDA64, τα 201,38W, κάτι που δε συνάδει με το Max ΤDP των 125W του Intel Xeon W-1390P. Εν τούτοις, το Power Meter που ήταν στην είσοδο του τροφοδοτικού μέτρησε τη μέγιστη κατανάλωση όλου του συστήματος στα 167.5W, συνεπώς είναι σαφές ότι η σχετική ένδειξη του AIDA64 είναι εσφαλμένη. Ο θόρυβος από τους ανεμιστήρες, που είναι ιδιαίτερα ήσυχοι στο idle, έγινε αρκετά έντονος και ενοχλητικός κατά τη διάρκεια του Stability Test, κάτι που είναι αναμενόμενο καθώς ο Intel Xeon W-1390P έχει TDP στα όρια που μπορεί να υποστηρίξει το Shuttle XPC Cube SW580R8. Επαναλάβαμε το Stress Test του AIDA64 για 20 ακόμη λεπτά, με θερμοκρασία περιβάλλοντος επίσης 22°C, αλλά αυτή τη φορά με τη χρήση της Nvidia RTX 3060 Ti. Παρατηρούμε τα εξής ενδιαφέροντα: Οι θερμοκρασίες των πυρήνων ήταν υψηλότερες και μάλιστα ένας εξ αυτών έφτασε, στιγμιαία, τους 100°C. Ως αποτέλεσμα του παραπάνω, υπήρξε ένα στιγμιαίο CPU Throttling της τάξης του 3%, το οποίο πάντως συνέβη 1 μόνο φορά και για 1 στιγμή. Οι συχνότητες λειτουργίας των πυρήνων ήταν χαμηλότερες, με 5 πυρήνες που έφτασαν τα 5089MHz, 1 που έφτασε τα 4889MHz και 2 που έφτασαν τα 4789MHz. Η μέση συχνότητα των πυρήνων ήταν περίπου 200MHz (5%) χαμηλότερη από αυτή που είδαμε στο Stability Test χωρίς την Nvidia RTX 3060 Ti. Η μέγιστη κατανάλωση του επεξεργαστή έφτασε, σύμφωνα με το AIDA64, τα 202,88W, κάτι που δε συνάδει με το Max ΤDP των 125W του Intel Xeon W-1390P και που όπως είδαμε προηγουμένως είναι εσφαλμένη. Ο θόρυβος από τους ανεμιστήρες του Shuttle XPC Cube SW580R8 παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, με τους ανεμιστήρες της Nvidia RTX 3060 Ti να προσθέτουν τη χροιά τους. Είναι σαφές ότι το Shuttle XPC Cube SW580R8 είναι σταθερό και μπορεί να διαχειριστεί τη θερμότητα που εκλύουν τα υποσυστήματά του, ακόμα και με τη χρήση του ισχυρότερου επεξεργαστή που υποστηρίζει καθώς και διακριτής κάρτας γραφικών. Ο θόρυβος των ανεμιστήρων δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέος σε συνθήκες υψηλού φορτίου και οι συχνότητες των πυρήνων του επεξεργαστή μειώθηκαν κατά περίπου 5% όταν χρησιμοποιήθηκε η nVidia RTX 3060 Ti, πιθανώς λόγω της ανάγκης διαχείρισης της επιπλέον θερμότητας, κάτι που ενδεχομένως να επηρεάσει ελαφρά και τις επιδόσεις. Ας δούμε λοιπόν πώς τα πήγε τοShuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P και τα 64GB RAM DDR4-3200, τόσο χωρίς όσο και με την nVidia RTX 3060 Ti, στις ενότητες που ακολουθούν. AIDA64 Ξεκινάμε τις μετρήσεις μας με το AIDA64, όπου η διαφορά των επιδόσεων του Xeon W-1390P έναντι του Core i7 9700 είναι σαφέστατη, ενώ η Nvidia RTX 3060 Ti δε φαίνεται να επηρεάζει αισθητά τα CPU tests. Στα FPU tests η διαφορά των 2 επεξεργαστών είναι μικρότερη, ενώ παράλληλα φαίνεται και μια μικρή επιρροή της πτώσης των συχνοτήτων όταν χρησιμοποιείται η Nvidia RTX 3060 Ti. Τα Memory tests αντικατοπτρίζουν τη διαφορά τόσο στη συχνότητα όσο και στη χωρητικότητα μεταξύ των 2 συστημάτων. Η χρήση της Nvidia RTX 3060 Ti απελευθερώνει τα 512MB RAM του συστήματος που διατίθενται στην Intel UHD P750 και έτσι αυξάνει ελαφρώς τις επιδόσεις της μνήμης. PCMark10 Το PCMark10 μας δίνει μια πιο συνολική εικόνα των επιδόσεων που μπορούμε να περιμένουμε από το Shuttle XPC Cube SW580R8 και όχι μόνο των επιδόσεων του επεξεργαστή. Έγιναν οι μετρήσεις του Extended Test καθώς και του Applications Test το οποίο μετράει τις επιδόσεις στο MS Office 2019. Δυστυχώς, παρά τις επίμονες δοκιμές με πολλές διαφορετικές εκδόσεις drivers, το Extended Test δεν κατέστη εφικτό να ολοκληρωθεί μα τη χρήση της Intel UHD P750. Οι διαφορές εδώ παραμένουν εμφανείς και εξαρτώνται από το πού βασίζεται το κάθε τεστ, καθώς κάποια βασίζονται σε επιδόσεις ενός μόνο πυρήνα και εξαρτώνται αποκλειστικά από τη συχνότητα και άλλες εκμεταλλεύονται όλους τους πυρήνες και μετρούν συνολική επεξεργαστική ισχύ και άλλα εκμεταλλεύονται την κάρτα γραφικών. Για όσους ενδιαφέρονται, παραθέτω τα γραφήματα του PCMark10 κατά τις εκτελέσεις των παραπάνω δοκιμών. PCMark10 Application with Intel UHD P750 PCMark10 Extended with Nvidia RTX 3060 Ti PCMark10 Application with Nvidia RTX 3060 Ti 3DMark Στις δοκιμές του 3DMark, τα αποτελέσματα είναι τα αναμενόμενα. Είναι σαφές ότι η ενσωματωμένη λύση γραφικών του Intel Xeon W-1390P είναι ταχύτερη από αυτή του Intel Core i7 9700, ενώ φυσικά, η Nvidia RTX 3060 Ti είναι σε εντελώς άλλη κατηγορία επιδόσεων. Λοιπές Μετρήσεις CPU Κλείνουμε τις μετρήσεις με μερικά ακόμη δημοφιλή benchmarks. Απολογισμός Οι επιδόσεις ενός Barebone εξαρτώνται από τις επιμέρους επιδόσεις των τμημάτων που το αποτελούν. Δηλαδή του κουτιού, της μητρικής, της ψύκτρας και του τροφοδοτικού. Για να δούμε πώς τα πάει σε αυτούς τους τομείς το Shuttle XPC Cube SW580R8. Όσον αφορά το κουτί λοιπόν, είναι έξυπνα σχεδιασμένο, με πολύ καλή ποιότητα κατασκευής και σωστή εκμετάλλευση του χώρου. Η ροή του αέρα που δημιουργούν οι 2 ανεμιστήρες είναι ικανοποιητική και η δυνατότητα τοποθέτησης τεσσάρων σκληρών δίσκων 3,5" συν δύο M.2 SSD, εντυπωσιακή για αυτό το μέγεθος. Έχει επίσης την δυνατότητα εγκατάστασης σχεδόν οποιασδήποτε κάρτας γραφικών μπορεί να υποστηρίξει το τροφοδοτικό του, και αυτές είναι η μεγάλη πλειοψηφία καθώς το τροφοδοτικό είναι ποιοτικό και ισχύος 500W. Το τροφοδοτικό του Shuttle XPC Cube SW580R8 είναι ένα ισχυρό για το μέγεθός του, ποιοτικό τροφοδοτικό με ό,τι μπορεί να χρειαστεί ένας υπολογιστής που χωράει σε κουτί τέτοιου μεγέθους. Έχει πιστοποίηση 80+ Gold και είναι ιδιαίτερα αποδοτικό σε χαμηλά φορτία, καθώς και εντελώς αθόρυβο σε αυτά. Ο θόρυβος ανεβαίνει όταν ανεβαίνουν και τα φορτία, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό καθώς εξοπλίζεται με ανεμιστήρα 40mm. Η ψύκτρα του επεξεργαστή είναι πολύ έξυπνα σχεδιασμένη καθώς με τα 4 heat pipes μεταφέρει τη θερμότητα του επεξεργαστή στο πίσω μέρος του κουτιού από όπου αποβάλλεται στο περιβάλλον, χωρίς να επιβαρύνει τη θερμοκρασία του αέρα που βρίσκεται μέσα στο κουτί. Πέρα από αυτό, οι επιδόσεις της είναι μέτριες και ο αρκετά αθόρυβος στις χαμηλές στροφές ανεμιστήρας της, γίνεται θορυβώδης σε υψηλές. Και τέλος η μητρική, από την οποία δεν είχα κανένα παράπονο. Πλήρως εξοπλισμένη, λειτουργική και γενναιόδωρη και με την εξαιρετική δυνατότητα χρήσης είτε επεξεργαστή Intel Desktop (Core) 10ης ή 11ης γενιάς με non-ECC RAM είτε επεξεργαστή Intel Xeon 10ης ή 11ης γενιάς με Unbuffered ECC RAM. Κατά το χρόνο της συγγραφής του παρόντος review, δεν μπόρεσα να εντοπίσω το Shuttle XPC Cube SW580R8 σε ελληνικό κατάστημα. Η προτεινόμενη τιμή λιανικής του για την Ελλάδα είναι 599 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η τιμή είναι υψηλή αλλά παράλληλα λογική για ένα προϊόν πιστοποιημένο για χρήση 24/7 που υποστηρίζει επεξεργαστές σειράς Xeon και ECC RAM και που δε θα αφήσει κανέναν παραπονεμένο σε κανένα σχεδόν πεδίο. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Shuttle XPC Cube SW580R8: Πλεονεκτήματα + Αλουμινένιο κουτί με εξαιρετική ποιότητα κατασκευής. + Μικρό μέγεθος και βάρος. + Μητρική πλήρης χαρακτηριστικών με chipset W580 και δυνατοτήτων Full-size μητρικών. + Υποστήριξη Intel Desktop (Core) 10ης ή 11ης γενιάς με non-ECC RAM ή επεξεργαστή Intel Xeon 10ης ή 11ης γενιάς με Unbuffered ECC RAM. + 4 θύρες USB 3.2 Gen2 (10Gbps) στο πίσω μέρος και 4 θύρες USB 3.2 Gen1 (5Gbps) στο εμπρός μέρος. + 2 θύρες 2.5G LAN και 2 θύρες 1G LAN εκ των οποίων η 1 με υποστήριξη Intel vPro / AMT. + Ειδική custom ψύκτρα καλής κατασκευής που βγάζει το θερμό αέρα εκτός κουτιού. + Ποιοτικό τροφοδοτικό 500W 80+ Gold. + Υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των ισχυρών καρτών γραφικών. + Υποστήριξη M.2 NVME SSD PCIe 4.0 4x. + Θέσεις για 4 σκληρούς δίσκους 3,5" με ροή αέρα. + 2 Display Ports 1.4 καθώς και 1 HDMI 2.0b για τη σύνδεση έως και 3 οθονών. Μειονεκτήματα - Αδυναμία μητρικής να ορίσει χρονισμούς RAM εκτός JEDEC profiles. - Απουσία προστατευτικών ελαστικών ροδελών στις 3 χειρόβιδες που συγκρατούν το κάλυμμα του κουτιού. - Απουσία αντικραδασμικών μηχανισμών στις 4 θέσεις για μηχανικούς δίσκους. - Θόρυβος υπό φορτίο. - Αδυναμία παρακολούθησης τάσεων, θερμοκρασίας και στροφών ανεμιστήρων μητρικής μέσα από τα Windows. - Μικρή πτώση των επιδόσεων του επεξεργαστή όταν χρησιμοποιήθηκε διακριτή κάρτα γραφικών, ενδεχομένως λόγω της επιπλέον θερμότητας. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Shuttle XPC Cube SW580R8 είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά τη Shuttle για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 14/09/2022
  12. Ιστορική αναπόληση Σαφέστατα το βασικότερο και ως εκ τούτο και δημοφιλέστερο περιφερειακό ενός υπολογιστή δεν είναι άλλο από το πληκτρολόγιο. Ένα περιφερειακό που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από συνοδός οποιουδήποτε υπολογιστή ανεξαρτήτου χρήσης. Η εμφάνιση του ως βασικό περιφερειακό εισαγωγής προϋπήρχε των πρώτων προσωπικών υπολογιστών μένοντας φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι τους εξ αρχής και ως σήμερα. Αρχικά το πληκτρολόγιο βρισκόταν ενσωματωμένο στην κεντρική μονάδα, για όσους από εσάς δεν το προλάβατε live ή έστω σε κάποια ξεχασμένη αποθήκη, θα το έχετε δει σίγουρα σε κάποια παλιά ταινία ή έστω σε κάποιο icon ή animation. Γρήγορα όμως αποσπάστηκε από τον κορμό δημιουργώντας σταδιακά μια μεγάλη αγοραστική κατηγορία. Στα πρώιμα στάδια ανεξαρτητοποίησης του το πληκτρολόγιο, παρά την σημαντικότητα του, δεν απολάμβανε ιδιαιτέρας προσοχής από το κοινό και ως εκ τούτου η ποικιλία τους ήταν ελάχιστη και κατά κανόνα χωρίς διαφορές. Αυτό φυσικά άλλαξε σταδιακά για λόγους τόσο χρηστικούς όσο και εικαστικούς, χωρίς όμως παράλληλα να αλλοιωθεί στο παραμικρό ο βασικός του κορμός, κληρονομιά από τις πάλλε ποτέ γραφομηχανές. Φτάνοντας στο σήμερα συναντάμε μια εκπληκτική πληθώρα κατασκευών με διαφορές κάθε είδους από αναρίθμητους κατασκευαστές, μερικούς δε εξ αυτών εξειδικευμένους σχεδόν αποκλειστικά στα πληκτρολόγια και τα «ξαδέλφια τους» ποντίκια, αλλά και αντίστοιχη φυσικά πληθώρα τιμών από 2-3 ευρώ έως και αρκετές εκατοντάδες. Εν τάχει θα θυμίσω διαφορές όπως σε τρόπους σύνδεσης από τα αρχικά PS/PS2 σε USB και ασύρματα, από μηχανικά σε μεμβράνης και πάλι πίσω σε ακόμα καλύτερα/ποιοτικότερα μηχανικά και με ποικιλία διακοπτών ή ακόμα και σε laser projector (εμφανίζοντας ένα πληκτρολόγιο στην επιφάνεια του γραφείου και διαβάζοντας τις θέσεις των δακτύλων μας με κάμερα), σε απλά/κλασικά/ίσια , εργονομικά, σπαστά, φωτιζόμενα , RGB, προγραμματιζόμενα, modular, 104, 105, 108 keys ή και με πληθώρα επιπλέων keys, σε διαστάσεις normal, compact, tiny, μεγέθους 40%, 60%, 65%, 75%, 96%, TKL (χωρίς αριθμητικό) ή Full Size (100%) ... και πολλά πολλά αλλά. Ελπίζοντας να μην κούρασα πολύ όσους αποφάσισαν να διαβάσουν τα παραπάνω ας συνεχίσω με το προκείμενο. Πρόλογος H κατηγορία πληκτρολογίων που προτιμούν οι περισσότεροι χρήστες μετά τα Full Size είναι αυτή των TKL μιας και αφήνουν αρκετό χώρο για το ποντίκι χωρίς παράλληλα να στερούν κανένα πλήκτρο ουσιαστικά από τα αντίστοιχα κλασικά. Παρόλα αυτά οι σύγχρονες μινιμαλιστικές τάσεις κερδίζουν συνεχώς έδαφος επιβάλλοντας σε όλο και περισσότερους κατασκευαστές να επενδύσουν σε μικρότερες κατασκευές που να μην υπολείπονται παράλληλα χαρακτηριστικών των μεγαλύτερων σε μέγεθος αδελφών τους. Αναμενόμενο λοιπόν από την Mountain σε συνέχεια του Everest MAX να μας παρουσιάσει το επόμενο βήμα, και εγένετο το Everest 60 το compact 60% gaming keyboard. Everest 60? και γιατί Everest 60? Θα περίμενε κανίς κάτι σε 65 μιας και τα βελάκια είναι πλήκτρα που πολύ δύσκολα θα αποχωριζόταν οι περισσότεροι εξ υμών και δη οι gamers. Μη βιάζεστε ... Όπως ξεκαθαρίσε η Mountain, ναι μεν πρόκειται για ένα 60% form factor keyboard, εξού και το 60 δίπλα στο Everest, αλλά με ανεξάρτητα arrow keys με μακριά Enter και Backspace αλλά και ένα πλήθος αλλά καλούδια όπως αφαιρούμενους διακόπτες 3 και 5 pin, σταθεροποιητές πλήκτρων και πολλαπλές στρώσεις αφρώδους και σιλικόνης για αθόρυβη λειτουργεία και φυσικά RGB φωτισμό και πλήρως προγραμματιζόμενα πλήκτρα. Εκ πρώτης όψεως όχι απλά δεν του λείπει κάτι αλλά αν συμπεριλάβεις και τη δυνατότητα προσθήκης αριθμητικού είτε δεξιά είτε αριστερά θα δυσκολευτεί κανίς να βρει ανταγωνιστή. Στο σημείο αυτό και πριν προχωρήσω στην ανάλυση του Mountain Everest 60 θα ήθελα προς διευκόλυνση των μη μυημένων να διευκρινίσω τις διαφορές μεταξύ των keyboard form factor παραθέτοντας μια αρκετά επεξηγηματική εικόνα με αντιπροσωπευτικά του είδους, τονίζοντας παράλληλα τη συνήθη πρακτική των κατασκευαστών να μην τηρούν με ευλάβεια την διάταξη των επιπλέον πλήκτρων προφανώς για λόγους ανταγωνισμού. Τεχνικά χαρακτηριστικά Παρακάτω θα δείτε τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά, ως highlights, του Everest 60 όπως μας τα δίνει η Mountain στη σελίδα της. Γρήγορα παρατηρεί κανείς ότι τα χαρακτηριστικά του είναι κορυφαία, σε κάθε επίπεδο, χωρίς ελλείψεις παρά το μέγεθος του. Ενσωματώνει σε ανεξάρτητα πλήκτρα τα βέλη αν και διάταξης 60% προσφέροντας παράλληλα τη δυνατότητα προσθήκης αριθμητικού. Περιφερειακά στην αλουμινένια του πρόσοψη υπάρχει RGB φωτισμός και στο εσωτερικό του πολλαπλά στρώματα υλικών για «εκλεπτυσμένη» απόσβεση ήχου, 3 υποδοχές σύνδεσης τύπου USB-C, πολύ καλό, εδώ άλλοι έχουν ακόμα το καλώδιο ενσωματωμένο, 5 προφίλ σε ενσωματωμένη μνήμη και 1000Hz / ms Polling Rate. Το δε PCB ενσωματώνει λιπασμένους Cherry σταθεροποιητές και μάλιστα με λιπαντικό της Krytox, δίνοντας τους παράλληλα τη δυνατότητα σε ανεξάρτητο RGB φωτισμός για τον κάθε διακόπτη καθώς και για τοποθέτηση διακοπτών είτε 3 είτε 5 ακίδων τύπου Cherry ΜΧ. Από ευελιξία δεν το συζητώ. Οι διακόπτες που το συνοδεύουν είναι 3ον pin δικής της κατασκευής και όχι της Cherry όπως το Everest MAX του οποίου ανάλυση μπορείτε να δείτε εδώ από τον αγαπητό @pol77. Τέλος τα κουμπιά είναι PBT διπλού κελύφους δηλαδή ότι καλύτερο θεωρητικά υπάρχει αυτή τη στιγμή. Από συνοδό λογισμικό το Base Camp, που πολύ μας έχει απογοητεύσει στο παρελθόν στις δοκιμές τόσο του Makalu 67 όσο και του Everest MAX, ευελπιστώ σε αλλαγή αυτού. Συσκευασία και περιεχόμενα Ανοίγοντας το μεγάλο καφέ χάρτινο κουτί που παρέλαβα βρίσκω δυο συμπαθητικά προστατευμένες συσκευασίες, γνώριμης αρχιτεκτονικής και εμφάνισης, που πρωτοσυναντήσαμε στο Makalu 67 αναλυτικό άρθρο του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Οι συσκευασίες είναι μια για το Everest 60 και μια για το numpad που μπορεί να προμηθευτεί κανίς χωριστά για να επεκτείνει το βασικό πληκτρολόγιο. Εδώ βλέπουμε τις επάνω και τις εμπρός πλευρές των Everest 60 αριστερά και του συνοδού του numpad δεξιά. Εντελώς πανομοιότυπες τόσο με του Makalu 67 όσο και με του Everest ΜΑΧ. Αντίστοιχα όμοιες και η δεξιά αλλά και η πίσω πλευρά με μόνες μικροδιαφορές στην διάταξη. Στην αριστερή πλευρά έχουμε για το Everest 60 δυο αυτοκόλλητα που μας ενημερώνουν για την διάταξη των πλήκτρων και για τον τύπο των διακοπτών, us international και μας linear 45, για το δε numpad έχουμε το περιεχόμενο της συσκευασίας και των πίνακα των τεχνικών χαρακτηριστικών. Τέλος στην κάτω πλευρά και στις δύο περιπτώσεις έχουμε φωτογραφίες των προϊόντων με όλα τα hit χαρακτηριστικά τους και με μόνη διαφορά το ότι οι πληροφορίες περιεχομένου και τεχνικών χαρακτηριστικών του Everest 60 βρίσκονται εδώ δεξιά και όχι στο αριστερό πλαϊνό όπως το numpad, προφανής επιλογή εξαιτίας των διαφορών των αναλογίων των συσκευασιών. Ανοίγοντας την συσκευασία τόσο για το Everest 60 όσο και για το numpad δεσπόζουν, φυσικά, τα πληκτρολόγια σε χάρτινη και αφρώδες συσκευασίες αντίστοιχα. Αφαιρώντας τις βασικές συσκευές έχουμε για το Everest 60, σε αφρώδες αυτή τη φορά θήκη, το βιβλιαράκι οδηγιών, μια καρτέλα με αυτοκόλλητα της Mountain, ένα ποιοτικότατο καλώδιο USB A σε USB C, τέσσερις στρογγυλούς μαγνητικούς αποστάτες για την μεταβολή του ύψους του πληκτρολογίου, μια λαβίδα αφαίρεσης διακοπτών και κουμπιών και τέλος ένα ανταλλακτικό κουμπί με το logo της εταιρείας, προφανώς για να αντικαταστήσει όποιος θέλει το escape. Στο δε numpad έχουμε μόνο τους τέσσερις στρογγυλούς μαγνητικούς αποστάτες, δεν θα μπορούσε και κάτι άλλο άλλωστε. Και μια εικόνα των φυλλαδίων ... Η ποιότητα εμφανής παντού, κληρονομιά των υπολοίπων προϊόντων της Mountain. Κάτω από το Φακό Αρχικά παίρνω στα χέρια μου το Everest 60. Τα 768 γραμμάρια που δίνει η Mountain, 756 κατά τη ζυγαριάς μου, γίνονται ιδιαιτέρως αισθητά στο χέρι, προφανώς λόγω του μικρού του μεγέθους, δικαιολογούνται όμως απόλυτα από τα γενικότερα χαρακτηριστικά του, άλλωστε προορίζετε να μένει ακίνητο στη θέση του και το βάρος σίγουρα θα βοηθήσει σε αυτό. Πολύ καλό φινίρισμα παντού, δεν περίμενα κάτι λιγότερο άλλωστε. Όμορφο το βουρτσισμένο αλουμινένιο φιλέτο περιφερειακά των κουμπιών και απαράμιλλη η στιβαρότητα του συνόλου. Πολύ ευχάριστο επίσης το ότι δεν υπάρχει βίδα πουθενά, εμφανής τουλάχιστον. Τόσο τα καπάκια στα πλάγια που καλύπτουν τα βύσματα σύνδεσης του numpad όσο και οι στρογγυλοί αποστάτες που ανασηκώνουν το πίσω μέρος του για να μεταβάλουν την κλίση του συνδέονται μαγνητικά και μάλιστα σταθερότατα, σε σημείο που αν δεν το ξέρεις ότι αφαιρούνται δεν το καταλαβαίνεις. Πολύ βολική η τοποθέτηση USB C για την σύνδεση αντί του σταθερού καλωδίου διευκολύνει πολύ στην μετακίνηση μιας και δεν χρειάζεται να αφαιρέσουμε το καλώδιο από το PC, ενδεχομένως ούτε καν να το μεταφέρουμε μαζί μας μιας και είναι πολύ κοινό πλέον. Η Mountain όμως το πάει ένα βήμα πιο πέρα τοποθετώντας όχι μία αλλά τρεις υποδοχές, αριστερά, δεξιά και στο κέντρο της πλευράς που κοιτάει την οθόνη, ώστε να επιλέξει ο καθένας ότι τον εξυπηρετεί καλύτερα, εργονομικά ή εικαστικά, πολύ καλό. Μην ξεχαστείτε όμως, οι υποδοχές αυτές είναι μόνο για την σύνδεση του πληκτρολογίου με τον υπολογιστή και σε καμία περίπτωση για χρήση άλλης συσκευής επάνω τους ως hub, κρίμα θα βόλευε πολύ. Αριστερά και δεξιά στην πλευρά αυτή βλέπουμε και τα δύο ποδαράκια τις μαγνητικές προεκτάσεις των οποίων είδαμε λίγο παραπάνω. Εδώ σας δείχνω και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ψιλώσουμε την πίσω πλευρά Περνώντας στις πλαϊνές πλευρές βρίσκουμε δύο μαγνητικά τοποθετημένα καπάκια με το λογότυπο της Mountain που κρύβουν τις αντίστοιχες θηλυκές USB C υποδοχές για την σύνδεση του numpad, καθεμιά από αυτές δε έχει και δυο στρογγυλές τρύπες, αριστερά και δεξιά της, για καλύτερη σταθεροποίηση του τελευταίου. Προσοχή και εδώ, παρόλο που οι υποδοχές είναι USB C είναι μόνο ως είδος βύσματος, που σημαίνει ότι μπορεί μεν να χρησιμοποιήσει κανείς ένα καλώδιο προέκτασης, πράγμα βολικό, αλλά σε κάθε περίπτωση για να συνδέσει το numpad και μόνο, ούτε το πληκτρολόγιο με τον υπολογιστή ούτε κάτι άλλο σε αυτό. Γενικός η έλλειψη κάποιων εισόδων USB, έστω μίας, με ενόχλησε ελαφρός αλλά οκ. Ελαφρώς σκληρό αλλά ποιοτικότατο το ακριβώς 160cm καλώδιο που το συνοδεύει, θα μείνει αδιαμαρτύρητα στη θέση που θα το τοποθετήσουμε. Περνάμε τώρα και στο προκείμενο, κουμπιά και διακόπτες. Ξεκινώντας από τις θέσεις τους όπου όλες είναι φωτιζόμενες με ξεχωριστό RGB led η καθεμία και όχι ομαδοποιημένα, και «φυσικά» με την δυνατότητα εν θερμό αντικατάστασης όλων, και όταν λέμε όλων εννοούμε όλων, και τα 64 του Everest 60 αλλά και τα 17 του αριθμητικού, όχι και πολύ φυσικό για αντίστοιχα προϊόντα του ανταγωνισμού ε... 2.mp4 Συνυπολογίστε και την δυνατότητα τοποθέτησης είτε 3 pin είτε 5 pin διακοπτών και οι επιλογές σας είναι πραγματικά απεριόριστες. Η Mountain συνοδεύει το Everest 60 με δικούς της διακόπτες και όχι με Cherry MX αλλά συμβατούς φυσικά με το πρότυπο, τους οποίους εγγυάται μάλιστα για 100 εκατομμύρια απροβλημάτιστες χρήσεις. Τους προσφέρει δε σε τρεις εναλλακτικές επιλογές, μπλε, κίτρινους και λευκούς, χαρακτηριστικά των οποίων θα βρείτε στην παρακάτω εικόνα. Αλλά και στα κουμπιά η Mountain δεν έχει κάνει εκπτώσεις προσφέροντας PBT Double-Shot (διπλού κελύφους) με διάφανα σύμβολα, προσωπικά δεν ξέρω κάτι καλύτερο αυτή τη στιγμή. Και για να εξηγήσω περιληπτικά το PBT (Polybutylene Terephthalate) είναι πλαστικό (κρυσταλλικό πολυμερές) υψηλότερης αντοχής θερμότητας και γενικότερα στη φθορά σε σχέση με το κλασικό ABS (Acrylonitrile butadiene styrene) με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη αντοχή των κουμπιών και την διατήρηση της υφής τους για μεγαλύτερο διάστημα. Το δε Double-Shot (διπλού κελύφους) σημένει ότι ουσιαστικά πρόκειται για δύο καπάκια ενσωματωμένα. Το πρώτο αποτελεί το χρωματιστό αδιάφανο κέλυφος με τρυπημένο το σύμβολο επάνω του και το δεύτερο το διάφανο εσωτερικά του πρώτου με εξογκωμένο το σύμβολο ώστε να μπει στο κενό του πρώτου. Αυτό δημιουργεί ένα επίπεδο δύο διαφορετικών χρωματικά επιφανείων, του αδιάφανου και του διάφανου, από το ίδιο υλικό και με την ίδια ουσιαστικά φθορά, οπότε η εικόνα θα παραμένει ίδια μέχρι να φθαρεί όλη η επιφάνεια, δηλαδή πρακτικά δεν θα «ξεθωριάσει» ποτέ το σύμβολο. Αν δε η συγχώνευση των υλικών είναι τόσο καλή όσο και σε αυτά της Mountain τότε το αποτέλεσμα είναι μη ανιχνεύσιμο από τον χρήστη, είναι δηλαδή σαν να είναι ένα υλικό τόσο στην αφή όσο και οπτικά. Στις παρακάτω εικόνες βλέπετε μια ενδεικτική διατομή ενός Double-Shot κουμπιού, ελπίζω να είναι κατανοητό. Να σημειώσω ότι στο πακέτο περιλαμβάνετε και ένα κουμπί επιπλέον με το λογότυπο της για αντικατάσταση του esc από όποιον το επιθυμεί. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι η Mountain προσφέρει κάποια set αντικατάστασης των κουμπιών του Everest 60 καθώς και O-Rings απόσβεσης του ήχου που δημιουργείτε κατά την επαφή του με το κάτω μέρος, αλλά και ένα set με 3 χρωματιστά κουμπιά φτιαγμένα από ρητίνη που περιέχουν μια χιονισμένη βουνοκορφή για αντικατάσταση του esc, λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο του @pol77 για το Everest MAX Αντίστοιχα τα πράγματα και με το numpad των 252 γραμμάρια ή 269 κατά την Mountain, στιβαρές μαγνητικές συνδέσεις και σκληρός αλλά σταθερός ο συρταρωτός επιλογέας που βγάζει έξω το βύσμα σύνδεσης με το βασικό πληκτρολόγιο. Αριστερά και δεξιά στο πίσω μέρος ποδαράκι επεκτεινόμενα με όμοιους μαγνητικούς αποστάτες και δεξιά αριστερά καπάκια που κρύβουν το εκτεινόμενο τώρα βύσμα σύνδεσης με το βασικό πληκτρολόγιο. Και εδώ το τελικό αποτέλεσμα μετά την σύνδεση είτε αριστερά είτε δεξιά. HotKeys Αρκετά πλήρες σετ έξτρα λειτουργιών με τη χρήση του Fn όπως βλέπουμε παρακάτω και «ευτυχώς» ενσωματωμένα στο πληκτρολόγιο χωρίς να εξαρτώνται από το base camp. Ποιότητα Κατασκευής και Φινίρισμα Άψογο φινίρισμα, τέλεια ποιότητα κατασκευής και ενδιαφέρουσα μινιμαλιστική αισθητική, ότι άλλωστε μας έχει συνηθίσει η Mountain και από τα υπόλοιπα της προϊόντα, από hardware κορυφή από software μας τα χάλαγε πάντα, για να δούμε. Φωτισμός RGB Πολύ καλός φωτισμός έντονος και καθαρός με δυνατότητα ρύθμισης off συν τεσσάρων ακόμα επιπέδων το όλο πέντε. Brighness.mp4 Και εδώ βλέπετε όλα τα effect στη σειρά. 2.mp4 Αποτελέσματα Μετρήσεων Άψογο και στις δοκιμές μιας και όπως βλέπετε και στην εικόνα μπόρεσα να πατήσω όλα τα πλήκτρα ταυτόχρονα επιβεβαιώνονται το NKRO. Μην σας μπερδέψουν τα γκρι – ανενεργά κουμπιά, απλά δεν υπάρχουν, θυμίζω 60% format … Και φυσικά και το ghosting δεν είναι πρόβλημα μιας και μπορεί κανείς να πατάει ταυτόχρονα και τα δύο shift ή και τα δυο alt χωρίς αυτό να επηρεάζει την λειτουργία τους. Λογισμικό Base Camp Εδώ επιτρέψτε μου να είμαι πολύ λακωνικός, για δύο λόγους. 1. Σας παραπέμπω στο αντίστοιχο άρθρο του @pol77 για το μεγάλο αδελφάκι του Everest Max μιας και πρακτικά αλλαγές δεν υπάρχουν. 2. Δυστυχώς το λογισμικό εξακολουθεί να έχει πολλά προβλήματα και πολλές δυσλειτουργίες σε σημείο που πιστεύω ότι πρέπει να ξαναγραφτεί εξ αρχής και όχι να διορθωθεί. Έχει και το firmware τα θεματάκια του αλλά εκεί τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Ενδιαφέρουσα παρατήρηση το ότι κάθε αλλαγή περνά απευθείας στο πληκτρολόγιο και φαίνεται και στην εικόνα αλλά όχι από το πληκτρολόγια στο πρόγραμμα, όποτε όμως αυτό δουλεύει ... Παρόλα αυτά παραθέτω μερικές ενδεικτικές εικόνες. Η κεντρική εικόνα του Base Camp όπως εμφανίζεται όταν αυτό ανοίγει με συνδεδεμένο keyboard και mouse. Το αρχικό μενού του Everest 60 με τα έως και 5 προφίλ, εδώ έχω μόνο 3. Η λίστα των εφέ φωτισμού, σε γενικές γραμμές λειτουργούν αλλά δεν φαίνονται πάντα στο πρόγραμμα και δεν λειτουργούν όλες οι επιλογές τους Η καρτέλα με τις επιλογές ανάθεσης λειτουργίας για το κάθε πλήκτρο. Γενικός λειτουργεί για όλα τα πλήκτρα αλλά όχι όλες οι επιλογές και δυστυχώς δεν επανέρχεται στο default και δεν λειτουργεί και η διαγραφή. Ευτυχώς υπάρχει το hardware reset με το Fn + R για 5’ ... αυτό μου έπαιξε πάντα ... πάλι καλά. Η καρτέλα των ρυθμίσεων, μην δώσετε σημασία στις επιλογές gaming γενικός δεν δουλεύουν ... ακόμα έστω. Επίλογος - Συμπεράσματα Περίεργο format to 60%, δεν έχω καταλάβει γιατί το προωθούν τόσο οι εταιρείες μάλλον θα έχει αρχίσει να έχει αρκετό κοινό. Προσωπικά αρέσκομαι στο TKL αλλά παρόλα αυτά για το αρκετά μεγάλο διάστημα που πέρασα μαζί του δεν δυσαρεστήθηκα. Αυτό που είναι σίγουρα ευχάριστο είναι η αίσθηση των πλήκτρων στο πάτημα αλλά και η αφή των κουμπιών. Κάπως με δυσκόλεψε αρχικά κατά την χρήση διότι για κάποιο λόγο πάταγα και κάποιο από τα πλαϊνά κουμπιά μαζί με αυτού που ήθελα, ίσως διότι δεν έχω ιδιαιτέρος λεπτά δάκτυλα, ίσως διότι συνήθως δουλεύω με εργονομικά πληκτρολόγια, αλλά αυτό το συνήθισα γρήγορα και το διόρθωσα. Αυτό που δεν μπόρεσα να συνηθίσω εύκολα είναι το να πατάω καμία φορά κατά λάθος το πάνω βελάκι μαζί ή αντί του δεξιού shift και ακόμα σπανιότερα και το del δεξιά του, αυτό βέβαια μόνο κατά την γρήγορη πληκτρολόγηση. Δεν θα το χρεώσω παρόλα αυτά ως σημαντικό πρόβλημα μιας και είναι καθαρά θέμα επιλογής του format πράγμα καθαρά προσωπικό. Σίγουρα ευχάριστο το να πιάνει τόσο λίγο χώρο στο γραφείο ειδικά αν δεν έχει βάλει κανείς και το έξτρα αριθμητικό. Πολύ καλός φωτισμός και αρκετές οι επιλογές προγραμματισμού όλων των πλήκτρων. Πολύ βολικό το να μπαίνει το αριθμητικό πληκτρολόγιο και από τις δύο μεριές και έξυπνη ιδέα η χρήση USB C βύσματος για σύνδεση και η δυνατότητα χρήσης καλωδίου προέκτασης, αν υπήρχε και η δυνατότητα απευθείας σύνδεσης στο PC θα ήταν τέλεια, οκ ζητάω πολλά αλλά δεν του λείπει και κάτι. Και τώρα τα δυσάρεστα. Το λογισμικό (firmware) στο πληκτρολόγιο είναι προβληματικό σε αρκετά σημεία και το base camp συνεργάζεται μαζί του με δυσκολία. Κρίμα ... κρίμα ... κρίμα ... Πρόκειται για hardware δείγμα προς μίμηση που το μόνο που μου έλειψε από επάνω του, αν πρέπει να πω κάτι, θα ήταν ένα USB Hub, το καταστρέφει όμως το πολύ κακό λογισμικό. Ευελπιστώ αυτό το τελευταίο να το αλλάξουν. · Ποιότητα, υλικά, φινίρισμα. · Αισθητική. · Φωτισμός RGB ανεξάρτητος σε κάθε κουμπί και περιφερειακά του σασί. · Εξαιρετικοί διακόπτες, αφαιρούμενοι από το χρήστη και συμβατοί με κάθε τύπο 3 ή και 5 pin. · Εξαιρετικά double shot PBT key caps και αρκετές έξτρα επιλογές για αντικατάσταση. · Αριθμητικό πληκτρολόγιο με δυνατότητα τοποθέτησης είτε αριστερά είτε δεξιά. · Chery MX σταθεροποιητές λυπανσμένοι με Kryton και σταθεροποίηση του space. · 3 υποδοχές USB C σύνδεσης με το PC. · Βύσμα σύνδεσης του NumPad τύπου USB C και δυνατότητα χρήσης καλωδίου προέκτασης. · NKPRO χωρίς ghosting. · 1 kHz / ms polling rate · 5 profiles στο πληκτρολόγιο. · Αρκετά Hot Keys στο πληκτρολόγιο. · Base Camp … λογισμικό με κάποιες καλές ιδέες μεν αλλά πολλά προβλήματα. · Υψηλή τιμή που δικαιολογείται όμως από τα υλικά.  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Mountain για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Σηφάκης Στέλιος 16/05/2022
