Jump to content

Leaderboard

Popular Content

Showing content with the highest reputation since 21/09/2025 in Reviews

  1. Εισαγωγή Ο Kingston FURY Renegade G5 αντιπροσωπεύει την είσοδο της εταιρείας στην ελίτ της PCIe 5.0 αποθήκευσης, φέρνοντας μια πρόταση που στοχεύει να αναταράξει τα δεδομένα της αγοράς. Σε έναν τομέα όπου το Samsung 9100 Pro και το Crucial T705 μάχονται για την κορυφή, το G5 καταφέρνει να επιβάλλει τη δική του ταυτότητα χάρη σε μια σπάνια για Gen5 SSDs ιδιότητα: εξαιρετική θερμική συμπεριφορά που δεν απαιτεί επιπλέον ψύξη. Στα χαρτιά, οι προδιαγραφές είναι εξαιρετικές: έως 14.8 GB/s ανάγνωση και 14 GB/s εγγραφή για το 4TB μοντέλο, με το 2TB που δοκιμάζουμε να φτάνει τα 14.7/14 GB/s αντίστοιχα. Αυτό που κάνει τη διαφορά όμως δεν είναι μόνο οι μέγιστες επιδόσεις, αλλά η σταθερότητα υπό πίεση και η ικανότητα του Silicon Motion SM2508 controller να διατηρεί την απόδοση χωρίς thermal throttling—κάτι που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα πολλών Gen5 drives. Η αγορά των PCIe 5.0 SSDs έχει ωριμάσει αισθητά το 2025, με τις τιμές να γίνονται πιο προσιτές και την υποστήριξη από τις νέες πλατφόρμες να καθιστά την αναβάθμιση πιο ελκυστική. Το G5 εισέρχεται σε αυτό το περιβάλλον με μια σαφή φιλοσοφία: να προσφέρει κορυφαία απόδοση χωρίς τους συμβιβασμούς που συνήθως συνοδεύουν τα high-end Gen5 drives—θερμοκρασίες που χρειάζονται επιθετική ψύξη, μη συνεπείς επιδόσεις κάτω από παρατεταμένα φορτία, ή υψηλές τιμές. Σε πρώτη ματιά, το G5 δείχνει μια ισορροπημένη προσέγγιση που θυμίζει περισσότερο την Kingston που όλοι ξέρουμε και προτιμάμε παρά την "race to the top" νοοτροπία που χαρακτηρίζει πολλούς ανταγωνιστές της στο χώρο της Gen5. Με endurance rating που φτάνει τα 1,024 TBW ανά TB (διπλάσιο από τα 600 TBW ανά TB του Samsung 9100 Pro), 5ετή εγγύηση, και θερμοκρασίες που παραμένουν σε λογικά πλαίσια ακόμα και χωρίς heatsink, το G5 υπόσχεται να είναι το Gen5 drive που μπορείς να βάλεις στο σύστημά σου και να το ξεχάσεις. Το ερώτημα που θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο παρόν review είναι αν αυτή η προσέγγιση της "balanced excellence" μπορεί να ανταγωνιστεί με επιτυχία τους ήδη εδραιωμένους παίκτες της αγοράς, και κυρίως, αν το Kingston FURY Renegade G5 μπορεί να δικαιολογήσει την premium τιμή του παραδίδοντας την απόδοση και την αξιοπιστία που υπόσχεται στη χρήση του 2025. Χαρακτηριστικά Το Kingston FURY Renegade G5 2TB αντιπροσωπεύει την πρώτη σοβαρή προσπάθεια της εταιρείας να καθιερωθεί στον ανταγωνιστικό τομέα των PCIe 5.0 SSDs. Χρησιμοποιώντας τον προηγμένο Silicon Motion SM2508 controller σε 6nm διαδικασία κατασκευής, συνδυάζει υψηλή απόδοση με εξαιρετική ενεργειακή αποδοτικότητα και θερμική διαχείριση που ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό. Μοντέλο Kingston FURY Renegade G5 2TB Part Number SFYR2S/2T0 Form Factor M.2 2280 Interface PCIe 5.0 x4 NVMe 2.0 Controller Silicon Motion SM2508 (6nm, Quad-core ARM Cortex-R8) NAND Flash 3D TLC (Kioxia BiCS8) DRAM Cache Ναι (DDR4 Low-Power) Χωρητικότητα 2048GB (2TB) Sequential Read Έως 14.700 MB/s Sequential Write Έως 14.000 MB/s Random 4K Read/Write Έως 2.200.000/2.200.000 IOPS Endurance (TBW) Endurance (total bytes written): 2.0 PB Κατανάλωση Ενέργειας 0.27W Avg / 7.0W Max Θερμοκρασία Λειτουργίας 0°C έως 70°C MTBF 2.000.000 ώρες Εγγύηση 5 έτη με τεχνική υποστήριξη DirectStorage Support Ναι Σε επίπεδο τιμολόγησης, το G5 2TB τοποθετείται στο premium segment της αγοράς με ανταγωνιστικές τιμές που το καθιστούν ελκυστική επιλογή για όσους αναζητούν high-end Gen5 απόδοση. Στην Ελλάδα, οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 192,34-327,69 € (με πληροφορίες από Skroutz.gr και bestprice.gr, στις 07/10/2025), ενώ στην Ευρώπη το drive βρίσκεται σε εύρος 185-221 € σε μεγάλους retailers όπως τα Alternate.de, Proshop.de και άλλα, καθιστώντας το σημαντικά πιο προσιτό από ανταγωνιστικά μοντέλα όπως το Samsung 9100 Pro ή το SanDisk WD_BLACK SN8100. Unboxing Το unboxing του Kingston FURY Renegade G5 2TB αποπνέει αίσθηση premium από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μόλις ανοίγεις το κουτί, συναντάς ένα minimal, αλλά εντυπωσιακό packaging: η εξωτερική επιφάνεια συνδυάζει μαύρο, κόκκινο και λευκό, με έντονα γραφικά που υπογραμμίζουν τις υψηλές επιδόσεις PCIe 5.0. Μόλις ξεκλειδώσεις το flap, αποκαλύπτεται αμέσως ένα παράθυρο που επιτρέπει τη θέα του drive, δείχνοντας το μεταλλικό cooler με το λογότυπο FURY — σχεδιασμένο για να διατηρεί το SSD δροσερό χωρίς πρόσθετο heatsink (εικόνα 5). Το drive είναι στερεωμένο σε μια σκληρή πλαστική θήκη, που το προστατεύει από κραδασμούς και φθορές κατά τη μεταφορά. Μόλις αφαιρέσεις την πλαστική θήκη, το G5 ξεπροβάλλει τυλιγμένο σε διαφανές προστατευτικό film, διατηρώντας την ετικέτα άθικτη. Στην ετικέτα διακρίνονται καθαρά το μοντέλο SFYR2S/2T0, ο σειριακός αριθμός, οι πιστοποιήσεις CE/UKCA και το warning “Warranty Void If Removed” (εικόνα 1), στοιχεία που διασφαλίζουν ότι το drive είναι αυθεντικό και αχρησιμοποίητο. Στο πίσω μέρος του κουτιού υπάρχει συμπαγής περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών — controller, NAND, ταχύτητες, TBW — μαζί με έναν QR code που οδηγεί απευθείας στο επίσημο datasheet, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε λεπτομερείς τεχνικές πληροφορίες (εικόνα 4). Δεν απαιτούνται επιπλέον ανταλλακτικά, βίδες ή οδηγίες εγκατάστασης· το SSD είναι έτοιμο για τοποθέτηση σε οποιαδήποτε M.2 θύρα PCIe 5.0. Το Kingston FURY Renegade G5 2TB συνοδεύεται από ένα λεπτό μεταλλικό heat spreader που παρέχει βασική θερμική προστασία. Ωστόσο, για βέλτιστες επιδόσεις σε Gen5 εφαρμογές, συνιστάται η χρήση επιπλέον ψύξης όπως το heatsink της μητρικής ή aftermarket λύσης. Συνολικά, η εμπειρία unboxing είναι γρήγορη, ευχάριστη και χωρίς εκπτώσεις: η Kingston καταφέρνει να συνδυάσει στιβαρή προστασία, clear branding και εύκολη πρόσβαση στο προϊόν, προσφέροντας στον χρήστη απόλυτη διαφάνεια και έλεγχο από το πρώτο άνοιγμα μέχρι την εγκατάσταση. Μετρήσεις Επιδόσεων Μεθοδολογία & Περιβάλλον Δοκιμών Η αξιολόγηση του Kingston FURY Renegade G5 2TB πραγματοποιήθηκε σε δύο διαφορετικές πλατφόρμες για να εξετάσουμε ενδελεχώς τις διαφορές επιδόσεων μεταξύ των PCIe 4.0 και PCIe 5.0 interfaces. Η διπλή αυτή προσέγγιση μας επέτρεψε να αξιολογήσουμε όχι μόνο την απόλυτη απόδοση του drive, αλλά και το πραγματικό όφελος που προσφέρει η αναβάθμιση σε νεότερη τεχνολογία. Το πρώτο σύστημα δοκιμών βασίστηκε σε πλατφόρμα Intel Z690 με τη μητρική MSI PRO Z690-A DDR4, που διαθέτει slot M.2 με υποστήριξη PCIe 4.0 x4. Ως επεξεργαστής χρησιμοποιήθηκε ο Intel Core i5-12600K σε stock ταχύτητες με ενεργοποιημένο το Turbo Boost, ενώ η μνήμη αποτελούνταν από 32GB G.Skill TridentZ DDR4-3200 CL16-18-18-38 σε dual-channel configuration με ενεργοποιημένο το XMP profile. Η κάρτα γραφικών ήταν μια NVIDIA GeForce RTX 3070 με driver έκδοση 32.0.15.7680, ενώ ως δίσκος του λειτουργικού συστήματος λειτουργούσε ένας Samsung 980 PRO 2TB με heatsink. Το σύστημα έτρεχε Windows 11 24H2 (build 26100). Το δεύτερο σύστημα δοκιμών αποτέλεσε αναβάθμιση σε σύγχρονη AMD πλατφόρμα X870E με τη μητρική MSI MAG X870E TOMAHAWK WIFI, που προσφέρει πλήρη υποστήριξη για PCIe 5.0. Επεξεργαστής ήταν ο κορυφαίος AMD Ryzen 9 9950X3D, συνοδευόμενος από 64GB G.Skill TridentZ DDR5-6000 CL30-40-40-96 στα 1.40V, επίσης σε dual-channel διάταξη. Η υπόλοιπη διάταξη παρέμεινε ίδια με την κάρτα γραφικών RTX 3070, τον Samsung 980 PRO ως OS drive και το ίδιο λειτουργικό σύστημα για συνέπεια στα αποτελέσματα. Και στα δύο συστήματα ο Kingston FURY Renegade G5 2TB τοποθετήθηκε στην πρωτεύουσα M.2_1 θέση της εκάστοτε μητρικής για βέλτιστη απόδοση, ενώ χρησιμοποιήθηκε η ενσωματωμένη ψύξη heatsink της μητρικής για θερμική προστασία. Πριν την έναρξη των μετρήσεων, σε όλες τις περιπτώσεις εκτελέστηκε πλήρης format και βελτιστοποίηση του drive. Όλες οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν με το ενσωματωμένο M.2 heatsink της μητρικής πλακέτας (MSI MAG X870E Tomahawk WiFi), όχι με το stock heat spreader του drive. Αυτή η επιλογή έγινε για να προσομοιώσει τις πραγματικές συνθήκες χρήσης που θα αντιμετωπίσουν οι περισσότεροι χρήστες, καθώς τα σύγχρονα motherboards διαθέτουν pre-installed M.2 heatsinks. Τεχνικό υπόβαθρο: ελεγκτής και NAND Ο ελεγκτής που χρησιμοποιεί ο Kingston FURY Renegade G5 2TB, είναι ο Silicon Motion SM2508 ένας Gen5 ελεγκτής σε λιθογραφία 6 nm που συμμορφώνεται με το πρότυπο NVMe 2.0 και προσφέρει δυναμική SLC cache με έξυπνη διαχείριση μεγέθους, προστασία διαδρομής δεδομένων end-to-end και εξελιγμένους αλγόριθμους wear leveling. Η Kioxia BiCS8 3D TLC (218 layers) προσφέρει αυξημένη πυκνότητα και αξιοπιστία· το over-provisioning στο 2 TB είναι περίπου 7%, ενώ το wear leveling κατανέμει ομοιόμορφα τις εγγραφές στην επιφάνεια της NAND για επιμήκυνση ζωής. Αποτελέσματα Μετρήσεων PCIe 4.0 Synthetic Benchmarks - CrystalDiskMark Η αξιολόγηση ξεκίνησε με το CrystalDiskMark v8.0, το οποίο αποτελεί το πιο διαδεδομένο synthetic benchmark για storage devices. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν με 1GiB test size και πέντε διαδοχικά runs για αξιοπιστία. Τα αποτελέσματα στο PCIe 4.0 σύστημα αποδείχθηκαν εξαιρετικά, αποδεικνύοντας ότι ο Renegade G5 αξιοποιεί πλήρως το διαθέσιμο bandwidth της διασύνδεσης. Στις sequential μετρήσεις με high queue depth (Q8T1), το drive πέτυχε ανάγνωση 7,109 MB/s και εγγραφή 6,825 MB/s, επιδόσεις που πλησιάζουν τα θεωρητικά όρια του PCIe 4.0 x4 interface. Αυτές οι τιμές είναι ιδιαίτερα σημαντικές για workloads που περιλαμβάνουν μεταφορά μεγάλων αρχείων, όπως video editing ή backup operations. Στις πιο ρεαλιστικές συνθήκες με χαμηλότερο queue depth (Q1T1), οι επιδόσεις παρέμειναν αξιοσημείωτες, με 5,555 MB/s στην ανάγνωση και 5,487 MB/s στην εγγραφή. Οι random 4K επιδόσεις αποκάλυψαν την ποιότητα του controller και της flash memory. Με υψηλό queue depth (Q32T1), το drive πέτυχε 652 MB/s στην ανάγνωση (~167,000 IOPS) και 577 MB/s στην εγγραφή (~148,000 IOPS). Αυτές οι τιμές είναι εξαιρετικές για consumer drive και δείχνουν την ικανότητα του drive να χειρίζεται αποτελεσματικά παράλληλα I/O operations. Στις πιο κρίσιμες μετρήσεις 4K Q1T1, που αντιπροσωπεύουν την καθημερινή χρήση, η ανάγνωση έφτασε τα 87.5 MB/s (~22,400 IOPS), ενώ η εγγραφή τα εντυπωσιακά 251 MB/s (~64,400 IOPS). AS-SSD Benchmark Αποτελέσματα Το AS-SSD Benchmark προσφέρει διαφορετική προσέγγιση στις μετρήσεις, χρησιμοποιώντας incompressible data που αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση για τα σύγχρονα drives. Τα sequential αποτελέσματα έδειξαν 5,519 MB/s στην ανάγνωση και 5,660 MB/s στην εγγραφή, επιβεβαιώνοντας τις υψηλές επιδόσεις του CrystalDiskMark. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν τα 4K single-threaded αποτελέσματα με 90.9 MB/s στην ανάγνωση και 148.3 MB/s στην εγγραφή, που θεωρούνται εξαιρετικά για consumer SSD. Στις multi-threaded 4K δοκιμές (64 threads), το drive παρουσίασε εξισορροπημένη συμπεριφορά με 4,332 MB/s στην ανάγνωση και 3,438 MB/s στην εγγραφή. Τα access times αποδείχθηκαν εξαιρετικά χαμηλά με μόλις 0.018 ms για read operations και 0.025 ms για write operations, επιδόσεις που συνάδουν με τα καλύτερα consumer drives της αγοράς. Η συνολική βαθμολογία του AS-SSD έφτασε τους 11,667 πόντους, κατανεμημένους σε 4,975 για read operations και 4,152 για write operations. Real-World Performance με PCMark 10 Το PCMark 10 Storage Benchmark προσομοιώνει πραγματικές συνθήκες χρήσης, εκτελώντας τυπικές εργασίες που συναντώνται στην καθημερινή χρήση ενός υπολογιστή. Το Kingston FURY Renegade G5 πέτυχε συνολικό score 3,483 πόντων, επίδοση που το κατατάσσει στα κορυφαία consumer drives. Ο μέσος χρόνος πρόσβασης διαμορφώθηκε στα 46 microseconds, ενώ το συνολικό bandwidth έφτασε τα 532.31 MB/s. Αυτά τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά καθώς αντανακλούν την πραγματική συμπεριφορά του drive σε mixed workloads που περιλαμβάνουν boot times, application loading, αντιγραφή αρχείων και άλλες συνηθισμένες εργασίες. Η σταθερότητα των επιδόσεων σε όλη τη διάρκεια των δοκιμών έδειξε ότι το drive διατηρεί υψηλές επιδόσεις χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις ή thermal throttling. Αποτελέσματα Μετρήσεων PCIe 5.0 Εντυπωσιακό Άλμα στις Sequential Επιδόσεις Η μετάβαση στο PCIe 5.0 σύστημα αποκάλυψε την πραγματική δυναμική του Kingston FURY Renegade G5. Το CrystalDiskMark σε PCIe 5.0 configuration παρουσίασε θεαματικές αλλαγές στις sequential επιδόσεις. Η ανάγνωση με high queue depth (Q8T1) εκτοξεύθηκε στα 14,789 MB/s, ενώ η εγγραφή έφτασε τα 14,161 MB/s. Αυτές οι επιδόσεις αντιπροσωπεύουν βελτίωση 108% και 107% αντίστοιχα, ουσιαστικά διπλασιάζοντας τη θεωρητική απόδοση. Ακόμη πιο εντυπωσιακές αποδείχθηκαν οι Q1T1 επιδόσεις, όπου η ανάγνωση έφτασε τα 9,143 MB/s (βελτίωση 64.6%) και η εγγραφή τα 10,553 MB/s (βελτίωση 92.3%). Αυτές οι μετρήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς αντανακλούν πιο ρεαλιστικά σενάρια χρήσης όπου το storage subsystem δεν λειτουργεί σε maximum parallel conditions. Στις random 4K επιδόσεις, οι βελτιώσεις ήταν πιο μετρημένες αλλά εξακολουθούσαν να είναι σημαντικές. Το high queue depth testing (Q32T1) έδειξε 862 MB/s στην ανάγνωση (~221,000 IOPS) και 688 MB/s στην εγγραφή (~176,000 IOPS), αντιπροσωπεύοντας βελτιώσεις 32.1% και 19.2% αντίστοιχα. Στις κρίσιμες Q1T1 μετρήσεις, η ανάγνωση βελτιώθηκε κατά 8.9% φτάνοντας τα 95.2 MB/s, ενώ η εγγραφή παρουσίασε σημαντική βελτίωση 25.9% στα 317 MB/s. AS-SSD με PCIe 5.0: Νέα Επίπεδα Απόδοσης Το AS-SSD Benchmark στο PCIe 5.0 σύστημα επιβεβαίωσε τις εξαιρετικές επιδόσεις του CrystalDiskMark. Τα sequential αποτελέσματα έδειξαν 10,359 MB/s στην ανάγνωση και 10,431 MB/s στην εγγραφή, αντιπροσωπεύοντας βελτιώσεις 87.8% και 84.2% αντίστοιχα. Αυτές οι επιδόσεις τοποθετούν τον Renegade G5 στην κορυφή των PCIe 5.0 drives που έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα. Τα 4K single-threaded αποτελέσματα έδειξαν επίσης σημαντικές βελτιώσεις με 116.4 MB/s στην ανάγνωση (βελτίωση 28.1%) και 275.3 MB/s στην εγγραφή (βελτίωση 85.7%). Στις multi-threaded 4K δοκιμές, η ανάγνωση παρέμεινε παρόμοια στα 4,502 MB/s (βελτίωση 3.9%), ενώ η εγγραφή παρουσίασε δραματική βελτίωση στα 6,452 MB/s (βελτίωση 87.7%). Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η βελτίωση στα access times, με την ανάγνωση να φτάνει μόλις 0.013 ms (βελτίωση 27.8%) και την εγγραφή στα 0.014 ms (βελτίωση 44.0%). Η συνολική βαθμολογία εκτοξεύθηκε στους 16,314 πόντους, αντιπροσωπεύοντας βελτίωση 39.8% έναντι του PCIe 4.0 συστήματος. Gaming Performance με 3DMark Storage Το 3DMark Storage Benchmark επικεντρώνεται σε gaming scenarios και προσφέρει πολύτιμες insights για τη συμπεριφορά του drive σε game-related tasks. Το συνολικό score έφτασε τους 4,493 πόντους, με μέσο bandwidth 751.01 MB/s και μέσο access time μόλις 39 microseconds. Αυτές οι επιδόσεις δείχνουν σημαντική βελτίωση έναντι του PCMark 10 και επιβεβαιώνουν την καταλληλότητα του drive για demanding gaming scenarios. Τα επιμέρους gaming tests αποκάλυψαν εξαιρετικές επιδόσεις σε όλους τους τομείς. Το "Move game" test, που προσομοιώνει τη μεταφορά εγκατεστημένων games μεταξύ drives, πέτυχε εντυπωσιακά 4,424 MB/s. Το "Record gameplay" scenario έδειξε 262 MB/s, επίδοση που εξασφαλίζει smooth recording ακόμη και σε υψηλές αναλύσεις. Τα loading times των δημοφιλών titles έδειξαν εξίσου εντυπωσιακά αποτελέσματα: Battlefield V loading στα 1,631 MB/s, Call of Duty στα 1,208 MB/s και Overwatch στα 608 MB/s. Τα installation και save operations, που είναι κρίσιμα για την gaming εμπειρία, παρουσίασαν επίσης ικανοποιητικές επιδόσεις με 360 MB/s για game installation και 269 MB/s για save game operations. Αυτές οι επιδόσεις εξασφαλίζουν ότι οι gamers θα απολαύσουν ταχύτατους loading times και seamless gaming experience. DirectStorage: Το Μέλλον του Gaming Μια από τις πιο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες δυνατότητες του σύγχρονου PC gaming είναι η τεχνολογία DirectStorage, η οποία επιτρέπει στα games να φορτώνουν assets απευθείας από το storage στη VRAM της κάρτας γραφικών, παρακάμπτοντας τον CPU και τη system memory. Ο Kingston FURY Renegade G5 παρουσίασε εξαιρετικές επιδόσεις σε DirectStorage testing. Με ενεργοποιημένο το DirectStorage, το drive πέτυχε throughput 21.25 GB/s χρησιμοποιώντας GDeflate compression, ενώ με απενεργοποιημένο το DirectStorage η επίδοση έπεσε στα 7.04 GB/s. Αυτό αντιπροσωπεύει εντυπωσιακή βελτίωση 202%, αποδεικνύοντας τη σημασία της νέας τεχνολογίας για το μέλλον του gaming. Καθώς όλο και περισσότερα games υιοθετούν το DirectStorage API, αυτές οι επιδόσεις θα μεταφραστούν σε δραματικά βελτιωμένους loading times και πιο εμπλουτισμένα gaming περιβάλλοντα με περισσότερα/πλουσιότερα στοιχεία. Sustained Write Performance - Η Δοκιμή της Αντοχής Για να αξιολογήσουμε τη συμπεριφορά του drive σε παρατεταμένα intensive workloads, εκτελέσαμε sustained write test διάρκειας 600 δευτερολέπτων (10 λεπτά) με sequential 1MiB writes χρησιμοποιώντας δύο threads και queue depth 4 το καθένα. Αυτό το test προσομοιώνει ρεαλιστικά scenarios όπως continuous video recording, εκτεταμένες backup operations ή intensive content creation tasks. Ο Kingston FURY Renegade G5 παρουσίασε εξαιρετική σταθερότητα καθ' όλη τη διάρκεια του test, διατηρώντας μέσο ρυθμό συνεχούς εγγραφής στα 3,176 GB/s (2,96 GiB/s), με σταθεροποιημένο ρυθμό ~3,3 GB/s μετά την εξάντληση της SLC cache, μέση χρήση CPU 0,63% και μέση καθυστέρηση 2,518 ms (τυπική απόκλιση 1,304 ms). Η θερμική συμπεριφορά παρέμεινε υποδειγματική: ανώτατο 64°C με το μεγαλύτερο μέρος της δοκιμής εντός 60–63°C, χωρίς ενδείξεις thermal throttling, με γρήγορη άνοδο στα πρώτα δύο λεπτά και έπειτα σταθεροποίηση. Όλα αυτά επιτεύχθηκαν με το τυπικό M.2 ψυκτράκι της μητρικής, γεγονός που δείχνει επαρκή thermal mass και καλή θερμική σύζευξη. Αυτή η επίδοση αντιπροσωπεύει την πραγματική "steady-state" απόδοση του drive, χωρίς τα αρχικά bursts που συχνά παρατηρούνται σε shorter benchmarks. Η σταθερότητα αυτής της επίδοσης αποδεικνύει την ποιότητα του thermal management και του wear leveling algorithm του drive, καθώς επίσης και την επάρκεια του cache subsystem ακόμη και υπό παρατεταμένο stress. Ενέργεια, ασφάλεια και αξιοπιστία Το Renegade G5 εμφανίζει ώριμη διαχείριση ισχύος με idle ~0,27 W, ενεργό φορτίο 6,6–7,0 W στο μοντέλο 2 TB και μέγιστο γύρω στα 7,0 W, εντός προδιαγραφών M.2. Υποστηρίζει secure erase, ενώ οι δείκτες αξιοπιστίας αναφέρουν MTBF 2.000.000 ώρες, αντοχή 2,0 PBW (2.048 TBW) για το 2 TB και 5ετή περιορισμένη εγγύηση με τεχνική υποστήριξη. Συγκριτική Ανάλυση και Συμπεράσματα Η σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ των δύο πλατφορμών αποκαλύπτει σημαντικές insights σχετικά με τη φύση των βελτιώσεων που προσφέρει το PCIe 5.0. Οι sequential επιδόσεις παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα gains, με τις Q8T1 μετρήσεις να διπλασιάζονται σχεδόν, ενώ οι Q1T1 επιδόσεις παρουσιάζουν επίσης σημαντικές βελτιώσεις 64-92%. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για workloads που αφορούν μεταφορά μεγάλων αρχείων, όπως 4K/8K video editing, large dataset processing, ή backup και archiving operations. Οι random 4K επιδόσεις, που είναι κρίσιμες για την καθημερινή desktop εμπειρία, παρουσιάζουν πιο μετρημένες βελτιώσεις. Οι Q1T1 επιδόσεις, που αντιπροσωπεύουν τη συνηθισμένη χρήση, βελτιώθηκαν κατά 8.9% στην ανάγνωση και 25.9% στην εγγραφή. Αυτό σημαίνει ότι για τυπικούς desktop χρήστες που κάνουν web browsing, document editing και άλλες everyday tasks, η διαφορά μεταξύ PCIe 4.0 και 5.0 δεν θα είναι δραματική. Ωστόσο, για specific use cases όπως gaming, content creation και professional workloads, οι βελτιώσεις είναι πιο σημαντικές. Το 3DMark Storage benchmark δείχνει ότι τα modern games, ειδικά αυτά που αξιοποιούν DirectStorage, μπορούν να επωφεληθούν σημαντικά από τις υψηλές sequential επιδόσεις του PCIe 5.0. Η τεχνολογία DirectStorage ιδιαίτερα αποτελεί game-changer, προσφέροντας τριπλάσιες επιδόσεις που θα μεταφραστούν σε dramatically improved gaming experiences. Η επένδυση σε PCIe 5.0 drive όπως ο Kingston FURY Renegade G5 δικαιολογείται κυρίως για power users που εργάζονται με intensive applications. Video editors που χειρίζονται 4K ή 8K footage θα δουν σημαντικές βελτιώσεις στους export times και στη real-time playback performance. Content creators που χρησιμοποιούν εφαρμογές όπως Adobe Premiere Pro, DaVinci Resolve, ή Blender θα επωφεληθούν από τις υψηλές sequential επιδόσεις κατά τη φόρτωση και επεξεργασία μεγάλων project files. Παράλληλα, το PCIe 5.0 προσφέρει και future-proofing benefits. Καθώς τα λειτουργικά συστήματα και οι εφαρμογές εξελίσσονται για να αξιοποιήσουν καλύτερα την υψηλή storage bandwidth, οι χρήστες PCIe 5.0 drives θα είναι έτοιμοι να επωφεληθούν από αυτές τις εξελίξεις. Η τεχνολογία DirectStorage είναι μόνο η αρχή, και αναμένουμε να δούμε περισσότερες innovative χρήσεις της υψηλής storage bandwidth στο εγγύς μέλλον. Για τους περισσότερους χρήστες, ωστόσο, τα υπάρχοντα PCIe 4.0 συστήματα παρέχουν εξακολουθούν να προσφέρουν εξαιρετικές επιδόσεις. Ο Kingston FURY Renegade G5 στο PCIe 4.0 configuration πετυχαίνει top-tier επιδόσεις που είναι περισσότερες από επαρκείς για την πλειοψηφία των use cases. Η απόφαση για upgrade σε PCIe 5.0 θα πρέπει να βασίζεται στις συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε χρήστη και στον τύπο των workloads που εκτελεί καθημερινά. Σύγκριση με Samsung 9100 Pro 4TB Για να αξιολογήσουμε πλήρως την απόδοση του Kingston FURY Renegade G5 2TB, πραγματοποιήσαμε εκτεταμένη σύγκριση με έναν από τους ισχυρότερους ανταγωνιστές του στην αγορά PCIe 5.0: τον Samsung 9100 Pro 4TB. Αυτή η σύγκριση είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καθώς αντιπροσωπεύει τη μάχη μεταξύ δύο διαφορετικών φιλοσοφιών στο σχεδιασμό high-end storage: η Kingston επικεντρώνεται σε βελτιστοποιημένη απόδοση και θερμική διαχείριση, ενώ η Samsung παραδοσιακά δίνει έμφαση σε καθαρή ταχύτητα και χωρητικότητα. Μεθοδολογική Προσέγγιση Η σύγκριση πραγματοποιήθηκε στο ίδιο hardware setup που χρησιμοποιήθηκε για τον Kingston G5, εξασφαλίζοντας έτσι αντικειμενικότητα στα αποτελέσματα. Ο Samsung 9100 Pro 4TB δοκιμάστηκε τόσο σε PCIe 4.0 configuration (Intel Z690 πλατφόρμα) όσο και σε PCIe 5.0 (AMD X870E πλατφόρμα), χρησιμοποιώντας την ίδια ακριβώς μεθοδολογία benchmarking και τις ίδιες συνθήκες ψύξης. Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να δούμε όχι μόνο τις απόλυτες διαφορές επιδόσεων, αλλά και το πώς κάθε drive αξιοποιεί τις δυνατότητες του εκάστοτε interface. Sequential Performance: Κοντινός Αγώνας με Νικητή Στις sequential επιδόσεις, τα δύο drives παρουσιάζουν εντυπωσιακά παρόμοια αποτελέσματα στο PCIe 5.0. Ο Kingston G5 2TB πετυχαίνει 14,789 MB/s στην ανάγνωση Q8T1, ενώ ο Samsung 9100 Pro 4TB φτάνει τα 14,758 MB/s. Στην εγγραφή, ωστόσο, ο Kingston παίρνει σαφή προβάδισμα με 14,161 MB/s έναντι 13,449 MB/s του Samsung. Αυτή η διαφορά 712 MB/s στην εγγραφή μπορεί να φαίνεται μικρή σε ποσοστιαία βάση, αλλά σε απόλυτους αριθμούς αντιπροσωπεύει σημαντική βελτίωση για workloads που περιλαμβάνουν εκτεταμένες εγγραφές μεγάλων αρχείων. Στο PCIe 4.0, οι διαφορές είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσες. Ενώ στην ανάγνωση τα δύο drives είναι πρακτικά ισόπαλα (7,109 MB/s για Kingston vs 7,109 MB/s για Samsung), στην εγγραφή ο Samsung παίρνει μικρό προβάδισμα με 6,970 MB/s έναντι 6,825 MB/s του Kingston. Αυτό δείχνει ότι ο Samsung controller είναι ελαφρώς πιο βελτιστοποιημένος για PCIe 4.0 sequential writes, αλλά ο Kingston αντεπιτίθεται δυναμικά στο PCIe 5.0. Random 4K Performance: Διαφορετικές Δυνάμεις Στις κρίσιμες 4K random επιδόσεις Q1T1, που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινή εμπειρία χρήσης, παρατηρούμε ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Στην ανάγνωση, τα δύο drives είναι πρακτικά ισόπαλα τόσο στο PCIe 4.0 (87.5 MB/s Kingston vs 84.7 MB/s Samsung) όσο και στο PCIe 5.0 (95.2 MB/s vs 85.3 MB/s). Ο Kingston παίρνει ένα μικρό αλλά συνεπές προβάδισμα που θα μεταφραστεί σε ελαφρώς ταχύτερους loading times σε εφαρμογές και αρχεία. Στην εγγραφή, ωστόσο, οι διαφορές γίνονται πιο δραματικές. Ο Kingston G5 υπερτερεί σαφώς με 251 MB/s στο PCIe 4.0 και 317 MB/s στο PCIe 5.0, έναντι 236 MB/s και 222 MB/s του Samsung αντίστοιχα. Ιδιαίτερα στο PCIe 5.0, η διαφορά των 95 MB/s (42% βελτίωση) είναι σημαντική και θα γίνει αισθητή σε εργασίες που περιλαμβάνουν συχνές μικρές εγγραφές, όπως database operations ή intensive multitasking scenarios. Ανάλυση Αποτελεσμάτων AS-SSD Το AS-SSD Benchmark προσφέρει πιο ολοκληρωμένη εικόνα των επιδόσεων μέσω της χρήσης incompressible data. Εδώ ο Kingston G5 παρουσιάζει σαφή υπεροχή. Στο PCIe 5.0, πετυχαίνει συνολική βαθμολογία 16,314 πόντων έναντι 13,924 του Samsung - μια διαφορά 17% που αντιπροσωπεύει ουσιαστική βελτίωση στην πραγματική απόδοση. Στο PCIe 4.0, το προβάδισμα είναι ακόμη μεγαλύτερο: 11,667 πόντοι για Kingston έναντι 10,005 για Samsung. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η επίδοση του Kingston στις 4K-64Thread δοκιμές εγγραφής. Στο PCIe 5.0 φτάνει τα 6,452 MB/s έναντι 5,470 MB/s του Samsung, ενώ στα access times παρουσιάζει εξίσου εντυπωσιακά αποτελέσματα με 0.013 ms read και 0.014 ms write, έναντι 0.022 ms και 0.023 ms του Samsung. Αυτές οι διαφορές στα access times, παρόλο που φαίνονται μικροσκοπικές, έχουν σημαντική επίπτωση στην αντιληπτή ταχύτητα του συστήματος. Gaming Performance: Πλεονέκτημα Kingston Στα gaming benchmarks μέσω του 3DMark Storage, ο Kingston G5 παίρνει σαφές προβάδισμα. Με συνολική βαθμολογία 4,493 πόντων στο PCIe 5.0 έναντι 3,289 του Samsung, αποδεικνύει την ανωτερότητά του σε game-related scenarios. Το average access time των 39 microseconds είναι σημαντικά καλύτερο από τα 54 microseconds του Samsung, ενώ το bandwidth φτάνει τα 751 MB/s έναντι 557 MB/s. Αυτές οι διαφορές θα είναι ιδιαίτερα αισθητές σε modern games που αξιοποιούν DirectStorage ή σε scenarios με συχνή εναλλαγή μεταξύ διαφορετικών game worlds. Η ανωτερότητα του Kingston στα gaming workloads οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην βελτιστοποιημένη 4K random write επίδοση, η οποία είναι κρίσιμη για game save operations και asset streaming. DirectStorage: Ισοπαλία στην Κορυφή Στην τεχνολογία DirectStorage, τα δύο drives παρουσιάζουν εντυπωσιακά παρόμοια αποτελέσματα. Ο Kingston G5 πετυχαίνει 21.25 GB/s με ενεργοποιημένο DirectStorage έναντι 21.12 GB/s του Samsung - μια διαφορά μόλις 0.6% που βρίσκεται εντός του περιθωρίου σφάλματος μέτρησης. Με απενεργοποιημένο το DirectStorage, τα αποτελέσματα είναι εξίσου κοντά: 7.04 GB/s για Kingston vs 7.06 GB/s για Samsung. Αυτή η ισοπαλία δείχνει ότι και τα δύο drives είναι εξίσου καλά βελτιστοποιημένοι για την νέα τεχνολογία της Microsoft, εξασφαλίζοντας ότι οι gamers θα απολαύσουν το maximum όφελος από DirectStorage-enabled games ανεξάρτητα από την επιλογή drive. Χωρητικότητα και Value Proposition Ένα σημαντικό σημείο διαφοροποίησης είναι η χωρητικότητα και η σχέση αξίας-τιμής στην ελληνική αγορά. Ο Samsung 9100 Pro προσφέρει 4TB storage έναντι 2TB του Kingston, με τιμή που κυμαίνεται γύρω στα €413-480 έναντι €200-330 του Kingston. Αυτό μεταφράζεται σε cost per GB περίπου €0.103-0.120 για Samsung έναντι €0.100-0.165 για Kingston. Από την άποψη της καθαρής αξίας ανά GB, ο Samsung προσφέρει καλύτερη σχέση στις περισσότερες περιπτώσεις (14.8% φθηνότερος ανά GB), ειδικά για χρήστες που χρειάζονται μεγάλη χωρητικότητα. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τις υπέρτερες επιδόσεις του Kingston σε key metrics όπως 4K random writes και gaming performance, το premium που πληρώνει κανείς ανά GB δικαιολογείται για χρήστες που προτεραιοποιούν την καθαρή απόδοση έναντι της χωρητικότητας. Στην ελληνική αγορά, ο Kingston G5 2TB κυμαίνεται από €199 (καλύτερη προσφορά) έως €331, με μέσο όρο γύρω στα €260, ενώ ο Samsung 9100 Pro 4TB κοστίζει από €413 έως €480, με μέσο όρο περίπου €445. Αυτό καθιστά τον Samsung πιο οικονομική επιλογή ανά GB για όσους χρειάζονται μεγάλη χωρητικότητα, ενώ ο Kingston παραμένει καλύτερη επιλογή για όσους επικεντρώνονται στην καθαρή απόδοση. Θερμική Συμπεριφορά και Αντοχή Στη θερμική διαχείριση, ο Kingston G5 παρουσιάζει πλεονέκτημα χάρη στον πιο αποδοτικό controller και την βελτιστοποιημένη αρχιτεκτονική. Ενώ ο Samsung 9100 Pro τείνει να φτάνει υψηλότερες θερμοκρασίες υπό sustained load, ο Kingston διατηρεί πιο σταθερές επιδόσεις με το στάνταρ heatsink της μητρικής. Στην αντοχή, ο Kingston G5 2TB προσφέρει 2,048 TBW (1,024 TBW per TB) έναντι 1,200 TBW (600 TBW per TB) του Samsung 9100 Pro 2TB - διπλάσια αντοχή ανά TB. Συμπεράσματα Σύγκρισης Η σύγκριση αποκαλύπτει ότι τα δύο drives απευθύνονται σε διαφορετικούς τύπους χρηστών. Ο Samsung 9100 Pro 4TB είναι η ιδανική επιλογή για χρήστες που χρειάζονται μέγιστη χωρητικότητα με εξαιρετικές sequential επιδόσεις, όπως content creators που εργάζονται με εκτεταμένα 8K video projects ή professionals που διαχειρίζονται massive datasets. Ο Kingston FURY Renegade G5 2TB, από την άλλη, είναι βελτιστοποιημένος για χρήστες που προτεραιοποιούν την καθαρή απόδοση σε πραγματικές συνθήκες χρήσης. Οι ανώτερες 4K random write επιδόσεις, η καλύτερη gaming performance, και η εξαιρετική θερμική συμπεριφορά το καθιστούν ιδανικό για gaming rigs και high-performance workstations όπου η ταχύτητα αντίδρασης είναι πιο σημαντική από την απόλυτη χωρητικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, οι χρήστες αποκτούν top-tier PCIe 5.0 drives που θα τους εξυπηρετήσουν εξαιρετικά για χρόνια, με την επιλογή να εξαρτάται τελικά από το ποια χαρακτηριστικά προτεραιοποιούν περισσότερο: χωρητικότητα και value (Samsung) ή καθαρή απόδοση και gaming optimization (Kingston). Τελικές Σκέψεις Μετά από εκτεταμένη αξιολόγηση και συγκριτική ανάλυση με έναν από τους ισχυρότερους ανταγωνιστές της αγοράς, ο Kingston FURY Renegade G5 2TB αποδεικνύεται ως μια εξαιρετικά ισορροπημένη και ολοκληρωμένη πρόταση στο εξαιρετικά ανταγωνιστικό κομμάτι του Gen5 SSD. Το drive δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει μόνο με εντυπωσιακούς αριθμούς στα synthetic benchmarks, αλλά προσφέρει μια φιλοσοφία σχεδιασμού που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως "ισορροπημένη αριστεία" - μια προσέγγιση που καλύπτει όλες τις κρίσιμες πτυχές που αναζητά ένας σύγχρονος χρήστης σε μια premium αποθηκευτική πρόταση. Η Kingston με τον Renegade G5 καταφέρνει να συνδυάσει την "ωμή" απόδοση που προσφέρει η Gen5 τεχνολογία με την αξιοπιστία και τη σταθερότητα που έχει χτίσει τη φήμη της εταιρείας στον χώρο της αποθήκευσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα drive που προσφέρει εξαιρετικές επιδόσεις όχι μόνο στις εργαστηριακές συνθήκες των benchmarks, αλλά και στις πραγματικές συνθήκες χρήσης που αντιμετωπίζουν οι χρήστες καθημερινά. Η εξαιρετική θερμική συμπεριφορά, οι ανώτερες 4K random write επιδόσεις, και η βελτιστοποιημένη επίδοση στο gaming τοποθετούν το G5 σε μια ιδιαίτερη κατηγορία drives που προτεραιοποιούν την πρακτική χρησιμότητα έναντι της καθαρής εντύπωσης. Το Kingston FURY Renegade G5 2TB απευθύνεται κυρίως σε χρήστες που παίρνουν στα σοβαρά τις επιδόσεις του υπολογιστή τους χωρίς τους συμβιβασμούς που συχνά συνοδεύουν τα aggressive Gen5 drives. Για gaming enthusiasts που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν στο maximum τις δυνατότητες των σύγχρονων ΑΑΑ τίτλων, το G5 προσφέρει εξαιρετικές 4K random write επιδόσεις που υπερβαίνουν κατά 42% αυτές του Samsung 9100 Pro, καθώς και άριστη DirectStorage συμβατότητα προσφέροντας 202% βελτίωση στα throughput metrics. Αυτές οι επιδόσεις θα μεταφραστούν σε απτές βελτιώσεις στους χρόνους φόρτωσης και στη συνολική gaming εμπειρία, ιδιαίτερα σε τίτλους που αξιοποιούν τα νεότερα storage APIs. Για content creators και video editors που εργάζονται με απαιτητικά workflows όπως 4K και 8K video editing, το G5 προσφέρει τον ιδανικό συνδυασμό high sequential bandwidth και sustained performance reliability. Οι 14.8/14.2 GB/s peak ταχύτητες εξασφαλίζουν ταχύτατη φόρτωση project files και assets, ενώ η σταθερή 3.3 GB/s επίδοση μετά την εξάντληση της SLC cache διασφαλίζει συνέπεια στις εκτεταμένες διαδικασίες rendering και export. Η εξαιρετική θερμική συμπεριφορά με maximum θερμοκρασία στους 64°C αποτελεί επιπλέον πλεονέκτημα, καθώς εξασφαλίζει stable performance ακόμη και σε παρατεταμένες intensive sessions χωρίς thermal throttling. Professional χρήστες και system integrators θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα την αξιοπιστία και τη μακροζωία που προσφέρει το drive. Η endurance rating των 2PB TBW αντιπροσωπεύει διπλάσια αντοχή από τον μέσο όρο της κατηγορίας, ενώ η 5ετή εγγύηση με comprehensive technical support και το MTBF rating των 2 εκατομμυρίων ωρών παρέχουν την απαιτούμενη confidence για mission-critical applications. Για system builders και DIY enthusiasts, το G5 προσφέρει επιπλέον την ευκολία της plug-and-play installation χωρίς επιπλέον cooling requirements, καθιστώντας το ιδανική επιλογή για builds που προτεραιοποιούν την απλότητα χωρίς συμβιβασμούς στην απόδοση. Στο πλαίσιο της ελληνικής αγοράς, το Kingston FURY Renegade G5 2TB τοποθετείται στο premium segment με τιμή που κυμαίνεται μεταξύ €200-330, με μέσο όρο περίπου στα €260. Αυτή η τιμολόγηση, παρότι υψηλότερη από entry-level Gen4 alternatives, προσφέρει εξαιρετική value proposition όταν εξετάζουμε την απόδοση ανά ευρώ σε κρίσιμα metrics όπως gaming performance, 4K random operations, και thermal management. Η σύγκριση με τον Samsung 9100 Pro 4TB αποκαλύπτει ότι, παρότι ο Samsung προσφέρει καλύτερο cost per gigabyte (€0.11 έναντι €0.13), το Kingston παραδίδει superior performance density σε real-world scenarios που έχουν άμεση επίπτωση στην user experience. Η επένδυση σε Gen5 technology μέσω του Renegade G5 δικαιολογείται πλήρως για χρήστες που αξιοποιούν gaming, content creation, ή intensive professional applications. Η DirectStorage compatibility και οι εξαιρετικές 4K random performance εξασφαλίζουν significant future-proofing benefits, ενώ η thermal efficiency του drive σημαίνει ότι οι χρήστες θα απολαύσουν stable high performance για χρόνια χωρίς degradation ή thermal-related issues. Για basic desktop χρήση, ωστόσο, ένα quality Gen4 drive παραμένει επαρκές και οικονομικότερη επιλογή. Εν Κατακλείδι Το Kingston FURY Renegade G5 2TB αντιπροσωπεύει την ωριμότητα και την τεχνική εμπειρογνωμοσύνη που η Kingston έχει αναπτύξει στον χώρο της αποθήκευσης. Είναι ο δίσκος Gen5 που η εταιρεία χρειαζόταν για να εδραιώσει αξιόπιστη παρουσία στο premium τμήμα της αγοράς, προσφέροντας εξαιρετική θερμική διαχείριση, ανώτερη απόδοση στα παιχνίδια και ισορροπημένη υπεροχή σε όλα τα κρίσιμα μέτρα επιδόσεων. Η φιλοσοφία της "πρακτικής κορυφαίας απόδοσης" που υιοθετεί ο δίσκος το καθιστά ελκυστική επιλογή για χρήστες που αναζητούν ουσιαστικές βελτιώσεις στην καθημερινή τους εμπειρία υπολογιστών παρά απλώς εντυπωσιακούς αριθμούς στα τεστ. Παρότι η υψηλή τιμολόγηση το περιορίζει σε ενθουσιώδεις και επαγγελματίες χρήστες, η ποιότητα κατασκευής, η αποδεδειγμένη αξιοπιστία και τα μετρήσιμα πλεονεκτήματα επιδόσεων δικαιολογούν την επένδυση για όσους θα ωφεληθούν πραγματικά από τις επιδόσεις του. Ο δίσκος καταφέρνει να παραδίδει σταθερά υψηλή απόδοση χωρίς τους θερμικούς συμβιβασμούς που ταλαιπώρησαν πολλές πρώιμες υλοποιήσεις Gen5, καθιστώντας το πραγματικά ώριμη λύση σε μια τεχνολογική κατηγορία που χαρακτηρίζεται από επιθετικούς στόχους επιδόσεων συχνά εις βάρος της σταθερότητας και της ευχρηστίας. Συνοψίζοντας λοιπόν, αναφορικά με το Kingston FURY Renegade G5 2TB έχουμε τα εξής: Ο καλός Εξαιρετική θερμική συμπεριφορά με 64°C μέγιστη θερμοκρασία με τη ψύκτρα της μητρικής, χωρίς περιορισμό επιδόσεων λόγω θερμοκρασίας Ανώτερη απόδοση στα παιχνίδια +37% στο 3DMark, 39 μικροδευτερόλεπτα χρόνος πρόσβασης, +202% βελτίωση με ενεργό DirectStorage Ισορροπημένες επιδόσεις σε πραγματικές συνθήκες (+42% στις τυχαίες εγγραφές 4K, +17% συνολική βαθμολογία AS-SSD) Εξαιρετική ποιότητα κατασκευής 2PB αντοχή εγγραφών, 5ετή εγγύηση, αξιοπιστία 2 εκατομμυρίων ωρών Ευελιξία διασύνδεσης εξαιρετικές επιδόσεις τόσο σε PCIe 4.0 όσο και 5.0 Άμεση εγκατάσταση δεν χρειάζεται επιπλέον ψύξη Ο Κακός Υψηλή τιμή χωρίς φθηνές εναλλακτικές προτάσεις (€260 μ.ό.) Περιορισμένες χωρητικότητες μόνο 2TB/4TB, όχι 1TB ή 8TB εκδόσεις Εξάρτηση από νέα πλατφόρμα για πλήρεις επιδόσεις προσθέτοντας επιπλέον κόστος αναβάθμισης Υπερβολικό για απλούς χρήστες μένουν ανεκμετάλλευτες οι δυνατότητες σε βασικές εργασίες Υψηλότερο κόστος ανά GB από άλλες εναλλακτικές στην ίδια χωρητικότητα Ο Αδιάφορος Τυπικό πακέτο λογισμικού Kingston SSD Manager, το οποίο είναι λειτουργικό αλλά όχι εντυπωσιακό Συντηρητική σχεδίαση καθαρή εμφάνιση αλλά δεν εντυπωσιάζει οπτικά Εξελικτικό όχι επαναστατικό. Υποδειγματική υλοποίηση της τρέχουσας τεχνολογίας χωρίς καινοτομίες Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, η βαθμολογία του Kingston FURY Renegade G5 2TB είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε πολύ την εταιρία Kingston για την ευγενική παραχώρηση του δείγματος δοκιμής
    13 points
  2. Η Logitech είναι μία εταιρεία που αρχικά μας συστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με το τότε πρώτο ασύρματο mouse. Για πολλά χρόνια τα προϊόντα που παρείχε ήταν ποντίκια και σιγά σιγά, άλλα περιφερειακά. Όπως οι περισσότερες λοιπόν μεγάλες εταιρείες του χώρου, πέρασε και στον τομέα του ήχου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και συγκεκριμένα το 2002, που παρουσίασε τα πρώτα τους headsets. Από τότε η εταιρεία έχει βγάλει διάφορα μοντέλα που καλύπτουν μια μεγάλη μερίδα του αγοραστικού κοινού. Στα μέσα του 2018 αν δεν κάνω λάθος, η εταιρεία εξαγόρασε έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού την Blue microphones, μία εταιρεία που όπως καταλαβαίνουμε από το όνομα, παρήγαγε μικρόφωνα, και βέβαια μαζί με την εξαγορά απέκτησε και ό,τι ευρεσιτεχνίες και τεχνογνωσία είχε η εταιρεία από το παρελθόν. Έτσι λοιπόν ο κάτοχος των G522, μέσω της σουίτας της Logitech, μπορεί να κάνει χρήση του Blue Vo!ce όπως το ονομάζουν για να παραμετροποιήσει σε μεγάλο βαθμό τον ήχο του μικροφώνου του ακουστικού. Το headset της δοκιμής, το G522 Lightspeed gaming headset, ανήκει στην midrange κατηγορία headsets και κοστίζει 160 euro και είναι διαθέσιμο σε μαύρο ή λευκό χρώμα. Το προϊόν της δοκιμής είναι το μαύρο μοντέλο. Όσον αφορά τη συμβατότητα, είναι σχεδιασμένο για PC, αλλά δουλεύει επίσης εξαιρετικά και με κονσόλα PlayStation. Η έλλειψη USB-C δεν το καθιστά ιδανικό για Nintendo Switch ή Switch 2 χωρίς τη χρήση κάποιου αντάπτορα. Χαρακτηριστικά: Όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές, χρησιμοποιεί δυναμικούς οδηγούς 40 χιλιοστών. Δεν είναι οδηγοί γραφενίου, οπότε καταλαβαίνουμε ότι οι Pro-G οδηγοί, όπως τους ονομάζει η Logitech, δυστυχώς δεν περιέχουν το γράμμα G εξαιτίας του γραφενίου άλλα επειδή απλά ανήκουν στη γκάμα Gaming της Logitech. Και δεν έχουν την ίδια ισχύ με τους οδηγούς γραφενίου που βρίσκονται στα G Pro X2 ή στα Astro A50X Gen 5. Η διάρκεια ζωής της μπαταρίας στο G522 λογικά θα είναι αρκετά καλή, καθώς η Logitech δηλώνει έως 40 ώρες με το RGB αναμμένο και έως 90 ώρες με το RGB απενεργοποιημένο. Αλλά ένα από τα δυνατά σημεία του νέου λογισμικού G Hub είναι η λειτουργία εξοικονόμησης μπαταρίας. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό και θα θέλαμε να το συμπεριλαμβάνουν όλες οι εταιρείες. Μιλάμε για τη δυνατότητα να περιορίσεις τη φόρτιση της μπαταρίας στο 80%, όπως κάνουν κάποια ηλεκτρικά αυτοκίνητα ή τηλέφωνα, για παράδειγμα. Το αποτέλεσμα είναι να μην υπερφορτίζει ο χρήστης την μπαταρία του συνεχώς, άρα να κρατήσει ψηλά την υγεία της στο πέρασμα του χρόνου. Οπότε είναι σημαντικό που υπάρχει κάτι τέτοιο στο λογισμικό G Hub. Διαστάσεις 201.1 x 184.4 x 81 mm (ΥxΠxΒ) Βάρος 290 γρ. Ακουστικά Οδηγός 40mm PRO-G με απόκριση συχνότητας 20Hz-20kHz Μικρόφωνο Πανκατευθυντικό (omni) με απόκριση συχνότητας 70Hz-20kHz Μπαταρία Επαναφορτιζόμενη (με RGB: έως 40 ώρες, χωρίς φωτισμό: έως 90 ώρες) Συνδεσιμότητα Lightspeed 2.4GHz με το dongle, Bluetooth 5.3 Εμβέλεια Έως και 30μ. Απαιτήσεις PC (Windows ή MAC) με USB2 θύρα, Sony PS5, Bluetooth 5.0 Εγγύηση 2 έτη Περιεχόμενα συσκευασίας: Όσον αφορά το περιεχόμενο της συσκευασίας, υπάρχει φυσικά το dongle USB type-A, που είναι ο πομπός-δέκτης, ο οποίος έχει μια μικρή τρύπα για να μπει το USB σε λειτουργία pairing αν για οποιονδήποτε λόγο το headset χάσει τη σύνδεση του με το dongle. Επίσης παρέχεται ένα αρκετά μακρύ καλώδιο USB-A μήκους περίπου 2 μέτρων για τη φόρτιση των ακουστικών. Tο headset λειτουργεί ασύρματα ακόμη και όταν είναι συνδεδεμένο μέσω USB και φορτίζει παράλληλα. Αυτό που ίσως μπορεί να θεωρηθεί και παράλειψη είναι η μη ύπαρξη USB type-C, έστω και με κάποιο μετατροπέα. Εν έτει 2025 οι περισσότερες συσκευές όπως κονσόλες και υπολογιστές, που χρησιμοποιούν κυρίως USB-C. Οπότε μπορεί να χρειαστείτε μετατροπέα type-A σε type-C αν χρησιμοποιείτε συσκευή που διαθέτει μόνο θύρα type-C. Κατασκευή και άνεση: Το G522 Lightspeed έχει μία λωρίδα υποστήριξης κεφαλής (headband) με αυλακώσεις. Είναι πολύ μαλακή και αρκετά ελαστική. Στηρίζεται σε 2 πλαστικούς αποστάτες στη βάση της στέκας. Ο χρήστης μπορεί να διαλέξει να βάλει τη λωρίδα στο πιο ψηλό ή στο πιο χαμηλό σημείο, αλλάζοντας την απόσταση της λωρίδας από το επάνω μέρος της πλαστικής στέκας που είναι μέρος του σώματος του ακουστικού. Άρα στην πιο ψηλή ρύθμιση αν ο χρήστης έχει σχετικά μεγάλο μέγεθος κεφαλιού, υπάρχει περίπτωση να ακουμπά το πλαστικό της στέκας. Αυτό είναι το πρώτο ουσιαστικό παράπονό μου με το συγκεκριμένο μοντέλο, γιατί τότε έχεις αυτή την αίσθηση σκληρού πλαστικού πάνω στο κεφάλι σου. Γενικά ο χρήστης θα προτιμούσε να έχει επαφή μόνο με την ελαστική λωρίδα στήριξης και όχι με το πλαστικό της στέκας. Ένα δεύτερο σημείο ρύθμισης μεγέθους των ακουστικών είναι ακριβώς στην ένωση της στέκας με τα ακουστικά. Εκεί μπορούμε να σπρώξουμε προς τα επάνω, και έτσι το ακουστικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άτομα με μεγαλύτερο μέγεθος κεφαλιού από τον μέσο όρο. Εδώ όμως υπάρχει ένα άλλο ακόμα πρόβλημα. Μεγαλώνοντας την στέκα σε ύψος, τουλάχιστον στο δικό μου κεφάλι, ναι μεν δεν εφάπτεται το άνω μέρος του κρανίου με το πλαστικό της στέκας, αλλά το headset γίνεται ασταθές. Επαναλαμβάνω, αυτό είναι η προσωπική μου εμπειρία. Δεν σημαίνει ότι θα ισχύει το ίδιο σε όλους τους χρήστες. Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι με σχετικά απότομες κινήσεις του κεφαλιού, τα ακουστικά υπάρχει περίπτωση να φύγουν εντελώς από τη θέση τους. Γενικά, δεν νομίζω ότι θα υπάρξουν πολλοί που θα χρησιμοποιούν αυτή την ρύθμιση, απλώς επειδή το headset είναι γενικά μεγάλο ακόμα και στην πιο μικρή ρύθμιση. Γενικά όμως είναι ένα αρκετά ασταθές headset αναλογικά. Ίσως αυτό να είναι και απόρροια του χαμηλού βάρους του, καθώς ζυγίζει μόνο 290 γρ., όπως και της χαμηλής πίεσης που ασκεί στα πλάγια του κεφαλιού των χρηστών. Αυτά τα δύο σε συνδυασμό όμως κάνουν τα G522 να είναι πάρα πολύ άνετα σε πολύωρη χρήση. Τα pads (μαξιλαράκια) είναι φανταστικά. Αφήνουν αρκετό χώρο για τα αυτιά μέσα στο ακουστικό, ακόμα και για άτομα με μέγεθος αυτιών μεγαλύτερα του μέσου όρου, χωρίς να γίνεται επαφή του αυτιού με το εσωτερικό του οδηγού. Μου αρέσει το υλικό τους γιατί είναι ανθεκτικό. Πολλά headsets που χρησιμοποιούν δερματίνη (leatherette) στα pads τους, ξεφλουδίζουν και φθείρονται με τον χρόνο. Ευτυχώς, σιγά σιγά είναι πολλές πλέον οι εταιρείες που υιοθετούν το ύφασμα (sport fabric) στις υλοποιήσεις τους, κάτι που θεωρώ ότι είναι αρκετά θετικό για το χρήστη. Το υλικό αυτό λοιπόν, είναι πολύ μαλακό και μοιάζουν τα αυτιά να αναπνέουν αρκετά καλά μέσα στο ακουστικό. Είναι λίγο πιο τραχύ στην αφή, αλλά μπορεί ο χρήστης να φοράει τα ακουστικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα θερμικό. Ο αφρός μνήμης (memory foam) είναι πολύ βολικός και επανέρχεται στο αρχικό του σχήμα σχεδόν αμέσως. Αυτά κάνει το headset να είναι άριστο για χρήστες που φοράνε γυαλιά. Μπορεί να μην φοράω γυαλιά στην παρούσα περίοδο, αλλά ειλικρινά, είναι πιθανότατα από τα καλύτερα που έχω χρησιμοποιήσει κάτω από 200 € για άνεση με γυαλιά μαζί με το Turtle Beach Atlas Air. Το μόνο μειονέκτημα των υφασμάτινων earpads είναι ότι χάνουν ποσότητα μπάσου και ίσως και να αφήνουν περισσότερο ήχο να περνάει στο περιβάλλον, σε σχέση με ακουστικά που χρησιμοποιούν pads δερματίνης που έχουν καταπληκτική ηχητική απομόνωση. Το G522 εδώ απλώς ακούγεται πιο “ανοιχτό” και με πιο πολύ “αέρα”. Οι διαστάσεις των pads είναι αρκετά μεγάλες και αρκετά βαθιές. Και κάτι ακόμα ωραίο είναι ότι είναι αφαιρούμενα. Ακόμα και αν καταστραφούν με τον καιρό, αν θέλει ο χρήστης να τα αλλάξει μετά, μπορεί εύκολα να τα αφαιρέσει. Παρακάτω σας δείχνω πως γίνεται η αφαίρεση και τοποθέτηση του νέου ανταλλακτικού. Το σχήμα μου αρέσει πολύ, γιατί μοιάζει λίγο με το σχήμα του αυτιού και είναι μία νίκη αυτή για την Logitech. Μία άλλη προσοχή στη λεπτομέρεια που έχει το G522, είναι ότι εκτός από το εσωτερικό του ακουστικού και τα τυπωμένα γράμματα L και R, που αντιστοιχούν προφανώς σε Left και Right, υπάρχουν ακριβώς επάνω στη σύνδεση του ακουστικού με τη στέκα, 2 σύμβολα σε γραφή Braille που μεταφράζονται και πάλι στα L και R. Είναι πολύ ωραίο για ανθρώπους που δεν έχουν την ικανότητα να δουν ψηλαφώντας τα σημεία αυτά, να ξέρουν ποια πλευρά έχουν στο χέρι τους. Το άλλο που βοηθάει να ξεχωρίσει ο χρήστης ποια πλευρά κρατάει είναι το μικρόφωνο. Αν είναι συνδεδεμένο, ξέρεις ότι είναι η αριστερή πλευρά. Όσον αφορά τα πλήκτρα χειρισμού, υπάρχει ένα κουμπί τροφοδοσίας που σπρώχνεις προς πάνω και ανάβει το headset και προς τα κάτω για να σβήσει. Εδώ θα πω ότι ίσως είναι πολύ εύκολο να μετακινηθεί και υπήρξαν φορές που άναψα το ακουστικό κατά λάθος απλά ακουμπώντας το κάπου. Το κουμπί Bluetooth είναι επίσης το κουμπί για pairing. Αλλά όταν αυτό είναι ενεργοποιημένο, μπορείς να πατήσεις το κουμπί για να εναλλάσσεσαι ανάμεσα στο Bluetooth και στο ασύρματο 2.4 GHz mode. Δεν υπάρχει ταυτόχρονη χρήση Bluetooth σε αυτό το headset, δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να ακούς να απαντήσει κάποιος το τηλέφωνό του, ενώ κάνει ήδη χρήση της ασύρματης σύνδεσης ταυτόχρονα. Δυστυχώς επιτρέπει να ακούς μόνο από μία πηγή ανά πάσα στιγμή. Αλλά η εναλλαγή είναι σχετικά εύκολη: απλώς πατάς το πλήκτρο και εναλλάσσει ανάμεσα στην ασύρματη 2.4GHz και τη λειτουργία bluetooth πολύ γρήγορα. Δεν υπάρχουν κουμπιά χειρισμού σε αυτό το headset για έλεγχο της αναπαραγωγής τραγουδιών ας πούμε. Δεν μπορεί ο χρήστης να κάνει διπλό πάτημα κάπου για να αλλάξει κομμάτι ή να σταματήσει τη μουσική. Εκτός αν υπάρχει κάποιος τρόπος, αλλά δεν τον έχω βρει εγώ. Υπάρχει επίσης ένα κουμπί που πατιέται μέσα ή έξω για να ενεργοποιεί και να απενεργοποιεί το μικρόφωνο. Μια που το αναφέραμε, το boom mic είναι αποσπώμενο. Είναι φτιαγμένο από μαλακό πλαστικό και είναι αρκετά εύκαμπτο, όπως βλέπουμε και στις φωτογραφίες. Όταν το headset είναι ενεργό, μπορεί ο χρήστης εύκολα να δει το κόκκινο φως στο άκρο του μικροφώνου, κάτι που υποδεικνύει ότι είναι σε σίγαση. Αν πατήσει το κουμπί σίγασης ξανά, το μικρόφωνο ενεργοποιείται ξανά και το φως σβήνει.Ένα αρκετά μεγάλο προσόν που έχει το μικρόφωνο είναι το ενσωματωμένο αντιανέμιο, που παρόλο που δεν υπάρχει αφρώδες κάλυμμα ή κάτι τέτοιο, κάνει πολύ καλή δουλειά στο να μπλοκάρει τους εκρηκτικούς φθόγγους (όπως το Π κυρίως και το Τ). Το μικρόφωνο έχει πολύ καλή πιστότητα, ειδικά για μικρόφωνο ενσωματωμένο σε headset και δεν υπάρχει η συμπίεση που μειώνει την ποιότητα του ήχου, όπως πολλά άλλα ενσωματωμένα μικρόφωνα από headsets που κυκλοφορούν. Ίσως να είναι από τα κορυφαία μικρόφωνα σε headset κάτω από 200 €. Έχει καλό ήχο γενικά, αλλά μπορεί να αλλάξει ο χρήστης τον ήχο του μέσω EQ στο λογισμικό της Logitech. Τώρα σε περίπτωση που χρησιμοποιεί το μικρόφωνο και περπατάει στο χώρο του, έχω καλά νέα. Δοκίμασα το headset και λειτουργούσε κανονικά μέχρι και τα 15 μέτρα, πριν αρχίσουν τα προβλήματα με σπασίματα ήχου. Οπότε η εμβέλεια είναι αρκετά καλή. Ανάλογα καλή εμβέλεια έχει και η αναπαραγωγή ήχου των ακουστικών. Παραθέτω δείγμα εγγραφής του ενσωματωμένου μικροφώνου όπως και 2 άλλων μικροφώνων προς χάριν σύγκρισης: Logitech G522 mic: g522.mp3 Shure SM7B mic στο Rodecaster Pro II: shure.mp3 Corsair Void V2 mic: void v2.mp3 Φυσικά, υπάρχει RGB στο headset, το οποίο μπορεί να ενεργοποιήσει κατά βούληση ο χρήστης. Αν είναι ενεργοποιημένο, έχει οκτώ ζώνες που προσαρμόζονται, και μπορεί να παίρνει ρύθμιση ακόμα και από τα Windows αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το λογισμικό της Logitech. Διαφορετικά, μπορούμε πάντα να το σβήσουμε αν θέλουμε περισσότερη διάρκεια μπαταρίας. Ήχος: Πάμε τώρα στο πιο σημαντικό σημείο σε οποιοδήποτε headset. Tο προϊόν της δοκιμής, ως ένα gaming headset, θα περιμέναμε ότι θα έχει κάτι που πολλοί gamers ψάχνουν: περισσότερο μπάσο. Δυστυχώς ή ευτυχώς, (αυτό εξαρτάται καθαρά από το τι θέλει ο εκάστοτε χρήστης) το G522 εχεί σχετικά ισχνό μπάσο . Το Logitech G Pro X2 και τα Astro headsets, όπως το A30 και το A50, έχουν εμφανώς περισσότερο μπάσο. Τώρα, το πρόβλημά μου με αυτό το headset είναι η απόδοσή του στις μεσαίες συχνότητες όπως και το χαμηλό μέρος από τα πρίμα, που ειλικρινά είναι αρκετά παράξενο θα έλεγα, όπως ίσως φαίνεται και στην καμπύλη συχνοτήτων του ακουστικού μετά από μετρήσεις στο πολύ γνωστό site στους audiophiles- το squiglink. Ειδικά αν το συγκρίνουμε με άλλα headsets αυτής της κατηγορίας τιμής, θα έλεγα ότι μάλλον το προτιμώ το λιγότερο από τα άλλα της κατηγορίας. Ίσως το ότι έχει μια ανύψωση στα 1- 2 kHz και μετά μια μεγάλη κάθοδο στα 4–5 kHz, και αυτό αφαιρεί τις λεπτομέρειες ενώ τονίζει μια περιοχή που αποδίδει τον ήχο σαν να έρχεται μέσα από έναν ασύρματο. Δεν θα έλεγα ότι πρόκειται για μια καλή ηχητική υπογραφή. Ανάλογα με το τι παίζεις ή ακούς, ειδικά στην μουσική, ακούγεται κάπως αφύσικο. Επίσης δοκίμασα να το εξισορροπήσω με ένα EQ μέσω του προγράμματος της Logitech αλλά δεν είδα να «ακούει» όπως λέμε το ακουστικό ιδιαίτερα στην ισοστάθμιση. Θα έλεγα ότι απογοητεύτηκα λίγο όσον αφορά το ηχητικό κομμάτι. Από την άλλη, οι ψηλές του συχνότητες δεν είναι άσχημες. Ευτυχώς αποφεύγει κάτι που πολλά άλλα headsets πάσχουν, και είναι μεγάλες κορυφές στα 8 kHz, καθιστώντας τον ήχο υπερβολικά «σκληρό» και στην τελική κουραστικό μετά από μεγάλα διαστήματα χρήσης του ακουστικού. Απλώς ο ήχος δεν θεωρώ ότι συνολικά είναι ιδιαίτερα φυσικός ή εντυπωσιακός στην εργοστασιακή ρύθμιση. Το καλό είναι ότι το G522 υποστηρίζει parametric EQ, που επιτρέπει να αλλάξει πολλά: στο Logitech G Hub, μπορεί μόνο να το ρυθμιστεί στα 6 dB προς τα επάνω ή και προς τα κατω. Αλλά επίσης μπορεί ο χρήστης να επιλέξει οποιαδήποτε συχνότητα θέλει και να στοχεύσει πόσο στενό ή ευρύ θέλει να είναι το Q factor. Υπάρχουν διάφορα preset στο Logitech G Hub. Τα εργοστασιακά είναι σχετικά λίγα, default, παιχνίδι, FPS, bass boost κτλ. Κάποια μπορούν να ακούγονται λίγο καλύτερα ή χειρότερα ανάλογα με το τι ακούς. Με presets που είναι διαθέσιμα από χρήστες, η κατάσταση γίνεται πιο κοντά σε κάτι που θα ήθελε ένας αγοραστής gaming headset. Εγώ προσωπικά βρήκα ένα που έμοιαζε να κάνει το ακουστικό αρκετά καλύτερο, και το είχε ανεβάσει γνωστός Youtuber που ασχολείται με ακουστικα. Για γενική gaming χρήση, είναι ΟΚ. Απλά νομίζω πως αν ξοδέψει κάποιος τα χρήματα που ζητάει το προϊόν, θα έπρεπε να είναι πιο καλό χωρίς να αναγκάζει τον χρήστη να ασχοληθεί τόσο, ώστε να πρέπει να ψάξει σε community presets για να φτιάξει τον ήχο να είναι γεμάτος και να ικανοποιεί και σε μουσική και παιχνίδια. Οι οδηγοί του G522 δεν συμπαθούν το πολύ ισχυρό μπάσο. Για basshead χρήστες, θα πήγαινα στο G Pro X2 Wireless ή στα Turtle Beach Stealth 700 Gen 3. Υπάρχουν σε αυτή την κατηγορία τα προϊόντα της SteelSeries, της HyperX και της Razer που δεν είναι καθόλου κακές. Αλλά τα Turtle Beach και το Logitech G Pro X2 ξεχωρίζουν συνολικά στο μπάσο, άρα και τελικά ίσως και στο immersion που μπορεί να δώσουν στον χρήστη. Αν ξαναγυρίσουμε στο σημείο που μιλήσαμε για την άνεση και την εφαρμογή, επειδή το earpad είναι τόσο μεγάλο και η εφαρμογή του στο κεφάλι σχετικά χαλαρή, το πώς το τοποθετείς αλλάζει την ηχητική απόκριση αρκετά. Άρα πρέπει αν τελικά κάποιος το αγοράσει να προσέξει τον τρόπο που τα φοράει για να έχει το ίδιο αποτέλεσμα κάθε φορά. Ασύρματα Ακουστικά Gaming LIGHTSPEED G522 KEEP PLAYING Logitech G.mp4 Ένα έξτρα χαρακτηριστικό που προσφέρει το ακουστικό, είναι το DTS. Μιλάω για την άδεια χρήσης DTS for headphones, που δίνει στο χρήστη τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει το DTS όταν κάνει χρήση του usb dongle μέσω της εφαρμογής της Dolby. Έχω ακούσει ότι κάποιοι χρήστες είχαν προβλήματα με την άδεια του DTS που δεν ενεργοποιούνταν πάντα. Στη δική μου περίπτωση λειτούργησε κανονικά. Για τους FPS gamers, αν παίζετε κάποιο ανταγωνιστικό παιχνίδι, η έλλειψη πλήρους απομόνωσης του ήχου μπορεί να είναι πρόβλημα αν έχετε πιο θορυβώδες δωμάτιο, αλλά δεν βρήκα ότι αυτό το headset ήταν μεγάλη απογοητευτικό σε αυτό τον τομέα, καθώς ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα με τον ανταγωνισμό. Η εργοστασιακή ηχητική υπογραφή ήχου δεν θα έλεγα ότι ήταν καλή για FPS. Είχα δυσκολία στο να εντοπίσω βήματα ή άτομα που έκαναν slide στο Call of duty, ας πούμε. Ευτυχώς, η ισοστάθμιση δίνει διαφορά στο ηχητικό αποτέλεσμα. Ίσως δοκιμάσετε τα άλλα προεπιλεγμένα προφίλ ήχου αν το χρησιμοποιείτε για πιο χαλαρό παιχνίδι ή παιχνίδι racing. Αν βρείτε ένα προφίλ που σας επαναφέρει τον ήχο εκεί που περίπου θα έπρεπε να είναι, τότε δεν νομίζω να νιώσει κάποιος σε μειονεκτική θέση, σε αυτήν την κατηγορία τιμής. Είναι εξίσου ανταγωνιστικό με μερικά από τα καλύτερα που μπορείτε να βρείτε. κατηγοριών headset μεταξύ τους. Ένα τελευταίο που θα ήθελα να αναφέρω είναι ότι, το G522 όπως και τα περισσότερα ασύρματα gaming headsets με dongle, έχουν ένταση που για μένα είναι ανεπαρκής, τουλάχιστον για το πως θα ήθελα να ακούω μουσική. Αυτό δεν περιορίζεται βέβαια στο συγκεκριμένο μοντέλο, καθώς σε όσα έχω δοκιμάσει και είχαν όλα από 250€ και κάτω, είχαν όλα το θέμα μου αυτό. Μπαταρία: Η μπαταρία θα έλεγα δεν είναι κακή αλλά ούτε κορυφαία. Η Logitech δίνει στα χαρακτηριστικά τα παρακάτω: Χωρίς φωτισμό: Έως 90 ώρες Προεπιλεγμένος φωτισμός: Έως 40 ώρες Θα έλεγα ότι η δική μου εμπειρία έδειξε ότι χωρίς φωτισμό, καθώς πάντα τα ασύρματα ακουστικά τα χρησιμοποιώ έτσι για να έχω μέτρο σύγκρισης με άλλα που έχω κάνει χρήση στο παρελθόν, από 70% που ήρθαν από το εργοστάσιο, έβγαλε μήνυμα φόρτισης μετά από 2 εβδομάδες με καθημερινή χρήση τα βράδια 2-3 ώρες, άρα περίπου σε 40-45 ώρες. Άρα αναλογικά η αυτονομία θα έλεγα ότι είναι κοντά στις 75-80 ώρες με τη στάθμη να πηγαίνει από το 100 στο 0. Άρα θεωρώ ότι είναι στην ίδια μοίρα όσον αφορά στη μπαταρία με τα Corsair Void V2 Wireless που δοκιμάσαμε πριν κάποιους μήνες. - Πολύ καλό σε απόδοση μικρόφωνο για ενσωματωμένο σε headset - Πολύ ελαφρύ και δεν κουράζει τον χρήστη - Αρκετά καλή αυτονομία μπαταρίας - Αποσπώμενο μικρόφωνο - Πολύ ωραία σε αίσθηση, άνεση και υλικό μαξιλαράκια (earpads) - Παραμετροποίηση ήχου ακουστικών αλλά και του μικροφώνου - Δίνει άδεια για DTS for headphones - Εναλλαγή μεταξύ δύο τρόπων σύνδεσης (Bluetooth και ασύρματη 2.4GHz με το παρεχόμενο dongle) - Λίγο απογοητευτική εργοστασιακή ηχητική υπογραφή - Περίεργο σύστημα στήριξης στη στέκα - Χαμηλή μέγιστη ένταση ακουστικού - Δεν παρέχεται ταυτόχρονη σύνδεση 2.4GHz και Bluetooth - Αδυναμία ελέγχου της αναπαραγωγής της μουσικής από κινητή συσκευή, με χειρισμό από το headset Εν κατακλείδι: Όσον αφορά το προϊόν όπως έρχεται χωρίς καμία ρύθμιση, νομίζω ότι η γενική υπογραφή ήχου είναι κάπως υποτονική και απογοητευτική. Στον τομέα της άνεσης ενώ είναι αρκετά ελαφρύ και δεν θα κουράσει στην πολύωρη χρήση, έχει κάποια θέματα στο να είναι σταθερό σε κίνηση του κεφαλιού, όπως και στο ότι ίσως ενοχλεί η μη ύπαρξη μαλακού υλικού στο κάτω μέρος της στέκας. Όσον αφορά τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά και προδιαγραφές, είναι αρκετά καλό. Θα ήθελα να είχε τη δυνατότητα αυξομείωσης έντασης game/chat, όπως έχουν πολλά steelseries headsets που είναι περίπου στα 200 €, και πιστεύω θα υπήρχαν πολλοί χρήστες που θα ήθελαν να υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Τέλος θα μπορούσε να υπήρχε και η ταυτόχρονη σύνδεση Bluetooth, αλλά δεν το θεωρώ συγκριτικό μειονέκτημα απέναντι στον ανταγωνισμό, γιατί δεν το προσφέρουν όλες οι άλλες προτάσεις της αγοράς στην τρέχουσα κατηγορία τιμής.  TheLAB.GR
    11 points