  13. Introduction Having someone to hold your torch so you can have both hands free is useful in many situations, especially if they are good at pointing it where you want to see and of course, not in your eyes. When no such brilliant helper can be found, a head torch can do just as good a job. Head torches come in many different varieties, ranging from low CRI - high output, to illuminate large areas to high CRI - low output, for illuminating closer, with better quality light. Sofirn sent us one of their head torches to review, that can combine both: The Sofirn HS20. The Sofirn HS20 is a dual head lamp, with independent controls for a high output - low CRI and a low(er) output - high CRI emitter. This sounds like a brilliant idea, so let's delve into it and see how they've done! Unboxing The Sofirn HS20 comes in a generic brown box with the company logo stamped on the top and a sticker specifying the exact model it contains. The torch and all the accessories are tucked inside in no particular order. The accessories include a 1m (3ft) long USB A to USB C charging cable, 2 spare O-rings, the head strap and the manual. The torch itself comes protected in a bubble-wrap bag. There is a label on the torch, held with a rubber band, reminding the end user to remove the insulation paper from the battery (which is shipped inside the torch) so the torch can function. The design of the Sofirn HS20 makes it a dedicated head torch, as it is not convenient to operate in hand. It consists of a tube, with 2 end caps and a protrusion in the middle of the tube, which houses the 2 emitters and their optics. On top of the protrusion there are 2 buttons, to control the 2 emitters separately. The emitter on the left (as you face the torch) is a Cree XHP50.2 inside an orange peel reflector. Despite being marketed as a spotlight, this configuration with a large dye emitter and a shallow, orange peel reflector is not going to focus the light into a narrow beam and have a lot of throw. I consider it instead to be the high output option. The emitter on the right is a Samsung LH351D CRI90 behind a TIR optic, which is protected by a glass lens. This is marketed as a flood light and indeed the TIR optic makes it floody. It is also the high CRI, lower output option. One of the end caps is marked with the USB symbol. The other has the mandatory CE / RoHS / do not throw in the bin markings. Unscrewing the USB marked end cap reveals the USB C charging port. Unscrewing the other end cap reveals the battery, with the insulating paper on top. The battery is a Sofirn branded, button top, 3000mAh, 18650, Li-Ion battery. A brass puck at the back of the driver PCB makes contact with the positive terminal of the battery while a thick, good quality spring on the end cap makes contact with the negative terminal. The torch fits securely in the silicone cradle of the head band and the straps are soft and adjustable. Build Quality The build quality of the Sofirn HS20 is... OK. All parts fit together nicely and the anodization is uniform but there are some milling defects that can be seen under the anodization, especially on the edges of the milled grooves at the back. This has no functional consequences whatsoever, of course, but it detracts from the aesthetics. Specifications The specifications of the Sofirn HS20 as found on the company's website can be viewed below. The high output Cree XHP50.2 emitter has a CCT of 6000K-6500K and a CRI of 70 while the high CRI Samsung LH351D emitter has a CCT of 5000K and a CRI of 90. The USB C port facilitates fast charging with 2A current and can charge the included battery in 2.5 hours. User Interface The Sofirn HS20 features one switch per emitter, for fully independent control. From OFF: Click throw / flood button to turn on throw / flood emitter. Press and hold to select modes low / medium / high. Click to turn off. Double click throw / flood button to turn on throw / flood emitter on Turbo. Click to turn off. Triple click any button to activate lock out. The flood emitter will flash twice. Clicking any button while in lock out mode will make the flood emitter flash twice to indicate the torch is in lock out mode. Triple click throw / flood button to go out of lockout mode and turn on the throw / flood emitter. Press and hold throw / flood button to turn on throw / flood emitter on Eco mode. Keep holding for more then 1sec to go to and cycle through the standard modes: low / medium / high. Click to turn off. From ON: Click the throw / flood button to turn off the throw / flood emitter. Double click the throw / flood button to go to Turbo on the throw / flood emitter. Click to return to the previous mode. Triple click any button to cycle through throw / flood / throw + flood. Long press the throw / flood button to select modes low / medium / high on the throw / flood emitter. Click to turn off. The switches are also lit, to provide information on the battery level. Modes and Run Times The Sofirn HS20 has 5 modes for each emitter: Eco, Low, Medium, High and Turbo. The output of each mode for each emitter as well as the 2 emitters combined together, according to Sofirn, is shown in the following table. My measurements are in the table below in orange, while the company specifications are in black. It looks like the specifications of the Sofirn HS20 are quite accurate! Size Comparison Here is a side by side photo of the Sofirn HS20 with the Sofirn HS10. The Sofirn HS20 is quite compact for a dual emitter head torch with a 18650 battery. Photometry I took some photometry readings with an Opple Light Master Pro. The results are in the following table. The CCTs of both emitters seem to be warmer than spec. The CRI readings are what is expected. On the other hand, it looks like the Opple Light master pro has trouble reading the Duv of the Cree XHP50.2 emitter, which, as you can see in the following photos, taken with a white balance of 5500K, is definitely not on the rosy side. The photos show the Sofirn HS20 on the right, compared to the Sofirn HS10 on the left. The Sofirn HS10 uses a Samsung LH351D 5000K emitter, which is the same with the Sofirn HS20 flood emitter. On the first photo we see the Sofirn HS20 spot light, on the second the flood light and on the third, both. Beam Profile As there are 2 emitters with their separate optics in the Sofirn HS20, we have 2 beam profiles and of course, the combination of both. The first photo shows the beam profile of the spotlight, with the Cree XHP50.2 emitter and the shallow, orange peal reflector. The second photo shows the beam profile of the floodlight, with the Samsung LH351D emitter and the TIR optic. It is obvious that the first has a tighter hot spot than the second and as it also has more output, it is certain it will throw further. In the last photo, we have the combined beam profile of both emitters. Beam Shots Here are some beam shots of the Sofirn HS20 flood light, spot light and dual emitters, at Low, Medium, High and Turbo. The following video shows a comparison of the Sofirn HS20 to the Sofirn HS10, on Turbo, using both emitters of the Sofirn HS20. The distance to the end of the alley is 70m. Driver The driver of the Sofirn HS20 features thermal step down, reverse polarity protection and low voltage protection. It is a FET driver and uses PWM on all modes to control the output. The PWM is of high frequency and not visible to the eye. Here is the PWM when only the spotlight is on: Here is the PWM when only the floodlight is on: And this is the PWM with both emitters on: The camera can see the PWM but the eye cannot. Current Draw The following table shows the current draw of the Sofirn HS20, using the included battery. Charging The Sofirn HS20 comes with USB C onboard charging. The battery included with the Sofirn HS20 is rated at 3000mAh and I measured it at 3043mAh. The battery's internal resistance was measured at 50mΩ. It looks like the battery included with the Sofirn HS20 is of high quality. The torch has under voltage protection and turns off when the battery voltage drops to 2.88V. Charging the battery of the Sofirn HS20 is very easy. Just plug the included USB A to USB C cable and any USB charger that can provide the required maximum current of 2A into the USB C socket on the torch to charge it. Using a lower output charger will still work but the charging will be slower and take more time. There is also support for USB C to USB C cable charging. The indicative LED next to the USB C socket will turn red while the battery is charging and green to indicate a full charge. Charging the Sofirn HS20 battery from 2.88V to 4.12V, where the charging terminated, took 2 hours, 28 minutes and 2 seconds, which is in accordance with the 2.5 hours charging specification. The maximum current drawn was 1.7688A. Output & Runtimes The Sofirn HS 20 is rated at a maximum output of 2700 Lumen and a maximum throw of 136m. I do not own a multi thousand dollar worth integrating sphere, just a logging Lumen meter and a home made integrating tube. The array is calibrated with 3 separate, professionally measured lights and gives me consistent results, but there is definitely room for error and deviations are to be expected. Running the Sofirn HS20 with the included battery and using both emitters yielded a maximum output of 2616 Lumen at turn on and 2456 Lumen at 30 seconds (ANSI). That is very close to spec. The outputs of the spotlight and floodlight emitters were also up to spec. You can see the full runtimes of each emitter separately and both together, on Turbo, in the graph below. Here are the first 10 minutes, in greater detail. I measured the throw of the Sofirn HS20, using the included battery and both emitters, at 138m (4732cd). The spotlight was measured at 127m (4002cd) and the floodlight at 71m (1271cd). Conclusion The Sofirn HS20 is a value for money, dual head torch that includes a high CRI floodlight and a high power spotlight with independent controls and an intuitive and simple user interface. It comes with a comfortable, adjustable head strap, USB C 2A charging and a 3000mAh 18650 battery. The build quality is good and the design is very functional, but the finish could be better aesthetically, as there are some small imperfections in the milling, under the anodization. The driver uses PWM to control the output in all modes, but the PWM is high frequency and not visible or in any way tiring to the eye. The driver also has thermal regulation, low voltage protection and reverse polarity protection. If you are in the UK, you can purchase the Sofirn HS20 from Amazon for £56.99, minus a 10% voucher available at the time of this review. From anywhere in the world, you can purchase it from the Sofirn Website for $41.99 plus the tax for your country. For Greece, the tax is $5.46 and brings the total cost to $47.45. Let us summarise the pros and cons of the Sofirn HS20. Pros + Dual emitters, 1 high output Cree XHP50.2 and 1 high CRI Samsung LH351D, with independent controls. + Simple and intuitive user interface. + High and true to spec output. + Temperature regulation, low voltage protection and reverse polarity protection. + USB C 2A onboard charging with USB C to USB C support. + 3000mAh 18650 Li-Ion battery included. + Comfortable and adjustable head strap. + IP68. + Value for money. Cons - Small imperfections in the milling, under the anodization.  TheLAB.GR Thanks to Sofirn for providing the torch for review Polymeros Achaniotis 13/04/2022
  14. Introduction Things that try to do two jobs are often mediocre at both, so when I was offered a review sample of the Acebeam Rider RX I was sceptical. You see, this particular torch is marketed not only as an EDC torch but also a fidget toy. And the immediate thought that comes to mind is what compromises had to be made for it to be both? Acebeam is a company that thinks things through in their designs and implementations and I was interested to see how they went about it, so I accepted the sample and will be presenting my findings and thoughts in this article. Let's delve into this review and find out if the Acebeam Rider RX is a good EDC torch. Fidget toy. Both. Unboxing The Acebeam Rider RX comes in a simple white box, with a clear window at the front through which you can see the torch. The front of the box also states the brand and model while the back has the company information and various certifications and QR codes. The two sides have the company logo and the 5 year warranty, respectively. The top and bottom of the box are plain white. Inside the box, we find the torch, in a clear, moulded plastic that holds it in place and under that we find the accessories. The accessories include the user manual, a lanyard, spare o-rings and the short USB-A to USB-C charging cable. The manual unfolds to a single sheet of paper. One side of it is written in English and the other side is in Chinese. In the following photo you can see the English side. The construction of the Acebeam Rider RX includes an outer tube, made of stainless steel and an inner tube made of aluminium. The outer tube comes in 4 different finishes that you can see in the following photo, while the inner tube is always anodized blue. The sample that was sent to me is the blue version of the Acebeam Rider RX which is the most discrete one, as the outer stainless steel tube does not contrast with the inner aluminium tube. It is a very nice blue as well. The torch is very pocketable, as it uses a 14500 / AA battery and is well designed and appealing to the eye. The outer tube has cut outs through which you can see the inner tube. Very nice. The front of the torch shows clearly the double tube design while the back has the switch. The mid section is the most interesting part, with the cut outs that show the inner tube. The clip is large and bidirectional and to he honest does not look remotely as elegant as the rest of the torch. It is very functional and the size and shape are deliberate, as they are necessary for the fidgeting function. It is held in place by two screws. As you can see, the cut out for the clip allows for it to be moved to the side and then forward, as the arrow indicates. There is a spring loaded ball bearing that will engage into the 3 small holes to stop the clip assembly in specific places. The switch is simple, flat and allows the torch to tail stand. The lens comes protected with a film that must be removed before use. Once the film is removed, we can see the shallow, smooth reflector and the emitter. The emitter is a Nichia 219F at 5000K. In order to open the battery compartment, we first need to follow the arrow and move the clip to the side and then forward. This action pushes the inner tube to the front and exposes the front part of it. As a consequence, the switch is recessed inside the outer tube and is unreachable. This could work as a mechanical lock out as well. Now that the front part of the inner tube is exposed, we can just unscrew it to gain access to the battery compartment. The battery comes inside the torch, with the positive terminal insulated for safety. At the back of the battery, there is a thick, good quality spring, while the positive terminal at the front of the battery makes contact with a brass button on the driver PCB. Some of the electronics are on this side of the PCB as well. The battery that comes with the Acebeam Rider RX is a Li-Ion 14500 with a rated capacity of 920mAh. It also features a USB-C charging port. Very convenient. Build Quality I am certain that it was clear from the photos that the build quality of the Acebeam Rider RX is very good. The fit and finish are impeccable and the anodizing and painting are excellent. Specifications The specifications of the Acebeam Rider RX, as found on the company's website, are as follows: The Acebeam Rider RX features a Nichia 219F emitter, with a CRI >90 and a neutral CCT of 5000K. The output of 650 Lumens is not exceptional, but for a high CRI torch in this size it is normal, if you want any kind of duration on high. The smooth but shallow reflector throws to 96 meters, which is quite respectable for the size and adequate for EDC purposes. The size and weight of the Acebeam Rider RX make it very easy to carry. A great feature of the Acebeam Rider RX is its ability to use Ni-MH and Alkaline batteries, in addition to the Li-Ion battery it comes with, so you are never out of power. The output with the lower voltage batteries is, of course, also lower. User Interface The user interface of the Acebeam Rider RX is simple and intuitive. The switch is a forward clicky, which means you half press repeatedly to select the mode you want (momentary use) and full press to keep the torch permanently on at the currently selected mode. There are four modes that you can cycle through it that way, Ultra Low, Low, Mid and High and then the cycle repeats. There is mode memory, so the torch with start at the last used mode. A double half press will put the torch in SOS mode where it automatically shines an SOS in Mors code. Fully pressing the switch at that point will leave the torch running in that mode, while another half press instead will move forward within the normal 4 modes. Modes and Run Times The following table shows the output levels and respective durations of the Acebeam Rider RX with the included Li-Ion battery as well as with a Ni-MH and an Alkaline battery. My own measurements show slightly less brightness than the specs, but not by much. The Ni-MH battery I used was a white Eneloop. Fidget Factor The fidgeting function of the Acebeam Rider RX relies on the movement of the clip, which exposes the front part of the inner tube, as shown below. I was not sold on it to begin with, but when I got my hands on the sample and tried it, it quickly grew on me and I found it quite satisfying. I have not and would not fidget with the Acebeam Rider RX in the presence of other people though, as it is quite loud and I expect it would annoy them. Another point to consider is that the front of the clip slides on the paint of the outer tube, which seems to be of very high quality and resilient so far, but I am sure that with time and many repetitions, the friction will damage the paint. Size Comparison The size of the Acebeam Rider RX is quite standard for a 14500 torch. Here is is between the Lumintop Tool 2.0 and the Olight i5T, for comparison. This is a very pocketable form factor and that is why 14500 sized torches are a popular EDC choice. Photometry I used an Opple Light Master Pro to measure the CCT, CRI and Duv of the Acebeam Rider RX. The results for all four output modes can be seen below, from Ultra Low to High. The CCT is quite close to spec across all four output modes and the CRI is consistently above 90, as promised. Unfortunately, the Duv is positive, which means a greenish rather than a rosy tint. To visualise that, I took the following photo, with the white balance manually set to 5500K. On the left we have the Lumintop Tool 2.0, modified with a Nichia 219b sw45k R9080 emitter, which is very rosy. In the middle is the Acebeam Rider RX and on the right we have the Olight i5T which is known to have a distinctly greenish hue. Beam Profile The beam profile of the Acebeam Rider RX can be seen in the following photo. There is a defined hot spot, that guarantees some throw, and adequate spill. A well balanced beam profile for EDC. Beam Shots I tested the Acebeam Rider RX over a distance of 70m. The following video shows a comparison of the Acebeam Rider RX to the Lumintop Tool 2.0, modified with a Nichia 219b sw45k R9080 emitter and the Olight i5T. Driver Acebeam usually employs very high quality, constant current drivers with no visible or invisible flickering. Unfortunately, that is not the case with the driver of the Acebeam Rider RX. The Opple Light Master Pro shows high risk flickering in the Ultra Low and Low modes, while there is still flickering albeit non harmful on Mid and High modes. The details of the modulation can be seen below. This is how my camera sees the modulation of the Acebeam Rider RX. Current Draw The current that the Acebeam Rider RX draws in each of the four modes can be seen below. The maximum current drawn, on High, is 2.56A, so any button top 14500 battery that can provide at least that output, will work well with the Acebeam Rider RX. Charging The battery included with the Acebeam Rider RX is rated at 920mAh and I measured it at 955mAh. The battery's internal resistance was measured at 75mΩ. It is clear that the battery included with the Acebeam Rider RX is of high quality. The torch has under voltage protection and turns off when the battery voltage drops to 2.83V. Charging the battery of the Acebeam Rider RX is very easy. Just use the included USB-A to USB-C cable and any USB charger or computer USB port to charge it. Unfortunately, the battery does not support USB-C to USB-C cable charging (no PD support). The indicative LED around the positive terminal will turn red while the battery is charging and green to indicate a full charge. Charging the Acebeam Rider RX battery from 2.83V to 4.19V, where the charging terminated, took 3 hours, 13 minutes and 54 seconds. The maximum current drawn was 0.4362A, so any USB charger or computer USB port will be sufficient. A charger is not provided with the light but you can use your phone charger. Output & Runtimes The Acebeam Rider RX is rated at a maximum output of 650 Lumen and a maximum throw of 96m. I do not own a multi thousand dollar worth integrating sphere, just a logging Lumen meter and a home made integrating tube. The array is calibrated with 3 separate, professionally measured lights and gives me consistent results, but there is definitely room for error and deviations are to be expected. Running the Acebeam Rider RX with the included battery yielded a maximum output of 614 Lumen at turn on and 542 Lumen at 30 seconds (ANSI). The output kept dropping gradually until the 2 minute and 11 seconds mark, when it dove to 396 Lumen. From there, it gradually dropped to 370 Lumen over the next 6 minutes and then dropped to 302 Lumen. From that point on, the output gradually declined until it turned off at 1 hour, 14 minutes and 57 seconds. From the runtime graph we can deduce that the output level is dependant on the battery voltage and timed step downs. There is no thermal regulation as I was able to reset the torch to full output by turning it off and back on. Here are the first 10 minutes, in greater detail. I used a white Eneloop to test the Acebeam Rider RX with a Ni-MH battery. The output starts at 172 Lumen and climbs to 176 Lumen over the first minute of operation. It then drops to 123 Lumen for another 6 minutes and then to 76 Lumen until almost the 2 hour mark. Then there is a brief increase in brightness, while the driver attempts to compensate for the dropping battery voltage and after that the output drops to very low levels for another hour and 20 minutes before the torch turns itself off. It is obvious and expected that when using a Ni-MH or an Alkaline battery the voltage is boosted to be able to drive the emitter and therefore the output is more stable. Here are the first 10 minutes of the above graph, in greater detail. I measured the throw of the Acebeam Rider RX, using the included battery, at 94m (2190cd), which is close enough to the 96m declared in the specs. With the white Eneloop battery, the throw I measured was at 50m (622cd). Conclusion The Acebeam Rider RX is a 14500 sized EDC torch with a fidget function. It features a double tube design, with the outer tube made of stainless steel in 4 different finish options and the inner tube made of blue anodized aluminium. The quality of the construction, painting and anodization is excellent and fidgeting with it can be fun, but is also loud and may annoy some people in the vicinity. The beam profile and output are optimized for EDC use and the torch is operated by a forward clicky tail switch which feels rather mushy but is easy to use. The user interface is simple and the mode spacing is good. The emitter used in the Acebeam Rider RX is a Nichia 219F with CRI>90 and CCT=5000K which is above BBL in all output modes but not as much as other torches, like the Olight i5T. It is rather close to natural day light, which is also above BBL. My measurements of the output levels found them to be below specs, but not by much. The Acebeam Rider RX can be ordered directly from the Acebeam website and costs $54.95, including the battery and shipping. Let us summarise the pros and cons of the Acebeam Rider RX. Pros + Excellent build quality, painting and anodizing + Stainless steel outer tube with aluminium inner tube + Engaging fidget function + Impeccable and intricate machining + High CRI 5000K emitter + Low Voltage Protection. + USB -C rechargeable battery included + Supports Li-Ion, Ni-MH and Alkaline batteries + Simple and intuitive UI + IP68 + Easily pocketable form factor + Reverse polarity protection Cons - Flickering, especially in Ultra Low and Low levels - No thermal regulation - The battery does not support USB-C to USB-C cable charging - Above BBL  TheLAB.GR Thanks to Acebeam for providing the torch for review Polymeros Achaniotis 28/03/2022
  15. Εισαγωγή Το πόσο σημαντική διαφορά δίνει ο σωστός φωτισμός σε λήψεις φωτογραφιών και βίντεο είναι γνωστό σε όλους όσους ασχολούνται και το είδαμε και σε σχετικό review στο παρελθόν, όπου είχαμε αναλύσει τα εξαιρετικά Elgato Key Light Air. Τώρα η Elgato έστειλε στον πάγκο των δοκιμών μας το μικρότερο σε διαστάσεις, φορητό μέλος της οικογένειας των φωτιστικών της που ακούει στο όνομα Elgato Key Light Mini. Το Elgato Key Light Mini είναι ένα φορητό φωτιστικό σώμα, ρυθμιζόμενης ισχύος και θερμοκρασίας φωτός, με ενσωματωμένη μπαταρία και έλεγχο λειτουργίας τόσο μέσω WiFi, όσο και αυτόνομα. Συσκευασία και Περιεχόμενα Αλλά ας ξεκινήσουμε από την αρχή, δηλαδή από τη συσκευασία. Το Elgato Key Light Mini έρχεται σε συσκευασία παρόμοια με αυτές που μας έχει συνηθίσει η εταιρεία, από ιλουστρασιόν χαρτόνι και σε αποχρώσεις του μπλε. Στην εμπρός όψη κυριαρχεί η φωτογραφια του προϊόντος ενώ στην πίσω βλέπουμε ένα σενάριο χρήσης του μαζί με τα κύρια και τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Στη μία πλαϊνή πλευρά βλέπουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του προϊόντος και τα περιεχόμενα της συσκευασίας ενώ στην άλλη τονίζεται η φορητότητά του. Η επάνω πλευρά της συσκευασίας προσφέρει τη δυνατότητα ανάρτησης σε σταντ καταστήματος ενώ στην κάτω πλευρά βλέπουμε τις πιστοποιήσεις και τα στοιχεία της εταιρείας. Αξιοσημείωτη είναι η πληροφορία ότι οι δοκιμές της συσκευής έγιναν στο 50% της ισχύος, σε θερμοκρασία φωτός 4150Κ και με το WiFi απενεργοποιημένο. Ανοίγοντας τη συσκευασία βλέπουμε τον σύντομο οδηγό χρήσης και κάτω από αυτόν, το προϊόν προστατευμένο σε λευκή θήκη από ύφασμα. Κάτω από το Elgato Key Light Mini υπάρχει μία θήκη όπου βρίσκουμε το φυλλάδιο με τις οδηγίες ασφαλείας και το καλώδιο φόρτισης. Το καλώδιο φόρτισης είναι τύπου USB A σε USB C και το βύσμα του USB C έχει σχήμα U για να αγκαλιάζει τη συσκευή και το καλώδιο να κρύβεται πίω της. Το Elgato Key Light Mini έχει στρογγυλεμένες γωνίες και η εμπρός του όψη καλύπτεται από λευκό πλαστικό για τη διάχυση του φωτός. Στην πίσω όψη βρίσκουμε το λογότυπο της εταιρείας, περιτριγυρισμένο από ένα καλαίσθητο σχέδιο. Στις γωνίες υπάρχουν ισχυροί μαγνήτες που μπορούν να κρατήσουν με ασφάλεια τη συσκευή πάνω σε μια μεταλλική επιφάνεια. Στο αριστερό μέρος της πίσω επιφάνειας διακρίνουμε το ενδεικτικό LED της σύνδεσης WiFi και 5 ενδεικτικά LED για τη στάθμη της μπαταρίας. Η επάνω όψη δεν έχει κάτι ενώ στην κάτω όψη βρίσκουμε την υποδοχή 1/4" για την ανάρτηση της συσκευής στο σύστημα MultiMount της εταιρείας ή σε οποιοδήποτε φωτογραφικό τρίποδο, περιτριγυρισμένη από τις πιστοποιήσεις της συσκευής και τα στοιχεία της εταιρίας. Στο ένα πλαϊνό υπάρχει ένα αυτοκόλλητο με το σειριακό αριθμό της συσκευής ενώ στο άλλο βρίσκουμε τη θύρα τροφοδοσίας / φόρτισης (τύπου USB C), το πλήκτρο ενεργοποίησης, το χειριστήριο ελέγχου και το πλήκτρο Reset (που μπορεί να πατηθεί μόνο με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο) Σύνδεση και Λογισμικό Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του Elgato Key Light Mini είναι η δυνατότητα σύνδεσης μέσω WiFi με υπολογιστή που τρέχει Windows ή MacOS ή κινητό τηλέφωνο με Android ή iOS. Ας δούμε τη σύνδεση με υπολογιστή που τρέχει Windows. Αυτή γίνεται με το λογισμικό της Elgato που ονομάζεται Control Center και το οποίο βλέπουμε παρακάτω. Εδώ έχουμε ήδη συνδεδεμένα τα 2 Elgato Key Light Air που είχαμε δει σε προηγούμενο ;review. Πατώντας το + πάνω αρστερά, μπορούμε να προσθέσουμε μια νέα συσκευή. Το Elgato Key Light Mini έρχεται έτοιμο προς σύνδεση. Αν είχε συνδεθεί παλιότερα σε άλλο δίκτυο, μπορούμε με το πλήκτρο reset που είδαμε να το επαναφέρουμε σε κατάσταση ετοιμότητας προς σύνδεση. Πατώντας το πλήκτρο connect, μας δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουμε ένα από τα διαθέσιμα στο χώρο μας ασύρματα δίκτυα WiFi στα 2,4GHz και να εισάγουμε τον σχετικό κωδικό. Παρά το γεγονός ότι στα τεχνικά χαρακτηριστικά αναφέρεται συμβατότητα τόσο σε ασύρματα δίκτυα 2,4GHz όσο και σε ασύρματα δίκτυα 5GHz, το δείγμα μου εντόπισε μόνο τα πρώτα και όχι τα δεύτερα. Ακολουθεί η διαδικασία σύνδεσης... ..η οποία ολοκληρώνεται απροβλημάτιστα με το παρακάτω μήνυμα. Με αυτόν τον τρόπο, το Elgato Key Light Mini έχει προστεθεί στο Control Center. Η χρήση είναι απλή, με ένα πλήκτρο ενεργοποίησης / απενεργοποίησης και 2 συρόμενους επιλογείς, έναν για τη θερμοκρασία φωτός που κυμαίνεται από ψυχρό 7000K τέρμα αριστερά έως θερμό 2900K τέρμα δεξιά και έναν για την ένταση, που κυμαίνεται από 3% έως 100%. Το εικονίδιο με τους 3 συρόμενους επιλογείς στα δεξιά ανοίγει το σχετικό μενού των ρυθμίσεων. Από εκεί μπορεί ο χρήστης να αλλάξει το όνομα του Elgato Key Light Mini, να στείλει εντολή εντοπισμού (Identify) έτσι ώστε αν διαθέτει πολλές παρόμοιες συσκευές να εντοπίσει τη συγκεκριμένη μεταξύ των άλλων (ο εντοπισμός γίνεται μέσω ρυθμικού αναβοσβησίματος της συσκευής) καθώς και να κρύψει τη συσκευή (Hide) από το Control Center. Η λειτουργία Studio Mode απενεργοποιεί εντελώς την μπαταρία, έτσι ώστε να μην υπάρχει φθορά λόγω χρήσης και προορίζεται για λειτουργία της συσκευής με μόνιμη σύνδεση τροφοδοσίας. Θα προτιμούσα η λειτουργία αυτή να ήταν διαθέσιμη απ' ευθείας πάνω από τη συσκευή καθώς αν το Elgato Key Light Mini είναι σε studio mode και το πάρει ο χρήστης σε μια εξωτερική εργασία μακριά από το δίκτυο όπου είναι εγκατεστημένο, δεν έχει τρόπο να ενεργοποιήσει τη λειτουργία μέσω μπαταρίας. Υπάρχει επίσης λειτουργία απενεργοποίησης του WiFi καθώς και ελάττωσης της έντασης του φωτός όταν η μπαταρία πέσει κάτω από κάποιο επίπεδο. Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα επιλογής της συμπεριφοράς της συσκευής κατά την ενεργοποίηση καθώς και πληροφορίες για την έκδοση του Firmware και τη διεύθυνση IP που έχει η συσκευή στο δίκτυο. Δίνεται επίσης η δυνατότητα ενημέρωσης του Firmware. To Elgato Key Light Mini που παρέλαβα ως δείγμα είχε ήδη τη δυνατότητα αναβάθμισης του Firmware, η οποία ολοκληρώθηκε απλά και εύκολα, όπως φαίνεται στις παρακάτω εικόνες. Πέρα από τις ρυθμίσεις της κάθε συσκευής που ανοίγουν με το εικονίδιο των τριών συρόμενων επιλογέων που υπάρχει στα δεξιά της κάθε συσκευής, υπάρχουν και οι ρυθμίσεις που αφορούν το Control Center και οι οποίες ανοίγουν πατώντας το γρανάζι στο επάνω δεξιά μέρος του παραθύρου. Το μενού των προτιμήσεων χωρίζεται σε 3 μέρη: Στο πρώτο, μπορούμε να συνδέσουμε τον έλεγχο όλων των συσκευών έτσι ώστε να τις ρυθμίζουμε ταυτόχρονα. Αν δεν το επιλέξουμε, ο έλεγχος της κάθε συσκευής γίνεται χωριστά αλλά μπορεί να γίνει και προσωρινά ταυτόχρονος έλεγχος κρατώντας το πλήκτρο Ctrl κατά την πραγματοποίηση οποιασδήποτε μεταβολής. Στο δεύτερο μέρος μπορούμε να εμφανίσουμε όλες τις συσκευές που έχουμε επιλέξει να κρύψουμε από τις επιμέρους ρυθμίσεις της κάθε συσκευής, όπως είδαμε παραπάνω. Στο τρίτο μέρος βλέπουμε την έκδοση του προγράμματος, μπορούμε να κάνουμε έλεγχο για ενημερώσεις και να ενεργοποιήσουμε τον αυτόματο έλεγχο. Το πλήκτρο More... ανοίγει την παρακάτω θέση στον Windows Explorer. Η εφαρμογή Control Center διατίθεται και για Android και iOS. Παρακάτω βλέπουμε την εφαρμογή για Android. Οι λειτουργίες είναι αντίστοιχες με την έκδοση για Windows, που είδαμε αναλυτικά. Τέλος, είναι αξιοσημείωτη η δυνατότητα ελέγχου του Control Center και των συσκευών που αυτό ελέγχει μέσω των Elgato Stream Deck Mini, Stream Deck και Stream Deck XL. Παρακάτω βλέπουμε μια οθόνη επιλογών που έχω φτιάξει στο Elgato Stream Deck XL για τον έλεγχο συσκευών του Control Center. Χειρισμός Εκτός από το χειρισμό μέσω του Control Center, το Elgato Key Light Mini έχει και τα ενσωματωμένα χειριστήρια που είδαμε στην φωτογράφιση του προϊόντος. Η χρήση και λειτουργία τους φαίνεται στην παρακάτω εικόνα. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Key Light Mini φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Σύμφωνα με την εταιρεία: Η μέγιστη ένταση φωτός φτάνει τα 800 Lumens, η θερμοκρασία φωτός ρυθμίζεται από 2700K έως 7000K και το Color Rendering Index (CRI) είναι πάνω από το 94. Η χωρητικότητα της ενσωματωμένης μπαταρίας είναι 4000mAh και η φόρτισή της είναι γρήγορη, με ρεύμα έως 3A στα 5V. Το βάρος της συσκευής είναι στα 300g και οι διαστάσεις 147 x 100 x 17 mm. Υποστηρίζει σύνδεση μέσω WiFi στα 2.4GHz και στα 5GHz. Στο δικό μου σύστημα πάντως, το Elgato Key Light Mini εντόπισε μόνο το ασύρματο δίκτυο στα 2.4GHz και όχι αυτό στα 5GHz. Οι ελάχιστες απαιτήσεις για τη σύνδεση του Elgato Key Light Mini σε Windows, MacOS, Android και iOS φαίνονται στις παρακάτω εικόνες. Κατασκευή Το Elgato Key Light Mini βασίζεται σε περιμετρικό φωτισμό με LED και ειδικά στοιχεία διάθλασης για να επιτύχει σχετικά ομοιόμορφο φωτισμό σε όλη την πρόσθια επιφάνειά του. Φόρτιση Η φόρτιση του Elgato Key Light Mini γίνεται μέσω του παρεχόμενου καλωδίου USB Α σε USB C. Μπορεί όμως και να γίνει με οποιοδήποτε καλώδιο USB C διαθέτει ο χρήστης, ακόμα και καλώδιο USB C σε USB C. Στο πίσω μέρος της συσκευής υπάρχουν 5 ενδεικτικά LED που δείχνουν το επίπεδο φόρτισης της μπαταρίας σε βήματα ανά 20% (20%, 40%, 60%, 80%, 100%). Κατά τη φόρτιση, τα LED που αντιστοιχούν στο επίπεδο φόρτισης που έχει ήδη επιτευχθεί παραμένουν αναμμένα σταθερά ενώ το LED που αντιστοιχεί στο επίπεδο στο οποίο βρίσκεται το παρόν στάδιο της φόρτισης, αναβοσβήνει. Η φόρτιση θεωρητικά ολοκληρώνεται όταν παραμείνουν αναμμένα και τα 5 ενδεικτικά LED. Η εταιρεία συστήνει τη χρήση φορτιστή τάσεως 5V και με δυνατότητα παροχής ρεύματος 3A. Ο φορτιστής δεν παρέχεται με τη συσκευή. Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε τη φόρτιση, η οποία έγινε με μέγιστο ρεύμα στα 2.9A και διήρκησε 1 ώρα, 15 λεπτά και 19 δευτερόλεπτα μέχρι τη στιγμή που έμεναν σταθερά αναμμένα και τα 5 ενδεικτικά LED. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι το ρεύμα φόρτισης τη στιγμή που σταθεροποιήθηκε αναμμένο και το 5ο LED ήταν αρκετά υψηλό, στα 1,2Α. Για το λόγο αυτό πραγματοποίησα ακόμη μία μέτρηση, την οποία άφησα να συνεχιστεί και μετά το χρονικό σημείο όπου σταθεροποιήθηκε αναμμένο το 5ο LED και μέχρι του σημείου όπου πρακτικά μηδενίστηκε το ρεύμα φόρτισης. Αυτή η φόρτιση διήρκησε 1 ώρα, 52 λεπτά και 21 δευτερόλεπτα. Είναι εμφανές ότι η ένδειξη της ολοκλήρωσης της φόρτισης δεν συμπίπτει με την πλήρη ολοκλήρωσή της. Επίσης, είναι αδύνατον να ξέρει ο χρήστης σε ποιο σημείο έχει φτάσει η φόρτιση, εκτός αν απλά αφήσει τη συσκευή σε φόρτιση, με επαρκούς ισχύος φορτιστή, για τουλάχιστον 2 ώρες, όπου γνωρίζοντας το αποτέλεσμα της παραπάνω μέτρησης, μπορεί να υποθέσει ότι η φόρτιση ολοκληρώθηκε πλήρως. Για τους σκοπούς του παρόντος review, ας ονομάσουμε την φόρτιση μέχρι την σταθεροποίηση των 5 LED κανονική φόρτιση και τη φόρτιση μέχρι τον πρακτικό μηδενισμό του ρεύματος φόρτισης, πλήρη φόρτιση. Απόδοση και Διάρκεια Σύμφωνα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά που παρέχει η εταιρεία, το Elgato Key Light Mini μπορεί να αποδώσει μέχρι 800 Lumens. Η απόδοση όμως εξαρτάται και από την επιλεγμένη θερμοκρασία φωτός, με τη μέγιστη απόδοση στη συγκεκριμένη συσκευή να βρίσκεται στα 4150K. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες στο κάτω μέρος της συσκευασίας, όπως είδαμε στη φωτογράφιση, σε αυτή τη χρωματική θερμοκρασία έγιναν και οι δοκιμές από την εταιρεία. Στο παρακάτω διάγραμμα φαίνεται η μέγιστη φωτεινότητα σε Lumens που μέτρησα σε κάθε θερμοκρασία χρώματος. Δε διαθέτω επαγγελματικό εξοπλισμό για τη μέτρηση της απόδοσης σε Lumens, ο οποίος κοστίζει πολλές χιλιάδες ευρώ. Χρησιμοποιώ ένα Lumen Meter με δυνατότητες logging και μια συστοιχία με σωλήνες για την ομογενοποίηση του φωτός. Η διάταξη αυτή έχει βαθμονομηθεί με τη χρήση τριών επαγγελματικά μετρημένων φακών και μου δίνει σταθερά και συνεπή αποτελέσματα αλλά σαφώς και έχει περιθώρια σφάλματος και βελτίωσης. Ως εκ τούτου, θεωρώ για τους φακούς που μετράω ότι μια απόκλιση της τάξης έως και 10% είναι αποδεκτή. Η εν λόγω συσκευή έχει διαφορετική λογική και μεγάλη επιφάνεια φωτισμού και ενδεχομένως να οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη απόκλιση. Σε κάθε περίπτωση όμως, η μέγιστη φωτεινότητα που μέτρησα, σε θερμοκρασία φωτός 4150K, ήταν 502 Lumens, που είναι σημαντικά χαμηλότερη από τα 800 Lumens που υπόσχεται η εταιρεία. Η φωτεινότητα είναι αρκετά χαμηλότερη όσο φεύγουμε μακριά από αυτή τη χρωματική θερμοκρασία, έχοντας μέγιστη τιμή τα 288 Lumens σε χρωματική θερμοκρασία 7000K και τα 233 Lumens σε χρωματική θερμοκρασία 2900K. Όλα αυτά δεν αναφέρονται στα τεχνικά χαρακτηριστικά του προϊόντος και αν κάποιος το προμηθευτεί περιμένοντας 800 Lumens σε όλες τις θερμοκρασίες φωτός, ίσως απογοητευτεί. Ενδεικτικά, πήρα μετρήσεις στο 3% (που είναι η χαμηλότερη δυνατή επιλογή), 25%, 50%, 75% και 100% της έντασης, για θερμοκρασίες φωτός 7000K, 5000K και 2900Κ. Οι τιμές που μέτρησα, σε Lumens, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Η εταιρία υπόσχεται έως 4 ώρες λειτουργίας στο 50% της έντασης φωτός και λέει ότι τις δοκιμές τις έκανε σε θερμοκρασία φωτός 4150K και με το WiFi απενεργοποιημένο. Ας δούμε κι εμείς τι καταφέρνει το Elgato Key Light Mini στα 5000K, στο 50% αλλά και το 100% της έντασης, μετά τόσο από κανονική φόρτιση (μέχρι να σταθεροποιηθούν τα 5 LED) όσο και μετά από πλήρη φόρτιση (μέχρι να μηδενιστεί πρακτικά το ρεύμα φόρτισης). Το WiFi ήταν ενεργό στις δικές μου μετρήσεις, καθώς δεν εντόπισα κάποιο τρόπο πλήρους απενεργοποίησής του, εκτός και αν η εταιρεία εννοεί ότι απλά δεν ήταν συνδεδεμένο το Elgato Key Light Mini σε κάποιο συγκεκριμένο δίκτυο. Ποιότητα Φωτός Εκτός από την ένταση, σημαντικό ρόλο, πολύ σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, παίζει η ποιότητα του φωτός που αποδίδει ένα φωτιστικό σώμα. Όπως είδαμε, το Elgato Key Light Mini υπόσχεται υψηλό CRI (>94) και θερμοκρασία φωτός που ρυθμίζεται από 7000K έως 2900K. Δε διαθέτω φασματοφωτόμετρο, του οποίου το κόστος δεν είναι εντός των δυνατοτήτων μου, αλλά μόνο μια αρκετά οικονομική συσκευή μετρήσεων, με υψηλότερο περιθώριο σφάλματος, που θα μας δώσει όμως μια καλή εικόνα της ποιότητας του φωτός που προσφέρει το Elgato Key Light Mini. Οι μετρήσεις που πήρα με το Opple Light Master Pro Φαίνονται παρακάτω. Πήρα μετρήσεις σε θερμοκρασίες φωτός 7000Κ, 5000Κ και 2900Κ, ενώ η ένταση δε φαίνεται να επηρέασε αισθητά την ποιότητα του φωτός. Το Elgato Key Light Mini διαθέτει ψυχρά LED, θεωρητικά σε θερμοκρασία χρώματος 7000K και θερμά LED, θεωρητικά σε θερμοκρασία χρώματος 2900K. Όλες οι ενδιάμεσες θερμοκρασίες χρώματος επιτυγχάνονται με ανάμιξη (ταυτόχρονη λειτουργία) αυτών των 2 , με ανάλογα διαφορετική σχετική ισχύ λειτουργίας. Παρατηρούμε ότι η θερμοκρασία φωτός όταν επιλέγουμε 7000K είναι στην πραγματικότητα 5898K. Η σημαντική αυτή απόκλιση, επηρεάζει και όλες τις ενδιάμεσες επιλεγόμενες θερμοκρασίες φωτός, προς τα κάτω, καθώς αυτές επιτυγχάνονται με μίξη των 2 τύπων LED που διαθέτει η συσκευή. Έτσι, η επιλογή θερμοκρασίας φωτός 5000K μας δίνει μια πραγματική θερμοκρασία φωτός κοντά στα 4500K. Τα θερμά LED μετρήθηκαν στα 2930K, που είναι πολύ κοντά στη θεωρητική τους τιμή. Το CRI ήταν σε κάθε περίπτωση πάνω από 94, φτάνοντας το 99 για τα ψυχρά LED και το 95.5 για τα θερμά, με τις ενδιάμεσες χρωματικές θερμοκρασίες να βρίσκονται σε αντίστοιχα ενδιάμεσα CRI. To Duv ήταν αρνητικό σε όλες τις θερμοκρασίες φωτός, που σημαίνει ότι ο φως είχε μια ελαφριά magenta χροιά, που κατά τη γνώμη μου είναι πολύ πιο ευχάριστη από τις πράσινες χροιές που υποδηλώνουν τα θετικά Duv. Συνολικά, η ποιότητα του φωτός είναι εξαιρετική, με μοναδικό μελανό σημείο την αναντιστοιχία της θεωρητικής θερμοκρασίας φωτός των ψυχρών LED με την πραγματικότητα, η οποία συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες σχετικές τιμές προς τα κάτω. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο μιας οποιασδήποτε πηγής φωτός είναι το flickering, δηλαδή η αυξομείωση της έντασης που συμβαίνει στις περισσότερες συσκευές παραγωγής φωτός για τον έλεγχο της έντασης. Το flickering (τρεμόπαιγμα) έχει 2 παραμέτρους: Τη συχνότητα και το εύρος. Ανάλογα με αυτές τις παραμέτρους μπορεί να είναι ορατό ή / και κουραστικό ή να μην είναι. Πήρα μετρήσεις με το Opple Light Master Pro σε εντάσεις 3%, 25%, 50%, 75% και 100% και σε θερμοκρασίες φωτός 7000K, 5000K και 2900K. Όπως φαίνεται στα παρακάτω διαγράμματα, το Elgato Key Light Mini έχει υποδειγματική συμπεριφορά και δεν παρουσιάζει καθόλου ορατό flickering. Αποτέλεσμα Καλά όλα αυτά, αλλά τι μας προσφέρει η χρήση του Elgato Key Light Mini σε σχέση με τον φωτισμό ενός δωματίου; Προφανώς προσφέρει ποιοτικότερο και πιο ομοιογενή φωτισμό που οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα σε φωτογραφίες και βίντεο. Οι παρακάτω φωτογραφίες μιλάνε από μόνες τους, με την πρώτη να έχει ληφθεί με τον φωτισμό ενός δωματίου και τη δεύτερη με το Elgato Key Light Mini. Απολογισμός Το Elgato Key Light Mini είναι ένα φορητό φωτιστικό σώμα (fill light) με δυνατότητες λειτουργίας με εξωτερικό τροφοδοτικό ή μέσω της ενσωματωμένης μπαταρίας 4000mAh. Διαθέτει ενσωματωμένα χειριστήρια αλλά υποστηρίζει και έλεγχο μέσω του οικοσυστήματος της Elgato, με σύνδεση μέσω WiFi και έλεγχο μέσω του λογισμικού Control Center σε Windows, MacOS, Android και iOS. To Elgato Key Light Mini είναι επίσης συμβατό με το σχετικό plug in ελέγχου του Control Center μέσω της οικογένειας των Stream Deck. Αποδίδει φως ρυθμιζόμενης έντασης που θεωρητικά μπορεί να φτάσει τα 800 Lumens, αλλά στις δικές μου μετρήσεις έφτασε μέχρι τα 502 Lumens. H θερμοκρασία φωτός μπορεί να ρυθμιστεί, θεωρητικά, μεταξύ 7000K και 2900K, ενώ στις μετρήσεις μου τα ψυχρά LED αποδείχτηκαν θερμότερα των προδιαγραφών, επιτρέποντας ρύθμιση από 5898K μέχρι 2930K και συμπιέζοντας τις ενδιάμεσες θερμοκρασίες φωτός προς τα κάτω, σε σχέση με την εκάστοτε επιλογή από το λογισμικό. Η ποιότητα του φωτός είναι εξαιρετική, με θεωρητικό CRI > 94 που επιβεβαιώθηκε από τις μετρήσεις και χωρίς την παρουσία ορατού flickering σε οποιαδήποτε θερμοκρασία φωτός και ένταση. Η ποιότητα κατασκευής είναι υψηλή και η ομοιομορφία της διάχυσης του φωτός εξαιρετική, ενώ οι λεπτομέρειες όπως οι μαγνήτες στο πίσω μέρος για στήριξη της συσκευής σε μεταλλικές επιφάνειες και η υποδοχή 1/4" για στήριξη στο σύστημα MultiMount της εταιρείας ή σε οποιοδήποτε φωτογραφικό τρίποδο δείχνουν την προσοχή που δόθηκε στο σχεδιασμό και βελτιώνουν περεταίρω την εμπειρία χρήσης. Η απόδοση της εικόνας σε φωτογραφία και βίντεο που προσφέρει το Elgato Key Light Mini, σε συνδυασμό με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, τη φορητότητα και την υψηλή του χρηστικότητα δικαιολογούν άνετα το κόστος των 98,90€ που απαιτούνται ως ελάχιστο αντίτιμο κτήσης του στην Ελληνική αγορά. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Elgato Key Light Mini: Πλεονεκτήματα + Ρυθμιζόμενη ένταση φωτός + Ρυθμιζόμενη θερμοκρασία φωτός + Λειτουργία με εξωτερική τροφοδοσία ή ενσωματωμένη μπαταρία 4000mAh + Τροφοδοσία USB C με φόρτιση στα 3A (μέτρησα 2,9A) + Υψηλό CRI > 94 + Αρνητικό Duv + Απουσία flickering + Ομοιόμορφη διάχυση φωτός + Έλεγχος με ενσωματωμένα χειριστήρια ή μέσω WiFi και λογισμικού Control Center σε Windows, MacOS, Android ή iOS + Έλεγχος μέσω της οικογένειας των Stream Deck + Υψηλή ποιότητα κατασκευής + Ενσωματωμένα LED ένδειξης σύνδεσης WiFi και στάθμης μπαταρίας + Μαγνήτες στο πίσω μέρος για στήριξη σε μεταλλικές επιφάνειες + Υποδοχή 1/4" για στήριξη στο σύστημα MultiMount της εταιρείας ή σε οποιοδήποτε φωτογραφικό τρίποδο + Φορητότητα Μειονεκτήματα - Οι μετρήσεις έδειξαν μέγιστο 502 Lumens αντί των 800 Lumens που υπόσχονται οι προδιαγραφές - Τα ψυχρά LED μετρήθηκαν στα 5989K αντί των 7000Κ, συμπαρασύροντας και τις ενδιάμεσες επιλογές θρμοκρασίας φωτός προς τα κάτω - Τα LED ένδειξης φόρτισης / στάθμης μπαταρίας δείχνουν τερματισμό της φόρτισης πριν αυτή ολοκληρωθεί πραγματικά - To Studio Mode δεν μπορεί να απενεργοποιηθεί από τα χειριστήρια της συσκευής αλλά μόνο από το λογισμικό - Το δείγμα μου δεν μπόρεσε να εντοπίσει ασύρματο δίκτυο στα 5GHz - Δεν περιλαμβάνεται το τροφοδοτικό  TheLAB.GR Ευχαριστούμε την Elgato για την παραχώρηση του δείγματος. Πολύμερος Αχανιώτης 04/03/2022
  16. Introduction Sometimes you need a pocket torch and sometimes you need a head torch. And then, there are times your usage scenario is so versatile and complex that you need to cover all possible situations. We all have to make compromises with the EDC torch we carry and choose the one that is most likely to serve our needs for the day, but what if there was a torch that was so versatile it could eliminate the need to choose? Brinyte aspires to provide the answer to that question with their new Brinyte HL16 Noctua. The Brinyte HL16 Noctua is a headlamp like no other that I have seen, as its head rotates from 0 to 90 degrees, including 3 intermediate positions, thus providing unparalleled versatility and eliminating the need to compromise when choosing your EDC torch type. But what compromises did Brinyte have to make, if any, to realise such a unique and complex design? Read ahead to find out. Unboxing The Brinyte HL16 Noctua comes in a very nice cardboard box that is held closed with a blue paper ribbon, bearing the company's logo. The front of the box features a photo of the torch, emphasizing its articulated head and the magnetic charging capability. The back is less exciting, but provides a useful QR code to find out more about the product. The top and bottom of the box are plain white, while the longer sides feature the name of the torch and one of them has a photo of the torch mounted on the included head strap. Upon opening the box we find a card, explaining that the battery is already inside the torch, but insulated from the tail cap by an insulation film. The film has to be removed before the torch can be used. Inside the box we find a head strap, a magnetic charging USB cable, 2 spare O Rings and 2 leaflets. One of the leaflets is the warranty registration card which will allow the owner of the torch to extend its warranty from 2 to 5 years, free of charge, by registering the product on the company's website. The other leaflet is the user manual, which is easy to understand and includes helpful illustrations. The magnetic charging cable is 53cm long, including the plug and magnetic head. It is rather stiff and not at all like the much nicer charging cable that is included with the Brinyte PT18pro Oathkeeper, which is supple, sleeved, significantly longer at 102cm and features an illuminated magnetic charging tip. This is a definite downgrade from the magnetic charging cables of previous Brinyte models. Thankfully, the much nicer cable included with the Brinyte PT18pro Oathkeeper is compatible with the Brinyte HL16 Noctua. If the charging cable is a bit disappointing, the head strap makes up for it. It is very well made, has a good quality rubber cradle for the torch and adjustable size. The weaving is elastic and features ventilation holes which are a big help in warm weather. Finally, the torch itself! The Brinyte HL16 Noctua features a unique design, with an articulated head that can turn from 0 to 90 degrees. It is made of black anodized aluminium, with blue accents and has a large rubber button with the company logo engraved on one side and a magnetic charging connection point on the other. The head and the tail of the light feature a faceted milling design that provides both added grip and aesthetics. The articulated head is designed and executed with precision and definitely adds to the value and - I am sure - to the manufacturing cost of the torch. There are several detents visible, which means the head will not only stop in the 0 and 90 degree position but also in some positions in between. The clip is sturdy, thick and well designed. It comes positioned in the bezel up carry orientation and is as deep carry as can be, allowing for the articulated head. It can easily be removed and installed in the bezel down carry orientation, which makes the torch a very deep carry. With the clip removed, the Brinyte HL16 Noctua can be mounted onto the head strap. The front of the light features a crenelated bezel with an eye catching design. Inside the head sits a smooth reflector, which is unusual for a head torch as it will increase the throw, but taking into account that it is not very deep and that the torch is a multifunctional one, it was probably chosen to balance the beam for all uses. The tail cap is smooth and features a magnet that is not very strong but can hold the weight of the Brinyte HL16 Noctua in any orientation. Unscrewing the tail cap reveals the insulating film blocking the negative pole of the battery from making contact with the spring of the tail cap. Let's remove it. The included battery is a Brinyte branded 16340 Li-Ion battery, with a rated capacity of 650mAh. The spring in the tail cap is not thick, but should be sufficient for the current requirements of this torch. The head features a brass button battery contact, with no spring. Despite only having a spring on one side of the battery, hits and bumps did not cause the Brinyte HL16 Noctua to turn off. With the insulator film removed and the battery re-installed, the Brinyte HL16 Noctua is ready for action. Quality The build quality of the Brinyte HL16 Noctua does not allow for any complaints. The fit and finish are excellent, the milling is perfect and the anodization is without any flaws. Articulated Head The one unique feature of the Brinyte HL16 Noctua is its articulated head, that will turn from 0 to 90 degrees. The movement of the articulated head is smooth and enjoyable and makes for an addicting fidget toy. Besides the two extreme positions, the head of the torch will stop in 3, equally spaced, intermediate positions, thus allowing for the light to be directed where it is needed. This is a very nice and useful feature that I have not seen on any other torch available today. Size Comparison The following photos offer a direct size comparison of the Brinyte HL16 Noctua to the Olight S1R Baton II. The Brinyte HL16 Noctua is significantly longer, despite using the same size battery. This is a compromise Brinyte had to make to achieve the articulated head design. Nevertheless, the torch is still easily pocketable and the added functionality of the articulated head is worth the extra length. Tint and Beam Profile The tint of the Brinyte HL16 Noctua is above the BBL (greenish). It is similar to the tint of the Olight S1R Baton II but warmer, although that could easily just be due to the tint lottery. The emitter used in the Brinyte HL16 Noctua is not high CRI. We can also see from the angle of the beams that the Olight S1R Baton II has a floodier beam pattern than the Brinyte HL16 Noctua. The beam pattern of the Brinyte HL16 Noctua is well balanced although the smooth reflector makes it throw more than the average EDC or head torch. On the other hand, that helps balance the lower power, giving it about the same intensity and throw as the Olight S1R Baton II, despite having about half the Lumen output. There is a clear hot spot surrounded by the spill which gradually fades out. No ugly artefacts, despite the smooth reflector. Beam Shots I tested the Brinyte HL16 Noctua over a distance of 70m. The following video shows a comparison of the Brinyte HL16 Noctua to the Olight S1R Baton II. Driver The driver of the Brinyte HL16 Noctua is a linear, unregulated driver that uses PWM to dim the light, on all levels, except, of course, on full (High). The PWM is visible to the camera but not visible to the naked eye, on any level. Even though I prefer constant current drivers, PWM is an efficient and cost effective way to achieve LED dimming and if it is done at a high enough frequency, as seems to be the case here, it is not a problem. The driver features thermal regulation, low voltage protection, over charge protection and reverse polarity protection. Specifications The specifications of the Brinyte HL16 Noctua , as found on the company's website, are as follows: Despite the table stating that the maximum output is 500 Lumen, the actual advertised output as stated in the manual is 520 Lumen. I have made Brinyte aware of the mistake in the table and they will correct it. The output is lower than other contemporary torches of this size and that is the 2nd compromise that Brinyte had to make so that the Brinyte HL16 Noctua can have its articulated head. This is because the thermal mass of the head is too small and the thermal conductivity through the articulation is too restricted to allow for higher output. Nevertheless, 520 Lumen is more than enough for any task expected from a torch of this size and the articulated head will definitely come in more useful than a few seconds of extra brightness. The Brinyte HL16 Noctua is IP66 rated which means it is dust tight and can withstand powerful water jets, but it cannot be submerged. That is the 3rd and final compromise, after the limited maximum output and longer body, that Brinyte had to make to allow for the articulated head. IP66 is more than adequate for normal use and unless you drop your torch into a puddle, you should be alright using it in any situation. The drop resistance rating is a respectable 1.5m, so the articulated head does not seem to limit the durability. The maximum throw is 140m, which is a lot for the 520 Lumen rating and is due to the smooth reflector. User Interface The user interface of the Brinyte HL16 Noctua is very simple and can be seen in the following animation. To turn the torch on, press and hold the button until it lights up. The torch features mode memory, so it will turn on at the last used mode. Press the button to cycle between the 4 main modes: High, Medium, Low, Moon. Press and hold the button to turn the torch off. Double click the button at any time to enter Strobe mode. Press again to go to the previously used mode. I disagree with the company's decision to make the UI go from high to low as I find this counter intuitive, especially on an EDC or head torch. When I am on Moonlight and need a little more light I would like to be able to go to Low without having to be blinded by High first. I also miss the ability to turn the torch on at Moon mode, regardless of the previously used mode. Some torches use press and hold from off to go straight to Moon mode, but as the Brinyte HL16 Noctua uses press and hold to turn on, this is not possible. I understand that the press and hold to turn on choice makes a lock function unnecessary, but I would prefer a Moon shortcut and a lock function. Modes and Run Times The brightness of the modes and the respective run times, according to the manual, are shown in the table below. I have added a row with my own measurements. It is very refreshing to see a company that does not overestimate their product's Lumen output! Kudos to Brinyte! Current Draw As the UI of the Brinyte HL16 Noctua goes from High to Low, so will our current draw measurements. The torch draws just over 1.4A on High, just over 0.5A on medium, 134mA on Low and 13mA on Moonlight level. The current requirements are not demanding and the battery is a standard 16340, so the Brinyte HL16 Noctua has the advantage to be able to run on any 3.7V Li-Ion 16340 battery. Charging The battery included with the Brinyte HL16 Noctua is rated at 650mAh and I measured it at 697mAh. The battery's internal resistance was measured at around 112mΩ. It is clear that the battery included with the Brinyte HL16 Noctua is of high quality. Another positive point for Brinyte. The torch has under voltage protection and turns off when the battery voltage drops to 2.77V. The indicative LEDs around the magnetic charging port are lit green during operation if the battery charge is from 100% to 40%, lit red if it is from 40% to 5% and blink red if it is below 5%. Charging the Brinyte HL16 Noctua is very easy. Just use the included magnetic cable that automatically attaches to the torch when you get it near enough. The other end of the cable is a standard USB A plug and can be connected to any USB charger or computer USB port. The indicative LEDs around the charging port will turn red while the torch is charging and turn green to indicate a full charge. Charging the Brinyte HL16 Noctua from 2.77V to 4.18V, where the charging terminated, took 2 hours, 18 minutes and 51 seconds. The maximum current drawn was 0.5542A, so any USB charger or computer USB port will be sufficient. A charger is not provided with the light but you can use your phone charger. Unfortunately, the indicative LEDs turned green way before the charging was actually completed, indicated by the green arrow in the chart above. The voltage of the battery at that point was around 3.9V and there was still a long time to go and a lot of energy the battery could absorb and store before the charging actually completed. This is a practice that some other companies, such as Olight, have as well and with which I do not agree. Brinyte maintains that this increases the battery life as it is not fully charged every time and also that most users will not take the torch off the charger the moment the indicative LEDs turn green. In my opinion, this is nonsense. I want to know when my battery is actually fully charged and not have to guess (or use measuring equipment as above) and if I want to give my battery a full charge to get the full run time it is for me, the user, to decide. Having indicative LEDs that lie to me and having to leave the torch on the charger for a longer time, with no visual indication of when the charging is actually completed is most inconvenient and has no advantage whatsoever. Output & Runtimes The Brinyte HL16 Noctua is rated at a maximum output of 520 Lumen and a maximum throw of 140m. I do not own a multi thousand dollar worth integrating sphere, just a logging Lumen meter and a home made integrating tube. The array is calibrated with 3 separate, professionally measured lights and gives me consistent results, but there is definitely room for error and deviations are to be expected. According to my measurements, the maximum output (at turn on) was 556 Lumen, which is 7% more than the advertised 520. ANSI output (at 30 seconds) was 510 Lumen and at 2 minutes it was still 463 Lumen. Then the output declined rapidly over the next 38 seconds to 315 Lumen. It then followed the gradual declining curve of the battery output and gave useful light for over an hour, as the specifications promise. The rest can be seen in the graphs below. The first graph is the full runtime graph. And here are the first 10 minutes, in greater detail. At the end of the battery life, the very low output fluctuates as the indicative LED flashes red to show that the remaining battery capacity is below 5%. The temperature was very well controlled, as you can see in the runtime graphs. The head and switch temperatures are close but there is some difference despite their close proximity, which demonstrates the thermal impedance of the articulated head. The maximum intensity of the light was measured at 5002.4cd, which translates to a throw of 141m. That is 1m more than the 140m advertised. Conclusion The Brinyte HL16 Noctua is a unique EDC sized head torch with excellent build quality and an articulated head which allows it to turn its beam from 0 to 90 degrees relative to the body of the light, including 3 intermediate stops. Its aluminium body is well made and hard anodized and the fit and finish are flawless. The torch meets and exceeds all of its specifications, which is refreshing to see as very few manufacturers respect their customers enough to provide true and accurate measurements. The head band provided is very comfortable, it is adjustable and the weave allows for ventilation. The clip is unidirectional and very well designed and can be installed in 2 positions, for bezel up or bezel down deep carry. The driver uses PWM to dim the output, so PWM is present at all output levels, except on High. The frequency of the PWM is high enough to not be visible to the naked eye and did not tire me when using the light. The unique articulated design of the head of the Brinyte HL16 Noctua imposed some limits on this torch. The maximum output is lower than most comparable sized torches due to the thermal barrier imposed by the articulated head while its total length is increased and its waterproof rating decreased for the same reason. Nevertheless, the advantage provided by the design will outweigh the limitations for many users. Besides, maximum output is only available for about a minute on all small torches and after that, the output of the Brinyte HL16 Noctua is similar to theirs. The Brinyte HL16 Noctua is currently under mass production and scheduled to be available for purchase at the end of October 2021 from the company's website and the cost will be $69.98. Brinyte have provided a $10 discount code for the readers of this review, which brings the price down to $59.98. The discount code is: HL16Noctua Disclaimer: I get absolutely no percentage of the sales or any other personal benefits from Brinyte, except for the fact that the torch was provided for review free of charge. Let's list the Pros and Cons of the Brinyte HL16 Noctua: Pros + Unique articulated head design that allows for 0 to 90 degrees position, including 3 intermediate stops + Measurements show specs to be accurate and not exaggerated, showing respect to the customer + Good and balanced beam pattern + Good quality head strap + Magnetic charging + Magnetic tail cap + Included good quality battery + Low Voltage Protection, Over Charge Protection and Reverse Polarity Protection + Thermal regulation + Low power and charging LED indicator + Good quality unidirectional clip that can be placed in 2 positions, for bezel up or bezel down deep carry + Compatible with all 3.7V Li-Ion 16340 and with 3.0V CR123 batteries Cons - High to Low User Interface - Charging indicator indicates charging complete a long time before it is actually completed - Maximum output limited to 520 Lumen - Longer than most 16340 torches - IP rating limited to IP66 - The driver is not regulated and uses PWM to dim the emitter - The charging cable is a downgrade from the one included in previous Brinyte models  TheLAB.GR Thanks to Brinyte for providing the torch for review Polymeros Achaniotis 16/10/2021