  3. Στα προηγούμενα review είδαμε τα ICY DOCK ToughArmor Ex, ICY DOCK ExpressSlot Slide, ICY DOCK ExpressSlot Core MB305M4P-B και ExpressSlot Core MB312M4P-B. Σήμερα θα ανέβει στον πάγκο των δοκιμών ένα ακόμα προϊόν από την ICY DOCK, το U.2/U.3 SSD Mobile Rack for 3.5" Bay ή όπως αναφέρεται από την εταιρεία ως ToughArmor MB601V5K-B. Το ToughArmor MB601V5K-B είναι μία φορητή θήκη επόμενης γενιάς με σύνδεση PCIe 5.0, σχεδιασμένη για υψηλής ταχύτητας U.2/U.3 NVMe SSDs. Εξοπλισμένη με τη νεότερη διεπαφή MCIO 4i (SFF-TA-1016), αυτή η φορητή θήκη υποστηρίζει ταχύτητες μεταφοράς έως και 128Gb/s, καθιστώντας την ιδανική λύση για εφαρμογές που απαιτούν υψηλή επεξεργασία δεδομένων. Σχεδιασμένο για να τοποθετείται σε μια τυπική εξωτερική θέση δίσκου 3,5”, το MB601V5K-B επιτρέπει την ταχεία εναλλαγή SSD χωρίς να απαιτείται άνοιγμα του κουτιού του υπολογιστή, προσφέροντας έτσι ταχύτητα και ευκολία για επαγγελματικούς σταθμούς εργασίας, επιχειρησιακούς διακομιστές και εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης (AI). Οι μη γνώστες δεν χρειάζεται να ανησυχούν διότι είμαστε εδώ για να σας εξηγήσουμε τα πάντα όσο θα διαβάζετε το review. Πριν όμως ξεκινήσουμε ας δούμε μερικά πράγματα για την εταιρεία ώστε να τη γνωρίσουμε καλύτερα. ICY DOCK -> http://www.icydock.com/ Η ICY DOCK είναι μια ιδιωτική εταιρεία με περισσότερα από 25 χρόνια εμπειρίας στον σχεδιασμό, την κατασκευή και την διανομή συσκευών αποθήκευσης δεδομένων. Κατασκευάζει ανθεκτικές θήκες περιφερειακών (rugged enclosures) που τηρούν συγκεκριμένα πρότυπα και προορίζονται για χρήση στη βιομηχανία αλλά και γενικότερα σε δύσκολα περιβάλλοντα όπου οι ανάγκες για προστασία είναι μεγαλύτερες. Η ICY DOCK έγινε παγκόσμιος ηγέτης στη βιομηχανία αποθήκευσης δεδομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών, αξιοποιώντας την ικανότητα σχεδιασμού και κατασκευής τους, από το 1997. Τηρώντας αυστηρές οδηγίες κατασκευής και διαθέτοντας δημιουργικές ομάδες σχεδιασμού προϊόντων στην Καλιφόρνια, ΗΠΑ, προσφέρει προϊόντα υψηλής ποιότητας και μοναδικά στο είδος τους που υπερβαίνουν τις προσδοκίες των πελατών. Όλα τα προϊόντα συνοδεύονται από τουλάχιστον τρία χρόνια εγγύησης (το συγκεκριμένο έχει πέντε) και όπως αναφέρουν στην σελίδα τους, έχουν ως πελάτες μερικές από τις πιο μεγάλες εταιρίες όπως την LG, την Microsoft, την Boeing, την Samsung, την Nvidia κτλ. Ένα ακόμα θετικό είναι ότι μπορούν να γίνουν προσαρμογές στα προϊόντα, με την προσθήκη διαφόρων kit, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες κάθε πελάτη. Στη σελίδα τους https://global.icydock.com/ μπορούμε να βρούμε όλα τα προϊόντα που έχουν, όπως removable NVMe/SSD enclosures, removable 2.5/3.5" drive enclosures κτλ. Στο παρόν review θα δούμε το μοντέλο ToughArmor MB601V5K-B που είναι PCIe 5.0 ενώ υπάρχει το ToughArmor MB601VK-1B/ToughArmor MB601VK-B που είναι PCIe 4.0 όπως και το ToughArmor MB601M2K-1B που είναι για M.2 αντί για U.2/U.3. Συνολικά υπάρχουν 3 σειρές. Η ToughArmor, η ExpressCage και η FlexiDock. Η κάθε μία έχει τα πλεονεκτήματά της και τα μειονεκτήματα της. Unboxing Το MB601V5K-B έρχεται σε μία συσκευασία από σκληρό χαρτόνι χωρίς κάποιο χρωματισμό ή κάτι ιδιαίτερο. Η συσκευασία είναι αρκετά ανθεκτική όπως άλλωστε και το προϊόν και είναι δύσκολο να υποστεί ζημιά κατά την μεταφορά. Αυτό που μας άρεσε είναι ότι η συσκευασία και αντίστοιχα το χαρτόνι δεν έχει υποστεί κάποια τροποποίηση ως προς το υλικό του, κάτι που το καθιστά φιλικό προς το περιβάλλον καθώς μπορεί να ανακυκλωθεί. Στην μπροστινή πλευρά υπάρχει τυπωμένο το λογότυπο της εταιρείας, δηλαδή ICY DOCK Bringing Innovation & Difference όπως και ένα αυτοκόλλητο που σε πολλές γλώσσες μας αναφέρει ότι είναι ένα U.2/U.3 SSD Mobile Rack for 3.5" Bay. Δεν αναφέρεται το μοντέλο κάτι που ίσως μπερδέψει τον χρήστη (μέχρι να δει την πίσω πλευρά). Στην πίσω πλευρά υπάρχουν τα links για το support και το forum της εταιρείας όπως και δύο αυτοκόλλητα που αναφέρονται το μοντέλο όπως και ο σειριακός αριθμός της συσκευής. Απλό, ξεκάθαρο και λιτό. Στις αριστερή, δεξιά, πάνω και κάτω πλευρές δεν αναγράφεται κάτι. Όταν ανοίξουμε το κουτί τότε θα δούμε να αναφέρει: Α Safe Harbor Securing Your Critical Data δηλαδή στα ελληνικά, ένα ασφαλές λιμάνι που διασφαλίζει και προστατεύει τα κρίσιμα δεδομένα σας. Τι κρύβεται μέσα Ανοίγοντας το κουτί θα βρούμε το ToughArmor MB601V5K-B μέσα σε προστατευτικό σακουλάκι με φυσαλίδες (αεροπλάστ), τοποθετημένο μέσα στη συσκευασία. Υπάρχουν τρία διαφανή σακουλάκια που το ένα περιέχει δύο κλειδάκια για να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει ο χρήστης το tray στην θήκη, το δεύτερο έξι βίδες για να βιδώσουμε το MB601V5K-B στο 3.5" bay του υπολογιστή και το τρίτο έξι βίδες για τον U.2/U.3 SSD. Μια πολύ ωραία κίνηση της ICY DOCK είναι ότι δεν θα μας χρειαστούν και οι έξι βίδες. Οι δύο είναι σε περίπτωση που χάσουμε κάποια ή την χαλάσουμε όπως και το δεύτερο κλειδάκι. Ή εναλλακτικά μπορούμε να το δώσουμε σε άλλο χρήστη. Και τέλος ένα μικρό φυλλάδιο με το QR Code που αν το σκανάρουμε θα μας οδηγήσει στο site της ICY DOCK και στο PDF αρχείο με τις οδηγίες εγκατάστασης. Δεν υπάρχει η ελληνική γλώσσα αλλά αυτό δεν περιπλέκει την κατάσταση καθόλου, αφενός διότι δεν είναι δύσκολη η εγκατάσταση όπως θα δούμε και παρακάτω, αφετέρου επειδή υπάρχουν εικόνες που βοηθούν πολύ. Main Features ToughArmor MB601V5K-B Supports 1x U.2/U.3 NVMe SSD (5mm to 15mm height) Designed for external 3.5” drive bays PCIe 5.0 up to 128Gb/s transfer speed via MCIO 4i interface Hot-swappable removable tray for quick drive access Secure locking system (Eagle-hook + 2-segment key lock) Built-in 25mm cooling fan & passive heat dissipation design EMI grounding protection for SSDs Full-metal construction for industrial-grade durability Anti-Vibration Technology (AVT) - only powers up if there is drive installed in the drive bay Active Power Technology (APT) saves power by shutting the device down when no drive is installed. Industry-leading 5 years limited warranty against all defects Τεχνικά χαρακτηριστικά ToughArmor MB601V5K-B Model Number: MB601V5K-B Color: Black Support Drive Size: 1 x 2.5" U.2/U.3 NVMe SSD Compatible Drive Type: NVMe Number of Drives: 1 Max Drive Height: 15mm Drive Bay: 1 x external 3.5" drive bay Host Interface: 1 x MCIO 4i (SFF-TA-1016) Power Input: 1 x SATA 15 Pin power connector Transfer Rate: PCIe 5.0 up to 128Gbps Support SDD Capacity: No limitation Drive Cooling: 1 x 25 x 25 x 7mm fan Structure / Material: Full metal Support Hot-Swap: Yes Drive Security: 2 segment key lock Dimension (W x H x D): 101.2 x 25.4 x 143.8mm Product Net Weight: 424.1g Package Net Weight: 638.7g Drive Activity LED Indication: Drive power: solid green; Drive access: flashing green Package Contents: Device, user manual, screw Connector Insertion Rate: 5,000 Humidity: 5%~65% RH Operating Temperature: 0°C to 60°C (32°F to 140°F) Storage Temperature: -35°C to 70°C (-31°F to 158°F) Compliance: CE, RoHS, REACH Warranty: 5 years limited warranty Πληροφορίες Πριν αναφέρουμε την διαδικασία της εγκατάστασης και αφου είδαμε το unboxing, θα αναφέρουμε μερικές πληροφορίες για το προϊόν ώστε και αυτός που δεν γνωρίζει, να καταλάβει τι ακριβώς κάνει, τι περιορισμοί υπάρχουν όπως και τι hardware πρέπει να διαθέτουμε. Το MB601V5K-B έχει σχεδιαστεί με τη διεπαφή MCIO 4i (SFF-TA-1016). Η σύνδεση με τον υπολογιστή δεν γίνεται με SΑΤΑ, όπως μπορεί να περίμενε κανείς. Όπως βλέπουμε στην παραπάνω εικόνα γίνεται με το MCIO 4i. Αντίθετα με το SATA που λειτουργεί ως AHCI over SΑΤΑ, οι U2/U3 χρησιμοποιούν PCIe lanes για αυτό και αναφέρει στα χαρακτηριστικά για PCIe 5.0. Αυτό σημαίνει ότι το motherboard ή κάποιος add on controller θα πρέπει να υποστηρίζει MCIO 4i διεπαφή. Επιπρόσθετα αν χρησιμοποιήσουμε παραπάνω από ένα MB601V5K-B θα πρέπει να υποστηρίζει PCIe Bifurcation. Ένας controller ότι μπορεί να υποστηρίζει SAS/SATA δεν σημαίνει ότι υποστηρίζει και U2/U3. Θα πρέπει να είναι tri-mode. Και το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι οι ταχύτητες του PCIe 5.0 είναι είκοσι φορές μεγαλύτερες από τις ταχύτητες του SATA. Οι SSD που μπορεί να δεχτεί είναι U.2/U.3 όπως και M.2 NVMe SSD με την προσθήκη όμως ενός αντάπτορα που ακούει στο όνομα EZConvert MB705M2P-B. ΕΕγκατάσταση Η εγκατάσταση είναι πολύ εύκολη και δεν θα δυσκολευτούμε, όπως θα δούμε παρακάτω. Τα βήματα που θα ακολουθήσουμε είναι τα παρακάτω: Από την θήκη αφαιρούμε το tray αφού πατήσουμε το κουμπί στο πλάι του. Αν το έχουμε κλειδώσει τότε πρέπει πρώτα να το ξεκλειδώσουμε με το κλειδάκι. Τοποθετούμε τον U2/U3 NVme SSD στο tray και βιδώνουμε τις τέσσερις βίδες στο κάτω μέρος. Τοποθετούμε το tray στην θήκη και αφού κουμπώσει τελείως μέσα σπρώχνουμε το καπάκι με το χέρι μας για να κλειδώσει το tray. Αν θελούμε χρησιμοποιούμε και το κλειδάκι για επιπλέον προστασία. Βιδώνουμε την θήκη σε ένα bay 3.5" με τις τέσσερις βίδες. Στο πίσω μέρος της θήκης θα χρειαστεί να συνδέσουμε ένα power SATA cable όπως και το MCIO 4i. Αν δεν διαθέτουμε 3.5" bay και έχουμε μόνο 5.25" δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε γιατί υπάρχει λύση και για αυτό. Η ICY DOCK έχει το FLEX-FIT Trio MB343SP που μετατρέπει την 5.25" σε 3.5" αλλά ταυτόχρονα μπορούμε να τοποθετήσουμε και 2 x 2.5” HDD/SSD. Για όλα τα βήματα θα χρειαστεί μόνο ένα κατσαβίδι για τις βίδες. Για τη διατήρηση της βέλτιστης απόδοσης των U.2/U.3 NVMe SSDs, το MB601V5K-B είναι εξοπλισμένο με: Υψηλής απόδοσης ανεμιστήρα ψύξης 25x25x7mm, που εξασφαλίζει ενεργή απαγωγή θερμότητας. Οπές αερισμού, που επιτρέπουν τη φυσική ροή αέρα. Κανάλια αερισμού στην πλακέτα PCB, για βελτιστοποίηση της θερμικής απόδοσης. Μεταλλική κατασκευή για την απαγωγή της θερμότητας. Ακόμη και υπό έντονο φόρτο εργασίας, δεν αντιμετωπίσαμε προβλήματα thermal throttling. To tray είναι μεταλλικό και αυτό. Και η θήκη αλλά και το tray όπως αναφέραμε πριν είναι μεταλλικά όχι μόνο για το θέμα απαγωγής της θερμότητας αλλά και για να αντέξει σε δύσκολα περιβάλλοντα όπως στρατιωτικά ή αεροδιαστημικά. Για την ασφάλεια σε επιχειρησιακό περιβάλλον, το MB601V5K-B ενσωματώνει ένα σύστημα κλειδώματος eagle-hook για την αποτροπή τυχαίας αφαίρεσης του SSD, ώστε να διασφαλιστεί ότι ο δίσκος παραμένει σταθερά στη θέση του κατά τη λειτουργία. Επιπλέον, η κλειδαριά παρέχει ένα επιπλέον επίπεδο προστασίας ενάντια στη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στους δίσκους και την κλοπή δεδομένων. Αυτά τα χαρακτηριστικά ασφαλείας το καθιστούν ιδανική λύση για περιβάλλοντα με αυξημένες απαιτήσεις στην προστασία δεδομένων, όπως κυβερνητικές υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και υποδομές κυβερνοασφάλειας, όπου η προστασία των δεδομένων είναι κρίσιμη. Τεχνικές λεπτομέρειες Ωραία όλα αυτά που γράψαμε και η εγκατάσταση όπως είδαμε είναι πολύ εύκολη και με τέτοιο τρόπο που δεν αφήνει να γίνει κάποιο λάθος αλλαααααά υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να αναφέρουμε πριν προβείτε στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος ICY DOCK ToughArmor MB601V5K-B ώστε να μην βρεθείτε προ εκπλήξεως. Παραθέτουμε μερικές ερωτήσεις/απαντήσεις. Α. Τι θα πρέπει να υποστηρίζει ένας add-on controller ή το motherboard για να υπάρχει συνεργασία με το ICY DOCK ToughArmor MB601V5K-B; Θα πρέπει να υποστηρίζει to bios PCIe Bifurcation όταν χρησιμοποιήσουμε ένα PCIe Slot 16x/8x. Στο παρακάτω Link υπάρχει μία λίστα με συνεργαζόμενους add on controllers όπως και των καλωδίων που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Β. Που μπορεί να οφείλεται και να μην αναγνωρίζεται ο SSD που έχουμε εγκαταστήσει; Ανεπαρκή PCIe lanes στο σύστημα που έχουμε. Αυτό έχει να κάνει με το motherboard όπως και την CPU που είναι εγκατεστημένη. Μη συμβατά πρωτόκολλα διεπαφής. Θα πρέπει το interface να υποστηρίζει NVMe. Διαφορετικό pinout. Για το κάθε προϊόν πρέπει να δούμε αν το pinout είναι Legacy ή SFF-9402 1.1. Μέγιστο μήκος καλωδίου. Προτείνεται το καλώδιο να μην είναι μεγαλύτερο από 50cm και οι ακροδέκτες να είναι ίδιοι ώστε να μην αντιμετωπίσουμε ασυμβατότητα. Γ. Είναι hot swap; Ως τεχνολογία υποστηρίζει hot swap αρκεί να είναι συμβατό και το hardware. Σε περίπτωση που δεν αναγνωριστεί ο SSD αν γίνει αντικατάσταση του εν ώρα λειτουργίας του PC, τότε θα πρέπει από το device manager να γίνει χειροκίνητη ανανέωση. Χρήσεις To ToughArmor MB601V5K-B όπως διαβάσαμε ως τώρα στο review είναι μία φορητή θήκη με σύνδεση PCIe 5.0, σχεδιασμένη για υψηλής ταχύτητας NVMe SSDs τύπου U.2/U.3. Η αλήθεια είναι ότι το κοινό που το ενδιαφέρει μία τέτοια υλοποίηση είναι αρκετά συγκεκριμένο και περιορισμένο. Αυτό οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες, όπως ότι απαιτεί εξειδικευμένο hardware, ότι οι U.2/U.3 NVMe SSD είναι αρκετά πιο ακριβοί από τους SSD, NVMe και ότι ο μέσος χρήστης δεν χρειάζεται αυτήν την τεχνολογία. Οπότε η ερώτηση των 1000 ευρώ είναι: Σε ποιους απευθύνεται και για ποιες χρήσεις. Ας αναφέρουμε μερικές από αυτές. Εκπαίδευση AI -> Όταν χρειάζεται μεγάλη και γρήγορη μεταφορά δεδομένων το PCIe 5.0 μπορεί να μας δώσει πολλαπλάσιες ταχύτητες από τις υπόλοιπες λύσεις. High performance computing/data-intensive applications. -> Όταν έχουμε να μεταφέρουμε και να επεξεργαστούμε μεγάλο όγκο δεδομένων πχ video 8K θα πρέπει και το storage να είναι "state of the art" ώστε να μην δημιουργείται bottleneck. Servers -> Στον τομέα των servers όλοι γνωρίζουμε ότι το downtime δεν πρέπει να υπάρχει ως λέξη. Οποιαδήποτε αντικατάσταση δίσκου γίνεται χωρίς απενεργοποίηση του server, για συνεχή λειτουργία. Δύσκολα περιβάλλοντα -> Στρατιωτικές ή αεροδιαστημικές εφαρμογές. Σε αυτές τις εφαρμογές δεν υπάρχει συμβιβασμός. Πρέπει τα υλικά να μπορούν να αντέξουν οποιαδήποτε χρήση υπό οποιεσδήποτε θερμοκρασίες. Η πλήρως μεταλλική κατασκευή διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα πρότυπα ασφαλείας περί ευφλεκτότητας, προσφέροντας αυξημένη προστασία σε περιβάλλοντα αποθήκευσης υψηλής ευαισθησίας όπως και ενισχυμένη αντοχή σε κραδασμούς και πτώσεις. Η προσθαφαίρεση μπορεί να γίνει πολύ εύκολα χωρίς να χρειάζεται να κλείσουμε τον υπολογιστή. Το tray πωλείται και ξεχωριστά σε περίπτωση που θέλουμε να έχουμε παραπάνω SSD έτοιμους για αντικατάσταση. Μέσα σε δευτερόλεπτα απλά αφαιρείται ο προβληματικός και τοποθετείται ο επόμενος. ΔΔοκιμές Το ToughArmor MB601V5K-B δοκιμάστηκε με motherboard Supermicro που υποστηρίζει MCIO και U.2 SSD NVMe από την Micron. Δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο απρόοπτο στην λειτουργία του. Αναγνωρίστηκε σωστά από τα Windows και έγιναν επιτυχώς μεταφορές αρχείων από και προς αυτόν. Δεν είχαμε bottleneck και ο Micron απέδωσε τα μέγιστα στις ταχύτητες σε benchmark που πραγματοποιήθηκαν. Παρόλα αυτά θα πρέπει να αναφέρουμε τα παρακάτω: Η λίστα συμβατότητας στο site της ICY DOCK αφορά συγκεκριμένα καλώδια και controllers. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υποστηρίζονται άλλοι controllers αλλά απλά δεν έχουν γίνει δοκιμές. Πριν την αγορά καλό θα ήταν να συμβουλευτούμε τον κατασκευαστή της μητρικής μας ώστε να δούμε αν υποστηρίζει bifurcation (για την περίπτωση που εγκατασταθούν περισσότεροι από ένας U.2/U.2 SSD NVme) σε συνδυασμό πάντα με τον επεξεργαστή που έχουμε όπως και τυχόν υπάρχουσες κάρτες που είναι εγκατεστημένες στις PCIe υποδοχές ώστε να γνωρίζουμε αν υπάρχουν ελεύθερα lanes. Σε χρήση πολλαπλών U.2/U.3 το motherboard πρέπει να υποστηρίζει bifurcation. Προτείνεται να έχουμε εγκατεστημένο το τελευταίο bios για την μητρική μας. Συμπεράσματα Κάπου εδώ τελειώνει το Review μας. Tο ICY DOCK U.2/U.3 SSD Mobile Rack for 3.5" Bay (ToughArmor MB601V5K-B) κάνει αυτό ακριβώς για το οποίο σχεδιάστηκε χωρίς συμβιβασμούς. Είναι καλοσχεδιασμένο και εύκολο στην εγκατάσταση. Ιδανικό για απαιτητικά περιβάλλοντα. Μας εξασφαλίζει γρήγορη συντήρηση, αναβαθμίσεις και ταχύτατη αντικατάσταση του δίσκου. Αυτό τα καθιστά ιδανικό για εφαρμογές όπως κέντρα δεδομένων, υπολογιστές υψηλής απόδοσης και λύσεις αποθήκευσης σε επιχειρήσεις, όπου οι επιδόσεις και η ευκολία πρόσβασης είναι ζωτικής σημασίας. Το που και πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αναφέραμε παραπάνω αλλά σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι τομείς που μπορεί να αξιοποιηθεί. Η τιμή του στο www.amazon.com είναι στα 188 δολάρια. Δεν εντοπίσαμε διαθεσιμότητα της συγκεκριμένης έκδοσης σε ελληνικό κατάστημα. Υπήρχαν μόνο άλλες εκδόσεις. Στα παρακάτω Links θα βρούμε για το MB601V5K-B: Data sheet User manual Product Image 2D Drawing Product Page Συνοψίζοντας, ας δουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα: Eύκολη και γρήγορη εγκατάσταση. Ποιότητα κατασκευής. 5 χρόνια εγγύηση. Υψηλή τιμή. Δεν περιλαμβάνεται καλώδιο MCIO.  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την ICY DOCK για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής.
    6 points
  4. Η Corsair έχει χτίσει τη φήμη της με τα K70, K95 και K100 – πληκτρολόγια που έγιναν σημείο αναφοράς για την κατηγορία, χρησιμοποιούνται ευρέως στην esports σκηνή και απέσπασαν δεκάδες βραβεία χάρη στη στιβαρή κατασκευή, την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους. Χτίζοντας πάνω σε αυτή τη βάση και ακούγοντας τα σχόλια της κοινότητας, η εταιρεία παρουσιάζει τη νέα σειρά Vanguard, που φιλοδοξεί να φέρει την ίδια απόδοση σε μια πιο σύγχρονη, συμπαγή μορφή. Το όνομα Vanguard δεν είναι τυχαίο: σημαίνει «προφυλακή», η πρώτη γραμμή, και εδώ συμβολίζει την πρόθεση της Corsair να ηγηθεί ξανά της κατηγορίας. Το Vanguard 96 είναι το πρώτο μοντέλο αυτής της σειράς και φέρνει στη σκηνή ένα τολμηρό υβρίδιο: τη λειτουργικότητα ενός full-size πληκτρολογίου σε αποτύπωμα κοντά σε TKL. Με εντυπωσιακή εκμετάλλευση χώρου, διατηρεί το numpad, το arrow cluster και την πλήρη διάταξη πλήκτρων, ενώ εξοικονομεί πολύτιμο χώρο στο γραφείο. Συνδυάζοντας PBT double-shot keycaps (η διαθεσιμότητα/υλικό ενδέχεται να διαφέρει ανά περιοχή), στιβαρό αλουμινένιο σασί, τετραπλή ηχομόνωση και έγχρωμη LCD 1,9”, η Corsair δείχνει ότι στοχεύει σε κάτι παραπάνω από ένα «τυπικό gaming keyboard». Το rotary dial, οι έξι προγραμματιζόμενες G-keys και το AXON controller με 8.000 Hz polling ενισχύουν την εικόνα ενός εργαλείου σχεδιασμένου τόσο για gamers που ζητούν απόλυτη απόκριση όσο και για power users που θέλουν ένα κεντρικό εργαλείο παραγωγικότητας. Με τιμή λανσαρίσματος 179,99 €, το Vanguard 96 έρχεται να επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει full-size σε compact μορφή. Χαρακτηριστικά Παρά το συμπαγές αποτύπωμά του, το Corsair Vanguard 96 δεν κάνει εκπτώσεις σε δυνατότητες. Φέρνει σχεδόν όλα όσα βρίσκουμε σε ένα full-size high-end πληκτρολόγιο, αλλά σε πιο «μαζεμένη» συσκευασία, με προσοχή στη λεπτομέρεια και πλήρη υποστήριξη gaming και productivity σεναρίων. Χαρακτηριστικό Περιγραφή Διάταξη 96% layout με πλήρες numpad, arrow cluster και 6 G-keys Κατασκευή Σασί αλουμινίου, PBT double-shot keycaps (διαφέρουν ανά περιοχή) Διακόπτες CORSAIR MLX μηχανικοί (Pulse, Plasma, Quantum Speed, Fusion) – hot-swap 3/5-pin Απόκριση AXON hyper-processing, 8.000 Hz polling, N-Key rollover Φωτισμός Per-key RGB με Fresnel lens, έως 20 layers εφέ Οθόνη IPS LCD 1.9” (320×170, 350 nits), υποστήριξη εικόνων/GIFs, system stats Rotary Dial Ρύθμιση έντασης, φωτισμού, scrolling, macros, εφαρμογών Προφίλ 5 onboard προφίλ, 8MB μνήμη Συνδεσιμότητα USB-C σε USB-A, αποσπώμενο braided καλώδιο 1,8 μ. Συμβατότητα Windows, macOS, Xbox Series X|S, PlayStation 4/5 (PS mode) Διαστάσεις / Βάρος 388 × 141 × 43 mm – 1,095 kg Εγγύηση 2 έτη Σε σχέση με το Vanguard Pro 96, εδώ έχουμε κλασικούς μηχανικούς MLX διακόπτες και απουσία Hall Effect και Rapid Trigger – κάτι που το κρατά πιο προσιτό αλλά και πιο «παραδοσιακό» Τα χαρακτηριστικά του Vanguard 96 τοποθετούν το πληκτρολόγιο σε premium κατηγορία χωρίς να φλερτάρει με τις «ακρότητες» του Pro. Η επιλογή PBT keycaps και αλουμινένιου σασί δείχνει διάθεση για μακροχρόνια χρήση, ενώ η υποστήριξη hot-swap το κάνει ιδιαίτερα φιλικό σε όσους πειραματίζονται με διάφορα switches. Η προσθήκη LCD και rotary dial δίνει bonus σε εμφάνιση και λειτουργικότητα, αν και το πραγματικό τους όφελος θα εξαρτηθεί από το πόσο τα αξιοποιεί κανείς στην πράξη. Για την τιμή του, στα 179,99 ευρώ δείχνει να προσφέρει μια πολύ ολοκληρωμένη πρόταση. Unboxing Το Corsair Vanguard 96 έρχεται σε κλασική συσκευασία της Corsair, με έντονα κίτρινα και μαύρα χρώματα και μια μεγάλη φωτογραφία του πληκτρολογίου στο μπροστινό μέρος. Η παρουσίαση είναι καθαρή και premium, όπως περιμένει κανείς από προϊόν αυτής της κατηγορίας. Μέσα βρίσκουμε το πληκτρολόγιο προσεκτικά τυλιγμένο σε προστατευτικό χαρτί με το λογότυπο της Corsair, μαζί με τα συνοδευτικά αξεσουάρ: το αποσπώμενο braided USB-C καλώδιο με velcro strap για εύκολη τακτοποίηση, εργαλείο αφαίρεσης keycaps και switches, έντυπα οδηγιών και εγγύησης, καθώς και το μαγνητικό wrist rest που κουμπώνει σταθερά στη βάση. Η παρουσίαση είναι προσεγμένη και θυμίζει περισσότερο premium laptop παρά απλό gaming keyboard. Μας άρεσε η λεπτομέρεια του QR από το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε το εγχειρίδιο χρήσης του πληκτρολογίου. Η ίδια η διαδικασία του unboxing είναι ευχάριστη – το χαρτί προστασίας ανοίγει εύκολα, τα αξεσουάρ είναι τακτοποιημένα σε ξεχωριστές θήκες και δεν χρειάζεται καμία μάχη με δεματικά ή πλαστικά blister. Στα χέρια σου μένει ένα πληκτρολόγιο που μοιάζει στιβαρό και καλά κατασκευασμένο ήδη από την πρώτη επαφή, ενώ η προσθήκη του wrist rest είναι καλοδεχούμενη για πολύωρη χρήση. Από τα πρώτα λεπτά φαίνεται ότι η Corsair έχει δώσει σημασία στην εμπειρία του χρήστη από το πρώτο άνοιγμα, κάτι που ταιριάζει με τον χαρακτήρα του Vanguard 96 ως προϊόν που θέλει να σταθεί πάνω από τα «τυπικά» gaming πληκτρολόγια. Σχεδίαση & Εργονομία Το Vanguard 96 είναι στιβαρό και καλοφτιαγμένο, με αλουμινένιο σασί που δεν λυγίζει ακόμα και όταν ασκείς πίεση στις άκρες. Η Corsair έχει κρατήσει το κλασικό industrial look με καθαρές γραμμές και διακριτικό logo, ώστε να ταιριάζει τόσο σε gaming setup όσο και σε επαγγελματικό γραφείο. Τα PBT double-shot keycaps έχουν ευχάριστη υφή, δεν γυαλίζουν εύκολα και δίνουν την αίσθηση ότι θα αντέξουν πολλά χρόνια χρήσης. Το layout 96% κρατά όλα τα πλήκτρα του full-size, αλλά απαιτεί μικρή περίοδο προσαρμογής καθώς το cluster των βελών και το numpad είναι πιο «σφιχτά» σε σχέση με κλασικό 104-key. Το πίσω μέρος του πληκτρολογίου κρύβει μια έξυπνη λεπτομέρεια σχεδιασμού: διαθέτει αυλάκια δρομολόγησης που σου επιτρέπουν να περάσεις το USB-C καλώδιο προς τα αριστερά, τα δεξιά ή στο κέντρο, ανάλογα με το πού βρίσκεται ο υπολογιστής ή το hub σου. Αυτό διευκολύνει πολύ τη διαχείριση καλωδίων και κρατά το γραφείο τακτοποιημένο, ειδικά αν θέλεις να αποφύγεις να “κρέμεται” το καλώδιο σε άβολη θέση. Το πληκτρολόγιο κάθεται σταθερά στο γραφείο χάρη στα μεγάλου μεγέθους λαστιχένια ποδαράκια, ενώ τα αναδιπλούμενα στηρίγματα δίνουν δύο διαφορετικές γωνίες κλίσης. Το μαγνητικό wrist rest που περιλαμβάνεται είναι μαλακό και άνετο, ιδανικό για πολύωρη πληκτρολόγηση, και κουμπώνει με σιγουριά στη βάση χωρίς να μετακινείται. Από πλευράς εργονομίας, η αίσθηση κατά την πληκτρολόγηση είναι ισορροπημένη: οι MLX switches έχουν σωστή αντίσταση και η τετραπλή ηχομόνωση μειώνει τον θόρυβο χωρίς να «πνίγει» τον χαρακτήρα του ήχου. Το αποτέλεσμα είναι ένα πληκτρολόγιο που δίνει premium αίσθηση και μπορείς να το χρησιμοποιείς άνετα για ώρες, είτε παίζεις είτε γράφεις κείμενα. Νεωτερισμοί και Λειτουργίες Το Vanguard 96 προσπαθεί να είναι παραπάνω από ένα ακόμη μηχανικό πληκτρολόγιο με όμορφο RGB. Η Corsair έχει προσθέσει χαρακτηριστικά που το καθιστούν εργαλείο για κάθε σενάριο, από το gaming μέχρι την παραγωγική εργασία. On Board Οθόνη Στην επάνω δεξιά γωνία δεσπόζει μια IPS LCD 1,9” με ανάλυση 320×170 και φωτεινότητα 350 nits. Η οθόνη είναι πεντακάθαρη, με καλή χρωματική απόδοση και γωνίες θέασης που ταιριάζουν σε premium προϊόν. Η χρήση της είναι κυρίως οπτική και ενημερωτική: προβάλλει τα προφίλ του πληκτρολογίου, την κατάσταση του Game Mode, την ένταση φωτισμού, ενώ μπορεί να εμφανίσει στατικές εικόνες ή κινούμενα GIFs που ορίζει ο χρήστης. Όλες οι ρυθμίσεις γίνονται μέσα από το Corsair Web Hub, απευθείας από τον browser, χωρίς ανάγκη για εγκατάσταση iCUE. Προς το παρόν, αυτό που μπορέσαμε να καταφέρουμε είναι να προσθέσουμε δικές μας εικόνες μέσω του Web Hub της Corsair. Η οθόνη συνεργάζεται με το rotary dial, που λειτουργεί σαν “navigator” για να πλοηγείσαι εύκολα στις λειτουργίες της. Μπορείς να αλλάξεις φωτεινότητα, να επιλέξεις διαφορετικό εφέ φωτισμού ή να μεταβείς σε άλλο προφίλ, με άμεση απεικόνιση στην οθόνη. Αναμένεται σε μελλοντικό update να ενσωματωθούν περισσότερα χαρακτηριστικά και στα δύο μοντέλα, το Vanguard 96 και το Vanguard 96 PRO. Το μόνο το οποίο μας άφησε ανάμεικτα συναισθήματα είναι η θέση της οθόνης ως προς το υπόλοιπο πληκτρολόγιο, μιας και τα πλήκτρα την κρύβουν αρκετά και πρέπει να κάτσεις σχεδόν από πάνω της για να έχεις πρόσβαση στο 100% της οθόνης1 G-Keys Στην αριστερή πλευρά του Vanguard 96 βρίσκονται τα έξι προγραμματιζόμενα G-keys, σε χαμηλό προφίλ ώστε να μην ενοχλούν κατά την πληκτρολόγηση, αλλά να είναι εύκολα προσβάσιμα όταν χρειαστεί η εκτέλεση μιας γρήγορης ενέργειας. Παρότι η Corsair τα τοποθετεί παραδοσιακά σε πληκτρολόγια προσανατολισμένα σε MMO ή παραγωγικές εφαρμογές, εδώ παίζουν διπλό ρόλο: μπορούν να γίνουν εργαλείο τόσο για streamers, μέσω της ενσωμάτωσης με το Elgato Stream Deck, όσο και για power users που θέλουν να φτιάξουν workflow με custom macros και συντομεύσεις. Υποστηρίζεται τώρα το Elgato Virtual Stream Deck (με dedicated launch key). Η native ενσωμάτωση του Stream Deck app και η χαρτογράφηση λειτουργιών στα G-keys θα προστεθούν με μελλοντικό update. Η διαμόρφωση τους γίνεται μέσα από το Corsair Web Hub, όπου είναι δυνατή η ανάθεση macro sequences, media controls, εφαρμογές ή ακόμα και σύνθετα key combinations. Το γεγονός ότι είναι φυσικά πλήκτρα, όχι απλά soft keys, σημαίνει πως έχεις απτική ανάδραση και τα βρίσκεις εύκολα χωρίς να κοιτάς το πληκτρολόγιο. Προσωπικά, τα χρησιμοποίησα για να φέρω σε πρώτο πλάνο τα Page Up, Page Down, Home και End, που στο 96% layout βρίσκονται πίσω από το Fn layer. Έτσι, επανέφερα την άνεση που χάνεται σε πιο compact διατάξεις, ενώ μου έμειναν δύο πλήκτρα διαθέσιμα για custom macros. Αυτή η ελευθερία παραμετροποίησης κάνει τα G-keys κάτι παραπάνω από «έξτρα κουμπιά» – μετατρέπουν το πληκτρολόγιο σε εργαλείο προσαρμοσμένο στον τρόπο που δουλεύεις ή παίζεις. AXON Hyper-Processing Όσον αφορά τις επιδόσεις, η τεχνολογία AXON Hyper-Processing με polling rate στα 8.000 Hz ανεβάζει τον πήχη σε σχέση με τα τυπικά gaming πληκτρολόγια που σταματούν στα 1.000 Hz. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι κάθε πάτημα πλήκτρου καταγράφεται οκτώ φορές συχνότερα, μειώνοντας τη συνολική καθυστέρηση εισόδου κάτω από το όριο που μπορεί να αντιληφθεί ο μέσος χρήστης. Η διαφορά γίνεται αισθητή κυρίως σε παιχνίδια που απαιτούν απόλυτη ακρίβεια – competitive FPS, rhythm games ή ταχύτατα MOBAs – όπου κάθε millisecond μετράει. Ακόμη και σε καθημερινή χρήση, όμως, η πληκτρολόγηση δίνει την αίσθηση αμεσότητας: οι εντολές περνούν στη στιγμή, χωρίς αίσθηση “buffer” ή καθυστέρησης μεταξύ πατήματος και εμφάνισης χαρακτήρα. Σε συνδυασμό με το N-Key Rollover και την anti-ghosting υλοποίηση, μπορείς να πατήσεις πολλαπλά πλήκτρα ταυτόχρονα χωρίς χαμένες εντολές, κάτι που είναι κρίσιμο σε games που απαιτούν σύνθετους συνδυασμούς ή ταυτόχρονες κινήσεις. Για τους power users, αυτό μεταφράζεται σε απροβλημάτιστο rapid input όταν γράφεις γρήγορα ή όταν χρησιμοποιείς keyboard shortcuts σε editing software. Hot-Swappable Switches Τέλος, η υποστήριξη hot-swap για 3- και 5-pin switches είναι από τις πιο καλοδεχούμενες προσθήκες. Η Corsair ουσιαστικά δίνει στους χρήστες το «κλειδί» για να προσαρμόσουν την αίσθηση του πληκτρολογίου τους όπως θέλουν. Δεν χρειάζεται κολλητήρι ούτε ειδικές γνώσεις: βγάζεις τον διακόπτη με το εργαλείο που περιλαμβάνεται στη συσκευασία και τον αντικαθιστάς με όποιον θέλεις – linear, tactile ή clicky, ανεξαρτήτως κατασκευαστή (αρκεί να είναι MX-style). Αυτό δεν σημαίνει μόνο πειραματισμό με διαφορετικά switch types αλλά και ευκολία στη συντήρηση: αν κάποιος διακόπτης παρουσιάσει θόρυβο ή διπλά πατήματα, μπορεί να αλλαχθεί σε δευτερόλεπτα, χωρίς να καταλήξεις στο RMA. Για όσους κυνηγούν την τέλεια αίσθηση, ανοίγει τον δρόμο για μίξη διαφορετικών διακοπτών (π.χ. linear στα WASD, tactile στα modifiers) ή ακόμα και για modding με switches που έχουν λιπανθεί, διαφορετικά springs ή custom keyfeel. Η προσθήκη αυτή δείχνει ότι η Corsair δεν στοχεύει μόνο σε gamers αλλά και σε enthusiast κοινό, που μέχρι τώρα στρεφόταν σε custom keyboards ή μικρότερους κατασκευαστές για τέτοιου είδους δυνατότητες. Είναι ένα βήμα προσέγγισης της Corsair προς τη σκηνή των custom μηχανικών πληκτρολογίων, χωρίς να θυσιάζει τη μαζική παραγωγή ή την ευκολία χρήσης. Corsair Web Hub Ακόμη μία προσθήκη είναι το Corsair Web Hub, μια web-based πλατφόρμα που επιτρέπει customization απευθείας από τον browser. Εκεί ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει φωτισμό, να δημιουργήσει macros ή να αποθηκεύσει έως και πέντε προφίλ στη μνήμη του πληκτρολογίου, χωρίς καθόλου εγκατάσταση software. Πιο συγκεκριμένα, το Web Hub της Corsair αποτελείται από τις παρακάτω ενότητες Lighting Effects (εφέ φωτισμού) Ο editor φωτισμού δουλεύει με layers: βλέπεις ενεργό layer (“Horizon”) και κάτω τα διαθέσιμα modes (Static, Watercolor, Spiral Rainbow, Color Shift, Color Pulse, Color Wave, Rainbow Wave, Type Lighting Ripples κ.ά.). Δεξιά ανοίγουν οι παράμετροι κάθε εφέ, όπως Speed (Slow/Medium/Fast) και Direction. Είναι ξεκάθαρη λογική, κοντά σε εργαλεία layer-based, για να «δέσεις» πολλαπλά εφέ. Key Assignments (αντιστοίχιση πλήκτρων) Η καρτέλα αντιστοιχίσεων χωρίζει το πληκτρολόγιο σε Key Layers (Main και Fn). Επιλέγεις πλήκτρο από την άποψη του board και κάτω διαλέγεις τύπο ενέργειας: Keyboard Keys, Mouse Buttons, Media & Volume, Keystroke, Macro ή Text. Έτσι έφτιαξες και το quality-of-life mapping σου για Page Up/Down, Home/End πάνω στα G-keys που λείπουν από το κύριο layer του 96% layout. Rotary Dial (λειτουργίες περιστροφικού επιλογέα) Ο πίνακας του dial επιτρέπει να ενεργοποιείς/απενεργοποιείς έτοιμα modes: Εναλλαγή λειτουργιών με FN+F12 και έτοιμες λειτουργίες όπως Volume, Backlight, Scroll κάθετο/οριζόντιο, Zoom, Media controls, Macro recording, Track jogging, Switch app. Όταν αλλάζεις λειτουργία, η LCD δείχνει ένδειξη για 2 δευτερόλεπτα. Δεξιά φαίνεται το breakdown ενεργειών για κάθε mode (π.χ. rotate left/right, press to mute). Κάτω υπάρχει Add Custom Dial Mode για να ορίσεις δικές σου συμπεριφορές. Οι εκτενέστερες λειτουργίες του dial και το πλήρες sync με την LCD θα ενεργοποιηθούν με μελλοντικό update FlashTap (SOCD policy) Η καρτέλα FlashTap ορίζει πώς το πληκτρολόγιο χειρίζεται ταυτόχρονες αντίθετες κατευθύνσεις (π.