  17. pol77

    Acebeam E70-AL

    Introduction This review is brought to you by a stroke of good luck. I was looking at the Acebeam E70-AL as the design and specifications had caught my eye, when I stumbled upon a giveaway the company was doing on BLF. Tyche ruled in my favour and upon receiving my prize, I decided that a review was in order. Acebeam is well known amongst torch enthusiasts as a higher end company and both their products and their price tags reflect that. The Acebeam E70-AL may not be the most value for money option available but the specifications and quality are way beyond what you will find in budget friendly lights. Are you interested to see what the Acebeam E70-AL has to offer? Let's start at the beginning. Unboxing The Acebeam E70-AL comes in a white box with a clear window that allows a view of the light. The box emphasizes the 5 year warranty and the high efficiency, constant current boost circuit, both attesting to the high quality of the Acebeam E70-AL. The back side of the box does not offer any more information on specifications, but rather the company address, a few QR coded links and the usual certification logos. The top and bottom have no print, so nothing to show. One of the longer sides lists the possible applications of the light while the other shows if the battery is included, the LED colour temperature and a warning regarding safe usage. Regarding the LED choice, there is 6500K which is what my prize came with, 5000K and another option not depicted on the box, which has recently been added to the company's website, a 95+ CRI 4500K LED. The 6500K and 5000K are 6V LEDs while the 95+ CRI 4500K is a 12V LED and comes with a different driver. The output of the 6500K emitter is rated at 4600 Lumen, the 5000K 10% less (according to an company representative) and the 95+ CRI 4500K emitter at 2500 Lumen. The box features magnetic closure and opens like a book to reveal its contents and a thank you note from the company. The accessories include a charging cable, 2 spare O-rings, a storage bag and a lanyard not pictured here as it came attached to the light (as seen in the photos above). The leaflets include the manual, a warranty card, safety instructions and a note explaining the battery is in the light and the insulation sheet needs to be removed before use. I removed the lanyard to better show the light, which features a unique design. The Acebeam E70-AL is made of aluminium and has flawless machining and anodization. The anodization of the main body is black and there is an inner tube which is anodized blue. The design is very harmonious and pleasing to the eye. The bezel is crenulated and the head features alternating circular and oblong designs which work well together. The 8 oblong grooves are meant to house 12x2mm tritium vials according to Acebeam, but are not deep enough to completely cover them, measuring only 1.60mm in depth. As the glass tritium vials are very fragile, protruding equals 100% chance of breaking. There are some hard to obtain 11.5x1.4mm and 10x1.5mm tritium vials that would fit nicely but even if you can find them, the colour choice is quite limited. I would suggest to Acebeam to either make the grooves deeper by 0.5mm or, if not possible, to not advertise them as fit to house 12x2mm tritium vials. The body of the light features a helix design, with cut outs revealing the blue anodized inner tube and creating a beautiful visual effect. It also features 6 oblong grooves where it connects to the head that are meant to house 6x1.5mm tritium vials and are perfectly sized for it. The tail part of the tube features tapped holes where the simple and functional clip comes pre-attached. There are 3 sections at the back end of the body. One with the clip installed, one with tapped holes, where the clip could be moved to - no idea why though - and one with bigger holes, where the lanyard came pre-installed. Removing the lanyard is very easy but re-installing it requires thin tweezers, hence why the company probably opted to ship the light with the lanyard already installed. In total, the Acebeam E70-AL features an intricate design which looks quite busy but still harmonious and pleasing to the eye. The machining of such a design is not an easy feat, especially with the level of detail and quality we see here. The business end of the light comes with a protective plastic film, which must be removed before use. Under the protective film, we can see the shallow orange peel reflector and the Cree XHP70.2 emitter. The combination of such a large LED with the shallow OP reflector guarantee a very floody beam. The back end of the light is quite simple. It is where the switch for the operation of the light is located. I like the simple, recessed design of the switch which allows the light to tail stand and helps to protect from accidental activation. The web address of the company is printed in white, which I find unnecessary and deducting from the aesthetics of the light. I do not mind the name of the light and the hot warning symbol printed at the front, but I would also prefer it if the CE and crossed out bin symbols were omitted. The head and body unscrew to reveal that the battery ships inside the light, with the positive terminal insulated for safety. The threads are square cut, smooth and come nicely greased. The battery is an Acebeam branded 21700 Li-Ion battery, rated at 5100mAh and it features a USB C port near the positive terminal. Both battery contacts feature thick, good quality springs. These are probably adequate, but I would have still liked to see double springs or spring bypass wires in such a powerful light, to reduce the resistance even further. This would not have changed the brightness, as the Acebeam E70-AL features a boost driver, but could have helped a little with efficiency and run times. As mentioned before, there is an inner tube, as the light features an electronic switch at the back and both the negative terminal of the battery and the switch need to be connected to the driver. On the driver end, the silver ring seen on the perimeter contacts the outer tube and connects to the battery negative and the two gold plated contacts near the perimeter connect to the inner tube and transfer the switch presses. The spring in the middle of the driver makes direct contact with the positive terminal of the battery. Having springs on both ends makes the light resilient to bumps and drops, as the battery is suspended between two springs under pressure and is not likely to momentarily disconnect and turn the light off. Quality We have already seen the extraordinary quality the Acebeam E70-AL has, for a production light. Even at close inspection, both the machining and the anodization are perfect. No edge is sharp, not a single spot less than perfectly anodized. This is indeed a top quality light. Specifications The specifications of the Acebeam E70-AL, as mentioned on the company's website, can be seen in the following table: The Acebeam E70-AL is made of aerospace grade aluminium which has premium type 3 hard anodization. It features the very powerful Cree XHP70.2 LED which allows it to achieve an impressive maximum brightness of 4600 Lumen. The maximum throw distance is 240m, which means that the light is very floody, as expected from the configuration of the LED and the reflector. The Acebeam E70-AL is quite resilient and sturdy, with an IP68 water proof rating and a 1m impact resistance User Interface The user interface of the Acebeam E70-AL is simple and intuitive. Despite featuring a recessed button, a lock mode and the ability to hard lock the light by unscrewing the head 1/4 of a turn, a double click is required to turn the light on. This prevents accidental activation of unlocked lights and protects even the most careless of users from accidental activations, which would be disastrous with such a powerful light. The user interface of the Acebeam E70-AL is as follows: From Off Double click to turn on (with memory for the 4 main modes), click again to turn off. Click and hold from off to turn on at Moonlight mode. Keep holding until if flashes three times to lock the light. Click and hold again to unlock into Moonlight mode. Triple click for Strobe. Click to turn off or double click for Turbo. From On Click to turn off. Hold to cycle through the main modes (Low, Mid1 ,Mid2, High). Double click for Turbo. Double click again to return to previous mode. Triple click for Strobe. Click to turn off or double click for Turbo. From Turbo, click to return to previous (before Strobe) mode. There is no way to go directly from Strobe to a previous, non Turbo mode. The rated output and runtimes of all the modes can be seen in the table below. Beam-shots The beam pattern of the Acebeam E70-AL is exactly what can be expected from a large emitter combined with a shallow, orange peel reflector. The light is very floody, with a large hot spot and a lot of spill. I tested the Acebeam E70-AL outside, over a distance of 70m. The following video shows a comparison of the Acebeam E70-AL with the Emisar D4V2 Ti (with 4 Cree XP-L HI 5000K emitters) and the Fireflies E07 (with 7 Nichia 219b sw45k emitters). Driver The driver of the Acebeam E70-AL is a digitally regulated, constant current boost driver, which should be able to maintain constant brightness regardless of the battery voltage and also features smart temperature control, reverse polarity protection and low voltage protection. Very refreshing to see such a high quality driver. There is no PWM in any of the modes. Tint and Size Comparison The tint of the Acebeam E70-AL is cool white at 6500K (5000K and 4500K with high CRI options are also available) and it is definitely above BBL and distinctly green. This is by no means a pleasing tint nor is the light high CRI. The intend was to maximize output and efficiency. In the comparison photo below, you can see the Acebeam E70-AL in the middle, compared to the more neutral tint of the Emisar D4V2 Ti (with Cree XP-L HI 5000K emitters) on the left and the much rosier tint of the Fireflies E07 (with Nichia 219b sw45k emitters) on the right. The above photo also offers a size comparison between the lights. The Acebeam E70-AL is not a light that can be easily carried in your trousers pocket, but it fits fine in a winter jacket or a backpack. Battery and Charging The battery included with the Acebeam E70-AL is a 21700, rated at 5100mAh and features onboard USB C charging. The specifications of the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port, as shown on the company's website, are listed in the following table: I measured the capacity of the battery at exactly 4716mAh which is rather low. The battery's internal resistance was measured at 26mΩ. The light has Low Voltage Protection and turns off when the battery voltage drops to 2.7V. Charging the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port is very easy. Just connect the provided cable or any other USB C cable to the charging port and its other end to a charger. Both USB A to USB C and USB C to USB C cables can be used as well as any charger, including the ones that support PD. This is very convenient as you can charge the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port with any USB C cable and charger you have at hand. The LED on the battery lights up red to indicate that it is charging and turns green when the charging is completed, at 4.14V. The Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port took 6 hours, 22 minutes and 27 seconds to charge from 2.7V to 4.14V. The maximum current drawn was 0.899A, which is low for a 21700 battery and explains the very long charging time. A charging circuit which can support 2A charging would have been much better. As the specifications indicate that the standard charging current is 1A, I can't help but wonder if it would be OK to charge the battery at 2A through a charger with large enough cradles to fit a protected button top 21700. A very nice feature of the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port is its ability to function as a power bank. This is facilitated by the USB A port on the included charging cable, but a USB C to USB C cable can also be used, even for devices that do not support power delivery. When the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port is functioning as a power bank, its indicative LED turns blue. There is no information available regarding the current the battery can provide through its USB C port so I had to investigate. Anything above 2.7A and the circuit would immediately reset. I gradually reduced the current until I found it to be initially stable at 2A, which is a good output. Unfortunately, this only worked with a fully charged battery and after 40 minutes of drawing 2A, the circuit started resetting. At the end of the test, and after countless resets, the battery voltage was 3.14V. I tempered my expectations and tried drawing 1A from the battery and this seems to be the maximum supported current for the power bank function, as the battery was able to maintain it with stability for 3 hours, before the circuit reset a few times and then turned off. I would have much preferred it if it had turned off without the resets, as I am not sure if they could damage any sensitive equipment being charged. The battery voltage at the end of the test was 2.99V. The Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port is a battery packed with nice features such as onboard USB C charging and power bank functionality, along with a large 5100mAh capacity. Nevertheless, the actual capacity of 4715mAh and the slow charging speed leave something to be desired, especially considering the $23.90 price tag. EDC Bulb Along with the light and battery, my giveaway prize included a nice little accessory which adds a lot of value to the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port. It is the Acebeam EDC Bulb. The Acebeam EDC Bulb attaches to the top of the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port and connects to the battery's USB C port to draw power. The installation and operation are explained in the animation below. The specifications of the Acebeam EDC Bulb as found on the company's website, are in the following table: This tiny plastic attachment adds a lot of functionality to the Acebeam E70-AL and is a must buy, especially since it normally costs only $3.99 and is currently on offer for a mere $0.10. Unfortunately, it is also out of stock. The modes that the Acebeam EDC Bulb supports, along with their respective run times, are listed in the table below: The Acebeam EDC Bulb is so simple and at the same time so useful and nicely implemented! It really adds value to the Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port. Current Draw The Acebeam E70-AL has a low parasitic drain that is below the ability of the clamp meter to measure. The Moonlight mode only draws 20mA. The Low, Mid1, Mid2 and High modes need 83mA, 216mA, 748mA and 1.961A respectively and Turbo required 10.40A. These values are rather low for the Lumen output and attest to the efficiency of the driver and emitter combination. Output & Runtimes The Acebeam E70-AL with the 6500K emitter is rated at maximum of 4600 Lumen and 240m of throw. I do not own a multi thousand dollar worth integrating sphere, just a logging Lumen meter and a home made integrating tube. The array is calibrated with 3 separate, professionally measured lights and gives me consistent results, but there is definitely room for error and deviations are to be expected. According to my measurements, the maximum output (at turn on) was 4494 Lumen, which is short of the advertised 4600 but still very close to the specs and definitely within the error margin of my equipment. ANSI output (at 30 seconds) was 3805 Lumen and the rapid output decline continued down to 1210 Lumen at 57 seconds. It then stayed stable at a very impressive for the size of the light 1218 Lumen for a further 1 hour and 54 minutes! After that, it stayed for 5 minutes at 153 Lumen and finally dropped to 53 lumen for a further 53 minutes, before it turned off. The temperature regulation was very good and the body of the light was within the ability of a person to hold with bare hands. The test was done indoors, without any cooling or ventilation, so the results will be even better outside. The following graph shows the first 10 minutes of the Full Runtime Graph in greater detail. The stability and efficiency of the Acebeam E70-AL are truly impressive and make for a very usable and reliable light. In contrast to the unregulated drivers used in more budget oriented lights, the driver of the Acebeam E70-AL features a constant current output, providing a stable and constant light output and long run times. Turbo output is short, as dictated by thermal regulation and the laws of physics, but it is there for the short bursts that it may be needed for. High output is incredibly steady and lasted for an impressive 1 hour and 55minutes, after the turbo activation, which is 10 minutes more than what the specifications say. According to the specifications, the maximum throw of the Acebeam E70-AL is 240m and the maximum intensity 14400cd. I measured 210m and 11005.28cd. I charged the battery of the Acebeam E70-AL with an external charger to 4.20V, to see if I can squeeze any more performance out of the light but the gain was minimal, increasing the maximum output from 4494 Lumen to 4561 Lumen, the maximum throw from 210m to 214m and the maximum intensity from 11005.28cd to 11437.92cd. Therefore, I think that the company's decision to terminate the charging at 4.14V and thus increase the longevity of the battery is correct. Conclusion The Acebeam E70-AL is a light that emphasizes quality. The machining is intricate with no imperfections or sharp edges. The type 3 hard anodization is uniform and without flaws. The driver is fully regulated and provides constant current output without any PWM on any of the modes, while being very efficient. The Cree XHP70.2 emitter contributes to the high output and efficiency of the light. The User Interface is simple and functional and extra care has been taken to prevent accidental activations. The size is normal for a 21700 light and not too easy to fit into trousers pockets, although not impossible. I would prefer to carry the Acebeam E70-AL in my backpack or in the pocket of a winter jacket. The optional Acebeam IMR21700NP-510A with Built-in USB C Port battery features USB C onboard charging and Power Bank functionality while the Acebeam EDC Bulb optional accessory adds a lot of usability and value. The Acebeam E70-AL can be purchased directly from the company's website and the cost at the moment this review is written is $94.80, including the battery and shipping, worldwide. The light without the battery costs $74.90, but keep in mind that only button top protected 21700 batteries that can provide at least 10.40A of current will work. Let's list the Pros and Cons of the Acebeam E70-AL: Pros + Digitally regulated constant current boost driver which provides stable output and high efficiency with no PWM. + High Turbo output for the size of the light. + Long runtimes. + Impeccable and intricate machining. + Perfect type 3 hard anodization. + Aerospace grade Aluminium Alloy construction. + USB type C charging integrated in the battery. + Low Voltage Protection. + Quality springs on both sides of the battery. + Smart ITS Temperature Control. + Simple and intuitive UI. + 6 slots for 6x1.5mm tritium vials. + IP68. + The battery provides Power Bank functionality. + The Acebeam EDC Bulb optional accessory is very useful. Cons - The 8 slots on the head meant to house 12x2mm tritium vials are only 1.60mm deep and cannot protect the fragile glass vials so are not fit for purpose. - The battery is expensive. - The battery takes a long time to charge. - Actual battery capacity is 4716mAh instead of 5100mAh. - A holster should be included.  TheLAB.GR Thanks to Acebeam for doing the giveaway and Tyche for providing the light for review Polymeros Achaniotis 24/08/2021
  18. pol77

    Sofirn SC21

    Introduction There is a question that gets asked a lot in the torch world: Which is the best torch? Many would argue that there is no definitive answer to that, as it depends on the requirements and the usage scenario. The best answer to the question, as it is asked is this: The best torch is the one you have on you when you need it. To carry a torch at all times is a thing most people do not think about and only after one starts doing so, does one realise how incredibly useful it can be. But to do so, it has to be small enough to be inconspicuous and powerful enough to be useful. Another requirement for most users, except size and power, is low cost, so it can be affordable and not a big deal if it gets scratched or damaged in the line of duty. Today's review is about a light that ticks all those boxes, and then some: The Sofirn SC21. The Sofirn SC21 is a small, powerful and budget friendly light that also features a high CRI emitter and onboard charging. Intrigued? Read on to find out more! Unboxing The Sofirn SC21 comes in a generic brown box with a sticker that specifies the contents. Inside the box we find the extensive manual and the accessories. The manual is in many languages and the accessories include a clip, a lanyard, 2 spare O-rings and a charging cable. The charging cable is USB type A to USB type C and its length is 104cm, including the plugs. The light itself comes protected in a bubble wrap bag. Inside the bag, along with the light, there is an orange label, explaining that there is an insulator inside the light that prevents the battery from making contact so the light can be shipped safely. That insulator needs to be removed before the light can be used. The Sofirn SC21 is made of aluminium and features a side button with an LED charge indicator. On the opposite side of the side button there is a rubber flap with the USB logo engraved on it. The flap can be opened to reveal a USB type C charging port. The tail is magnetic and the magnet is strong enough to hold the weight of the torch in any orientation. There are also 2 lanyard holes and 2 respective grooves so the lanyard does not compromise the ability of the light to tail stand. The business end of the Sofirn SC21 features a glass lens protecting an orange peel reflector. The emitter used in the Sofirn SC21 is a Samsung LH351D 5000K 90 CRI LED. It is good to see a neutral white, high CRI emitter used in an EDC torch. I expect this till take a toll on brightness and run times, but it is a sacrifice I am willing to make for better light quality. The torch unscrews around the middle to reveal the battery compartment, with the battery already installed. An insulator is covering the driver side, preventing the positive terminal of the battery from making contact with it. The positive terminal of the battery makes contact with the driver PCB through a brass contact point. The negative terminal makes contact with the body with a good quality spring. The spring is not very thick but it should be more than capable of transferring the power required without significant losses. The battery that comes with the Sofirn SC21 is a Sofirn branded 16340 Li-Ion button top battery, rated at 800mAh. The clip can be placed on the back side of the light, as shown below. It allows for lens down deep carry and is bidirectional, which some people like as it allows clipping the light on to a hat and using it as a headlamp, but others dislike as it is not as secure as a unidirectional clip. The end of the clip drags on the head of the torch when the two parts are unscrewed / screwed so I expect that over time it will damage the finish, unless it is carefully lifted to avoid that. Quality The milling quality and anodization are very good, without any sharp edges or visible defects. Even under close inspection the finish and knurling look good. Specifications The specifications of the Sofirn SC21, as found on the Sofirn website, are listed in the table below. The Samsung LH351D 5000K 90 CRI LED is a high light quality choice, rather than a high brightness / high efficiency one and I agree with it. The company claims a maximum output of 1000 Lumen, which is a bold claim. We will test that. The throw is rated at 135m. User Interface The user interface of the Sofirn SC21 is designed to please both those that prefer a stepped mode torch and those who like ramping. Out of the box, the light comes in stepped mode. The stepped mode works as follows: From OFF single click to turn ON. Press and hold to cycle through the main stepped modes (Low – Medium – High). From ON single click to turn OFF. To change to the ramping mode (or back from the ramping mode to stepped mode), you need to do 4 fast clicks while the light is on. The ramping mode gives you full flexibility to adjust the brightness steplessly from Moon to Turbo level and works as follows: From OFF single click to turn ON. Press and hold to change brightness steplessly (“ramp”). Ramping changes its direction when the button is pressed again within 1.5 seconds. The light flashes once when it reaches the lower or upper end of the ramp. From ON single click to turn OFF. In either stepped or ramping mode: From OFF hold for 1 second to turn on at Moonlight level. Double click to activate Turbo mode from OFF or ON. While in Turbo mode, single click to return to the previously used mode. Triple click to activate Strobe mode from OFF or ON. While in Strobe mode, single click to return to the previously used standard mode, or press and hold to cycle through SOS - Beacon - Strobe. The light features both electronic and mechanical lock out. The electronic lock out works as follows: From OFF, 4 fast clicks to activate lockout. Another 4 fast clicks to deactivate lockout and turn the light on at the memorized level. When the light is locked, the main LED blinks twice when the button is pressed to show the status of being locked. While in lockout mode, hold the button to use Moonlight mode momentarily. If you prefer a mechanical lock out, unscrewing the battery tube by 1/4 turn, will break the connection of the negative terminal of the battery to the driver. The Sofirn SC21 also features mode memory, so it will turn on at the last used level (except Turbo). Beam-shots The beam pattern of the Sofirn SC21 is what can be expected from a Samsung LH351D emitter in a shallow, orange peel reflector. It provides a balanced beam with some throw and flood, perfect for EDC. The hot spot is well defined and large and the spill is uniform without any artefacts, thanks to the OP reflector. I tested the Sofirn SC21 outside, over a distance of 70m. The following video shows a comparison of the Sofirn SC21 with the Olight Baton 3 and the Olight S1R Baton II. The Sofirn SC21 offers a more neutral and high CRI beam while the Olight torches have a cooler tint and low CRI but higher output. Driver The driver of the Sofirn SC21 provides constant current to the emitter on all modes. There is no PWM that my camera could detect on any output level. The driver also features Thermal Regulation, Reverse Polarity Protection and Low Voltage Protection. Tint and Size Comparison The tint of the Sofirn SC21 is neutral white, at 5000K. In the comparison photo below, you can see the Sofirn SC21 in the middle, compared to the much cooler and greener tints of the Olight Baton 3 on the left and the Olight S1R Baton II on the right. The Samsung LH351D 5000K emitter used in the Sofirn SC21 is high CRI (90). The photo was taken with the white balance set to 5500K. The length of the Sofirn SC21 is 73mm, which is 10mm longer than the two Olights. That is mostly due to the fact that it uses a reflector and a glass lens instead of the TIR optic used by the two Olights. This offers the advantage that the glass is much harder to scratch than the plastic TIR and does not burn like the plastic can if there is any debris on it, so I actually prefer it. The USB C port also takes more space than the proprietary magnetic charging that Olight uses. As much as I like the magnetic charging system, there is something to be said for not having to carry around a proprietary cable. Battery and Charging The battery included with the Sofirn SC21 is a 16340, rated at 800mAh and I measured it at exactly 788mAh. The light has Low Voltage Protection and turns off when the battery voltage drops to 2.5V which is too low and will wear out the battery, so it should have been set higher. The battery's internal resistance was measured at 79mΩ. These measurements show that a high quality battery is actually included with this light. The indicative LED on the switch of the Sofirn SC21 shows the level of the battery charge. Green means that the remaining charge is at between 100% and 70%, red that it is below 70% and flashing red that it is critical and the light will soon turn off. I would have preferred at least one intermediate indication between 70% and almost empty. Charging the Sofirn SC21 is very easy. Just lift the rubber cover and insert the provided (or any) USB type C cable to charge the light. Both USB A to USB C and USB C to USB C cables can be used as well as any charger, including the ones that support PD. This is very convenient as you can charge the Sofirn SC21 with any USB C cable and charger you have at hand. The indicative LED on the switch flashes red to indicate the light is charging. It turns green when the charging is completed, at 4.21V. The company advertises that the charging of the Sofirn SC21 takes 1 hour, with a 5V charger, capable of providing 1A. It actually took 1 hour, 28 minutes and 25 seconds to charge the included battery from 2.5V to 4.21V