χ. A/D). Μπορείς να ενεργοποιήσεις τη λειτουργία, να διαλέξεις χρώμα ένδειξης και να επιλέξεις πολιτική προτεραιότητας: Last Priority (κερδίζει το τελευταίο πάτημα), First Priority (κρατά το πρώτο) ή Neutral (ακυρώνει και τα δύο). Το γράφημα “Scenario Animation” δεξιά δείχνει οπτικά ποιο πλήκτρο επικρατεί. Χρήσιμο για shooters και fighting games που ζητούν καθαρή SOCD συμπεριφορά. Screen (διαχείριση οθονών LCD) Εδώ, όπως είδαμε και πιο πριν, προσθέτεις και διαχειρίζεσαι τις «οθόνες» που θα εμφανίζονται στην LCD 1,9”. Το UI επάνω δείχνει τα ενεργά widgets/εικόνες και ένα κουμπί “+” για προσθήκη νέας. Η βοήθεια δεξιά υπενθυμίζει τους συνδυασμούς Fn + Left/Right Arrow για εναλλαγή. Από τη συγκεκριμένη υλοποίηση γίνεται σαφές ότι φορτώνεις εικόνες/animations για προβολή. Δεν υπάρχουν επιλογές τηλεμετρίας συστήματος, άρα η χρήση είναι αισθητική/ενημερωτική και όχι hardware monitoring. Game Mode Η καρτέλα Game Mode συγκεντρώνει τις επιλογές που θες να ισχύουν όταν «κλειδώνεις» το πληκτρολόγιο για παιχνίδια: ρύθμιση USB Polling Rate, ενεργοποίηση Win Lock, φωτεινότητα backlight, αν θα παίζει animation κατά την ενεργοποίηση του Game Mode και αν θες στατικό φωτισμό (με επιλογή χρώματος) ώστε να αποφύγεις αποσπάσεις. Είναι ουσιαστικά ένα profile switch με σαφή, πρακτικά toggles. Device Settings (γενικές ρυθμίσεις συσκευής) Το αναδυόμενο Device Settings συγκεντρώνει τα βασικά: Firmware με “Check for Updates”, επιλογή USB Wired Polling Rate, τρέχουσα διάταξη keymap (Current Layout), Win Lock, Brightness και PlayStation mode. Κάτω υπάρχει Reset to Factory Settings. Είναι το control panel για ενημερώσεις και καθολικές ρυθμίσεις ανεξάρτητες από επιμέρους προφίλ. Επιδόσεις Το Corsair Vanguard 96 αποδίδει πολύ καλά και το δείχνει από το πρώτο λεπτό. Η αλουμινένια κατασκευή και η πολυστρωματική ηχοαπορρόφηση περιορίζουν τους ανεπιθύμητους συντονισμούς, ενώ οι MLX μηχανικοί διακόπτες δίνουν σταθερή αίσθηση με προ-λιπασμένα sliders και ελεγχόμενη επιστροφή η οποία μπορεί να οριστεί από το χρήστη. Οι σταθεροποιητές είναι ήσυχοι και συνεπείς· το space παραμένει ελαφρώς πιο έντονο ακουστικά, όπως συμβαίνει σχεδόν παντού σε αυτή την κατηγορία, χωρίς όμως να ενοχλεί στην πράξη. Σε επίπεδο απόκρισης, το Vanguard 96 υποστηρίζει AXON hyper-processing με ρυθμό polling έως 8.000 Hz μέσω USB, κάτι που ρίχνει το input latency σε επίπεδα που δεν θα απασχολήσουν κανέναν, πέρα από όσους κυνηγούν απόλυτα ανταγωνιστικές μετρήσεις. Στη χρήση δεν παρατηρήθηκαν «κολλήματα» ή ανεξήγητα freezes πλήκτρων. Η LCD 1,9" λειτουργεί ως άμεση οπτική επιβεβαίωση για αλλαγές προφίλ, φωτισμού ή λειτουργίας του rotary dial, οπότε οι μικρορυθμίσεις γίνονται χωρίς alt-tab. Για πιο απαιτητικές ροές εργασίας, υπάρχει τώρα Virtual Stream Deck, ενώ η ευρύτερη ενσωμάτωση με Stream Deck προστίθεται με μελλοντική ενημέρωση. Τα έξι low-profile G-keys βοηθούν σε μακροεντολές και συντομεύσεις χωρίς να αλλοιώνουν τη διάταξη. Μετρήσεις Οι μετρήσεις έγιναν με PassMark KeyboardTest. Η λειτουργία NKRO επιβεβαιώθηκε, με σωστή αναγνώριση ταυτόχρονων πατημάτων σε όλο το πληκτρολόγιο. Δεν εμφανίστηκαν φαινόμενα ghosting σε τυπικούς gaming συνδυασμούς (π.χ. WASD μαζί με Space/Shift/Ctrl), ούτε απώλειες κατά την καταγραφή συνεχόμενων πατημάτων. Το κλασικό τεστ με τα δύο Shift πατημένα και τη φράση “THE QUICK BROWN FOX JUMPS OVER THE LAZY DOG” πέρασε χωρίς σφάλματα. Στη συνέχεια έγιναν έλεγχοι για την ύπαρξη ή όχι ghosting, δηλαδή να μην κατοχυρώνεται το πάτημα κάποιου πλήκτρου όταν χρησιμοποιείται συνδυασμός πλήκτρων. Δοκιμάστηκαν με επιτυχία οι δύο πιο κρίσιμοι συνδυασμοί πλήκτρων που σχετίζονται με το gaming, η ταυτόχρονη ενεργοποίηση των πλήκτρων ASX και WED. Παρακάτω μπορείτε να δείτε και άλλους από αυτούς τους συνδυασμούς. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να πλοηγηθείτε και να ενημερωθείτε εδώ: Microsoft Applied Sciences Group | Keyboard Ghosting Explained! Στο gaming, το Vanguard 96 κρατάει σταθερή γραμμή: καμία ανεξήγητη καθυστέρηση στην εισαγωγή, καθαρή αναγνώριση κρατημένων πλήκτρων και γρήγορη ανάδραση σε ταχύ ρυθμό. Το 8K polling δίνει μετρήσιμη βελτίωση σε στοχευμένες μετρήσεις και ελάχιστα αντιληπτή διαφορά στην πράξη, κυρίως σε σενάρια esports. Το Game Mode κλειδώνει τα «επικίνδυνα» πλήκτρα συστήματος, τα G-keys σηκώνουν macros για in-game ενέργειες, ενώ το rotary dial βολεύει για on-the-fly ρυθμίσεις ήχου/φωτισμού με άμεση ένδειξη στην οθόνη. Συνολικά, η αίσθηση πληκτρολόγησης και η συνολική εμπειρία χρήσης του πληκτρολογίου, άφησε θετικό πρόσημο. Οι δοκιμές έγιναν πάνω στο παιχνίδι World of Tanks, όπου ο εκεί δοκιμάστηκε και η στατική του ικανότητα, μιας και έφαγε ουκ ολίγες όταν το RNG στο WoT δεν μας έκανε τη χάρη. Εν Κατακλείδι Το Corsair Vanguard 96 στέκεται ως ώριμη, premium πρόταση στο φορμά 96%: στιβαρή κατασκευή, ήσυχοι σταθεροποιητές, MLX διακόπτες και μετρήσιμη απόκριση χάρη στο AXON 8K μέσω USB. Η LCD 1,9" και το rotary dial κάνουν τις μικρορυθμίσεις άμεσες, τα 6 G-keys και το Web Hub καλύπτουν παραγωγικότητα, ενώ το Virtual Stream Deck σου δίνει workflow σήμερα με υπόσχεση για βαθύτερη ενσωμάτωση σε update. Αν θες Hall Effect/Rapid Trigger, κοιτάς το PRO. Διαφορετικά, το «σκέτο» Vanguard 96 προσφέρει το 90% της εμπειρίας με εξαιρετική συνοχή στο γράψιμο και στα games. Το τίμημα είναι premium και η διάταξη 96% θέλει μία μέρα προσαρμογή, αλλά το τελικό πακέτο είναι δεμένο. Συνοψίζοντας λοιπόν, αναφορικά με το Corsair Vanguard 96 έχουμε τα εξής: Ο καλός Σασί αλουμινίου, καλή ηχοαπορρόφηση, στιβαρότητα που φαίνεται στο typing. MLX επιλογές διακοπτών και hot-swap 3/5-pin για εύκολα πειράματα. AXON 8.000 Hz (USB): χαμηλό latency, NKRO/anti-ghosting που επιβεβαιώνεται σε δοκιμές. LCD 1,9" + rotary dial με άμεση ένδειξη αλλαγών και πρακτικές λειτουργίες on-the-fly. Web Hub χωρίς εγκατάσταση. Έξυπνα κανάλια δρομολόγησης καλωδίου στο πίσω μέρος για καθαρό setup. Ο Κακός Η διάταξη 96% συμπιέζει το navigation cluster. Έτσι αν γράφεις «τυφλά» η χρήση των Home/End/Page up/down, θέλει προσοχή. Η οθόνη θα μπορούσε να τοποθετηθεί καλύτερα ώστε να έχουμε πλήρη ορατότητα ανά πάσα στιγμή. Ο Αδιάφορος Οι πιο προχωρημένες λειτουργίες Stream Deck/rotary δεν είναι όλες live την πρώτη μέρα αλλά θα έρθουν με μελλοντικό update. Τιμή: στα ~179,99 € κινείται στην ακριβή πλευρά για πειραματισμούς. Αν πιστεύετε ότι το 96% είναι για εσάς, go for it. Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, η βαθμολογία του Corsair Vanguard 96 είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε πολύ την Corsair για την παροχή του δείγματος παρουσίασης
    6 points
  5. H Elgato έχει μπει δυναμικά στην αγορά των 4Κ webcam εδώ και αρκετό καιρό με την πρώτη 4K/60fps κάμερα του εμπορίου, την Facecam Pro. Τώρα λοιπόν έρχεται να εμπλουτίσει την γκάμα της με το νέο της μοντέλο, το επονομαζόμενο Facecam 4K. Πρόκειται για μία εναλλακτική, της αρκετά πιο ακριβής Facecam Pro, αλλά με χαρακτηριστικά που δίνουν στην εταιρία καταρχάς να παρέχει μια πιο φιλική προς το πορτοφόλι των χρηστών κάμερα, που όμως δεν έχει να ζηλέψει πολλά πράγματα απο το μεγαλύτερο μοντέλο, και από την άλλη, προσθέτει χαρακτηριστικά που δεν είχε καν το premium υπάρχον μοντέλο της εταιρίας. Περιεχόμενα συσκευασίας: Facecam 4K Βάση στήριξης οθόνης USB-C to USB-C 3.0 braided καλώδιο (αποσπώμενο, 2m) Xαρακτηριστικά: Αισθητήρας: SONY STARVIS 2 CMOS 1/1.8" Φακός: Elgato Prime Lens Διάφραγμα: f/4.0 σταθερό Τύπος εστίασης: Μόνιμος Εστιακή απόσταση: 21 mm (αντιστοιχία σε full-frame) Εστιακό εύρος: 30 – 120 cm σε 4K ανάλυση, 25 cm - άπειρο σε 1080p ανάλυση Οπτικό πεδίο: 90° Κωδικοποιήση εικόνας: YUY2, NV12, MJPG Αναλύσεις όταν χρησιμοποιείται USB 3.0 θύρα: 2160p60 (MJPG), 2160p30 (NV12 raw/MJPG), 1440p60 (NV12 raw/MJPG), 1440p30, 1080p60, 1080p30, 720p60, 720p30, 540p60, 540p30 Αναλύσεις όταν χρησιμοποιείται USB 2.0 θύρα: 1080p60, 1080p30, 720p60, 720p30, 540p60, 540p30 Υποστηριζόμενες αναλύσεις HDR: 2160p30, 1440p30, 1080p30, 720p30, 540p30 Διαστάσεις: Π 104 x Υ 54 x Β 52 mm χωρίς Βάρος: 112 g μόνο η κάμερα Σπείρωμα για στήριξη: 1/4 της ίντσας Υποστηριζόμενα φίλτρα: με διάμετρο 49 mm Σύνδεση: USB Type-C Πρωτόκολο USB video class: UVC standard v1.5 Αυτά είναι τα "ψιλά γράμματα" βέβαια για τον υποψήφιο αγοραστή. Το θέμα είναι πως αποδίδει το προϊόν στην πράξη. Πάμε να τα δούμε λοιπόν όλα πιο αναλυτικά στο παρακάτω βίντεο: - Η πρώτη webcam με 4Κ/30 NV12 raw (όπως και 2Κ/60) - Χειροκίνητες ρυθμίσεις εικόνας που θυμίζουν mirrorless / DSLR κάμερες - Είναι fixed focus κάμερα, άρα δεν ψάχνει για σημείο εστίασης και έχει μπορει να εχει εστιασμένα διάφορα σημεία του κάδρου (σε κάποιες περιπτώσεις αυτό μπορεί να θεωρηθεί και ως μειονέκτημα) - Καλή εικόνα για webcam - Απόσταση εστίασης καλή για σενάριο γραφείου σε 4Κ ή χωρίς καθόλου περιορισμούς σε 1080p - Υποστήριξη 4Κ/60 έστω και σε MJPEG - Υποστήριξη HDR δυναμικού εύρους για σκηνές με μεγάλες εναλλαγές φωτισμού - Υποστήριξη lens filters στο 49mm σπείρωμα του φακού δίνει δυνατότητα παραμετροποίηση εικόνας σε επίπεδο hardware - Υποστήριξη LUTs μέσω του Elgato Camera Hub - Όπως και οι άλλες νέες webcam στην γκάμα της Elgato υποστηρίζει αποθήκευση ρυθμίσεων στην κάμερα. - Noise reduction μέσω του επεξεργαστή της webcam και σε preset αλλά και χειροκίνητα απο το χρήστη - Σχετικά σκοτεινός αισθητήρας (εξαιτίας του F4.0), άρα χρειάζεται αρκετό φως για να αποδόσει καλά χωρίς θόρυβο - Δεν διαθέτει auto focus (σε κάποιες περιπτώσεις αυτό μπορεί να θεωρηθεί και πλεονεκτήμα) - Ακόμα μετά από τόση εξέλιξη, υπάρχει διαφορά εικόνας από κάποια λύση mirrorless / DSLR - Το HDR δυστυχώς παράγει υποδεέστερη ποιότητα εικόνας από το SDR - Τα διάφορα φίλτρα και εφέ που παρέχει το Camera Hub, απαιτούν Nvidia GPU αλλά και μείωση ανάλυσης σε 1080p - Ποιότητα κατασκευής άνω του μετρίου αλλά σίγουρα υπολείπεται από την Facecam Pro - Ενώ το κόστος της είναι απολύτως λογικό, θέτει την webcam εκτός budget για πολλούς χρήστες - Δεν διαθετει μικροφωνο, οπως όλες οι κάμερες της Elgato Εν κατακλείδι: Όπως πιθανόν να καταλάβατε απο τα συγκριτικά, ναι μεν η webcam της δοκιμής δίνει χειρότερο αποτέλεσμα απο ένα ακριβό και ίσως περίπλοκο setup, όπως αυτό που χρησιμοποιώ καθημερινά, αλλά η κρίσιμη ερώτηση είναι: η διαφορά που είδατε είναι αντίστοιχη 5πλάσιας και ίσως και 8πλάσιας διαφοράς τιμής; Γιατί αν αθροίσουμε τα ποσά όλων των προϊόντων που χρειάζονται για να βγεί αυτό το αποτέλεσμα μιλάμε για συνολικό κόστος πάνω από 1500 ευρώ. Κατα την γνώμη μου η διαφορά στην απόδοση εικόνας δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογήσει το να δώσει κάποιος το έξτρα ποσό, και ειδικά αν μιλάμε για κάποιον που δεν έχει ιδιαίτερα υψηλά στάνταρ, όπως το μεγαλύτερο ποσοστό χρηστών καμερών που είναι σε αναζήτηση λύσης για το περιεχόμενό τους. Επίσης να βάλουμε στην εξίσωση ότι μιλάμε για webcam και όχι για κάποια ημιεπαγγελματική κάμερα με εναλλάξιμους φακούς και πολυ καλύτερα χαρακτηριστικά. Άρα η σύγκριση δεν είναι ιδιαίτερα δίκαιη. Τώρα όσον αφορά την budget camera την Facecam Neo, αναλογικά δεν τα πήγε και άσχημα αν αναλογιστούμε το ποσό αγοράς, αλλα δεν παύει να είναι ένα υποδεέστερο προϊόν σε σχέση με την νέα 4Κ κάμερα της Elgato σε αρκετά σημεία. Ως εκ τούτου η συνολική βαθμολογία της Facecam 4K είναι:  TheLAB.GR
    3 points
  6. Οι έξυπνες κλειδαριές έχουν ωριμάσει αρκετά ώστε να πάψουν να είναι απλώς γκάτζετ και να γίνουν εργαλείο καθημερινότητας. Το WELOCK Smart Lock Cylinder ToucAEBL51 ανήκει σε αυτή την κατηγορία: αντικαθιστά τον υπάρχοντα κυλινδρικό μηχανισμό χωρίς τρύπημα, χωρίς ειδικά εργαλεία και χωρίς να αλλάξει η αισθητική της πόρτας. Προσφέρει πολλούς τρόπους ανοίγματος, δηλαδή δακτυλικό αποτύπωμα, PIN, RFID κάρτες ή μέσω εφαρμογής με Bluetooth όταν βρίσκεστε κοντά, ενώ με το προαιρετικό WiFiBox3 ενεργοποιείται και ο απομακρυσμένος έλεγχος. Σε αντίθεση με λύσεις τύπου “over-the-knob”, ο κυλινδρικός σχεδιασμός του ToucAEBL51 διατηρεί την πόρτα «ως έχει», μειώνει τα σημεία αστοχίας και εστιάζει στη χρηστικότητα. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο αν «μπαίνει εύκολα», αλλά αν ξεκλειδώνει γρήγορα και αξιόπιστα στις πραγματικές συνθήκες: ιδρωμένα δάχτυλα μετά το τρέξιμο, βροχή στο πλατύσκαλο, σκοτεινά κλιμακοστάσια ή πρωινή τρεχάλα με παιδιά και τσάντες στο ένα χέρι. Επιπλέον, καλύπτει ανάγκες φιλοξενίας, όπως προσωρινούς κωδικούς για συνεργεία, καθαρισμό ή Airbnb, χωρίς να θυσιάζεται η ασφάλεια και η ιδιωτικότητα. Στο παρόν review, το ToucAEBL51 αξιολογείται ως κρίσιμη υποδομή πρόσβασης: εγκατάσταση, χρόνοι αναγνώρισης δακτυλικού και PIN, αξιοπιστία RFID και εφαρμογής, αυτονομία και εφεδρική τροφοδοσία, ασφάλεια και κόστος συγκρίνονται με εναλλακτικές λύσεις. Στόχος είναι να διαπιστωθεί αν η κλειδαριά αποτελεί ουσιαστική αναβάθμιση στην καθημερινότητα και την ασφάλεια ή αν οι συμβιβασμοί υπερβαίνουν τα οφέλη. Χαρακτηριστικά WELOCK ToucAEBL51 Πρόκειται για μια κλειδαριά ευρωπαϊκού τύπου που συνδυάζει πολλαπλούς τρόπους πρόσβασης (δακτυλικό αποτύπωμα, PIN, RFID, εφαρμογή) με τοπική λειτουργία χωρίς Internet και, προαιρετικά, απομακρυσμένο έλεγχο μέσω WiFiBox3. Η φιλοσοφία της WeLock είναι να επιτρέπει άνοιγμα και διαχείριση από απόσταση χωρίς να θυσιάζεται η απλότητα της καθημερινής, τοπικής χρήσης. Χαρακτηριστικό Περιγραφή Τύπος Έξυπνος αφαλός κλειδώματος (EU profile) με πληκτρολόγιο Τρόποι πρόσβασης Δακτυλικό αποτύπωμα, PIN (πληκτρολόγιο), RFID κάρτες, μέσω εφαρμογής (Bluetooth, κοντινή απόσταση) Απομακρυσμένος έλεγχος Με προαιρετικό Wi‑Fi bridge (Internet, αποστολή κωδικών, φωνητικός έλεγχος) με το WiFiBox3 Χρόνος αναγνώρισης δακτυλικού <0,3 δευτ. (σύμφωνα με τις προδιαγραφές) Αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος Με αλγορίθμους μηχανικής μάθησης για βελτίωση ακρίβειας με τη χρήση PIN (anti‑peep) Αντι-παρακολούθηση PIN: δυνατότητα εισαγωγής τυχαίων ψηφίων πριν/μετά τον κωδικό Προσωρινοί κωδικοί Προσωρινοί/χρονικά περιορισμένοι κωδικοί (δημιουργία μέσω εφαρμογής) Φωνητικός έλεγχος Υποστήριξη μέσω Alexa όταν χρησιμοποιείται το Wi‑Fi bridge Ασφάλεια δεδομένων/επικοινωνίας Κρυπτογράφηση (π.