inside the Sofirn SC21. The maximum current drawn was 0.9541A, so a charger that can provide at least 1A is recommended. A charger is not provided with the light but you can use your phone charger. A charging current of almost 1A for a 800mAh 16340 battery is rather high and despite being convenient as it charges the battery fast, it will take a toll on the battery longevity. That said, most lights do the same, including the 2 Olights we saw earlier. Output & Runtimes The Sofirn SC21 is rated at a maximum output of 1000 Lumen and 135m of throw. I do not own a multi thousand dollar worth integrating sphere, just a logging Lumen meter and a home made integrating tube. The array is calibrated with 3 separate, professionally measured lights and gives me consistent results, but there is definitely room for error and deviations are to be expected. The output of all modes as well as the respective run times are shown in the table below. According to my measurements, Moonlight is 0.5 Lumen (instead of 1), Low is 17 Lumen (instead of 10), Medium is 93 Lumen (instead of 100), high is 323 Lumen (instead of 400) and Turbo is 848 Lumen at turn on (instead of 1000). The maximum output (at turn on) of 848 Lumen is short of the advertised 1000 by about 15% but still very respectable for the size of the light and especially the fact that it uses a high CRI, neutral white emitter. Output at 30 seconds was 798 Lumen and at 1 minute the output was still 786 Lumen. At 2 minutes the output had decreased to 744 Lumen and then started to decline faster due to thermal regulation to reach reach 206 Lumen at 00:02:51, where it stabilized until the temperature dropped enough and the output rose to 307 Lumen (High) at 00:10:34. It then stayed at that level, with the temperature slowly rising, until at 00:27:54 thermal regulation decreased the output to 254 Lumen. The light remained at that output level until 01:01:45, when the temperature had dropped enough. It then tried to increase the brightness to 307 Lumen, which only happened momentarily as by then the battery did not have enough voltage to support that level of output. Therefore, the light stepped down to 91 Lumen (Medium) for about 6 minutes and then to 17 lumen (Low). It then sustained that output for as long as possible. Unfortunately, the light will not turn off when the battery can no longer sustain the Low output and the brightness just declines with the voltage. It would have been much better if the light just turned off when the battery dropped to that level as that way we would see only regulated output and the battery longevity would be better. The following graph shows the first 10 minutes of the Turbo Full Runtime Graph in greater detail. Turbo is good and impressive but is hardly the mode that is actually most used in a torch. Therefore, I decided to make a runtime graph for High. The graph is self explanatory. The output is stable and regulated. It maintains High output for 58 minutes, then steps down to Medium for 6.5 minutes and then to Low for as long as the battery can sustain it. Again, we see there is no cut off when the battery can no longer sustain the Low output. The following graph shows the first 10 minutes of the High Full Runtime Graph in greater detail. The Sofirn SC21 is advertised to produce 4533cd and therefore have a throw of 135m. I measured 3488.16cd which means that the actual throw is 118m, about 12% less than advertised. This is to be expected as the maximum output measured was 848 Lumen instead of the 1000 Lumen advertised, which is about 15% less. Comparison with Olight Baton 3 & Olight S1R Baton II I was wondering how much of a disadvantage on brightness and efficiency does the high CRI emitter of the Sofirn SC21 introduce compared to lights that prioritize brightness and efficiency over tint and CRI. So, I decided to compare the above runtime graphs with those of the Olight Baton 3 and the Olight S1R Baton II. It was clear from the tint comparison that the Sofirn SC21 offers a much more pleasant, less green and neutral tint than the two Olights and also much better colour rendition as it is 90 CRI instead of the 70 CRI Luminous SST40 emitters the Olights use. As we can see in the comparative graph below, the Olight Baton 3 is by far the most efficient light, but also "cheats" a bit by setting its high output lower than the Olight S1R Baton II, to reserve power. The Sofirn SC21 did surprisingly well, both in brightness and in efficiency considering the neutral tint and high CRI. The following graph shows the first 10 minutes of the Turbo Full Runtime Comparison Graph in greater detail. What is even more interesting is the much more realistic scenario of using the lights on High rather than Turbo. That way, the much hotter Samsung LH531D of the Sofirn SC21 does not need to step down due to thermal regulation and sits between the two Olights in brightness. It also outperforms the Olight S1R Baton II in run time, albeit while being less bright. The following graph shows the first 10 minutes of the High Full Runtime Comparison Graph in greater detail. There is no winner here, just 3 very good EDC lights, each with its advantages and disadvantages, according to the emitter that was selected and the programming of the driver. It does speak volumes though that the Sofirn SC21 is standing as equal amongst equals, with comparative advantages and disadvantages depending on preference and usage scenario, with 2 lights that cost twice what it does. Current Draw The Sofirn SC21 has a low parasitic drain that is below the ability of the clamp meter to measure. The Moonlight Mode only draws 10mA. The Low, Mid and High modes need 60mA, 197mA and 788mA respectively and Turbo required 2.83A. Conclusion The Sofirn SC21 is an small EDC torch that ticks many boxes. It uses a Li-Ion 16340 battery to power a 5000K, 90 CRI Samsung LH351D emitter and produce a maximum of 848 Lumen and 118m of throw (measured). This is indeed an excellent performance for a high CRI light with neutral tint and even though it falls short of the advertised 1000 Lumen and 135m, it is very respectable and more than enough for EDC purposes while the quality of the light is more than enough compensation for the reduced performance. The driver is regulated and provides stable output with no PWM on any level. It incorporates Thermal Regulation, Reverse Polarity Protection and Low Voltage Protection. The only flaw in my opinion is that the low voltage protection only kicks in at 2.5V which is not good for the battery. It should turn off the light at around 3V. The build quality and anodization are very good and the user interface is simple, intuitive and versatile, providing both stepped and ramping options. The button is easy to press and incorporates an indicative LED which shows the battery level and also when the light is charging and when the charging is finished. The Sofirn SC21 uses a glass lens and aluminium reflector combination which is much harder to scratch than a plastic TIR optic and does not melt if there is debris on the lens. The tail cap is magnetic and the magnet is strong enough to hold the light at any orientation. The clip allows for lens down deep carry and is bidirectional so the Sofirn SC21 can be clipped to a hat to use as a headlamp. The Sofirn SC21 can be purchased directly from the Sofirn Website and the cost at the moment this review is written is $23.99, including the battery or $20.99 without the battery. Shipping costs $3.99 and tax varies depending on the country of destination. Let's list the Pros and Cons of the Sofirn SC21: Pros + Value for money. + High CRI. + Neutral 5000K tint. + No PWM at any output level. + Glass lens and Aluminium reflector. + Aluminium Alloy construction. + Very good anodization and fit and finish. + USB type A to C and type C to C charging. + Fast battery charging, in less than 1.5h. + Low Voltage Protection. + Thermal Regulation. + Reverse Polarity Protection + Well balanced beam. + 16340 Li-Ion 800mAh (788mAh measured) battery included. + Battery level and charging LED indicator. + Simple and intuitive stepped and ramped UI. + IP68. + Bidirectional clip, which some users like as it can be clipped on to a hat to use as a head lamp. + Compatible with all button top 16340 batteries that can provide at least 3A. Cons - Low voltage protection turns off the light at 2.5V which is too low and can damage the battery and affect its longevity. - Fast battery charging can affect battery longevity. - Bidirectional clip, which some users dislike as it is not as sturdy and easy to use as unidirectional clips. - The clip could scratch the finish over time. - The battery level indicator LED could have more levels.  TheLAB.GR Thanks to Sofirn for providing the light for review Polymeros Achaniotis 07/09/2021
  19. Εισαγωγή Από τον πάγκο των δοκιμών μας έχουν ήδη περάσει πολλά μέλη της οικογένειας HS των headsets της Corsair. Κάποια από αυτά έφεραν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα έκαναν να ξεχωρίζουν, όπως τo Corsair HS60 Haptic που είδαμε πριν από μερικούς μήνες. Σήμερα θα δούμε άλλο ένα headset της ίδιας οικογένειας, του οποίου τα χαρακτηριστικά το κάνουν να ξεχωρίζει και του δίνουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Πρόκειται για το Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Είναι εμφανές από το όνομα ότι πρόκειται για ασύρματο headset με φωτισμό RGB, όμως αυτά δεν είναι καν τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά χαρακτηριστικά που διαθέτει. Αντιθέτως, οι ιδιότητες που κάνουν το Corsair HS80 RGB Wireless Headset να ξεχωρίζει είναι άλλες, πολύ πιο ουσιώδεις και σημαντικές. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Συσκευασία - Παρελκόμενα Και αρχή σημαίνει συσκευασία. Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset έρχεται σε μια ευχάριστα σοβαρή και καλαίσθητη συσκευασία όπου κυριαρχεί το μαύρο χρώμα και οι σκούροι τόνοι, όπως άλλωστε και στο ίδιο το προϊόν. Το εμπρός και πίσω μέρος φέρουν φωτογραφίες του headset και τα βασικά του χαρακτηριστικά. Τα 2 πλαϊνά είναι επίσης μαύρου χρώματος με το λογότυπο της εταιρίας περιστοιχισμένο από ηχητικά κύματα. Στα άλλα 2 πλαϊνά κυριαρχεί το κίτρινο. Το ένα (επάνω μέρος) φέρει το μοντέλο και το άλλο (κάτω) αναφέρει τα περιεχόμενα της συσκευασίας, τα στοιχεία της εταιρίας και τα σχετικά barcodes και σειριακούς αριθμούς. Αφαιρώντας το sleeve, μας μένει ένα μαύρο κουτί με το λογότυπο της Corsair στο κέντρο. Εντός, βρίσκουμε το headset, προστατευμένο σε διάφανο πλαστικό. Κάτω από αυτό βρίσκουμε ένα μικρότερο κουτί με τα παρελκόμενα. Αυτά περιλαμβάνουν το φυλλάδιο με τις οδηγίες χρήσης, τον οδηγό της εγγύησης, τις πληροφορίες ασφαλείας, μια κάρτα που αφορά το Dolby Atmos που είναι ένα από τα σημαντικά ατού του προϊόντος, τον ασύρματο USB δέκτη και ένα USB A σε USB C sleeved καλώδιο. Το καλώδιο είναι υψηλής ποιότητας και με ωραίο sleeving. Το συνολικό του μήκος είναι 192 εκατοστά, συμπεριλαμβανομένων των βυσμάτων και είναι αρκετά λεπτό και εύκαμπτο ώστε να είναι άνετο για τη χρήση που προορίζεται. Ο δέκτης είναι αρκετά ευμεγέθης και φέρει το λογότυπο της εταιρίας σε ημιδιάφανο (γαλακτώδες) πλαστικό, που προϊδεάζει για υποκείμενο φωτισμό. Στην άλλη του όψη φέρει αυτοκόλλητο με το μοντέλο και τον σειριακό αριθμό. Θεωρώ ότι απουσιάζει αδικαιολόγητα κάποια θήκη μεταφοράς, με ειδικά διαμερίσματα για τον ασύρματο δέκτη και το καλώδιο. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Corsair HS80 RGB Wireless Headset παρατίθενται αναλυτικά στον πίνακα που ακολουθεί. Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset φέρει οδηγούς διαμέτρου 50mm με μαγνήτες Νεοδυμίου που του προσδίδουν ένα εξαιρετικό εύρος απόκρισης συχνοτήτων, 20Hz - 40KHz, το οποίο συναντάμε συνήθως σε προϊόντα επιπέδου audiophile. Η ασύρματη εμβέλεια είναι στα 18 μέτρα, η διάρκεια της μπαταρίας φαίνεται επαρκέστατη καθώς μπορεί να φτάσει έως και τις 20 ώρες και το μικρόφωνο διαθέτει απόκριση συχνοτήτων 100Hz - 10KHz και χαρακτηρίζεται ως broadcast grade. To Corsair HS80 RGB Wireless Headset έχει επίσημη τιμή πώλησης στην Ελλάδα τα 149,99€, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ και καλύπτεται από διετή εγγύηση. Κάτω από το φακό Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι απρόσμενα "σοβαρό" για gaming και RGB headset. Είναι κατασκευασμένο από ποιοτικό πλαστικό και αλουμίνιο και κυριαρχεί το μαύρο χρώμα και οι σκούροι τόνοι του γκρι. Η στέκα και τα ηχεία είναι από πλαστικό ενώ οι αρθρώσεις που τα συνδέουν είναι κατασκευασμένες από αλουμίνιο, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται χαμηλό βάρος με ελαστικότητα, όπου χρειάζεται, και αντοχή, όπου χρειάζεται. Εντός της στέκας, βρίσκουμε μια υφασμάτινη λωρίδα, επενδεδυμένη με δερματίνη στο κάτω μέρος, η οποία - προφανώς - θα κάνει την επαφή με το κεφάλι του φέροντος το headset. Τα χειριστήρια και η υποδοχή USB C βρίσκονται στο πίσω και κάτω μέρος του αριστερού ηχείου αντίστοιχα. Το μικρόφωνο δεν είναι αποσπώμενο αλλά ο βραχίονάς του κινείται έτσι ώστε να διπλώνει παράλληλα με το αριστερό ηχείο, όταν δε χρησιμοποιείται. Κάθε ηχείο φέρει στην εξωτερική του επιφάνεια το λογότυπο της εταιρίας σε ημιδιάφανο (γαλακτώδες) πλαστικό, που προϊδεάζει για υποκείμενο φωτισμό, όπως ακριβώς είδαμε και στον δέκτη. Άνεση - Λειτουργικότητα - Ποιότητα Κατασκευής To Corsair HS80 RGB Wireless Headset διαθέτει ποιοτικά υλικά και κατασκευή, παρά την εκτεταμένη χρήση του πλαστικού. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα περισσότερο αλουμίνιο, αλλά από λειτουργικής άποψης δε θα υπήρχε κάποιο όφελος. Εξ' άλλου, η έμφαση έχει δοθεί στην άνεση, με σημαντικές σχεδιαστικές επιλογές σε αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, τα μαξιλαράκια των ηχείων δεν καλύπτονται από δερματίνη ως συνηθίζεται αλλά από μαλακό ύφασμα που από κάτω κρύβει memory foam. Στόχος, η απόλυτη άνεση κατά την πολύωρη χρήση. Αλλά και η στέκα, δεν είναι ρυθμιζόμενου μήκους όπως συνηθίζεται, αλλά μεγάλη και σταθερή, σαν να έχουμε μια συμβατική στέκα ακουστικών μονίμως στο μέγιστο μήκος της. Εξ άλλου, στο Corsair HS80 RGB Wireless Headset η στέκα δεν κάνει επαφή με το κεφάλι του χρήστη αλλά έχει μόνο δομικό ρόλο. Την επαφή με το κεφάλι του φέροντος την κάνει μια ελαστική, υφασμάτινη λωρίδα με δερματίνη στο κάτω μέρος που αναρτάται στα 2 άκρα της στέκας μέσω οπών από τις οποίες περνάει. Βγαίνει δηλαδή στο έξω μέρος της στέκας, διανύει 2 εκατοστά προς τα πάνω και ξαναμπαίνει μέσω άλλων οπών στο εσωτερικό της, όπου κολλάει με hook and loop στο εσωτερικό της στέκας. Ο χώρος στον οποίο κολλάει η υφασμάτινη ελαστική λωρίδα έχει αρκετό μήκος ώστε να μπορούμε να την κολλήσουμε ψηλότερα ή χαμηλότερα και έτσι να ρυθμίσουμε το μήκος και την ελαστικότητά της ανάλογα με το μέγεθος του κεφαλιού του χρήστη. Ο μηχανισμός αυτός αναλαμβάνει ουσιαστικά το ρόλο του ρυθμιζόμενου μήκους της στέκας στα συμβατικά σχέδια ακουστικών, μόνο που εδώ έχουμε ρυθμιζόμενο μήκος της υφασμάτινης λωρίδας ανάρτησης. Με αυτόν τον τρόπο, το Corsair HS80 RGB Wireless Headset έρχεται σε επαφή με τον χρήστη μόνο μέσω υφάσματος και μαλακών υλικών, εξασφαλίζοντας τη μέγιστη δυνατή άνεση κατά τη μακροχρόνια χρήση. Πραγματικά, είναι το πιο άνετο headset που έχω φορέσει. Την ίδια άποψη είχε και η Kate που το δοκίμασε και εξέφρασε με ενθουσιασμό την ικανοποίησή της όσον αφορά την άνετη και ξεκούραστη χρήση, προσφέροντας στο προϊόν το σπάνιο Spouse Approved award! Οι αλουμινένιοι βραχίονες που συνδέουν τη στέκα με τα ηχεία προσφέρουν δυνατότητα περιστροφής σε 2 άξονες, έτσι ώστε τα μαξιλαράκια των ηχείων να αγκαλιάζουν συμμετρικά το κεφάλι του χρήστη, χωρίς να υπάρχουν σημεία συγκεντρωμένης πίεσης. Το καλώδιο περνάει από τη στέκα στα ηχεία με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται και το ίδιο αλλά και να μη δημιουργεί κάποιο είδος τάσης ή πίεσης. Συνολικά, η ποιότητα τον υλικών και η συναρμογή είναι άψογη, αν και όπως είπα θα προτιμούσα λιγότερο πλαστικό και περισσότερο αλουμίνιο, κυρίως από προσωπική προτίμηση παρά από ανάγκη. Η λειτουργικότητα και η άνεση του Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι πραγματικά σε άλλο επίπεδο. Η ρύθμιση του μήκους της λωρίδας στήριξης είναι πιο χρονοβόρα από εκείνη μιας κλασσικής στέκας, καθώς πρέπει να γίνει πριν την τοποθέτηση των ακουστικών στο κεφάλι του χρήστη και ίσως χρειαστεί μερικές δοκιμές, αλλά δεν είναι κάτι που γίνεται συχνά και το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου στήριξης, σε συνδυασμό με τα μαξιλαράκια από memory foam και το μαλακό ύφασμα, προσφέρει απαράμιλλη άνεση! Συνδεσιμότητα Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset μπορεί να συνδεθεί σε PC, PS5 και PS4, μέσω του USB δέκτη που περιλαμβάνει. Ο δέκτης φέρει ενδεικτικό LED στο σχήμα του λογότυπου της εταιρίας που ανάβει λευκό όταν έχει επιτευχθεί η σύνδεση με το headset ενώ αναβοσβήνει κόκκινο σε αδυναμία σύνδεσης. Η ασύρματη σύνδεση χρησιμοποιεί την τεχνολογία της Corsair που η εταιρία ονομάζει Slipstream και επιτυγχάνει έτσι ιδιαίτερα χαμηλό latency και ανάλυση ήχου 24bit στα 48KHz! Παράλληλα, με το Intelligent Frequency Shift (IFS), έχει τη δυνατότητα να αλλάζει αυτόματα κανάλι έτσι ώστε να παραμένει στο βέλτιστο κανάλι με τις λιγότερες παρεμβολές και να προσφέρει καθαρό ήχο, με εντυπωσιακή εμβέλεια 18 μέτρων. Πραγματικά, δεν άκουσα ποτέ την παραμικρή παραμόρφωση ή θόρυβο λόγω παρεμβολών σε όλη τη διάρκεια των δοκιμών στο χώρο μου. Σπασίματα στον ήχο παρατήρησα μόνο όταν έβαλα έναν τοίχο και μια ντουλάπα ανάμεσα στο Corsair HS80 RGB Wireless Headset και τον δέκτη του. Εναλλακτικά, και μόνο για PC, το Corsair HS80 RGB Wireless Headset μπορεί να συνδεθεί ενσύρματα, μέσω του παρεχόμενου USB A σε USB C καλωδίου. Με τον τρόπο αυτόν φορτίζεται η μπαταρία του headset ενώ ταυτόχρονα ο ρυθμός δειγματοληψίας του ήχου ανεβαίνει στα 96KHz, με την ανάλυση να παραμένει στα 24bit! Το καλώδιο είναι αρκετά μακρύ (192 εκατοστά) και άνετο ενώ η τριβή του στα ρούχα ακούγεται σε μέτριο βαθμό από τον χρήστη. Χειρισμός Τα χειριστήρια του Corsair HS80 RGB Wireless Headset βρίσκονται στο πίσω μέρος του αριστερού ηχείου και είναι μόλις 2: Το πλήκτρο ενεργοποίησης και η ρόδα ελέγχου της έντασης. Το πλήκτρο ενεργοποίησης κάνει απλά το αυτονόητο και χρειάζεται να πατηθεί για 2-3 δευτερόλεπτα να λειτουργήσει η ενεργοποίηση και η απενεργοποίηση, εξασφαλίζοντας έτσι ότι δε θα συμβαίνει από κατά λάθος πάτημα του πλήκτρου. Η ρόδα ελέγχου της έντασης περιστρέφεται ατέρμονα και ελέγχει με ηλεκτρονικό τρόπο την ένταση του ήχου στα windows. Σε PlayStation, συνίσταται να τίθεται η ένταση στο μέγιστο από το PlayStation και να ελέγχεται έπειτα από τη ρόδα ελέγχου στο headset. Η ρόδα ελέγχου είναι όμως παράλληλα και πλήκτρο, το οποίο σε PC και με τη χρήση του λογισμικού iCUE εναλλάσσει τα ΕQ Presets που θα δούμε στην ανάλυση του λογισμικού. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δε μας δίνεται με κάποιο τρόπο η πληροφορία του ποιο EQ Preset ενεργοποιούμε με κάθε πάτημα και με δεδομένο ότι υπάρχουν 5 EQ Presets προεγκατεστημένα και η δυνατότητα δημιουργίας πολλών άλλων από τον χρήστη (σταμάτησα στα 20), είναι δύσκολο να ξέρει κανείς ποιο EQ Preset έχει ενεργό. Θα προτιμούσα είτε να είχε άλλη λειτουργία το πάτημα της ρόδας ελέγχου, όπως τη σίγαση, που άλλωστε συνηθίζεται, είτε να υπήρχε μια οπτική ένδειξη στην οθόνη του υπολογιστή που να δείχνει για λίγα δευτερόλεπτα σε overlay το όνομα του EQ Preset που μόλις ενεργοποιήθηκε. Κάτω από τη ρόδα ελέγχου, βρίσκεται ενδεικτικό LED που μας δείχνει το επίπεδο της μπαταρίας, τόσο κατά τη χρήση όσο και κατά τη φόρτιση, σε 3 επίπεδα, πράσινο, πορτοκαλί και κόκκινο. Το μικρόφωνο ενεργοποιείται και απενεργοποιείται αυτόματα με το άνοιγμα και κλείσιμο του βραχίονά του ενώ παράλληλα το ενδεικτικό LED που φέρει κοντά στο άκρο του ο βραχίονας αλλάζει χρώμα σε λευκό ή κόκκινο αντίστοιχα. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει αναλυτικά τα χειριστήρια και τα ενδεικτικά LEDs του Corsair HS80 RGB Wireless Headset. RGB Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset φέρει το λογότυπο της εταιρίας σε κάθε ένα από τα ηχεία του. Το λογότυπο είναι διακριτικό και καλαίσθητο και έχει προαιρετικό RGB φωτισμό που ελέγχεται από το λογισμικό iCUE. Ας δούμε μερικά ενδεικτικά χρώματα. Όπως θα δούμε αργότερα, στην ανάλυση του iCUE, το Corsair HS80 RGB Wireless Headset διαθέτει και κάποια προ-ρυθμισμένα RGB εφέ. Ας τα δούμε λοιπόν: Το Rainbow. Το Color Pulse. Το Color Shift. Και το Watercolor Spectrum. Φυσικά, ο φωτισμός αυξάνει την κατανάλωση της μπαταρίας και μειώνει τη διάρκεια χρήσης ανά φόρτιση, συνεπώς αν θέλει ο χρήστης μπορεί να τον απενεργοποιήσει από το λογισμικό. Αλλά ας πάμε να δούμε συνολικά τι μπορεί να κάνει ο χρήστης μέσω του iCUE. Corsair iCUE Ο ασύρματος δέκτης και το Corsair HS80 RGB Wireless Headset εμφανίζονται ως ξεχωριστές συσκευές στο λογισμικό iCUE. Με το που τα συνέδεσα, εμφανίστηκε αμέσως επάνω δεξιά μία ειδοποίηση (κόκκινος κύκλος με τον αριθμό 1). Η ειδοποίηση αφορούσε τη διαθέσιμη αναβάθμιση για το firmware του Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Την οποία φυσικά και έκανα πριν προχωρήσω στις δοκιμές. Η αναβάθμιση απαιτεί τη σύνδεση του Corsair HS80 RGB Wireless Headset μέσω καλωδίου. Μετά το τέλος της αναβάθμισης εξακολουθούμε να βλέπουμε ξεχωριστά το headset και τον δέκτη. Παρατηρήστε ότι τώρα το headset είναι συνδεδεμένο με καλώδιο και έτσι το σύμβολο του ασύρματου επάνω δεξιά στο εικονίδιο των ακουστικών έχει αλλάξει με το σύμβολο του καλωδίου ενώ το σύμβολο του επιπέδου φόρτισης της μπαταρίας έχει αλλάξει με το σύμβολο της φόρτισης, καθώς ενσύρματη σύνδεση σημαίνει ότι συμβαίνει αυτόματα και φόρτιση της μπαταρίας. Ας ξεκινήσουμε με τα επί μέρους που αφορούν τον δέκτη. Πατώντας πάνω στο εικονίδιο του δέκτη, ερχόμαστε στην παρακάτω καρτέλα, με 2 επιλογές για σελίδες στα αριστερά: Connections (συνδέσεις) και Device Settings (ρυθμίσεις συσκευής). Η σελίδα Connections μας ανοίγει το παράθυρο κάτω αριστερά όπου μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε PlayStation και Multipoint Mode. To εικονίδιο πληροφοριών επάνω δεξιά στο παράθυρο μας ενημερώνει ότι ο δέκτης υποστηρίζει τεχνολογία Slipstream. Η πρώτη επιλογή (PlayStation) επιτρέπει σύνδεση του δέκτη μόνο με μία συσκευή και είναι συμβατή τόσο με PC όσο και με PlayStation. Η επιλογή Multipoint επιτρέπει τη σύνδεση επιπλέον ασύρματων συσκευών Slipstream στον ίδιο δέκτη και είναι συμβατή μόνο με PC. Όταν είναι ενεργή η ασύρματη σύνδεση του headset, το πρώτο "Pair"απενεργοποιείται, καθώς η εν λόγω σύζευξη είναι ενεργή. Η σελίδα Device Settings ανοίγει το παρακάτω παράθυρο, από όπου μπορεί να γίνει έλεγχος για νεότερο firmware. Προχωράμε τώρα στην καρτέλα του Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Αυτή διαθέτει 3 σελίδες και η πρώτη αφορά τα Lighting Effects (εφέ φωτισμού). Τα εφέ φωτισμού έχουν 5 Presets (προεπιλογές), Custom επιλογές καθώς και επιλογές Lighting Link, που συνδέουν και συγχρονίζουν το φωτισμό σε όλες τις συμβατές συσκευές στο σύστημά μας. Η πρώτη από τις προεπιλογές είναι η απενεργοποίηση του φωτισμού, που θα μας δώσει και τη μεγαλύτερη διάρκεια μπαταρίας. Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset έχει μόνο μία ζώνη φωτισμού που αποτελείται από τα 2 λογότυπα, ένα σε κάθε ηχείο. Δεύτερη προεπιλογή φωτισμού είναι το Rainbow, στο οποίο μπορούμε να ρυθμίσουμε την ταχύτητα σε 3 επίπεδα. Εδώ το βλέπετε στο μεσαίο επίπεδο ταχύτητας, που είναι και η προεπιλογή. Η τρίτη προεπιλογή φωτισμού είναι το Color Pulse, που μπορεί να συμβαίνει μεταξύ τυχαίων χρωμάτων ή 2 προεπιλεγμένων χρωμάτων, επίσης με 3 επιλογές ταχύτητας. Εδώ το βλέπουμε με τυχαία χρώματα και μεσαία ταχύτητα, που είναι και οι προεπιλογές. Και εδώ βλέπουμε το παράθυρο επιλογής χρωμάτων, από όπου ορίζουμε τα 2 χρώματα της επιλογής μας. Η τέταρτη προεπιλογή φωτισμού είναι το Color Shift, που έχει τις ίδιες επιλογές με το Color Pulse. Εδώ το βλέπουμε με τυχαία χρώματα και μεσαία ταχύτητα, που είναι και οι προεπιλογές. Πέμπτη και τελευταία προεπιλογή φωτισμού είναι το Watercolor Spectrum, στο οποίο μπορούμε να ρυθμίσουμε μόνο την ταχύτητα. Εδώ το βλέπουμε στη μεσαία ταχύτητα, που είναι και η προεπιλογή. Περνάμε τώρα στις Custom ρυθμίσεις του φωτισμού. Πρώτη και απλούστερη, το στατικό χρώμα. Αυτό μπορούμε να το επιλέξουμε μέσω του γνωστού παραθύρου επιλογής χρώματος. Δεύτερη επιλογή είναι το Solid. Εδώ έχουμε ένα πολύ ωραίο διάγραμμα όπου στον οριζόντιο άξονα έχουμε το χρόνο, που ορίζουμε εμείς (ορισμένος εδώ εκ προεπιλογής στο 1 δευτερόλεπτο - κάτω δεξιά) και στον κάθετο θέτουμε όποια και όσα χρώματα θέλουμε εμείς, σε όποια ένταση θέλουμε το καθένα. Δημιουργούμε έτσι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται. Τρίτη και τελευταία επιλογή είναι το Gradient. Εδώ έχουμε ό,τι και στο Solid, αλλά με επιπλέον δυνατότητες την βαθμιδωτή εναλλαγή χρωμάτων και εντάσεων! Ουσιαστικά, δημιουργία μοτίβου φωτισμού χωρίς περιορισμούς! Οι ρυθμίσεις φωτισμού Lighting Link δεν αφορούν συγκεκριμένα το Corsair HS80 RGB Wireless Headset και συνεπώς κάποιες από αυτές δεν προσφέρονται για ενδιαφέροντα οπτικά αποτελέσματα στην εν λόγω συσκευή. Είναι το σύνολο των Presets που προσφέρει το iCUE όσον αφορά τον RGB φωτισμό και εφαρμόζονται ταυτόχρονα σε όλες τις υποστηριζόμενες RGB συσκευές του συστήματος. Η κάθε προεπιλογή έχει φυσικά τις ρυθμίσεις της. Περνάμε τώρα στη σελίδα του Equalizer. Εδώ έχουμε 3 παράθυρα. Στο πρώτο, General, μπορούμε να ρυθμίσουμε την ένταση με την οποία καταγράφει το μικρόφωνο καθώς και την ένταση του Sidetone. Το Sidetone είναι η ένταση με την οποία τα ηχεία αναπαράγουν τον ήχο που συλλαμβάνει το μικρόφωνο, έτσι ώστε ο ομιλητής να ακούει τις λέει και να μη φωνάζει, καθώς η ηχητική μόνωση που παρέχουν τα ακουστικά του δημιουργεί αυτή την τάση. Στο δεύτερο παράθυρο βρίσκουμε 5 EQ Presets, τα οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή να σβήσουμε, παρά μόνο να δούμε τις ρυθμίσεις τους στο τρίτο παράθυρο. Πατώντας το + στο παράθυρο των EQ Presets μπορούμε να προσθέσουμε τα δικά μας EQ Presets τα οποία και ρυθμίζουμε στο τρίτο παράθυρο. Το κάθε ένα από τα 10 sliders λειτουργεί ανεξάρτητα και μπορεί να ρυθμίσει την αντίστοιχη συχνότητα κατά έως και 12dB + ή -. Αν ενεργοποιήσουμε το Link EQ Sliders η μετακίνηση του κάθε slider επηρεάζει τα 2 γειτονικά του προς κάθε κατεύθυνση. Συγκεκριμένα τα άμεσα γειτονικά δεξιά και αριστερά το ακολουθούν κατά το ήμισυ ενώ τα επόμενα γειτονικά κατά το 1/4. Έτσι επιτυγχάνεται πιο ομαλή ρύθμιση των συχνοτήτων, αν το επιθυμεί ο χρήστης. Το κάθε ένα από τα προεπιλεγμένα Presets που φτιάξαμε μπορεί να αντιγραφεί για να αποτελέσει βάση για κάποιο νέο, ή να διαγραφεί. Ενώ τα 5 αρχικά μπορούν μεν να αντιγραφούν, όχι όμως και να διαγραφούν. Η τελευταία σελίδα που αφορά το Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι το Device Settings. Αυτή ανοίγει το παρακάτω παράθυρο που παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου για νέο firmware καθώς και ρυθμίσεις της συσκευής. Συγκριμένα: Μας δείχνει τη μορφή σύνδεσης (ενσύρματη ή ασύρματη) και το επίπεδο της μπαταρίας. Μας δίνει τη δυνατότητα επιλογής της έντασης του φωτισμού μεταξύ τριών επιπέδων ή και εντελώς σβηστό. Μας δίνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης / απενεργοποίησης της αυτόματης απενεργοποίησης της συσκευής καθώς και του ορισμού του χρόνου αδράνειας μετά από τον οποίον συμβαίνει αυτή. Μας δίνει τη δυνατότητα να εμφανίσουμε εικονίδιο του επιπέδου της μπαταρίας της συσκευής στο System Tray. Μας δίνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης / απενεργοποίησης των ηχητικών μηνυμάτων. Μας δίνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης / απενεργοποίησης του ενδεικτικού LED του μικροφώνου όταν το μικρόφωνο είναι ενεργό. Μας δίνει τη δυνατότητα σύνδεσης του headset με το δέκτη, όταν το headset είναι συνδεδεμένο ενσύρματα. Αν ποτέ χρειαστεί να περάσουμε το firmware ακόμα και αν δεν υπάρχει νεότερο ή από κάποιο αρχείο (σε περιπτώσεις troubleshooting), αυτό είναι δυνατό. Και κάπως έτσι, ολοκληρώσαμε την παρουσίαση του iCUE, όσον αφορά το Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Ας δούμε όμως εν τάχει και τις γενικές ρυθμίσεις του iCUE, που ανοίγουν από το γρανάζι επάνω δεξιά, χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό, καθώς είναι αυτονόητες. Και ας τελειώσουμε την παρουσίαση του iCUE με το εντυπωσιακό Dashboard. Στο επάνω δεξιά μέρος του, βλέπουμε το τμήμα που αφορά το Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Το iCUE είναι ένα πραγματικά καλοσχεδιασμένο, πλήρες, ισχυρό και ευχάριστο στη χρήση λογισμικό που προσδίδει ιδιαίτερη αξία στο hardware που υποστηρίζει. Φόρτιση - Μπαταρία Βασικό στοιχείο κάθε ασύρματης συσκευής είναι η μπαταρία και οι προδιαγραφές της μπαταρίας του Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι καλές, καθώς υπόσχεται μέχρι και 20 ώρες αυτονομίας. Είναι φυσικά αδύνατον να μετρηθεί επακριβώς η διάρκεια της μπαταρίας καθώς αυτή εξαρτάται από τη χρήση ή μη του φωτισμού RGB και ακόμη και από την ένταση και το είδους αυτού, από την απόσταση του headset από τον δέκτη, τις πιθανές παρεμβολές, την ένταση και το είδος του ήχου που αναπαράγεται κλπ. Εν τούτοις, μπορώ να πω ότι στις δοκιμές που έκανα το Corsair HS80 RGB Wireless Headset μου έβγαλε τουλάχιστον ένα 8ωρο, με υψηλή ένταση μουσικής και φωτισμό στo μέγιστo, συνεπώς η μπαταρία είναι επαρκής για να καλύψει οποιεσδήποτε φυσιολογικές ανάγκες. Συνηθίζω να δοκιμάζω τις συσκευές που φορτίζουν μέσω βύσματος USB C για την υποστήριξη Power Delivery, δηλαδή απλοϊκά αν υποστηρίζουν φόρτιση με καλώδιο USB C σε USB C. Αυτό γίνεται όλο και πιο σημαντικό καθώς όλο και περισσότεροι φορτιστές έρχονται με υποδοχή USB C και συνεπώς είναι βολικό οι συσκευές να υποστηρίζουν το συγκεκριμένο πρωτόκολλο (Power Delivery ή PD). Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset υποστηρίζει φόρτιση PD (USB C σε USB C) καθώς και φόρτιση από οποιονδήποτε USB φορτιστή και USB θύρα (USB 2.0 ή νεότερη). Πολύ βολικό. Μέχρι εδώ, όλα καλά. Στις οδηγίες που έλαβα από την εταιρία αναφέρεται ότι είναι καλό να γίνεται αποσύνδεση του headset όταν ολοκληρώνεται η φόρτιση. Με έζωσαν τα φίδια. Ένα έξυπνο chip φόρτισης, οφείλει να διακόπτει τη φόρτιση όταν η μπαταρία γεμίσει. Ακόμη περισσότερο, μια συσκευή που φορτίζει από το ίδιο καλώδιο με το οποίο λειτουργεί ως ενσύρματη, οφείλει να έχει έξυπνη λειτουργία φόρτισης, διότι πώς και γιατί να αφαιρέσω το καλώδιο όταν δικαιούμαι να θέλω να χρησιμοποιήσω τη συσκευή ως ενσύρματη; Και γιατί να μην το θέλω μάλιστα, όταν η ενσύρματη λειτουργία προσφέρει διπλάσιο sample rate από ότι η ασύρματη; Για να δούμε λοιπόν τι γίνεται κατά τη φόρτιση. Η φόρτιση πραγματοποιήθηκε ξεκινώντας από άδεια μπαταρία (όταν έσβησε η συσκευή λόγω αποφόρτισης) και χωρίς η ένταση του ρεύματος να υπερβεί τα 0,4585A. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε θύρα USB σε PC ή σε PS4 / PS5, ακόμα και USB 2.0, μπορεί να παρέχει το μέγιστο ρεύμα που δύναται να λάβει το Corsair HS80 RGB Wireless Headset για τη φόρτιση της μπαταρίας του. Εντάξει, το ρεύμα της φόρτισης είναι χαμηλό και συνεπώς η φόρτιση θα είναι αργή, αλλά τουλάχιστον αυτό θα βοηθήσει στη μακροβιότητα της μπαταρίας και εξ άλλου το Corsair HS80 RGB Wireless Headset μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ενσύρματα, σωστά; Περίπου. Πρώτα απ' όλα, η ενσύρματη χρήση υποστηρίζεται μόνο σε PC και όχι σε PlayStation. Αλλά τουλάχιστον ακόμα και σε ασύρματη σύνδεση, μπορεί να συνδεθεί ένα USB C καλώδιο και να φορτίσει το headset, ενώ αυτό λειτουργεί σε ασύρματη σύνδεση. Τότε που είναι το πρόβλημα; Αυτό που κάνει την κατάσταση προβληματική είναι ότι ενώ η φόρτιση θεωρητικά ολοκληρώνεται σε τρεισήμισι ώρες, δηλαδή το ενδεικτικό LED από κόκκινο που αναβοσβήνει γίνεται πορτοκαλί που αναβοσβήνει και μετά πράσινο που αναβοσβήνει και τελικά σταθερά αναμμένο πράσινο στο χρόνο αυτό, η φόρτιση στην πραγματικότητα συνεχίζεται για ακόμη 2 ώρες και 20 λεπτά, όπως φαίνεται στο διάγραμμα φόρτισης παρακάτω, όπου το σημείο στο οποίο ολοκληρώθηκε θεωρητικά η φόρτιση και το ενδεικτικό LED έμεινε σταθερά πράσινο σημειώνεται με το πράσινο βέλος. Είναι πραγματικά απογοητευτικό όταν η ίδια η εταιρία σημειώνει ότι στο χρονικό σημείο όπου μένει σταθερά αναμμένο πράσινο το ενδεικτικό LED είναι καλό να διακόπτεται η φόρτιση και σε μία συσκευή που μπορεί να την έχουμε μόνιμα συνδεδεμένη καθώς υποστηρίζει ενσύρματη χρήση και μάλιστα με ποιοτικό πλεονέκτημα, το να μην υπάρχει έξυπνος έλεγχος της φόρτισης που να τη διακόπτει και να φροντίζει τη μπαταρία. Ήχος Η ποιότητα του ήχου είναι ένα κομμάτι άκρως υποκειμενικό και εξαρτάται από τα βιώματα και τις απαιτήσεις του κάθε χρήστη. Προσωπικά, θεωρούμαι σχετικά απαιτητικός ακροατής με βιώματα στον χώρο του ήχου κυρίως στην κατηγορία Audiophile και προσωπικό ηχοσύστημα της τάξης των 10.000€. Εν τούτοις, έχω εκτεταμένη εμπειρία που κυμαίνεται από ακουστικά των 3€ έως ηχοσυστήματα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. To Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι ένα gaming headset που, σύμφωνα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά, μοιράζεται τα ηχητικά χαρακτηριστικά του ακριβότερου Corsair Virtuoso RGB Wireless High Fidelity Gaming Headset που μας είχε παρουσιάσει ο συνάδελφος @GriGaS. Θα έλεγα λοιπόν ότι και τα δικά μου συμπεράσματα σχετικά με τον ήχο του Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι αντίστοιχα. Το Corsair HS80 RGB Wireless Headset παράγει καθαρό ήχο, με βαθύ και σταθερό μπάσο ενώ με εντυπωσίασε η δυνατότητά του να αναπαράγει τις μπάσες συχνότητες του Adagio In G Minor (Tomaso Albinoni) από το album Super Double-Bass - The Artistry of Gary Karr - A Celebration of the Classics of the Masters. Ειλικρινά δεν το περίμενα από ακουστικά αυτής της κατηγορίας και μάλιστα ασύρματα. Τα πρίμα αναπαράγονται με σχετική λεπτομέρεια και χωρίς να τσιρίζουν και οι μεσαίες είναι εκεί που πρέπει. Το σύνολο είναι αρμονικό και ευχάριστο και για το κόστος του Corsair HS80 RGB Wireless Headset δύσκολα θα βρει κάποιος καλύτερο ήχο, ακόμα και σε κάποιο ενσύρματο προϊόν. Η δυνατότητα του Corsair HS80 RGB Wireless Headset να δημιουργήσει ηχητική σκηνή και διαχωρισμό των οργάνων είναι ιδιαίτερα περιορισμένη έως ανύπαρκτη αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που περίμενα από ένα προϊόν αυτής της κατηγορίας και τιμής οπότε δεν το θεωρώ αρνητικό. Όσον αφορά τη χρήση του Corsair HS80 RGB Wireless Headset για το σκοπό που κυρίως προορίζεται, δηλαδή το gaming, τις ταινίες, τις συνομιλίες και το broadcasting, δεν είχα κανένα παράπονο. Ακόμα και η δύσκολο να επιτευχθεί με 2 μόνο ηχεία τρισδιάστατη αίσθηση ήταν αρκετά εντυπωσιακή λόγω του Dolby Atmos που υποστηρίζει το Corsair HS80 RGB Wireless Headset, προκαλώντας αρκετά χαμόγελα και εξασφαλίζοντας για ακόμα ένα λόγο το ακριβοθώρητο Spouse Approved award! Το χαμηλό latency και η σχετικά καλή τρισδιάστατη αίσθηση (για ακουστικά) μέσω του Dolby Atmos μπορούν να δώσουν το πλεονέκτημα σε κάποιον gamer που θα έχει την ηχητική πληροφορία ότι κάτι έρχεται από συγκεκριμένη κατεύθυνση και βρίσκεται σε συγκεκριμένη απόσταση, με συγκεκριμένη ταχύτητα. Σίγουρα πάντως κανένα σύστημα με 2 ηχεία δεν μπορεί να αποδώσει τρισδιάστατο ήχο όπως ένα πολυκάναλο σύστημα. Τώρα όσον αφορά την υποστήριξη του high definition audio, με βάθος ήχου 24bit (ασύρματα ή ενσύρματα) και δειγματοληψία 48Hz (ασύρματα) ή 96KHz (ενσύρματα), προσωπικά δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω το ποιοτικό όφελος με βεβαιότητα, ακόμα και σε πολύ ακριβότερα συστήματα. Κι αυτό γιατί οι παραγωγές του high definition audio είναι εξ ορισμού πιο προσεγμένες και αυτό νομίζω κάνει τη μεγαλύτερη διαφορά παρά το βάθος και η δειγματοληψία. Σε κάθε περίπτωση, το Corsair HS80 RGB Wireless Headset έχει τη δυνατότητα, για όποιον την επιθυμεί. Dolby Atmos Αξίζει να σταθούμε στην υποστήριξη του Dolby Atmos, καθώς είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του Corsair HS80 RGB Wireless Headset, που μαζί με την άνετη αίσθηση του εξασφάλισε το Spouse Approved award. Η ενεργοποίηση του Dolby Atmos γίνεται από το εικονίδιο ελέγχου του ήχου των Windows, στo System Tray, όπως φαίνεται παρακάτω. Με την ενεργοποίησή του Dolby Atmos, αυτόματα απενεργοποιείται οποιαδήποτε λειτουργία Equalizer στο iCUE, πράγμα λογικό εφ' όσον αυτή θα είναι και εν πολλοίς η λειτουργία που θα επιτελέσει - θεωρητικά καλύτερα - το Dolby Atmos. Για να είναι βέβαια υπαρκτή η εν λόγω επιλογή, πρέπει να κατεβάσουμε το application Dolby Access από το Microsoft Store. Η χρήση του Dolby Access είναι δωρεάν εφ' όσον στο σύστημά μας είναι εγκατεστημένο το Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Το Dolby Access έχει 3 καρτέλες. Στην καρτέλα Home βρίσκουμε διάφορα clips παιχνιδιών και ταινιών καθώς και ειδικά demo που αναδεικνύουν τη διαφορά που προσφέρει το Dolby Atmos. Η ακρόασή τους με και χωρίς το Dolby Atmos είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική όσον αφορά τη διαφορά που προσφέρει η χρήση του Dolby Atmos. Στην καρτέλα Products βρίσκουμε τα υποστηριζόμενα προϊόντα, εν προκειμένω το Corsair HS80 RGB Wireless Headset επάνω δεξιά. Στη συνέχεια μπορούμε να ολοκληρώσουμε το Setup που αφορά το συγκεκριμένο προϊόν. Η διαδικασία είναι απλή και γρήγορη. Και έτσι, απλά και γρήγορα, το Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι έτοιμο να λειτουργήσει με Dolby Atmos. Στην καρτέλα Settings, βρίσκουμε 4 προεπιλεγμένες ρυθμίσεις, για παιχνίδια, ταινίες, μουσική και φωνή, που η κάθε μία έχει τις δικές της επιλογές. Υπάρχουν ακόμα και 3 Custom επιλογές, που μπορεί ο χρήστης να ρυθμίσει σύμφωνα με τα δικά του γούστα. Όπως φαντάζομαι ότι έγινε αντιληπτό, το Dolby Atmos δεν είναι παρά ένα Equalizer πολυτελείας που όμως με την εμπειρία των μηχανικών ήχου της Dolby και την πιστοποίηση ότι το hardware μπορεί να αποδώσει τον απαραίτητο ήχο, εξασφαλίζει μια πολύ ευχάριστη εμπειρία. Μικρόφωνο Και αφού ολοκληρώσαμε, στο βαθμό του υποκειμενικά εφικτού, την ανάλυση της ποιότητας του ήχου που ακούμε από το Corsair HS80 RGB Wireless Headset, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το άλλο κομμάτι της εξίσωσης, τον ήχο που ακούνε οι άλλοι, αυτοί με τους οποίους συνομιλούμε μέσω κάποιου παιχνιδιού ή προγράμματος επικοινωνίας ή broadcasting. Μιλάω προφανώς για το μικρόφωνο του Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Το μικρόφωνο του Corsair HS80 RGB Wireless Headset δεν είναι ούτε σταθερό ούτε αποσπώμενο. Είναι ο καλύτερος δυνατός συνδυασμός των 2, δηλαδή αναδιπλούμενο. Παραμένει σταθερά τμήμα του Corsair HS80 RGB Wireless Headset αλλά μπορεί να κλείσει προς τα επάνω όταν δεν χρησιμοποιείται και έτσι να είναι εντελώς εκτός οπτικού πεδίου του χρήστη, σαν να μην υπάρχει. Μάλιστα, η αναδίπλωση προς τα επάνω, αυτόματα προκαλεί και τη σίγασή του ενώ το άνοιγμά του προς τα κάτω, την ενεργοποίησή του, κάτι που γίνεται εμφανές και από το αντίστοιχο χρώμα στο ενδεικτικό LED. Το σημείο της διαδρομής στο οποίο γίνεται η ενεργοποίηση / απενεργοποίηση φαίνεται παρακάτω. Η ποιότητα του ήχου που λαμβάνει το μικρόφωνο του Corsair HS80 RGB Wireless Headset χαρακτηρίζεται από την εταιρία ως broadcast grade. Το εύρος συχνοτήτων που μπορεί να πιάσει είναι από 100Hz έως 10KHz και η ευαιστησία του είναι στα -40dB (+/- 3dB). Στο παρακάτω video σας παραθέτω μια ηχητική σύγκριση μεταξύ διαφόρων μικροφώνων, για να δείτε την ποιότητα του μικροφώνου του Corsair HS80 RGB Wireless Headset που προσωπικά τη βρίσκω εξαιρετική και όντως broadcast grade, τηρουμένων πάντα των αναλογιών και του κόστους του προϊόντος. Συμπεράσματα Ήρθε η ώρα να κρεμάσω το Corsair HS80 RGB Wireless Headset και να γράψω τα συμπεράσματά μου. Η συνολική εικόνα που μου άφησε το Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι ομολογουμένως άκρως θετική. Η ποιότητα του ήχου, χωρίς να είναι φυσικά επιπέδου audiophile, είναι καλύτερη από ότι περίμενα και αρκετά ευχάριστη για την κατηγορία της τιμής του προϊόντος. Άκουσα μουσικά κομμάτια υψηλών απαιτήσεων και, χωρίς να τα απογειώσει, τα απέδωσε αξιοπρεπώς. Το μικρόφωνο δεν υπολείπεται, προσφέροντας καθαρό και πιστό ήχο, χωρίς παραμορφώσεις και θορύβους. Άνετα θα το χρησιμοποιούσα για broadcasting. Η χρήση για το σκοπό που κατασκευάστηκε το Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι όμως περισσότερο το gaming, οι ταινίες και το broadcasting και εκεί πραγματικά ήταν εξαιρετικό. Σημαντικό ρόλο σε αυτό, εκτός από την ποιότητα του ήχου, έπαιξαν τα 2 μεγάλα πλεονεκτήματα που διαθέτει το Corsair HS80 RGB Wireless Headset: Ο σχεδιασμός και κατασκευή για άνετη, πολύωρη χρήση και το Dolby Atmos. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι εξ άλλου αυτά που έφεραν χαμόγελα και του χάρισαν το ακριβοθώρητο Spouse Approved award! Μοναδικό ουσιώδες παράπονο είναι η απουσία έξυπνου ελέγχου της φόρτισης της μπαταρίας, η οποία συνεχίζει να φορτίζει ακόμα και αφού το ενδεικτικό LED ανάψει σταθερά πράσινο. Αυτό, σε ένα προϊόν που αφ' ενός μπορεί να λειτουργεί και ενσύρματα (και μάλιστα με πλεονέκτημα στη συχνότητα δειγματοληψίας) και αφ' ετέρου η ίδια η εταιρία παροτρύνει την αποσύνδεσή του από τη φόρτιση μετά την ολοκλήρωσή της, φαίνεται σαν σημαντική παράλειψη. Ένα ακόμα μικρό παράπονο είναι ότι θα ήθελα να παρέχεται μια θήκη αποθήκευσης και μεταφοράς, με ειδικά διαμερίσματα για τον δέκτη και το καλώδιο, έτσι ώστε να μπορώ να μεταφέρω με ασφάλεια το Corsair HS80 RGB Wireless Headset. Το κόστος του Corsair HS80 RGB Wireless Headset στην Ελληνική αγορά ορίζεται στα 149,99€, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, τιμή λογική για την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος. Ας συνοψίσουμε τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του Corsair HS80 RGB Wireless Headset: O καλός Εξαιρετική άνεση - σχεδιασμένα για πολύωρη χρήση. Dolby Atmos. Ηχητική απόδοση. Ποιότητα κατασκευής. Ποιότητα μικροφώνου. Διάρκεια μπαταρίας. Εμβέλεια. RGB φωτισμός. Συνδεσιμότητα μέσω Slipstream και USB C. Συνεργασία με το iCUE. Sleeved καλώδιο. Ο κακός Απουσία έξυπνης λειτουργίας φόρτισης - η μπαταρία συνεχίζει να φορτίζει συνεχώς, ελαττώνοντας το προσδόκιμο ζωής της. Απουσία οπτικής ένδειξης του ποιο EQ Preset ενεργοποιείται κάθε φορά που πατιέται η ρόδα στο headset. Απουσία θήκης αποθήκευσης / μεταφοράς. Ο αδιάφορος Μήκος καλωδίου. Αδυναμία δημιουργίας ηχητικής σκηνής και διαχωρισμού των οργάνων - αναμενόμενο για την κατηγορία του. Δεν κατάλαβα διαφορά με ήχο 24bit/48KHz και 24bit/96ΚHz. Με βάση όλα τα παραπάνω η βαθμολογία που παίρνει το Corsair HS80 RGB Wireless Headset είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 19/08/2021
  20. Introduction It is not always easy to walk the line between quality and value for money but Sofirn seems to have mastered the skill well. About a month ago I reviewed their EDC style torch, Sofirn SC31 Pro, and it was so good for its price that it peaked my curiosity. It therefore prompted me to have a look at their bigger and brighter models. I asked their representative and she obliged by sending me the Sofirn SP36 Pro, a 8000 lumen lighirnt with Andúril firmware, 4 LEDs and 3 batteries. This is by no means an EDC light. Its size puts it in the Soda Can lights category, albeit on the thin side of the genre. The generous specs and competitive pricing make for a combination that is hard to beat. But let's not get ahead of ourselves. We need to see the light first and what it can do. Unboxing The Sofirn SP36 Pro comes in an unassuming, generic brown cardboard box with a barcode sticker that provides information about the contents. Inside the box, we find the light, protected in bubble wrap, a 1 meter long USB A to USB C charging cable, 2 spare O-rings and the manual. The light comes with a little tag, secured around the body with a rubber band. The tag explains that there is an insulator in the battery compartment, stopping the batteries from making contact and thus rendering the light inoperable for safe shipping. The insulator needs to be removed before the light can be used. The Sofirn SP36 Pro is a black, cylindrical light, about 12,5cm long and with a diameter of about 5cm at its widest point, which is the front bezel. The body features knurling which allows for a secure grip without being too aggressive. The button is rubbery, textured and slightly raised, so it is easy to find by touch, but can also be pressed while in a bag or in a (very large) pocket. Thankfully, there is a lock out option to cover for that contingency. The area around the button has some heatsinking in the form of fins, while at the exact opposite side there is a rubber flap. Lifting the flap, reveals the USB C charging port. Beauty is in the eye of the beholder so I will not presume to tell you if the Sofirn SP36 Pro looks good or not, but I can definitely say that it is an elegant and unassuming design that seems to mean business. That is even more true about the business end of the light, which features a quadruple smooth reflector with deep enough cups to ensure a healthy amount of throw. The emitters at the bottom of those cups are 4 Luminous SST40, 6500K LEDs. The battery compartment can be accessed by unscrewing the light into two halves and contains 3 batteries. The front side has an insulator covering which must be removed to reveal the circular battery contacts. The batteries are Sofirn branded, size 18650 and rated at 3000mAh. The inner circular battery contact is for the positive contacts of the 3 batteries while the outer circular battery contact gets the negative via the metal body of the battery compartment. The metal body of the battery compartment gets the negative from the batteries through 3 thick double springs at its bottom. The thickness of the springs, the fact that they are double and the whole design seems capable of transferring the power of the batteries to the light's driver circuit with minimal losses. It is also easy to mechanically lock out the light by unscrewing the battery compartment by half a turn, thus breaking the contact between its non anodized lip and the outer circular contact of the head. With the insulator out of the way, the Sofirn SP36 Pro is ready for action, which is indicated by the 2 green indicator LEDs on the switch. Quality The build quality of the Sofirn SP36 Pro is surprisingly good - for the price point and feature set - and on par with other Sofirn lights. The fit and finish are excellent, the knurling is of good quality and the anodization is without any flaws, except a few points at the edge of the cooling fins. The edges of the fins are also somewhat sharp, not enough to cut, but if you run your finger against them they seem like they would benefit from a little refining. Specifications The specifications of the Sofirn SP36 Pro, as found on the company's website, are as follows: The light features 4 SST40 emitters at 6500K (cool white - there is also a neutral white version at 5000K) which provide 8000 lumen of max output and 450m of max throw. It is made of aerospace grade aluminium and is 126,7mm long and 50mm wide (which I verified to be correct). The weight without the batteries is 300g (I measured 297g without the batteries and 437g with the batteries). The Sofirn SP36 Pro is USB C rechargeable and rated IPX8. User Interface The user interface of the Sofirn SP36 Pro is a love or hate deal, as the light features the Andúril UI. Personally, I love it and deeply enjoy the fact that it is feature packed but still provides simple, quick and intuitive access to the basic functions. Others hate it and consider it too much work, as the manual is extensive and even the flow chart found at the company's website can be intimidating to look at. There is another kind of flow chart, provided for Andúril by the coder, which I personally prefer. They are different approaches to the same user interface: In my experience, after the initial shock, it is very easy to start using the light and have an occasional look at the flow chart to remind oneself of the more advanced functions. An important thing to do when you take any Andúril light out of the box is to perform a temperature calibration, as the light will depend on it to perform proper thermal control and balance brightness with temperature. That is also the best time to set the temperature limit. I find 50C to be a good temperature limit and the tests done in this review were done on a calibrated light and with a 50C temperature limit. Beam-shots The beam pattern of the Sofirn SP36 Pro is a product of the LED type and size and the reflector it uses. With the 5x5mm SST40 emitters and smooth reflector, it is not surprising that the result is a somewhat tight hot spot that throws nicely, surrounded by a nice, usable spill. All in all, a very balanced and usable beam pattern. There are various rings and coronas that are typical of smooth reflectors and of multi emitter lights and may annoy white wall hunters, but those are unavoidable in this configuration and do not cause any problems in real world use. I tested the Sofirn SP36 Pro over a distance of 70m. The following video shows a comparison of the Sofirn SP36 Pro with the Olight X7R, the Fireflies E07 (Nichia 219b sw45k) and the Lumintop X9L. Driver The driver of the Sofirn SP36 Pro uses PWM to dim the light, on all levels, except, of course, on full. The PWM is visible to the camera but not visible to the naked eye, on any level. Even though I prefer constant current drivers, PWM is an efficient and cost effective way to achieve LED dimming and if it is done at a high enough frequency, as seems to be the case here, it is not a problem. Tint The tint of the Sofirn SP36 Pro is the cool, greenish (above BBL) tint that is expected of the Luminous SST40 emitter. It is very similar to the tint of the Olight X7R. Next to them, for reference, the Fireflies E07 with Nichia 219b sw45k emitters which are high CRI and very rosy (below BBL) and the Lumintop X9L which uses a Luminous SBT90.2 emitter. The SST40 used in the Sofirn SP36 Pro is not high CRI. Charging The batteries included with the Sofirn SP36 Pro are rated at 3000mAh and I measured them to be right around that number (2950mAh / 3060mAh / 3049mAh) The light has under voltage protection and turns off when the battery voltage drops to 2.8V. The batteries' internal resistance was measured at around 120mΩ. Charging the Sofirn SP36 Pro is very easy. Just lift the rubber cover and insert the provided USB type C cable to charge the light. The indicative LEDs on the switch turn red to indicate the light is charging. They turn green when the charging is completed, at 4.22V. Charging the Sofirn SP36 Pro from 2.8V to 4.22V took 4 hours, 57 minutes and 17 seconds. The maximum current drawn was 1.8712A, so a charger that can provide at least 2A is recommended. A charger is not provided with the light but you can use your phone charger. Current Draw The Sofirn SP36 Pro has a very low parasitic drain that is below the ability of the clamp meter to measure. It shows between 0mA and 1mA, with the indicative LEDs on the switch, on (they can be turned off through the Andúril UI). The light also has a very low moonlight mode that only draws 3mA. The top of the ramp drew 5.93A and Turbo required 16.34A. You can run the Sofirn SP36 Pro with all 3 batteries or with 2 or even 1 battery. Each of the batteries provided with the Sofirn SP36 Pro can give up to 10A (tested) so in order to get full brightness on Turbo you need to use at least 2 batteries in the light. All measurements were taken with all 3 batteries in the light. Output & Runtimes The Sofirn SP36 Pro is rated at 8000 lumen output and 450m of throw. I measured it both with batteries fresh off the charger and after they had rested. With batteries fresh off charging, the maximum output (at turn on) was 7417 lumen, which is short of the advertised 8000 but still very respectable for the size of the light. ANSI output (at 30 seconds) was 6716 lumen and at 2 minutes the output had dropped to 1490 lumen. It then gradually increased to 1767 lumen until the 5 minute mark. Over the next 30 seconds the output dipped to only 300 lumen and gradually increased to over 500 lumen over the next 15 minutes, to stay at around that level until the 5 hours and 40 minutes mark. With rested batteries, the maximum output (at turn on) was 6726 lumen, which is 9.3% less than with batteries fresh off the charger. ANSI output (at 30 seconds) was 6364 lumen, which is 5.2% less than with batteries fresh off the charger. At 2 minutes the output had dropped to 2327 lumen, which is 36% more than with batteries fresh off the charger. It seems the initial extra burst of energy that the batteries can give fresh off the charger has a big toll! The output gradually decreased to 2190 lumen until the 4 minutes and 5 seconds mark and over the next 20 seconds the output dipped to 518 lumen, where it remained stable, gradually increasing over the next hours, to reach a maximum of 931 lumen at 5:13:55. It then dropped gradually, to 222 lumen, at 5:40:10. From these 2 scenarios it is obvious that even though the batteries fresh off the charger will give a bigger, more impressive boost, the advantage lasts about a minute and has consequences for the entire runtime of the light. Moreover, it is highly unlikely it will happen in real life anyway, as most people do not keep the light on charging all the time. The temperature was very well controlled, as you can see in the runtime graphs. Turning on the light at Turbo, will cause a rapid rise in temperature, followed by a big dip in output, while the temperature stabilizes. This can be avoided if the light is not on Turbo, but used at a more moderate output level. The light was temperature calibrated, according to the manual, and the temperature limit was set at 50C. The actual temperatures on the button and on the body of the light can be seen on the graphs and were kept well within the set limit. All in all, the Sofirn SP36 Pro gave very usable light for about 5.5 hours, when turned on at Turbo, which is very respectable. Usage at more moderate levels, will of course, result in higher runtimes and lower, if any, output dips, due to temperature management. The maximum intensity of the light, with rested batteries, was measured at 56784 cd, which translates to a throw of 476,59m, which is 5.9% more than the 450m advertised. Conclusion The Sofirn SP36 Pro is a value for money, Soda Can sized light that will not disappoint. Its aluminium body is well made and hard anodized and the fit and finish is beyond its price point. The mildly sharp edges of the fins are not a concern, but could have been smoother. The size and weight are great for its output rating and the 3 provided 3000mAh 18650 batteries allow for ample runtime. The output is more than enough for most purposes and the beam profile is very balanced. The tint of the Luminous SST40 LED is a cool, above BBL (greenish) tint and the CRI is low, but this is countered by the high lumen output this emitter allows the light to achieve. The driver uses PWM to dim the output, so PWM is present at all output levels, except on full. The frequency of the PWM is high enough to not be visible to the naked eye and did not tire me when using the light. The Sofirn SP36 Pro can be purchased from the Sofirn Website and the cost at the moment this review is written is $49.99, including shipping, worldwide. That is a lot of torch for the money! Let's list the Pros and Cons of the Sofirn SP36 Pro: Pros + Value for money + High output and throw + Aerospace grade Aluminium Alloy construction with good fit and finish + USB type C charging + Low Voltage Protection + Thermal regulation + Well balanced beam + 3x 18650 Li-Ion 3000mAh (actually measured) batteries included + Low power and charging LED indicator + Andúril UI + Lighted button with indicative LEDs + IP68 + At least 5.5 hours of usable light per charge + Compatible with all button top 18650 batteries Cons - The fins could have smoother edges - The driver uses PWM to dim the emitter  TheLAB.GR Thanks to Sofirn for providing the light for review Polymeros Achaniotis 30/07/2021
  21. Introduction I am not really into tactical torches, as I prefer the EDC type, with many modes and complex user interfaces that the tactical ones usually lack. And to be honest, I was always wondering why can't tactical torches incorporate both the quick, simple, tactical operation and the versatility of more than 1 mode. Apparently, Brinyte thought the same when designing the Brinyte PT18pro Oathkeeper, which is a tactical torch with simple and quick tactical operation, without sacrificing multiple modes. In fact, it looks like Brinyte made no compromises when designing this torch and included everything, so the question becomes, how well did they implement all the features and does the torch live up to its ambitious specs? Time to find out. Unboxing I received my review sample of the Brinyte PT18pro Oathkeeper in a plain brown box, which is the practice of Brinyte with samples, to minimize the shipping costs. The retail version comes in a nice box. The light comes with a full accessory pack, which includes a holster, a charging cable, a couple of spare O-rings, a lanyard and the operation manual. The operation manual comes in a unique format, written on 4 cards, held together with a small clip. It includes all the information needed to understand and operate the torch. The holster is very well built. It has a Velcro closure, 2 side pockets that can carry extra batteries and a plastic belt loop with a 360 degree swivel. The Brinyte PT18pro Oathkeeper comes in two colours, black and desert tan. Our sample is the latter and I find it to be a beautiful and practical design. It is definitely too large to carry in a pocket, but that is what the provided holster if for. It features a large head, a side switch with LED indicator, a removable pocket clip (which is quite superfluous for a torch of this size), a tactical ring and what I will name a "claw ring", with an aggressive claw. On the opposite side of the side switch, there is a pad for the magnetic charging cable. The tail cap features 2 large, rubber buttons, for the tactical operation. The big head features a relatively deep and wide reflector, which is almost smooth, promising a beam with a lot of throw but also some useful spill, perfect for a tactical scenario. The rubber tail cap buttons are easy to use, even with thick gloves. The tail cap also includes a hole to attach a lanyard. The battery ships in the light itself, with an insulator tab preventing the negative pole of the battery from making contact. This has to be removed before the light can be operated. The battery is a Brinyte branded, button top 18650 Li-Ion battery, rated at 3100mAh. I think the size of the light warrants the use of the more energy dense 21700 battery type and I hope Brinyte will make that change in the next version. That would provide better run times and the possibility for higher output as well. After removing the tail cap, the claw ring can also be removed and, after that, the tactical ring, which features a lanyard hole. The clip just snaps on, and can be removed as well. There are 2 O-rings on the tail part of the light, one for the water proofing of the tail cap and the other to stabilize the tactical ring. The claw ring is very helpful at gripping the torch and getting it out of the holster both quickly and securely and also provides a very secure grip while operating the light. The aggressive claw is good looking and possibly useful in tactical situations but it will most certainly be illegal to carry in many countries, so Brinyte made it easily removable and the light can be used fully without it. The part of the claw ring that goes over the tail cap has 2 internal ridges that have to be aligned with corresponding grooves on the tail cap, for proper installation. The bezel of the light is also removable and the light can be used with or without it. It is not very aggressive and it is useful as it allows you to see if the light is on when it is head standing, so I see no reason to take it off. Maybe Brinyte is planning to release a more aggressive bezel, as an accessory or one made of stainless steel. The light features thick, good quality springs on both sides of the battery, which should ensure uninterrupted use if the torch is bumped or dropped and also reduce the electrical resistance, maximizing the output. The light fits in the holster comfortably and there are cut outs for the claw ring and for the part of the tail cap that is protruding from it. The cut out for the claw ring is much too large, which is strange for a purpose built holster. I wish they had made it a closer fit. The protruding tail cap, allows for tactical operation of the torch, even when it is in the holster and the cut out at the bottom of the holster allows the light to shine out of it. It seems like the lower part of the holster does not fit the head of the torch well, so the round hole is deformed quite a bit when the torch is in the holster. Even though the holster has very nice features and good quality, it should be refined, to fit the claw ring and the head of the torch more closely. Quality The quality of the Brinyte PT18pro Oathkeeper is that of a premium production torch. The fit and finish is perfect and the anodizing is flawless. My sample came with some paint chipping on the secondary tail switch housing and 2 small nicks on the back of the tail cap. As this is a review sample that may have been handled before, I cannot say if this is a common occurrence but I expect it is not. I am fairly certain that if a retail torch was delivered like this, Brinyte would replace the tail cap, under warranty. Specifications The main features of the Brinyte PT18pro Oathkeeper, as found on the Brinyte website can be seen below: Features Brinyte patented tactical ring design, easy to grab at top speed Compatible with one 18650 battery or two CR123A batteries Fast charging function Intelligent power indicator Regulated power supply maintains constant brightness Overcharge, over-discharge and overheat protection Reverse polarity protection prevents damage from improper battery installation Alloy aluminium reflector with professional optical analysis Aircraft-grade high strength aluminium AL-6061-T6 with premium Type III military hard-anodized anti-abrasive finish There is not much one could ask that is not in there. The technical parameters of the light, as found on the company's website, are as follows: Technical Parameters ANSI/NEMA FL1 Turbo High Middle Low Strobe SOS Output 2000+ Lumens 450+ Lumens 60+ Lumens 10+ Lumens 2000+ Lumens 60+ Lumens Runtime 1min + 90mins 150mins 930mins 1870mins / / Beam Distance 360+ m / 393.70+ yds Intensity 32000+ cd Impact Resistant 1m / 1.09yds Protection Proof IP68 Working Voltage 3.0 – 6.0V Dimension 164mm (Length) x 25.4mm (Body Dia) x 41mm (Head Dia) Net Weight 170g / 0.37lb (excluding battery) These are some ambitious numbers, for the size and type of this torch. We will certainly put them to the test. User Interface The user interface of the Brinyte PT18pro Oathkeeper combines the directness and simplicity that defines tactical operation with the option to have a more complex interface, controlled by the side switch, with more modes and usability. There is a very clear diagram in the manual that explains the operation of the light, in detail: Beam-shots The Brinyte PT18pro Oathkeeper produces a beam with a well defined hot spot that promises good throw. The hot spot fades into a greenish corona that whitens out towards the edge of the spill. There are numerous rings in the beam, which is normal for a smooth reflector. I tested the Brinyte PT18pro Oathkeeper over a distance of 70m, which is what I would expect a tactical scenario usage would be. The following video shows a comparison of the Brinyte PT18pro Oathkeeper with 2 very well known contenders, the 1800lm Olight M2R Pro Warrior and the 2200lm Olight Warrior Pro. I think the Brinyte PT18pro Oathkeeper is holding its own very well against the two very strong contenders. I will let each of you decide which one you prefer. Driver The driver of the Brinyte PT18pro Oathkeeper provided a steady beam, without apparent PWM on all 4 output levels of the light. It also features constant brightness levels (as we will verify in the runtime test) as well as overcharge, over-discharge, overheat and reverse polarity protections. That seems like a complete set of features and a very well designed driver Tint In the following photos you can see the tint of the Brinyte PT18pro Oathkeeper in comparison to the Olight Warrior Pro and the Olight M2R Pro Warrior. The pictures were taken with a manually set 5500K white balance. As you can see, the Brinyte PT18pro Oathkeeper has a cool white tint, while both Olight torches feature warmer tints. Charging The Brinyte branded, button top, 18650 Li-Ion battery that comes with the Brinyte PT18pro Oathkeeper is rated at 3100Mah. I measured the actual capacity at 3003Mah, using the Opus BT-C3100 smart charger. The internal resistance of the battery was measured at 92mΩ. The charge level of the battery is indicated on the side switch, as depicted below. The charging cable has a blue light on it that makes it easy to find in the dark and illuminates enough to help you locate the charging pad on the torch. As soon as you get the charging cable close enough to the charging pad, it snaps on magnetically. The indictor LED on the side button will turn orange momentarily... ...and then red, as the charging begins. When the charging is completed, the indicator LED will turn to green. If the indicator light remains orange, that indicates something is wrong. It could be dirt / debris on the charging surfaces or a malfunction. The under voltage protection will turn the torch off, as soon as the battery voltage drops below 2.8V. The charging from that level until full, took 2 hours, 5 minutes and 15 seconds. The diagram of the charging can be seen below. The charging terminated when the battery reached 4.19V. 1 minute after the light is turned off, the indicator LED on the side switch will turn on, to make it easy to find the light in the dark. The brightness level is perfect for the purpose of helping to locate the light in the dark without being distracting and is comparable to tritium vials. The power consumption of this function is negligible and it will take many months before it has any serious impact on the battery level. It can be turned on or off by holding the side switch down for 10 seconds. Current Draw So let us measure the power consumption of the Brinyte PT18pro Oathkeeper when it is off and also in all output modes. The clamp meter was calibrated first. The power consumption when the light is off is just 6mA. The torch consumes 119mA on low, which is rated to produce 10 lumens. Medium is rated at 60 lumens and consumes 206mA. High is rated at 450 lumens and consumes 937mA. Finally, turbo mode is rated at 2000 lumens and draws 6.5A. Here is a table with all the measured values and outputs. Output & Runtimes I measured the output and runtime of the Brinyte PT18pro Oathkeeper in my home made integrating tube. A high quality electronic thermometer with 2 probes was also use to monitor the temperature. One of the probes was placed near the side switch and the other on the battery tube. The Brinyte PT18pro Oathkeeper outperformed its own specs in both brightness and duration. The temperature regulation worked flawlessly and kept the temperatures very low, not exceeding 35.2 Celsius. I think the temperature setting is quite conservative and it could definitely allow for higher temperatures, which would in turn allow for longer turbo runtimes. The only measurement where the Brinyte PT18pro Oathkeeper fell slightly short of its specs was the light intensity. The Specs say it has an intensity of 32000cd while I measured 31567cd. This means that the throw is 360m in the specs while I measured it to be 355m. This is very close and can be attributed to differences in environmental conditions, which influence the measurements. Conclusion The Brinyte PT18pro Oathkeeper is a tactical torch, with dual tactical tail switches, offering Turbo and Strobe modes at the touch of a button. It also features a side switch, with a battery level and charge indicator LED, that allows for 4 output levels, Strobe and SOS functions. That is an excellent combination of tactical and EDC functionality, with no compromises in either. It features a deep (for the torch size) and almost smooth reflector which provides a well balanced beam with excellent throw and useful spill. The tint is a cool white. The quality of the machining is very good as is the anodization and the light is IP68 water proof rated. The feel of the switches is very tactile and the tail switches are easy to locate and use, even with thick gloves. The light comes with a full set of accessories, including a holster, a lanyard, spare O-rings and a pocket clip. It has both a tactical ring and a claw ring, which is easily removable, as it is probably illegal to carry in some countries. The magnetic charging is very easy to use and the provided battery is a Brinyte branded button top 18650, rated at 3100mAh, which I measured to be 3003mAh. I believe that for this size light, Brinyte could have used a 21700 battery, which would provide even better run times and output. That said, the light already exceeds its specs and the output and run times are very good. The driver has a full set of every protection possible and provides a stable and PWM free output. There is not much that can be improved on the Brinyte PT18pro Oathkeeper. The only possible upgrades would be the use of a 21700 battery and a better fitting holster. Well done Brinyte. The cost of the Brinyte PT18pro Oathkeeper comes to $135, which is justified for the build quality and multitude of features. Let's list the Pros and Cons of the Brinyte PT18pro Oathkeeper: Pros + Combination of tactical operation dual tail switches and multiple-mode side switch + High quality fit and finish + Flawless anodization + Magnetic charging + Constant current driver with full set of protections and no visible PWM + Well balanced beam, good for tactical use + Removable claw ring and tactical ring + Power and charging LED indicator + IP68 + Battery, holster, lanyard and spare O-rings included + Compatible with all 18650 batteries + Two CR123A batteries can be used if needed Cons - A 21700 battery design would be better, for this size torch - The included holster should have a better fit around the head of the light and a smaller tactical ring cut out.  TheLAB.GR Thanks to Brinyte for providing the light for review Polymeros Achaniotis 01/02/2021
  22. Εισαγωγή Είναι πάγια πρακτική των εταιριών να κάνουν στα προϊόντα τους τις ελάχιστες δυνατές βελτιώσεις από γενιά σε γενιά, έτσι ώστε να τα κάνουν θελκτικά αλλά και να μεγιστοποιούν το κέρδος τους. Και αυτή ακριβώς η πρακτική είναι η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις του τύπου "μα γιατί δεν..." των απανταχού (απελπισμένων) καταναλωτών. Εν τούτοις κάποιες φορές, κάποιες εταιρίες, κάνουν το αδιανόητο, κάνοντας το αυτονόητο. Προσφέρουν ένα προϊόν έτσι όπως θα το ήθελε ο καταναλωτής και όχι σύμφωνα με το παραπάνω σχέδιο δράσης των βελτιώσεων με το σταγονόμετρο. Όταν είδα λοιπόν το πληκτρολόγιο της Mountain σκέφτηκα ότι πρόκειται για μια τέτοια σπάνια περίπτωση προϊόντος που κάποιος σχεδίασε με σκοπό να δημιουργήσει, χωρίς συμβιβασμούς, το απόλυτο πληκτρολόγιο. Σας παρουσιάζω το Everest Max! Τώρα, όλοι ξέρουμε ότι ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, οπότε οι προθέσεις σαφώς και δεν αποτελούν εγγύηση για το αποτέλεσμα. Ας δούμε λοιπόν αναλυτικά τι προσφέρει και πόσο καλό είναι το Everest Max. Χαρακτηριστικά Τα βασικά χαρακτηριστικά του Everest Max φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Ξεκινάμε ήδη πολύ καλά, καθώς τα χαρακτηριστικά δεν απογοητεύουν σε κανένα σημείο. Και αρχίζουμε με το πιο σημαντικό: Διακόπτες Cherry MX που είναι hot swappable! Δηλαδή απλά αντικαθίστανται κατά βούληση! Χωρίς κόπο, χωρίς δυσκολία. Χάλασε ένας διακόπτης; Τον αντικαθιστάς. Αποφάσισες ότι θέλεις άλλο τύπο διακοπτών; Τους αντικαθιστάς όλους. Θέλεις να έχεις διαφορετικούς διακόπτες σε διαφορετικές ομάδες πλήκτρων; Κανένα πρόβλημα! Μα γιατί δεν το έχουν όλα τα πληκτρολόγια αυτό; Και συνεχίζουμε με το άλλο "αυτονόητο": Σύνδεση μέσω υποδοχής USB C. Σου χάλασε το καλώδιο; Βάζεις άλλο. Θέλεις καλώδιο πιο μακρύ, πιο κοντό, χρωματιστό; Κανένα πρόβλημα! Θέλεις να πάρεις το πληκτρολόγιο μαζί σου χωρίς να χρειαστεί να λύσεις τα καλώδια που πιθανώς έχεις τακτοποιημένα; Άνετα! Μα γιατί δεν το έχουν όλα τα πληκτρολόγια αυτό; Από εκεί και πέρα, έχει όλα τα στάνταρ καλούδια που έρχονται με τα ακριβά και καλά πληκτρολόγια, όπως RGB backlight, 5 onboard profiles, N key rollover, 1000Hz / 1ms polling rate, κατασκευή από αλουμίνιο (στο επάνω μέρος), palm rest και έναν γρήγορο επεξεργαστή. Έχει και κάποια καλούδια που θα δούμε παρακάτω, τα οποία δεν είναι και τόσο στανταρ, όπως 4 πλήκτρα με οθόνες στο NumPad καθώς και περιστροφικό επιλογέα με οθόνη στο Media Dock. Και κάτι ακόμα, γιατί ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Ακόμα και οι σταθεροποιητές των μεγάλων πλήκτρων είναι αυθεντικοί Cherry και μάλιστα με προσθήκη λιπαντικού της Krytox, μιας από τις κορυφαίες εταιρίες παραγωγής λιπαντικών ειδικών ρόλων. Και η λεπτομέρεια της λεπτομέρειας, ο σταθεροποιητής του Space είναι χειροκίνητα τροποποιημένος για βελτιστοποίηση της αίσθησης! Ομολογώ ότι τα χαρακτηριστικά με εντυπωσίασαν και μου δημιούργησαν 2 απορίες. Πόσο μπορεί να κοστίζει κάτι τέτοιο αλλά και πόσο καλά (ή όχι) έχει υλοποιηθεί. Όσον αφορά το κόστος, η απάντηση είναι ότι το Everest Max κοστίζει €249.99, με τα μεταφορικά και μπορεί να αγοραστεί από την ιστοσελίδα της εταιρίας. Συνοδεύεται από διετή εγγύηση. Υπάρχει επιλογή μαύρου ή γκρι αλουμινίου καθώς και επιλογή μεταξύ 7 τοπικών layouts για τα ABS key caps, μη συμπεριλαμβανομένων των Ελληνικών. Η επιλογή US ANSI προσφέρεται και σε PBT key caps, με επιπλέον χρέωση €30. Υπάρχει επίσης επιλογή μεταξύ 5 τύπων διακοπτών Cherry MX: κόκκινοι, καφέ, μπλε, αθόρυβοι κόκκινοι και speed ασημί, με τις 2 τελευταίες επιλογές να ανεβάζουν το κόστος κατά €10. Συσκευασία Πριν πάμε στο ίδιο το προϊόν, αξίζει να δούμε λίγο τη συσκευασία. Γενικά δε στέκομαι πολύ στις συσκευασίες αλλά η συγκεκριμένη είναι τόσο ιδιαίτερη που δεν μπορεί να προσπεραστεί. Πρόκειται για το παρακάτω μαύρο κουτί, με το σύμβολό της εταιρίας όσο πιο τρισδιάστατο γίνεται στο εμπρός μέρος. Τα μπλε πλαϊνά φιλοξενούν αυτοκόλλητα με σειριακούς αριθμούς καθώς και τις επιλογές της παραμετροποίησης του προϊόντος. Εγώ επέλεξα US ANSI key caps, Cherry MX Speed διακόπτες και μαύρο χρώμα αλουμινίου. Στο κάτω μέρος βρίσκουμε εντυπωσιακές φωτογραφίες και επεξηγήσεις με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος. Το καπάκι έχει μαγνητικό κλείσιμο και καλαίσθητα γραφικά στο εσωτερικό του. Με το άνοιγμά του, αποκαλύπτει το κυρίως σώμα του πληκτρολογίου (AKA Everest Core). Κάτω από αυτό, κρύβεται το palm rest. Και κάτω από το palm rest, τίποτα. Μα που είναι τα υπόλοιπα στοιχεία που κάνουν το Core, Max; Το εμπρός μέρος του κουτιού κρύβει ένα συρτάρι, μέσα στο οποίο υπάρχουν, τέλεια τακτοποιημένα, 4 μαύρα κουτιά. Κάτω από ένα από αυτά τα κουτιά, κρύβεται ο φάκελος με το Quick Start Guide και μερικά αυτοκόλλητα με το λογότυπο της εταιρίας. Ακόμα και το Quick Start Guide είναι πανέμορφο. Πληκτρολόγιο - Everest Core Αλλά αρκετά με την εντυπωσιακή συσκευασία. Ας πάμε να δούμε το πληκτρολόγιο. Αυτό είναι το κυρίως τμήμα του Everest Max, που πωλείται και ξεχωριστά, ως Everest Core. Πρόκειται για ένα TKL πληκτρολόγιο, με αλουμινένιο επάνω μέρος και minimal αισθητική. Το Key Cap του πλήκτρου Escape έχει αντικατασταθεί από ένα γκρι Key Cap με το λογότυπο της εταιρίας. Το εμπρός μέρος δεν αποκαλύπτει κάτι, εκτός από τους αναμενόμενους διακόπτες, καθώς και μια ύποπτη σχισμή που - όπως θα δούμε και στις φωτογραφίες που ακολουθούν - διατρέχει την περίμετρο του σώματος του πληκτρολογίου. Στο πίσω μέρος, στα πλάγια, διακρίνουμε 2 υποδοχές USB C, οι οποίες όπως θα δούμε παρακάτω, αφορούν το Media Dock. Πιο κεντρικά, αλλά όχι ακριβώς στο κέντρο, βλέπουμε μια υποδοχή USB A, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα σύνδεσης μιας συσκευής USB μέσω του ενσωματωμένου στο πληκτρολόγιο USB 3.2 Gen 1 Hub. Σε κάθε πλαϊνό, διακρίνουμε και από μια υποδοχή USB C και κάποιες διαμορφώσεις. Αυτές αφορούν το NumPad, κάτι που θα αναλύσουμε στη συνέχεια. Το κάτω μέρος παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Διατρέχεται από κανάλια για ταχτοποίηση καλωδίων, συμπεριλαμβανομένου του καλωδίου του ίδιου του πληκτρολογίου, το οποίο συνδέεται στην υποδοχή USB C που βρίσκεται περίπου στο κέντρο του κάτω μέρους. Ευμεγέθεις ελαστικές επιφάνειες στο εμπρός μέρος καθώς και 2 κυκλικά ποδαράκια στο πίσω, εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του πληκτρολογίου. Τα ποδαράκια είναι αφαιρούμενα και μένουν στη θέση τους με ισχυρούς μαγνήτες. Με μαγνήτες μένει στη θέση του και το άνετο και μινιμαλιστικό palm rest, το οποίο επίσης διαθέτει ποδαράκια και κανάλια τακτοποίησης καλωδίων. Παρελκόμενα Το πρώτο από τα 4 μαύρα κουτιά που κρύβονται στο συρτάρι της συσκευασίας του Everest Max αφορά τα παρελκόμενα. Ανοίγοντάς το βρίσκουμε το "κανονικό" πλήκτρο Escape, για όσους το προτιμούν, 8 μαύρους δίσκους, ένα εργαλείο και 5 διακόπτες Cherry MX, έναν από κάθε τύπο. Το εργαλείο έχει διπλή λειτουργία. Το μέρος με τα λεπτά σύρματα χρησιμοποιείται για την εύκολη αφαίρεση των Key Caps, ενώ η πλευρά που μοιάζει με λαβίδα στην αφαίρεση των διακοπτών Cherry MX, πιάνοντάς τους από το επάνω και κάτω μέρος (όχι δεξιά και αριστερά). Οι διακόπτες που περιέχονται στη συσκευασία μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε έναν από κάθε είδος στο πληκτρολόγιό μας για να δοκιμάσουμε την αίσθηση και αν την προτιμάμε να παραγγείλουμε ένα σετ από διακόπτες αυτού του τύπου. Το Cap Key Escape μπορεί να αντικαταστήσει αυτό με το λογότυπο της εταιρίας, για όσους το προτιμούν. Η διαφορά είναι μόνο αισθητική καθώς πρόκειται ούτως ή άλλως για τον ίδιο τύπο, ABS Key Caps. Οι μαύροι δίσκοι δεν είναι παρά προεκτάσεις για τα μαγνητικά ποδαράκια του πληκτρολογίου, έτσι ώστε να ρυθμίσουμε την ανάκληση του πίσω μέρους. Μπορούμε να προσθέσουμε μία ή δύο προεκτάσεις σε κάθε πλευρά. Mountain-Everest-MagneticFeet.mp4 Θεωρητικά, δεδομένου ότι παρέχονται 8 προεκτάσεις, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε 3 ή και 4 σε κάθε πλευρά, αλλά αυτό δεν είναι λειτουργικό και σίγουρα δεν είναι αυτός ο λόγος που περιλαμβάνονται 8 προεκτάσεις στη συσκευασία. NumPad Συνεχίζουμε με το τρίτο κατά σειρά τοποθέτησης στο συρτάρι της συσκευασίας κουτί, καθώς αυτό προστάζει η λογική, δεδομένου ότι σε αυτό το κουτί βρίσκουμε το NumPad. Το NumPad είναι κατασκευασμένο από τα ίδια υλικά και στην ίδια αισθητική, έτσι ώστε να αποτελεί συνέχεια του κυρίως πληκτρολογίου. Μόνη - ευπρόσδεκτη - διαφορά αποτελούν τα 4 διάφανα πλήκτρα, που περιέχουν RGB οθόνες. Η ύποπτη σχισμή στην περιφέρεια είναι και εδώ παρούσα. Στα πλαϊνά, διακρίνουμε αντίστοιχες διαμορφώσεις με τα πλαϊνά του κυρίως πληκτρολογίου, με αντίθετη διαμόρφωση. Είναι εμφανές ότι με αυτές πραγματοποιείται η σύνδεση των 2 τμημάτων. Στο κάτω μέρος βλέπουμε ό,τι είχαμε δει και στο κυρίως πληκτρολόγιο, δηλαδή αντιολισθητική επιφάνεια εμπρός και αντιολισθητικά ποδαράκια πίσω, καθώς και κανάλι για καλώδια. Γίνεται λοιπόν εμφανές γιατί στη συσκευασία περιλαμβάνονται 8 και όχι 4 δίσκοι προέκτασης για τα ποδαράκια, καθώς 2 ή 4 μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο κυρίως πληκτρολόγιο και 2 ή 4 στο NumPad. Το νέο στοιχείο του κάτω μέρους είναι ένας ολισθητής που μπορεί να κινηθεί είτε δεξιά είτε αριστερά. Με αυτόν το τρόπο επεκτείνει τη συστοιχία διασύνδεσης προς την αντίστοιχη πλευρά. Μέσω αυτής της συστοιχίας, το NumPad μπορεί να ενωθεί με το κυρίως πληκτρολόγιο είτε στη συνηθισμένη, δεξιά πλευρά του είτε στη μη συνηθισμένη αλλά πλεονεκτική αριστερή. Και είναι πλεονεκτική καθώς φέρνει το κυρίως πληκτρολόγιο ακριβώς στο κέντρο, ανάμεσα στα χέρια του χρήστη, χωρίς να μετακινείται ολόκληρο το πληκτρολόγιο προς τα δεξιά και συνεπώς το ποντίκι ακόμα δεξιότερα. Η σύνδεση είναι αρκετά σταθερή ώστε να μπορεί κανείς να σύρει το πληκτρολόγιο επάνω στο γραφείο χωρίς πρόβλημα. Αλλά και αν το ανασηκώσει, η σύνδεση εμφανίζει την ιδανική σταθερότητα αλλά και ελαστικότητα έτσι ώστε να ανασηκωθεί και το NumPad μαζί με το πληκτρολόγιο, λυγίζοντας στο συγκεκριμένο σημείο και προστατεύοντας έτσι τα βύσματα. Η ανασήκωση μπορεί να γίνει μόνο από το κυρίως σώμα του πληκτρολογίου. Αν πιάσουμε το πληκτρολόγιο σαν να ήταν ένα σώμα, μαζί με το NumPad και το ανασηκώσουμε, η διασύνδεση αποσυνδέεται. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς η σύνδεση και αποσύνδεση γίνεται απροβλημάτιστα, ταχύτατα και εν ώρα λειτουργίας. Mountain-Everest-Numpad.mp4 Τα 4 διάφανα πλήκτρα περιέχουν όπως είπαμε RGB οθόνες, ανάλυσης 72x72 pixels και μπορούν να προγραμματιστούν για να επιτελούν οποιαδήποτε λειτουργία (όπως και όλα τα πλήκτρα άλλωστε), μέσω του συνοδευτικού λογισμικού. Μπορούν όμως και να δείχνουν οποιαδήποτε εικόνα. Με τα 5 προγραμματιζόμενα προφίλ που μπορεί να αποθηκεύσει το πληκτρολόγιο, μιλάμε για ένα σύνολο 20 εικόνων, αποθηκευμένων στο πληκτρολόγιο, οι οποίες εμφανίζονται, αφού προγραμματιστούν ακόμη και χωρίς να τρέχει στον υπολογιστή το σχετικό λογισμικό. Mountain-Everest-DisplayKeys.mp4 Από το κάτω μέρος φαίνεται ότι τα κανάλια τον καλωδίων είναι στοιχισμένα μεταξύ των 2 τμημάτων και αποτελούν συνέχεια το ένα του άλλου. Οι προεκτάσεις για τα ποδαράκια τοποθετούνται αντίστοιχα και στα 2 τμήματα, κατά την προτίμηση του χρήστη. Η παρακάτω εικόνα συνοψίζει τα βασικά χαρακτηριστικά που προσφέρει το NumPad του Everest Max. Μοναδικό παράπονο που είχα από το NumPad είναι η απουσία palm rest. Φυσικά δε θα ήταν λογικό το palm rest του κυρίως πληκτρολογίου να ήταν μεγαλύτερο για να καλύπτει και το NumPad, καθώς δεν είναι υποχρεωτική η χρήση του, αλλά θα μπορούσε και κατά τη γνώμη μου θα όφειλε να υπάρχει ένα ξεχωριστό, μικρό palm rest για το NumPad. Artisan Key Caps Καθώς ολοκληρώσαμε την παρουσίαση των τμημάτων του Everest Max που διαθέτουν Key Caps, ήρθε η στιγμή να δούμε ακόμα κάτι ξεχωριστό. Η Mountain προσφέρει ως αξεσουάρ 3 Key Caps από ρητίνη, που περιέχουν μια χιονισμένη βουνοκορφή. Διατίθενται με διάφανη, κόκκινη και μπλε απόχρωση του επάνω μέρους του πλήκτρου. Εγώ επέλεξα να σας δείξω τη διάφανη, που δείχνει πιο ρεαλιστικά τη χιονισμένη βουνοκορφή. Είναι σίγουρα μια πανέμορφη κατασκευή με εξαιρετική ποιότητα και λεπτομέρεια, που κοστίζει €29,99. Το δείγμα μου ήρθε σε ένα απλό πλαστικό κουτάκι, για προστασία. Η διαμόρφωση του κάτω μέρους είναι τέτοια έτσι ώστε να εφαρμόζει στους διακόπτες Cherry MX όπως όλα τα συμβατά Key Caps. Όσον αφορά το επάνω μέρος, θα αφήσω τις φωτογραφίες να μιλήσουν. Εδώ, τοποθετημένο στη θέση του. Μου αρέσει, θα το αφήσω εκεί για τη συνέχεια του review. Media Dock Και μετά το καλλιτεχνικό διάλειμμα, επιστρέφουμε στο κυρίως πρόγραμμα και συγκεκριμένα περνάμε στο δεύτερο κατά σειρά τοποθέτησης στο συρτάρι της συσκευασίας κουτί. Αυτό περιέχει το Media Dock. Πρόκειται για μια πλαστική συσκευή με 4 ενδεικτικά LED στα αριστερά, ακολουθούμενα από 5 πλήκτρα και έναν περιστροφικό επιλογέα το επάνω μέρος του οποίου είναι οθόνη. Τα ενδεικτικά LEDs έχουν τα κλασσικά σύμβολα, "1" για το NumPad, "A" για το Caps Lock, βέλος προς τα κάτω για το Scroll Lock και το λιγότερο γνωστό "G" για το Gaming Mode. Τα 3 πρώτα πλήκτρα είναι τα κλασσικά Media Keys, για έλεγχο αναπαραγωγής πολυμέσων, το 4ο είναι το πλήκτρο της σίγασης και το τελευταίο, ακριβώς δίπλα στον περιστροφικό επιλογέα - οθόνη, είναι το πλήκτρο λειτουργιών του εν λόγω επιλογέα. Η διαμόρφωση του κάτω μέρους του Media Dock εφαρμόζει στο επάνω μέρος του κυρίως πληκτρολογίου και το USB C βύσμα που διαθέτει συνδέεται σε μια από τις 2 αντίστοιχες υποδοχές που είδαμε στο πίσω μέρος του πληκτρολογίου. Έτσι, μπορούμε ανάλογα με τις προτιμήσεις μας, να τοποθετήσουμε το Media Dock στα δεξιά ή τα αριστερά του κυρίως πληκτρολογίου, όπως άλλωστε και το NumPad, και να έχουμε όποιον συνδυασμό μας βολεύει. Φυσικά, δε μας εμποδίζει κανείς να χρησιμοποιήσουμε το Media Dock και μόνο με το TKL τμήμα του πληκτρολογίου, αν έτσι προτιμούμε. Το Media Dock διαθέτει μια πληθώρα λειτουργιών, όπως ρολόι με χρονόμετρο, επιλογή προφίλ, επιλογή τύπου φωτισμού, έλεγχο έντασης ήχου, έλεγχο έντασης φωτισμού, πληροφορίες για το σύστημα όπως χρήση CPU / GPU / RAM / HDD / δικτύου, μέτρηση Actions Per Minute (πατημάτων πλήκτρων ανά λεπτό) και μια επιλογή Custom, η οποία με ξεγέλασε στην αρχή καθώς θεώρησα ότι επιτρέπει τη δημιουργία προσαρμοσμένης οθόνης με λειτουργίες και ενδείξεις που επιλέγουμε, ενώ - δυστυχώς - στην πραγματικότητα απλά ενεργοποιεί τη δυνατότητα παραμετροποίησης των τεσσάρων Media πλήκτρων του Media Dock. Mountain-Everest-MediaDock-DisplayDial.mp4 Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε συνοπτικά τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες του Media Dock. Ένα αρνητικό που παρατήρησα είναι ότι κάθε φορά που ενεργοποιώ τον υπολογιστή, το πληκτρολόγιο δε θυμάται τη λειτουργία που είχα τελευταία στο Media Dock. Έτσι πρέπει, ξεκινώντας από την οθόνη που απλά δείχνει το λογότυπο της εταιρίας, να επιλέξω κάθε φορά τη λειτουργία που θέλω. Ενδεχομένως το συγκεκριμένο θέμα να μπορεί να διορθωθεί με ενημέρωση του Firmware. Η χρήση του Media Dock είναι γενικά απλή και απροβλημάτιστη. Ο περιστροφικός επιλογέας λειτουργεί άψογα και σε συνδυασμό με το πλήκτρο δίπλα του, που με μονό κλικ προχωράει εμπρός στην επιλογή και με διπλό κλικ πίσω, προσφέρει έναν απλό και αυτονόητο τρόπο πλοήγησης ενώ παράλληλα αυξάνει κατακόρυφα τον δείκτη εντυπωσιασμού του προϊόντος. Καλώδιο και Συνδεσιμότητα Το τελευταίο κουτί του συρταριού της συσκευασίας περιέχει το καλώδιο σύνδεσης. Η πιο σωστά, τα καλώδια, καθώς το Everest Max έρχεται με ένα sleeved καλώδιο USB A σε USB C μήκους 2 μέτρων καθώς και μια μικρή προέκταση USB C σε USB C, μήκους 15 εκατοστών. Η προέκταση μπορεί να τοποθετηθεί μόνιμα στο πληκτρολόγιο και να οδηγηθεί από τα σχετικά κανάλια είτε στο κέντρο είτε στο 1/4 από δεξιά ή αριστερά. Επάνω σε αυτή, μπορεί να τοποθετηθεί το κυρίως καλώδιο, κάνοντας την αποσύνδεση και μεταφορά του Everest Max πανεύκολη, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε κάθε φορά δρομολόγηση του καλωδίου μέσα στα κανάλια του κάτω μέρους. Φυσικά, αν το προτιμάμε, μπορούμε να παραλείψουμε την προέκταση και να χρησιμοποιήσουμε απ' ευθείας το κυρίως καλώδιο. Τόσο προέκταση όσο και το κυρίως καλώδιο είναι sleeved και υψηλής ποιότητας. Δεν τα λες λεπτά ως καλώδια, ιδίως το μεγάλο, αλλά είναι λεπτότερα από αντίστοιχα καλώδια που έχω δει σε άλλα πληκτρολόγια. HotKeys Με τη χρήση του πλήκτρου FN σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα, μπορούμε να έχουμε ένα σύνολο λειτουργιών, οι οποίες περιγράφονται στην παρακάτω εικόνα. Οι λειτουργίες αυτές είναι ενσωματωμένες στο πληκτρολόγιο και δεν εξαρτώνται από κάποιο λογισμικό. Μια διόρθωση στην παραπάνω εικόνα είναι ότι το FN+Επάνω Βέλος δεν κάνει κύκλο ανάμεσα στα 3 επίπεδα φωτεινότητας του RGB και την απενεργοποίησή του. Απλά μας πηγαίνει στο αμέσως ισχυρότερο επίπεδο. Το FN+Κάτω Βέλος μας πηγαίνει αντίστοιχα στο αμέσως χαμηλότερο και από το πιο χαμηλό, στην απενεργοποίηση. Οθόνες Οι οθόνες των 4ων ρυθμιζόμενων πλήκτρων του NumPad είναι τύπου RGB και ανάλυσης 72x72 pixels. Είναι αρκετά φωτεινές αλλά δυστυχώς η φωτεινότητά τους ελέγχεται παράλληλα με αυτή των Cherry MX και ακόμη σβήνει εντελώς μαζί τους. Θα έπρεπε να υπάρχει ξεχωριστός έλεγχος φωτεινότητας για τις οθόνες. Η ποιότητά τους είναι επαρκής για το σκοπό που εξυπηρετούν και σίγουρα εντυπωσιάζουν και μόνο με την ύπαρξή τους, ενώ προσθέτουν και ουσιώδη λειτουργικότητα. Η οθόνη του Media Pad είναι τύπου RGB IPS, αρκετά φωτεινή αλλά όχι τόσο όσο των οθονών των σχετικών πλήκτρων του NumPad, ανάλυσης 240x204 pixels, κυκλική με επίπεδο κάτω μέρος, όπως είχαμε δει σε κάποια smart watch όταν πρωτοκυκλοφόρησαν οι κυκλικές οθόνες. Η επιλογή της εδώ μάλλον έγινε για μείωση του κόστους, καθώς οι εντελώς κυκλικές οθόνες είναι ακριβότερες. Είναι όμως τέτοια η χρήση της και ο σχεδιασμός του μενού που ούτε φαίνεται ούτε ενοχλεί. Αυτό που ενοχλεί είναι το ίδιο πρόβλημα του ελέγχου της φωτεινότητας μαζί με των Cherry MX, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και μάλιστα περισσότερο καθώς όπως είπαμε η εν λόγω οθόνη είναι λιγότερο φωτεινή. Είναι πάντως πολύ βολική η χρήση του περιστροφικού επιλογέα, με την οθόνη και ανεβάζει το Everest Max σε άλλο επίπεδο. Ποιότητα Κατασκευής και Φινίρισμα Η ποιότητα κατασκευής του Everest Max είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς τα υλικά, το φινίρισμα και η κατασκευή δεν αφήνουν κανένα απολύτως παράπονο, ενώ η φροντίδα στο σχεδιασμό και την κατασκευή είναι έκδηλη. Το μοναδικό σημείο στο οποίο έχω αντίρρηση είναι ότι το εφέ βουρτσίσματος στο αλουμίνιο περιορίζεται στο περιμετρικό, ανυψωμένο τμήμα, ενώ το χαμηλωμένο κεντρικό τμήμα του που φιλοξενεί τα πλήκτρα φέρει τα σημάδια που αφήνει το κοπτικό του CNC. Σε κάποιους μπορεί να αρέσει αυτό, εμένα όμως μου φαίνεται σαν παράλειψη δύο βημάτων της κατασκευής, δηλαδή της λείανσης και του βουρτσίσματος, έτσι ώστε να ελαττωθεί το κόστος. Το τμήμα μάρκετινγκ της Everest μάλλον συμφωνεί, καθώς στις φωτογραφίες που έχουν στην ιστοσελίδα τους, τα τμήματα αυτά τα έχουν επεξεργαστεί (χωρίς μεγάλη επιτυχία) έτσι ώστε να μοιάζουν όμοια με τα βουρτσισμένα. Σε κάθε περίπτωση, και με εξαίρεση το παραπάνω, που μπορεί κάποιος να το πει και λεπτομέρεια, τα υλικά, η κατασκευή, ο σχεδιασμός, η αισθητική και η λειτουργικότητα δημιουργούν ένα εντυπωσιακό και αρμονικό σύνολο. Πλήκτρα Cherry MX Όπως έχουμε πει, το Everest Max χρησιμοποιεί διακόπτες Cherry MX και το συγκεκριμένο δείγμα που έχουμε στα χέρια μας, τους Cherry MX Speed. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των διακοπτών φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Πρόκειται για διακόπτες που σε αντίθεση με τα άλλα μοντέλα της εταιρίας τα οποία ενεργοποιούνται αφού διανύσουν 2 χιλιοστά κατά το πάτημα, ενεργοποιούνται μόλις στα 1,2 χιλιοστά, δίνοντας ταχύτερη ανταπόκριση και ένα απειροελάχιστο πλεονέκτημα στους hardcore gamers. Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους θυμίζουν τους διακόπτες Cherry MX Red, καθώς έχουν την ίδια operating force και δε διαθέτουν απτικό ή ηχητικό feedback. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει το σημείο ενεργοποίησης και επαναφοράς του διακόπτη. Η ευκολία με την οποία, με χρήση του παρεχόμενου εργαλείου, μπορεί κανείς να αφαιρέσει τα Key Caps και εν συνεχεία τους διακόπτες Cherry MX και να τοποθετήσει άλλους στη θέση τους είναι καταπληκτική. Το είπα, θα το ξαναπώ και θα το λέω: Θα έπρεπε ΌΛΑ τα πληκτρολόγια που φέρουν μηχανικούς διακόπτες να έχουν τέτοια κατασκευή. Δια νόμου. Η Everest διαθέτει το Everest Max με επιλογή οποιουδήποτε από τους παρακάτω τύπου Cherry MX διακόπτες, τα βασικά χαρακτηριστικά των οποίων φαίνονται στην παρακάτω εικόνα. Με την ευκολία στην αντικατάσταση και με τα kit διακοπτών που διαθέτει η εταιρεία σε λογικές τιμές, ακόμα και η αντικατάσταση όλων των πλήκτρων του Everest Max, αν ο χρήστης επιθυμεί μια αλλαγή, είναι μια απλή και βιώσιμη λύση. Mountain-Everest-HotSwappable.mp4 Mountain-Everest-HotSwappable.mp4 Οι αυθεντικοί σταθεροποιητές Cherry MX που χρησιμοποιεί το Everest Max, σε συνδυασμό με το ειδικό, υψηλής ποιότητας λιπαντικό της Krytox και τη μετατροπή του σταθεροποιητή του Space για ακόμα καλύτερη αίσθηση, προσφέρουν μοναδική αίσθηση στο πάτημα των μεγάλων πλήκτρων. Mountain-Everest-Stabilizers.mp4 Mountain-Everest-HotSwappable.mp4 Φωτισμός RGB Ο φωτισμός RGB που προσφέρει το Everest Max, με 16,7 εκατομμύρια χρώματα και 4 επίπεδα φωτεινότητας, είναι εντυπωσιακός. Η διαδοχή και μετάβαση των χρωμάτων είναι απόλυτα ομαλή, προσφέροντας μια ευχάριστη εμπειρία. Ας δούμε μερικά από τα εφέ φωτισμού που διαθέτει το Everest Max Breathing - Rainbow : Color Wave - Rainbow: Matrix: Παράλληλα με τους διακόπτες Cherry MX τα εφέ επεκτείνονται και σε μία σειρά LED που βρίσκονται στο πλάι του πληκτρολογίου, σε εκείνη την ύποπτη σχισμή που είχαμε παρατηρήσει. Αν αφαιρέσουμε ένα Key Cap, βλέπουμε πώς ακριβώς φαίνονται τα χρώματα πάνω στο διακόπτη Cherry MX. Παράλληλα με την πανδαισία χρωμάτων που είδαμε, η οθόνη του Media Dock μπορεί να μας δείχνει συνεχώς χρήσιμες πληροφορίες, όπως εδώ το ποσοστό χρήσης του επεξεργαστή. Τα Artisan Key Caps δεν αφήνουν πολύ από το φως να περνάει, αλλά παραμένουν πανέμορφα! Μοναδικό αρνητικό σημείο στον σχεδιασμό των ABS Key Caps είναι ότι τα πλήκτρα με διπλή λειτουργία έχουν τη βασική τους λειτουργία αρκετά χαμηλά, και έτσι αυτή δε φωτίζεται με την ίδια ένταση. PBS Key Caps Στην παραμετροποίηση του Everest Max κατά την αγορά, έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε αντί των ABS Key Caps, να έρθει με PBT Key Caps. Αυτά είναι διαθέσιμα μόνο σε layout US ANSI, που έτσι κι αλλιώς θα επιλέξουν οι Ελληνόφωνοι χρήστες, καθώς Ελληνικό layout δε διατίθεται. Αυτή η επιλογή επιβαρύνει το κόστος κατά €30. Εγώ τα παρέλαβα ξεχωριστά και ήρθαν σε ένα πολυτελές κουτί, με μια πολύ χρήσιμη βάση και έναν εξολκέα, που δε χρειάστηκε καθώς το εργαλείο που περιλαμβάνεται στα παρελκόμενα του Everest Max είναι καλύτερο. Τι είναι ta PBS Key Caps και γιατί τα ονομάζουν και Double Shot; Πρόκειται για Key Caps που αποτελούνται από 2 κομμάτια PBT πλαστικού, το ένα σε λευκό-διαφανές-γαλακτερό που αφήνει το φως να περνάει από μέσα του και το άλλο στο χρώμα των Key Caps, στην περίπτωσή μας μαύρο. Ο τρόπος που κατασκευάζεται το κάθε Keycap και το πώς σχηματίζεται το σύνολο φαίνεται στην παρακάτω εικόνα: Βλέπουμε ότι τα 2 κομμάτια πλαστικό ταιριάζουν όπως το κλειδί στην κλειδαριά και σχηματίζουν ένα σώμα. Το πλεονέκτημα είναι ότι όσο και αν δουλευτεί το πλήκτρο, όσο και αν φθαρεί η επιφάνειά του, το σύμβολο στην επιφάνεια του Key Cap θα παραμείνει αναλλοίωτο! Αν προσθέσουμε και την πιο στιβαρή κατασκευή με το μεγαλύτερο πάχος των τοιχωμάτων και τη χρήση PBT αντί για ABS πλαστικού, καταλαβαίνετε τα PBT Key Caps είναι με τεράστια διαφορά πιο ανθεκτικά από τα αντίστοιχα ABS. Είναι όμως παράλληλα εξ ίσου εμφανές ότι η διαδικασία παραγωγής τους είναι επίσης με τεράστια διαφορά πιο πολύπλοκη και απαιτητική, συνεπώς δικαιολογείται το μεγαλύτερο κόστος. Εδώ βλέπουμε τους 2 τύπους Key Caps, PBT στα αριστερά και ABS στα δεξιά. Οι διαφορές είναι εμφανείς. Ακόμα και το βάρος τους είναι σημαντικά διαφορετικό. Ένα ακόμη πλεονέκτημα του σχεδιασμού των PBT Key Caps για το Everest Max είναι ότι τα πλήκτρα διπλής λειτουργίας είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε ο φωτισμός να είναι σωστός και ομοιόμορφος και για τα 2 σύμβολα. Στην παρακάτω εικόνα το 7 είναι PBT και το 8 ABS. Εδώ βλέπουμε το τα PBT Key Caps τοποθετημένα. Μπορείτε να δείτε το μοναδικό ABS KeyCap και πόσο διαφορετικό φαίνεται (το 7). Δοκιμές Στις δοκιμές που κάναμε, το Everest Max τα πήγε εξαιρετικά. Το NKRO επιβεβαιώθηκε, αφού όπως μπορείτε να δείτε, μπορέσαμε να καταγράψουμε όλα τα πλήκτρα του πληκτρολογίου ταυτόχρονα. Ο έλεγχος για ghosting δεν έδειξε το παραμικρό πρόβλημα, κάτι που ήταν αναμενόμενο και από τα επιτυχή αποτελέσματα της λειτουργίας NKRO. Δοκιμάστηκαν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί πλήκτρων που τυπικά μπορεί να προκαλούν ghosting και μπορέσαμε να γράψουμε τη φράση "THE QUICK BROWN FOX JUMPS OVER THE LAZY DOG" κρατώντας πατημένα και τα 2 πλήκτρα Shift ταυτόχρονα. Η πληκτρολόγηση ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και η ποιότητα κατασκευής κορυφαία. Τόσο στη χρήση σε παιχνίδια όσο και στη συγγραφή του παρόντος review, το Everest Max δεν άφησε κανένα παράπονο. Λογισμικό Base Camp Βασικό τμήμα της εμπειρίας του χρήστη κάθε πληκτρολογίου αυτής της κατηγορίας καθορίζεται από τις δυνατότητες και την ποιότητα του συνοδευτικού λογισμικού. Το συνοδευτικό λογισμικό που προσφέρει η Mountain για το Everest Max ονομάζεται Base Camp. To Base Camp μας υποδέχεται με την παρακάτω εικόνα, η οποία στο επάνω μέρος έχει ένα κεντρικό μενού. Το λογότυπο της εταιρίας στα αριστερά μας φέρνει σε αυτή την καρτέλα, της οποίας το επάνω μέρος έχει τον τύπο, το όνομα και την εικόνα της κάθε υποστηριζόμενης συσκευής και την επιλογή της παραμετροποίησής της (Customize). Από κάτω υπάρχουν (πέραν του δέοντος) ευμεγέθεις σύνδεσμοι για τη σελίδα υποστήριξης της εταιρίας, τη σελίδα δημοσκόπησης και για το ηλεκτρονικό της κατάστημα. Ακόμα πιο κάτω και σαφώς πιο διακριτικοί, βρίσκονται σύνδεσμοι για τις σελίδες της εταιρίας στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα. Δεξιά από το λογότυπο υπάρχουν καρτέλες με το όνομα της κάθε συσκευής. Στην περίπτωσή μας, EVEREST. Είτε πατήσουμε στο όνομα της συσκευής στο μενού της κορυφής είτε στο πλήκτρο Customize, ανοίγει η καρτέλα παραμετροποίησης της συσκευής. Αυτή έχει ένα κάθετο μενού στα αριστερά με 6 στοιχεία. Το πρώτο, που είναι επιλεγμένο κατά την είσοδό μας στην καρτέλα, αφορά τα προφίλ. Εδώ μπορούμε να δημιουργήσουμε, να σβήσουμε, να αντιγράψουμε, να εισάγουμε, να εξάγουμε και να ονομάσουμε τα προφίλ της συσκευής μας καθώς και να καθορίσουμε ένα πρόγραμμα που όταν τρέξει, θα ενεργοποιείται αυτόματα το κάθε προφίλ. Και εδώ έχουμε μια σημαντική συζήτηση. Βλέπετε, για να καταλάβει κανείς τη λογική του Everest Max και του Base Camp πρέπει να κατανοήσει ότι τα προφίλ, καθώς και όλες οι ρυθμίσεις δεν αποθηκεύονται στο Base Camp αλλά στη μνήμη Flash του ίδιου του Everest Max. Αυτό έχει ως συνέπεια κάποια πλεονεκτήματα αλλά και κάποια μειονεκτήματα. Συγκεκριμένα, εφ' όσον τα προφίλ βρίσκονται στο ίδιο το πληκτρολόγιο, αυτά είναι ανεξάρτητα από την ύπαρξη του Base Camp. Μπορείτε αφού τα δημιουργήσετε και τα αποθηκεύσετε στο Everest Max, να μην εκτελείτε καν το Base Camp ή ακόμα και να το απεγκαταστήσετε. Ή να πάρετε το Everest Max και να το μεταφέρετε σε έναν άλλο υπολογιστή, χωρίς να χρειαστεί να εγκαταστήσετε το Base Camp. Καλό ακούγεται, αλλά στην πράξη υπάρχουν θέματα. Για αρχή, τα προφίλ περιορίζονται στα 5 που μπορεί να χωρέσει το πληκτρολόγιο. Επιπλέον, η εγγραφή κάθε αλλαγής απ' ευθείας στην Flash του πληκτρολογίου καθυστερεί σημαντικά την κάθε κίνηση που κάνουμε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά δημιουργούνται και αρκετά προβλήματα στη χρήση, όπως για παράδειγμα αν κάνουμε κάποια κίνηση στο Base Camp πριν ολοκληρωθεί η μεταφορά της προηγούμενης πληροφορίας στο Everest Max, τα πράγματα μπερδεύονται! Κατά την χρήση του Base Camp για αυτό το review, ήρθα αντιμέτωπος με αρκετά προβλήματα. Για παράδειγμα, στο παρακάτω video, μπορούμε να δούμε το Base Camp να αδυνατεί να αλλάξει το προφίλ (εμφανές καθώς το προφίλ 1 έχει στατικό μπλε φωτισμό και το προφίλ 2 έχει Rainbow Wave), ενώ η αλλαγή προφίλ είναι κανονικά λειτουργική μέσω του Media Dock. Τα προβλήματα που αντιμετώπισα λόγω του παραπάνω είναι πολλά και ποικίλα. Χρειάζεται υπομονή, προσοχή και προσπάθεια για να χρησιμοποιήσει κανείς το Base Camp έτσι ώστε να παραμετροποιήσει το Everest Max κατά τις προτιμήσεις του. Τα προβλήματα αυτά τα έχει αναφέρει αναλυτικά ο αγαπητός συνάδελφος @alfasif στο review του Mountain Makalu 67 Lightweight Mouse, το οποίο χρησιμοποιεί επίσης το Base Camp για την παραμετροποίησή του. Η μετάβαση από την έκδοση 1.0.27 που δοκίμασε ο συνάδελφος στην τρέχουσα έκδοση 1.0.36 που δοκιμάζουμε σε αυτό το review δε φαίνεται να διόρθωσε τα σχετικά προβλήματα. Εκτός των προβλημάτων, η επιλογή να αποθηκεύονται όλα στην ίδια τη συσκευή επιφέρει και περιορισμούς. Για παράδειγμα, φαίνεται ότι ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει την αυτόματη ενεργοποίηση κάποιου προφίλ όταν τρέχει κάποιο πρόγραμμα. Προσοχή όμως! Κάνει ακριβώς αυτό που λέει. Ενεργοποιεί το προφίλ όταν τρέχει το πρόγραμμα, όχι όταν έρχεται στο προσκήνιο. Έτσι, αν έχω ένα προφίλ για το Microsoft Word και ένα για το Adobe Photoshop,τρέξω και τα 2 προγράμματα και θέλω να εργάζομαι πότε στο ένα παράθυρο και πότε στο άλλο, συμβαίνουν τα εξής: Όταν τρέξω το Microsoft Word, ενεργοποιείται το ανάλογο προφίλ του Everest Max. Όταν στη συνέχεια τρέξω το Adobe Photoshop, ενεργοποιείται το προφίλ που έχω αντιστοιχίσει σε αυτό. Αν φέρω τώρα στο προσκήνιο ξανά το Microsoft Word, δε συμβαίνει τίποτα. Συνεχίζω να έχω το προφίλ που ενεργοποιήθηκε όταν έτρεξα το Adobe Photoshop. Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι η συγκεκριμένη λειτουργία είναι ακατάλληλη για χρήση κατά τη διάρκεια multitasking. Και δεν είναι μόνο αυτό. Για να επιστρέψουμε στα προβλήματα, όλα τα παραπάνω συμβαίνουν είτε τρέχει το Base Camp, είτε όχι, αλλά η επιλογή "Load previously used profile after closing program" (Φόρτωση προηγούμενου προφίλ με την έξοδο από το πρόγραμμα) λειτουργεί μόνο με το Base Camp ενεργό. Αν το Base Camp δεν είναι ενεργό και τρέξω το Microsoft Word, θα ενεργοποιηθεί αυτόματα το αντίστοιχο προφίλ αλλά όταν κλείσω το Microsoft Word το σχετικό προφίλ θα παραμείνει ενεργό. Αν στη συνέχεια τρέξω το Base Camp, θα λειτουργήσει εκ των υστέρων η επιστροφή στο προηγούμενο προφίλ. Ελπίζω ότι μέσα από αυτά τα παραδείγματα έγινε σαφές ότι ο τρόπος λειτουργίας του Base Camp, με απ' ευθείας εγγραφή των επιλογών στη Flash της συσκευής, αν και φιλόδοξος, στην πράξη δεν είναι λειτουργικός και περισσότερο δημιουργεί περιορισμούς και προβλήματα παρά εξυπηρετεί. Για να δούμε ακόμα καλύτερα τους περιορισμούς, ας πάμε στο δεύτερο στοιχείο του μενού στα αριστερά, το Lighting (φωτισμός), όπου είναι εμφανές ότι περιορισμοί υπάρχουν και στα εφέ φωτισμού. Το Everest Max διαθέτει 7 εφέ φωτισμού και τη δυνατότητα να λειτουργεί χωρίς φωτισμό. Αυτά είναι όμορφα, εντυπωσιακά και ωραία εκτελεσμένα και προσφέρουν κάποια (πολύ) βασική παραμετροποίηση. Τα πρώτα 6 εφέ φωτισμού είναι τα εξής: Όπως είδατε η παραμετροποίησή τους είναι βασική και εύκολη. Η 7η επιλογή είναι το Custom, όπου μπορούμε να ορίσουμε το χρώμα κάθε LED χωριστά, είτε αυτό ανήκει σε πλήκτρο, είτε στην περιμετρική σχισμή. Αυτό δημιουργεί ένα στατικό εφέ, με τα χρώματα του φωτισμού ορισμένα όπως τα θέλει ο χρήστης. Η ένταση πάντως δεν ορίζεται ανά LED και η ρύθμισή της αφορά το φωτισμό ολόκληρου του πληκτρολογίου. Άκρως απογοητευτικό σε σχέση με τις δυνατότητες δημιουργίας Custom φωτισμού σε λογισμικά ανταγωνιστικών προϊόντων, όπου βρίσκουμε δυνατότητες αλλαγής χρώματος και έντασης, σε σχέση με το χρόνο και ανά LED. Η τελευταία επιλογή είναι η απενεργοποίηση του φωτισμού. Και αυτό είναι όλο. Ούτε δυνατότητα χρήσης κάποιου εφέ (εκτός του Custom) σε καθορισμένα μόνο πλήκτρα, ούτε δυνατότητα χρήσης περισσοτέρων του ενός εφέ σε επίπεδα (layers), όπως έχουμε δει στο παρελθόν από ανταγωνιστικά προϊόντα. Για παράδειγμα, προσωπικά μου αρέσει να έχω ένα στατικό φωτισμό και πάνω σε αυτόν να έχω Reactive, δηλαδή να αλλάζει για λίγο χρώμα όποιο πλήκτρο πατάω και στη συνέχεια να κάνει fade πίσω στο στατικό χρώμα. Όνειρα θερινής νυκτός για το Base Camp και αυτό όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά λόγω της επιλογής αποθήκευσης των προφίλ μόνο στη συσκευή. Σημειωτέο ότι ούτε τα ανταγωνιστικά προϊόντα που έχουμε δει υποστηρίζουν επίπεδα (layers) στα εφέ φωτισμού στα προφίλ που αποθηκεύουν στο hardware, αλλά τα υποστηρίζουν μια χαρά στα software προφίλ. Το τρίτο στοιχείο στο μενού αριστερά είναι το Key Binding (δέσμευση των πλήκτρων σε συγκεκριμένη λειτουργία εκτός της προκαθορισμένης) και λειτουργεί απροβλημάτιστα. Παρακάτω φαίνονται (τμηματικά) οι κατηγορίες των επιλογών. Αν για παράδειγμα επιλέξουμε OS Commands (εντολές λειτουργικού συστήματος) έχουμε ένα δεύτερο μενού με πληθώρα επιλογών και ούτω καθ' εξής. Αν το πλήκτρο που παραμετροποιούμε είναι ένα από τα 4 πλήκτρα του NumPad με οθόνη, τότε στο κάτω δεξιά μέρος του παραθύρου βλέπουμε και την εικόνα που δείχνει η αντίστοιχη οθόνη του πλήκτρου. Πατώντας επάνω της, μπορούμε να επιλέξουμε κάποιο από τα προκαθορισμένα εικονίδια ή να φορτώσουμε κάποιο από ένα αρχείο. Θυμίζω ότι η ανάλυση της κάθε οθόνης είναι 72x72 pixels. Η τέταρτη επιλογή του μενού στα αριστερά αφορά τα Macro (μακροεντολές). Μπορεί να γίνει καταγραφή του πληκτρολογίου ή / και του ποντικιού, με προεπιλεγμένη καθυστέρηση μεταξύ των κινήσεων ή και χωρίς. Μετά την καταγραφή υπάρχει δυνατότητα επισκόπησης και διόρθωσης του κάθε Macro καθώς και διάφορες άλλες επιλογές που φαίνονται στην παρακάτω εικόνα. Το πέμπτο στοιχείο (Milla) του μενού στα αριστερά αφορά το Display Dial του Media Dock. Επιτρέπει την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση του κάθε ενός από τα 8 μενού που περιέχει καθώς και άλλες ρυθμίσεις που φαίνονται στην παρακάτω εικόνα. Εξαιρετικό κομμάτι Hardware το Media Dock και η περιορισμένη εκμετάλλευσή του από το Base Camp είναι το λιγότερο σοκαριστική! Περίμενα τη δυνατότητα δημιουργίας custom μενού και απεριόριστων λειτουργιών, αλλά βλέπετε, η αποθήκευση των πάντων στη συσκευή το απαγορεύει! Ακόμα και το Custom mode, που μόλις το είδα γεννήθηκαν ελπίδες δεν αφορά παρά μόνο την επιλογή να έχουν τα 4 πρώτα πλήκτρα του Media Dock τις προκαθορισμένες τους λειτουργίες ή λειτουργίες που μπορεί να προγραμματίσει ο χρήστης μέσα από το Key Binding. Έτσι, από αυτήν την καρτέλα ενεργοποιείται και απενεργοποιείται το σχετικό μενού στο Media Dock έτσι ώστε όταν είναι ενεργό, να μπορεί να χρήστης να πάει στο Custom mode. Και είναι τόσο κακοσχεδιασμένο αυτό ώστε αν επιλέξει κάποιος το Custom Mode, πρέπει να μείνει εκεί για να λειτουργούν τα media keys με τα custom bindings, απαγορεύοντας την παράλληλη χρήση του Media Dock για έλεγχο οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας. Απίστευτο fail. Έκτη και τελευταία επιλογή του μενού στα αριστερά είναι το Settings (ρυθμίσεις) που αφορά βασικές ρυθμίσεις της συσκευής. Βλέπουμε τις εξής δυνατότητες: Αναβάθμιση του Firmware. Δυνατότητα να επιλέξουμε ποιους συνδυασμούς πλήκτρων θα απενεργοποιεί το Gaming Mode. Δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε το φωτισμό των ίδιων των Caps Lock / Num Lock / Scroll Lock όταν είναι ενεργά (για παράδειγμα σε περίπτωση που δε διαθέτουμε το Media Dock). Δυνατότητα επιλογής του layout των πλήκτρων. Επαναφορά εργοστασιακών ρυθμίσεων. Λήψη του Manual. Το τρέχον firmware είναι το 43.22.18. Κάπως έτσι τελειώσαμε με τις επιλογές που αφορούν το Everest Max. Πάμε τώρα στο γρανάζι επάνω δεξιά, που αφορά τις ρυθμίσεις του ίδιου του Base Camp. Οι επιλογές είναι αυτονόητες και φαίνονται την παρακάτω εικόνα. Η τρέχουσα έκδοση του Base Camp κατά τη συγγραφή του παρόντος review είναι η 1.0.36. Αξίζει να σημειωθεί ότι τo Base Camp υποστηρίζει συνεργασία με το OBS Studio. Το εικονίδιο του Base Camp στο System Tray είναι το λογότυπο της Mountain και το δεξί κλικ επάνω του ανοίγει το βασικότερο μενού που μπορεί να υπάρξει. Συνολικά, το Base Camp είναι τόσο απογοητευτικό όσο γοητευτικό είναι το Everest Max. Η επιλογή της αποθήκευσης όλων των επιλογών και ρυθμίσεων στην Flash του Everest Max φαντάζει αρχικά ενδιαφέρουσα ιδέα αλλά η υλοποίησή της, είτε λόγω απροσπέραστων περιορισμών που θέτει αυτός ο τρόπος λειτουργίας είτε λόγω κακής υλοποίησης, περιορίζει τη λειτουργικότητα ενός φανταστικού hardware! Εν κατακλείδι Φτάσαμε στον απολογισμό ενός μεγάλου review που αφορά την υλοποίηση μιας ακόμα μεγαλύτερης ιδέας. Το Everest Max της Mountain είναι πραγματικά ένα πληκτρολόγιο που έχει όλα όσα θα μπορούσε κανείς να ονειρευτεί, άψογη ποιότητα και απαράμιλλες δυνατότητες παραμετροποίησης. Κάνει πράγματα που κανένα άλλο πληκτρολόγιο δεν πλησιάζει καν και τα κάνει με ποιότητα και χωρίς παραλείψεις. Διαθέτει: Φωτισμό RGB. Προσθαφαιρούμενους από το χρήστη διακόπτες Cherry MX κάθε τύπου (το δείγμα μας ήρθε με Cherry MX Speed). Προσθαφαιρούμενο NumPad με δυνατότητα τοποθέτησης δεξιά ή αριστερά από το κυρίως πληκτρολόγιο και με 4 πλήκτρα με οθόνες. Προσθαφαιρούμενο Media Dock με ρόδα επιλογής με ενσωματωμένη οθόνη και δυνατότητα τοποθέτησης δεξιά ή αριστερά. USB Hub 3.2 Gen 1 Και μια πληθώρα άλλων σημαντικών λεπτομερειών που δεν χωράνε στον απολογισμό αλλά αναλύθηκαν παραπάνω. Η παρακάτω εικόνα συνοψίζει τα βασικότερα από τα - εντυπωσιακά - χαρακτηριστικά του Everest Max. Όλα αυτά είναι πραγματικά ονειρεμένα και αν το κόστος δεν είναι απαγορευτικό, τότε όλα θα είναι τέλεια! Και όντως, το κόστος δεν είναι απαγορευτικό, καθώς το Everest Max κοστίζει €249.99, με τα μεταφορικά και μπορεί να αγοραστεί από την ιστοσελίδα της εταιρίας. Υπάρχει δυνατότητα επιλογής τού τύπου των διακοπτών με τους οποίους θα έρθει εξοπλισμένο, ενώ κάποιοι από αυτούς επιφέρουν επιβάρυνση της τάξης των €10. Μπορεί επίσης να αναβαθμιστεί με PBT Double Shot Key Caps, με επιβάρυνση €30. Το Everest Max συνοδεύεται από διετή εγγύηση. Μόνο που... όλα δεν είναι τελικά τέλεια. Και αυτό γιατί η φαινομενικά καλή επιλογή να αποθηκεύονται όλες οι επιλογές και ρυθμίσεις στο ίδιο το πληκτρολόγιο, σε συνδυασμό με - ενδεχομένως - κακό προγραμματισμό έχουν οδηγήσει σε ένα προβληματικό και ελλιπές λογισμικό που πραγματικά κρατάει πίσω το προϊόν. Μπορώ μόνο να ευχηθώ να αλλάξει αυτό στο μέλλον, γιατί είναι πραγματικά κρίμα ένα τόσο καλό hardware να περιορίζεται τόσο από το software. Ο Kαλός - Εξαιρετική αισθητική, ποιότητα κατασκευής και υλικών και φινίρισμα. - Φωτισμός RGB στα πλήκτρα και περιμετρικά. - Προσθαφαιρούμενοι από το χρήστη διακόπτες Cherry MX, κάθε τύπου. - Προσθαφαιρούμενο NumPad με δυνατότητα τοποθέτησης δεξιά ή αριστερά από το κυρίως πληκτρολόγιο και με 4 πλήκτρα με οθόνες - Προσθαφαιρούμενο Media Dock με ρόδα επιλογής με ενσωματωμένη οθόνη και δυνατότητα τοποθέτησης δεξιά ή αριστερά. - Αυθεντικοί σταθεροποιητές πλήκτρων Cherry, με προσθήκη λιπαντικού της Krytox και βελτιστοποίηση σταθεροποιητή του Space. - Σύνδεση μέσω υποδοχής USB C στο πληκτρολόγιο. - NKRO και απουσία ghosting. - 1000Hz / 1ms polling rate - Multimedia Keys. - Αποθήκευση 5 προφίλ στο πληκτρολόγιο. - Wrist rest με αφρολέξ και δερματίνη. - Πληθώρα επιλογών παραμετροποίησης κατά την παραγγελία. - Διαθέσιμα πακέτα και αξεσουάρ για παραμετροποίηση αργότερα. - Hot Keys, αποθηκευμένα στο πληκτρολόγιο. - Πλούσια συνοδευτικά αξεσουάρ. - USB Hub 3.2 Gen 1 με 1 θύρα USB type A. - Κανάλια δρομολόγησης καλωδίων στο κάτω μέρος. Ο Κακός - To λογισμικό Base Camp έχει σοβαρά προβλήματα και περιορισμένη λειτουργικότητα. - To NumPad δε διαθέτει palm rest. - Οι οθόνες ακολουθούν το επίπεδο φωτεινότητας των πλήκτρων και σβήνουν μαζί με αυτά. Θα έπρεπε να ελέγχονται χωριστά. - Το φινίρισμα βουρτσισμένου αλουμινίου περιορίζεται στην περίμετρο, ενώ στο υπόλοιπο φαίνονται τα σημάδια του κοπτικού. - Τα ABS Key Caps με διπλή λειτουργία έχουν τη βασική τους λειτουργία αρκετά χαμηλά, και έτσι αυτή δε φωτίζεται με την ίδια ένταση. Ο Αδιάφορος - Αίσθηση πατήματος πλήκτρων με οθόνες. - Η τιμή είναι υψηλή για ένα πληκτρολόγιο αλλά λογική αν υπολογίσουμε όλα τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητές του. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Everest Max είναι:  theLAB.gr Ευχαριστούμε θερμά την Mountain για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 26/07/2021
  23. Εισαγωγή Πριν από περίπου 3 μήνες, είδαμε μια αναλυτική παρουσίαση του εξοπλισμού για video conference και streaming της Elgato. Και ενώ τα προϊόντα που αναλύσαμε καλύπτουν πλήρως όλες τις απαιτήσεις για υψηλής ποιότητας video conferencing και streaming, ένα προϊόν έλαμπε για της απουσίας του. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει σήμερα η Elgato, παρουσιάζοντας την πρώτη της webcam. Η Elgato Facecam είναι μια USB webcam με αρκετές ιδιαιτερότητες που την κάνουν μοναδική. Ακολουθήστε μας λοιπόν στην αναλυτική παρουσίαση της Elgato Facecam για να δούμε μαζί αυτές τις ιδιαιτερότητες και αν η Elgato κατόρθωσε να μας προσφέρει ένα ακόμη επιτυχημένο προϊόν. Φωτογράφιση Αρχίζουμε φυσικά από τη συσκευασία, η οποία είναι στο σύνηθες στυλ της εταιρείας, με αποχρώσεις του μπλε. Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους. v Εντός, βρίσκουμε ένα σύντομο οδηγό με οδηγίες εγκατάστασης, σε 20 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής. Κάτω από τον οδηγό, βρίσκουμε το κυρίως προϊόν προστατευμένο από ένα λευκό υφασμάτινο σακουλάκι και το κουτί με τα παρελκόμενα. Τα παρελκόμενα δεν είναι παρά ένα USB A σε USB C καλώδιο, συνολικού μήκους 2 μέτρων και 4ων εκατοστών (μαζί με τα βύσματα) και ένα φυλλάδιο με οδηγίες ασφαλείας σε 14 γλώσσες, μη συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής. Ώρα να αφαιρέσουμε το προστατευτικό σακουλάκι. Η Elgato Facecam είναι μια σχετικά ογκώδης webcam, με μεγάλο καπάκι που προϊδεάζει για την ύπαρξη αναλόγως μεγάλου φακού. Στα αριστερά του εμπρός μέρους διακρίνεται παραλληλόγραμμο ενδεικτικό LED. Το σχήμα της συνδυάζει κλασσικό - ρετρό και μοντέρνο, δημιουργώντας ένα καλαίσθητο σύνολο. Το ανάγλυφο λογότυπο της εταιρείας στο επάνω μέρος είναι γυαλιστερό και δημιουργεί ωραία αντίθεση με το ματ φινίρισμα της Elgato Facecam, όπως και το δαχτυλίδι στο καπάκι του φακού. Στο πίσω μέρος συναντάμε γρίλιες, που εκτός από αισθητικό επιτελούν και λειτουργικό ρόλο για την ψύξη του επεξεργαστή της Elgato Facecam. Σημαντικό πλεονέκτημα - επιτέλους! - είναι η USB C υποδοχή, αντί της συνηθισμένης λύσης του ενσωματωμένου καλωδίου. Η βάση της Elgato Facecam φέρει επίσης το λογότυπο της εταιρείας και μπορεί να τοποθετηθεί πάνω στο γραφείο ή να ανοίξει για να αγκαλιάσει το επάνω μέρος του μόνιτορ. Ελαστικά ένθετα εξασφαλίζουν τη σταθερότητα της Elgato Facecam επάνω στο μόνιτορ. Αν και το άνοιγμα είναι αρκετά μεγάλο, δεν ήταν αρκετό για το δικό μου μόνιτορ, που είναι ένα ΕΙΖΟ πάνω από 10 ετών. Είμαι όμως σίγουρος ότι θα είναι υπέρ-αρκετό για κάθε σύγχρονο μόνιτορ. Αν όμως δε μας καλύπτει η βάση αυτή, είτε για τον παραπάνω, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, είναι αφαιρούμενη. Το παξιμάδι είναι μια έξυπνη ιδέα που εξασφαλίζει ότι η βάση μπορεί να σφίξει ενώ είναι ευθυγραμμισμένη με την κάμερα. Η αφαίρεση της βάσης αφήνει υποδοχή 1/4", συμβατή με όλα τα τρίποδα αλλά και τα Elgato Master Mount L και Elgato Flex Arm L που είδαμε προ τριμήνου. Κάτω από το καπάκι, κρύβεται ένας εντυπωσιακά μεγάλος - για webam - φακός! Και αν τον δούμε υπό γωνία, φαίνεται ξεκάθαρα ότι αποτελείται από αρκετά στοιχεία! Για σύγκριση, τον αντιπαραθέτουμε με αυτόν της Microsoft Webcam Studio, μιας από τις καλύτερες συμβατικές webcams που έχω χρησιμοποιήσει. Η διαφορά είναι εμφανής και προδιαθέτει για τεράστια διαφορά στην εικόνα. Το μέγεθος του φακού, τα πολλά του στοιχεία, οι γρίλιες εξαερισμού, όλα αποπνέουν έναν αέρα που υπόσχεται υψηλή ποιότητα εικόνας. Για να δούμε, συνάδουν σε κάτι τέτοιο τα τεχνικά χαρακτηριστικά; Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της Elgato Facecam, όπως τα αναφέρει η κατασκευάστρια εταιρεία, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα: Όπως βλέπουμε, η Elgato Facecam έχει ως μέγιστη ανάλυση τα 1080p, με frame rate τα 60 fps. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να πει κανείς ότι θα ήταν ωραίο να είχε υποστήριξη 4K, αλλά η εταιρεία ισχυρίζεται ότι επί του παρόντος, δεν υπάρχουν ουσιώδεις, λειτουργικές λύσεις streaming ή video conferencing που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, οπότε επικεντρώθηκε στο να προσφέρει την καλύτερη δυνατή ποιότητα στα 1080p με την ομαλή κίνηση που προσφέρουν τα 60 fps. Δεν μπορώ να διαφωνήσω στη λογική αυτή. Εκτός όμως από την ανάλυση και το frame rate, υπάρχουν πολλά αξιοσημείωτα στοιχεία στα τεχνικά χαρακτηριστικά της Elgato Facecam, όπως ο αισθητήρας Sony STARVIS CMOS, που προσφέρει εξαιρετική ποιότητα εικόνας, ακόμη και σε χαμηλό φωτισμό, χωρίς υψηλό θόρυβο. Για να φτάσει όμως η εικόνα σε καλή κατάσταση στον αισθητήρα, χρειάζεται και ένας καλός φακός και εδώ η Elgato Facecam έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις προσδοκίες που μπορεί να έχει κάποιος από μια webcam. Κι αυτό καθώς διαθέτει έναν ασφαιρικό φακό 8 στοιχείων από γυαλί με διάφραγμα F/2.4 και εστιακό μήκος αντίστοιχο με 24mm (σε full frame sensor). Μαζί με τις 18 αντί-ανακλαστικές επιστρώσεις και το φίλτρο αποκοπής υπερύθρων, εξασφαλίζει ποιότητα εικόνας που δεν έχουμε ξαναδεί σε webcam. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο φακός είναι prime, δηλαδή δεν έχει λειτουργία οπτικού zoom. Είναι όμως κατασκευασμένος έτσι ώστε να διατηρεί τα αντικείμενα εστιασμένα από τα 30 έως τα 120 εκατοστά, δηλαδή σε οποιαδήποτε απόσταση φυσιολογικής χρήσης μιας webcam. Και καθώς δεν υπάρχει ανάγκη για εστίαση, δεν υπάρχει και το ενοχλητικό focus hunting! Το εστιακό μήκος των 24mm (σε full frame sensor) σημαίνει ότι η Elgato Facecam διαθέτει έναν ιδιαίτερα ευρυγώνιο φακό. Στα τεχνικά χαρακτηριστικά, το οπτικό πεδίο ορίζεται στις 82 μοίρες, ενώ στο λογισμικό αναφέρεται στις 83,2 μοίρες - σε κάθε περίπτωση, πολύ ευρυγώνιο. Υπάρχει η δυνατότητα ψηφιακού zoom έως και 4x, στις 24,4 μοίρες, αλλά αυτό θα υποτετραπλασιάσει και την ανάλυση. Η εικόνα που περνάει από τον φακό και αποτυπώνεται στον αισθητήρα καταλήγει σε ένα εξαιρετικά προηγμένο - για webcam - σύστημα επεξεργασίας, το οποίο είναι ικανό να κάνει αυτόματη μέτρηση έκθεσης, είτε μέσου όρου, είτε με βαρύτητα στο κέντρο και να ορίσει την ταχύτητα κλείστρου και τη διόρθωση έκθεσης αυτόματα. Το λογισμικό που συνοδεύει την Elgato Facecam όμως και το οποίο ονομάζεται Camera Hub, δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να επέμβει και να αλλάξει αυτά και πολλά άλλα στοιχεία της εικόνας, όπως αυτός επιθυμεί. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο κατά τις λήψεις που έγιναν για το παρόν review, καθώς στις συνθήκες φωτισμού του χώρου μου η Elgato Facecam υπερφωτίζει κατά περίπου 0,6 stop, κάτι που μπόρεσα με μεγάλη ευκολία να διορθώσω μέσα από το Camera Hub. Ενδεχομένως κάποιο μελλοντικό firmware update να επιτρέψει στην Elgato Facecam να κάνει καλύτερη φωτομέτρηση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Ο επεξεργαστής της Elgato Facecam δεν εξαντλείται όμως μόνο στα παραπάνω. Εκτελώντας εκατομμύρια υπολογισμούς ανά δευτερόλεπτο, κάνει πολλές διορθώσεις στην εικόνα, με σκοπό τη βελτιώσή της. Λεπτομέρειες για αυτό βλέπουμε στην παρακάτω εικόνα. Αυτό που δε φαίνεται στην εικόνα είναι ότι ο επεξεργαστής της Elgato Facecam στέλνει το βίντεο στον υπολογιστή σας ΑΣΥΜΠΙΕΣΤΟ! Αυτό επιτυγχάνει μεγάλη διαφορά στην ποιότητα εικόνας, καθώς αποφεύγονται τα artifacts που προκύπτουν από ένα επιπλέον - και αχρείαστο όπως απέδειξε η Elgato - στάδιο συμπίεσης. Έτσι εξηγείται και η απαίτηση διασύνδεσης της Elgato Facecam με USB 3.2 Gen 1 (5Gb/s). Ας κάνουμε μερικούς υπολογισμούς. μια εικόνα 1080p αποτελείται από 1920x1080 pixels RGB, που απαιτούν 3 bytes έκαστο. Συνεπώς για κάθε frame έχουμε 1920x1080x3 = 6.220.800 Bytes. Αυτά είναι ίσα με 6.220.800x8 = 49.766.400 bits. Για ένα βίντεο με 60 τέτοια frames ανά δευτερόλεπτο, θέλουμε 49.766.400x60 = 2.985.984.000 b/s. Αν μετατρέψουμε αυτόν τον αριθμό σε Gb/s έχουμε 2,985,984,000/1024/1024/1024= 2,78 Gb/s. Κάτι παραπάνω από το μισό bandwidth του USB 3.2 Gen 1 (5Gb/s) δηλαδή. Από αυτό εξάγουμε 2 συμπεράσματα. Πρώτον, η χρήση USB 2.0 θα ήταν φυσικά αδύνατη, αφού τα 480 Mb/s που προσφέρει δεν είναι αρκετά. Δεύτερον, αν η Elgato Facecam υποστήριζε 4K στα 30 fps θα χρειαζόταν διπλάσιο bandwidth οπότε θα έπρεπε να έχει διεπαφή USB 3.2 Gen 2 (10GB/s) και διπλάσιας ισχύος σύστημα επεξεργασίας της εικόνας. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω συμβαίνουν ταχύτατα, επιτυγχάνοντας ένα ελάχιστο lag, που δεν απαιτεί καμία διόρθωση καθώς δεν ξεπερνάει τα 50 ms. Την ψύξη του συστήματος, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα και συνεχώς χωρίς να υπερθερμαίνεται, αναλαμβάνει μια μεγάλη αλουμινένια ψύκτρα, που βρίσκεται εσωτερικά από τις γρίλιες του πίσω μέρους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι ρυθμίσεις που κάνουμε μέσω του Camera Hub αποθηκεύονται σε ενσωματωμένη μνήμη flash και έτσι παραμένουν στην Elgato Facecam όταν αυτή μετακινείται μεταξύ συστημάτων. Τα βασικά χαρακτηριστικά που αναλύσαμε παραπάνω, καθώς και το κόστος της Elgato Facecam φαίνονται στην παρακάτω εικόνα. Είναι γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει μια webcam με κόστος που αγγίζει τα €200 ως οικονομική. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να την χαρακτηρίσει και ως υπερτιμημένη, όταν διαθέτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναλύσαμε παραπάνω. Είμαι σίγουρος ότι οι πιο παρατηρητικοί θα αναρωτήθηκαν πού είναι το μικρόφωνο της Elgato Facecam και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του. Όχι, δεν ξέχασα να τα αναφέρω. Απλά δεν υπάρχει κάτι να αναφερθεί καθώς η Elgato Facecam δε διαθέτει μικρόφωνο. Η λογική της εταιρείας είναι ότι κανένα μικρόφωνο (λογικού κόστους) δεν μπορεί να αποδώσει στην απόσταση λειτουργίας μιας webcam και να προσφέρει τον ήχο που απαιτεί το κοινό στο