χ. AES), ειδοποιήσεις παραβίασης (tamper) Τοπική λειτουργία χωρίς Internet Ναι: δακτυλικό, PIN, RFID, Bluetooth (σε κοντινή απόσταση) Συμβατότητα με πόρτες Ευρωπαϊκός αφαλός· συνιστάται επιβεβαίωση με οδηγό μέτρησης διαστάσεων Εγκατάσταση Χωρίς τρύπημα (retrofit στην υπάρχουσα εγκατάσταση), περίπου 10 λεπτά Εκτιμώμενη αυτονομία Έως 10 μήνες (3× AAA μπαταρίες), με ειδοποίηση χαμηλής στάθμης Εφεδρική τροφοδοσία Δυνατότητα προσωρινής τροφοδότησης μέσω θύρας Type-C με power bank Ενδεικτικές χρήσεις Κατοικίες, οικογένειες, επισκέπτες/συνεργεία, Airbnb/φιλοξενία Τη κλειδαριά μπορείτε να την βρείτε στο δικτυακό τόπο της WeLock στα 169 ευρώ. Αν χρησιμοποιείσετε τον κωδικό VD50, θα έχετε έκπτωση 50 ευρώ στη τιμή της κλειδαριάς, οπότε και θα μπορέσετε να την αποκτήσετε στη τιμή των 119,00 ευρώ. Εγκατάσταση & συμβατότητα με ελληνικές πόρτες Η εγκατάσταση του WELOCK ToucAEBL51 είναι σαφώς πιο απλή από ό,τι ίσως περιμένει κανείς. Επειδή πρόκειται για αφαλό ευρωπαϊκού τύπου (EU profile), αντικαθιστά απευθείας τον υπάρχοντα χωρίς τρύπημα, χωρίς καλωδίωση και χωρίς την ανάγκη επαγγελματία κλειδαρά. Η διαδικασία ολοκληρώνεται σε λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας, με μοναδικό εργαλείο ένα κοινό κατσαβίδι. Στην πράξη, το μόνο που απαιτείται είναι να αφαιρεθεί η βίδα συγκράτησης στη μεριά της πόρτας, να βγει ο παλιός αφαλός και να τοποθετηθεί ο καινούργιος. Ο μηχανισμός της WELOCK είναι ρυθμιζόμενος, ώστε να ταιριάζει σε πάχη πόρτας που συναντώνται συχνά στην ελληνική αγορά (55–95 mm), ενώ η εταιρεία προσφέρει οδηγό μέτρησης για να αποφευχθούν αστοχίες στις διαστάσεις. Η διαδικασία είναι απλή και μπορεί να ολοκληρωθεί σε περίπου 10 λεπτά: Ξεβιδώνετε τη βίδα συγκράτησης του αφαλού (στην πλαϊνή πλευρά της πόρτας). Αφαιρείτε τον παλιό αφαλό. Τοποθετείτε τον αφαλό της WELOCK, προσαρμόζοντας το μήκος του στις διαστάσεις της πόρτας. Σφίγγετε τη βίδα συγκράτησης και ελέγχετε την ομαλή περιστροφή. Στην πράξη, η μοναδική προϋπόθεση είναι να επιβεβαιωθούν σωστά οι διαστάσεις πριν την παραγγελία: οι ελληνικές πόρτες ασφαλείας συνήθως χρησιμοποιούν ευρωπαϊκού τύπου αφαλούς, αλλά υπάρχουν αποκλίσεις στο μήκος (π.χ. 30/30, 35/45 κ.λπ.). Η WELOCK παρέχει οδηγό μέτρησης ώστε να επιλεγεί το σωστό μέγεθος. Από πλευράς αισθητικής, η κλειδαριά δεν προεξέχει υπερβολικά ούτε απαιτεί πρόσθετους μηχανισμούς «πάνω στο πόμολο». Αυτό είναι σημαντικό ειδικά για διαμερίσματα πολυκατοικίας, όπου η εξωτερική όψη της πόρτας παίζει ρόλο τόσο στην ασφάλεια όσο και στην εμφάνιση. Σε μια τυπική πόρτα ασφαλείας διαμερίσματος με αφακλό 35/45, το ToucAEBL51 τοποθετήθηκε χωρίς καμία πατέντα. Το εξωτερικό πληκτρολόγιο δεν προεξέχει υπερβολικά ούτε εμποδίζει την πόρτα να κλείσει, ενώ αισθητικά δεν αλλοιώνει τη συνολική εικόνα της εισόδου. Αυτό είναι κρίσιμο για διαμερίσματα σε κοινόχρηστους χώρους, όπου η εξωτερική όψη της πόρτας δεν πρέπει να «φωνάζει» ότι έχει προστεθεί ηλεκτρονικός μηχανισμός. Ένα ακόμη πλεονέκτημα είναι ότι η κλειδαριά μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα και να μεταφερθεί σε άλλη πόρτα με το ίδιο προφίλ, κάτι που την καθιστά επένδυση μακράς διάρκειας ακόμη και σε περίπτωση μετακόμισης. Ασφάλεια & Πιστοποιήσεις Το WELOCK ToucAEBL51 είναι μια έξυπνη κλειδαριά ευρωπαϊκού προφίλ σχεδιασμένη να ταιριάζει στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόρτες πάχους 30–70 mm, με απλή εγκατάσταση χωρίς επαγγελματία κλειδαρά ή τρύπημα. Χρησιμοποιεί κρυπτογράφηση AES για ασφαλή επικοινωνία μεταξύ της κλειδαριάς και της εφαρμογής, ενώ διαθέτει σύστημα ειδοποιήσεων tamper alarm, που ενημερώνει άμεσα τον χρήστη για πιθανή παραβίαση ή προσπάθεια μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Το σύστημα περιλαμβάνει προστασία anti-peep PIN η οποία επιτρέπει ασφαλή εισαγωγή του κωδικού με την προσθήκη τυχαίων ψηφίων, μειώνοντας την πιθανότητα παρακολούθησης ή αποκάλυψης του πραγματικού κωδικού εισόδου. Αυτό προσφέρει ένα πρόσθετο επίπεδο ασφαλείας για το απόρρητο της πρόσβασης, χωρίς να εκθέτει το χρήστη σε επιπλέον κινδύνους παραβίασης. Η τροφοδοσία γίνεται με τρεις μπαταρίες AAA, οι οποίες παρέχουν αυτονομία έως 10 μήνες. Σε περίπτωση εξάντλησης της ενέργειας, υπάρχει δυνατότητα προσωρινής τροφοδοσίας μέσω θύρας Type-C, η οποία επιτρέπει την άμεση σύνδεση powerbank και αποφεύγεται ο αποκλεισμός του χρήστη. Ο εξωτερικός αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος και το πληκτρολόγιο είναι αδιάβροχα και λειτουργούν αξιόπιστα ακόμη και υπό βροχή ή υγρασία, διασφαλίζοντας ανθεκτικότητα σε απαιτητικά περιβάλλοντα. Αν και το προϊόν καλύπτει τα βασικά πρότυπα ασφαλείας και αξιοπιστίας, δεν παρέχονται επίσημες πληροφορίες για ευρωπαϊκές πιστοποιήσεις όπως EN 1303, CE ή IP rating, κάτι που θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζει ο καταναλωτής και που θα μπορούσε να βελτιωθεί σε μελλοντικές εκδόσεις. Το προαιρετικό σύστημα WiFiBox3 επιτρέπει απομακρυσμένο έλεγχο της κλειδαριάς με κρυπτογραφημένες συνδέσεις και ενσωμάτωση φωνητικών βοηθών (Alexa) με επιπλέον επίπεδο προστασίας μέσω κωδικού ασφαλείας. Υποστήριξη και Ενημερώσεις (Firmware & Software) Η εταιρεία Welock δείχνει να διατηρεί μια ζωντανή δραστηριότητα όσον αφορά την ανάπτυξη και υποστήριξη των προϊόντων της. Ο χρήστης καλείται κατά την πρώτη σύνδεση να πραγματοποιήσει ενημέρωση του firmware μέσω της επίσημης εφαρμογής, όπου η εταιρεία παρέχει τακτικές ενημερώσεις που βελτιώνουν τη λειτουργία και ενισχύουν τις δυνατότητες ασφαλείας της κλειδαριάς. Οι ενημερώσεις υλοποιούνται συχνά μέσω OTA (over-the-air), επιτρέποντας άμεση και απρόσκοπτη εφαρμογή νέων χαρακτηριστικών και διορθώσεων χωρίς πολύπλοκες διαδικασίες. Παρά το ότι η ακριβής συχνότητα ενημερώσεων δεν δημοσιεύεται επίσημα, το γεγονός ότι η εφαρμογή ζητά τακτικά αποδοχή αναβαθμίσεων και η ύπαρξη νέων λειτουργιών στην πλατφόρμα υποδηλώνουν ενεργή υποστήριξη και συνεχή εξέλιξη από την εταιρεία. Η τεχνική υποστήριξη είναι διαθέσιμη μέσω email και WhatsApp, με αρκετά σύντομο χρόνο απόκρισης (συνήθως εντός 24 ωρών), γεγονός που προσφέρει στον χρήστη σιγουριά και άνεση στην επίλυση τυχόν προβλημάτων. Χρόνοι αναγνώρισης & καθημερινή χρήση Η θεωρία λέει ότι το WELOCK ToucAEBL51 αναγνωρίζει δακτυλικά αποτυπώματα σε λιγότερο από 0,3 δευτερόλεπτα. Στην πράξη, η εμπειρία χρήσης είναι το στοιχείο που καθορίζει την αξία του. Κατά τη δοκιμή σε καθημερινές συνθήκες, το σύστημα ανταποκρίθηκε γρήγορα και χωρίς καθυστερήσεις που να αλλοιώνουν την αίσθηση «ξεκλειδώνω και μπαίνω». Ο αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος αξιοποιεί αλγορίθμους μηχανικής μάθησης, πράγμα που σημαίνει ότι η ακρίβεια βελτιώνεται όσο περισσότερο χρησιμοποιείται. Υπό κανονικές συνθήκες, η αναγνώριση ήταν σχεδόν άμεση· σε πιο απαιτητικά σενάρια, όπως ιδρωμένα δάχτυλα μετά από άσκηση ή βρεγμένες επιφάνειες, υπήρξαν ορισμένες αποτυχίες, αλλά πάντα εντός λογικού πλαισίου (συνήθως η δεύτερη προσπάθεια ήταν επιτυχής). Σε χαμηλό φωτισμό, το πληκτρολόγιο παραμένει ορατό και λειτουργικό, εξασφαλίζοντας αξιοπιστία ακόμη και σε σκοτεινά κλιμακοστάσια. Η εισαγωγή PIN υποστηρίζει την τεχνολογία anti-peep, που επιτρέπει στον χρήστη να προσθέτει τυχαία ψηφία πριν ή μετά τον πραγματικό κωδικό, αποτρέποντας την παρακολούθηση των αριθμών από τρίτους. Αυτή η λειτουργία δεν επηρεάζει τον χρόνο ξεκλειδώματος και διατηρεί την ευχρηστία. Η απόκριση είναι γρήγορη, με τον χρήστη να μπορεί να εισαγάγει τα ψηφία του PIN μέσα σε περίπου 2-3 δευτερόλεπτα, ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες όπως όταν έχει υγρά ή ιδρωμένα δάχτυλα και όταν υπάρχει χαμηλός φωτισμός. Όσον αφορά τις RFID κάρτες, η αναγνώριση είναι άμεση (κάτω από 0,5 δευτερόλεπτα) και εντάσσεται εύκολα στη ρουτίνα, ειδικά για μέλη οικογένειας που δεν θέλουν να χρησιμοποιούν PIN ή δακτυλικό. Η εφαρμογή μέσω Bluetooth προσφέρει επιπλέον έλεγχο, αλλά πρακτικά χρησιμοποιείται πιο σπάνια· είναι χρήσιμη όταν χρειάζεται να δοθεί προσωρινός κωδικός ή να ελεγχθεί η πρόσβαση από κοντινή απόσταση, όχι όμως σαν κύριο μέσο ξεκλειδώματος. Χρόνοι αναγνώρισης στην πράξη Μέθοδος πρόσβασης Θεωρητικός χρόνος (κατασκευαστής) Μετρημένος χρόνος (καθημερινή χρήση) Παρατηρήσεις Δακτυλικό αποτύπωμα < 0,3 δευτ. 0,4–0,6 δευτ. Πολύ γρήγορο σε καθαρές συνθήκες. Μικρές καθυστερήσεις με υγρασία/ιδρώτα. PIN (6 ψηφία) ~ 2–3 δευτ. 2,5–3,5 δευτ. Το anti-peep λειτουργεί χωρίς να αυξάνει σημαντικά τον χρόνο. RFID κάρτα < 0,5 δευτ. 0,5–0,7 δευτ. Σταθερή και αξιόπιστη αναγνώριση, ακόμη και μέσα από πορτοφόλι/θήκη. Εφαρμογή (Bluetooth) Εξαρτάται από τη σύνδεση 3–6 δευτ. Χρήσιμη για προσωρινούς κωδικούς/κοντινό έλεγχο, όχι για κύρια χρήση. Απομακρυσμένος έλεγχος (WiFiBox3) — 5–10 δευτ. Εξαρτάται από την ταχύτητα Internet· επαρκές για διαχείριση επισκεπτών. Διαχείριση χρηστών και προσωρινή πρόσβαση Η κλειδαριά Welock επιτρέπει την προσθήκη έως 100 δακτυλικών αποτυπωμάτων και συνολικά έως 200 χρήστες, ενώ υποστηρίζει απεριόριστους κωδικούς PIN και μέχρι 20 RFID κάρτες — στις 3 συνοδεύουν το πακέτο. Αυτό την καθιστά ιδανική για οικογένειες ή διαχειριστές καταλυμάτων, όπου απαιτείται διαχωρισμός προσβάσεων. Μέσω της εφαρμογής, ο διαχειριστής έχει πλήρη έλεγχο: μπορεί να προσθέτει και να αφαιρεί χρήστες, να παρακολουθεί ποιος χρησιμοποίησε ποιο μέσο πρόσβασης, και να εκδίδει προσωρινά δικαιώματα με χρονικό περιορισμό, κατάλληλα για επισκέπτες ή υπηρεσίες τύπου Airbnb. Με αυτόν τον τρόπο, η ασφάλεια συνδυάζεται με ευελιξία και ευκολία στη διαχείριση πρόσβασης. Ενεργειακή συμπεριφορά & εφεδρική τροφοδοσία Η τροφοδοσία του WELOCK ToucAEBL51 γίνεται με τρεις μπαταρίες AAA, τοποθετημένες στο εσωτερικό μέρος του αφαλού. Η αυτονομία φτάνει έως και τους 8–10 μήνες σε κανονική χρήση, καθώς ο μηχανισμός ενεργοποιείται μόνο κατά τη διαδικασία αναγνώρισης και ξεκλειδώματος. Όταν η στάθμη πέσει, η κλειδαριά ειδοποιεί τόσο μέσω της οθόνης όσο και μέσω της εφαρμογής, δίνοντας στον χρήστη τον απαραίτητο χρόνο για αντικατάσταση. Σε περίπτωση που οι μπαταρίες αδειάσουν πλήρως, υπάρχει πρόβλεψη: στο κάτω μέρος του αφαλού βρίσκεται θύρα Type-C, μέσω της οποίας μπορεί να συνδεθεί προσωρινά power bank. Με αυτόν τον τρόπο, ο χρήστης μπορεί να τροφοδοτήσει άμεσα τον μηχανισμό και να ξεκλειδώσει την πόρτα, χωρίς να χρειαστεί διάρρηξη ή κλήση κλειδαρά. Η διαδικασία είναι απλή, ολοκληρώνεται σε δευτερόλεπτα και εξαλείφει τον βασικό φόβο κάθε ηλεκτρονικής κλειδαριάς, δηλαδή να μείνει ο ιδιοκτήτης αποκλεισμένος εκτός σπιτιού. Απομακρυσμένος έλεγχος & ασφάλεια Η βασική λειτουργία του ToucAEBL51 είναι πλήρως τοπική: δακτυλικό, PIN, RFID και Bluetooth δουλεύουν χωρίς σύνδεση στο Internet. Για όσους όμως χρειάζονται έλεγχο από απόσταση, η WELOCK διαθέτει το WiFiBox3. Πρόκειται για μικρό bridge που συνδέεται στο router και επικοινωνεί με την κλειδαριά, επιτρέποντας απομακρυσμένο άνοιγμα και αποστολή προσωρινών κωδικών από οπουδήποτε υπάρχει σήμα. Στην πράξη, ο απομακρυσμένος έλεγχος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος σε σενάρια φιλοξενίας ή συνεργείων: ο ιδιοκτήτης μπορεί να δημιουργήσει χρονικά περιορισμένο κωδικό για μια συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, χωρίς να χρειάζεται φυσική παρουσία. Με τον τρόπο αυτό, το Airbnb ή το service κατοικίας αποκτούν μεγαλύτερη ευελιξία και ασφάλεια. Η ενσωμάτωση με φωνητικούς βοηθούς, όπως η Alexa, λειτουργεί απροβλημάτιστα, με την προϋπόθεση εισαγωγής κωδικού φωνής πριν από το ξεκλείδωμα. Έτσι αποφεύγεται το ενδεχόμενο κάποιος να φωνάξει έξω από την πόρτα και να την ανοίξει. Παρότι η λειτουργία αυτή είναι πρακτική, δεν είναι λίγοι οι χρήστες που προτιμούν να μην ενεργοποιούν voice control, θεωρώντας ότι προσθέτει περιττό ρίσκο σε σχέση με την απλή χρήση της εφαρμογής. Η εφαρμογή WELOCK είναι το βασικό εργαλείο για τη διαχείριση της κλειδαριάς: μέσω αυτής μπορούν να προστεθούν ή να διαγραφούν χρήστες, να δημιουργηθούν προσωρινοί κωδικοί και να ενημερωθεί το firmware. Στην πράξη, ωστόσο, δεν είναι η πιο φιλική εφαρμογή της αγοράς. Τα μενού δεν είναι ιδιαίτερα διαισθητικά και αρκετοί χρήστες χρειάστηκαν αναβάθμιση firmware για να λειτουργήσουν σωστά οι δυνατότητες περιορισμένου χρόνου πρόσβασης. Για τον μέσο χρήστη, η εφαρμογή είναι πολύτιμη ως εργαλείο ρύθμισης και διαχείρισης, αλλά όχι απαραίτητα πρακτική για καθημερινό ξεκλείδωμα, όπου πιο γρήγορα και φυσικά λειτουργούν το δακτυλικό αποτύπωμα, το PIN ή οι RFID κάρτες. Όσο για την ασφάλεια του ίδιου του μηχανισμού, ο κύλινδρος είναι στιβαρός και ανθεκτικός σε φυσικές επιθέσεις· σε δοκιμές, η προσπάθεια snapping κατέληξε σε ζημιά της πόρτας πριν "υποκύψει" ο αφαλός. Επιπλέον, το εξωτερικό πληκτρολόγιο είναι αδιάβροχο, ώστε να λειτουργεί χωρίς πρόβλημα σε βροχή ή υγρασία. Συγκριτική αξιολόγηση με ανταγωνιστικά προϊόντα Συγκρίνοντας το WELOCK ToucAEBL51 με άλλες δημοφιλείς έξυπνες κλειδαριές όπως το Nuki Smart Lock 4.0, το Yale Linus και το Danalock V3, η διαφορά εντοπίζεται κυρίως στον τρόπο εγκατάστασης και την ενσωμάτωση στην αισθητική της πόρτας. Οι Nuki και Yale βασίζονται στη φιλοσοφία ενσωμάτωσης στο εσωτερικό πόμολο του κυλίνδρου, δηλαδή τοποθετούνται εσωτερικά, προσθέτοντας έναν έξτρα μηχανισμό επάνω στον υπάρχοντα, χωρίς να απαιτείται αφαίρεση ή αντικατάσταση του κυλινδρικού μηχανισμού. Το αποτέλεσμα είναι εύκολη, αναστρέψιμη εγκατάσταση, αλλά περισσότερο εμφανής προσθήκη και εν δυνάμει σημεία αστοχίας λόγω της πολυπλοκότητας. Το Danalock κινείται πιο κοντά στη λογική της WELOCK, αφού συνδυάζει νέο αφαλόμε μηχανισμό smart lock, αλλά συχνά απαιτεί πρόσθετα αξεσουάρ για πληκτρολόγιο ή remote access. Το WELOCK ToucAEBL51 ξεχωρίζει επειδή αντικαθιστά τον αφαλό με μια διακριτική, ολοκληρωμένη λύση που ενσωματώνει πληκτρολόγιο, δακτυλικό αισθητήρα και RFID, χωρίς να αλλάζει σημαντικά την εμφάνιση της πόρτας και παραμένοντας πιστό στη “κλασική” αισθητική μιας ασφαλείας. Παράλληλα, παρέχει εφεδρική τροφοδοσία μέσω Type-C ώστε να μην μείνει ποτέ εκτός ο χρήστης—χαρακτηριστικό που λείπει από αρκετές εναλλακτικές λύσεις. Στον τομέα του smart home οικοσυστήματος, οι Nuki και Yale διαθέτουν βαθύτερη ενσωμάτωση με πλατφόρμες όπως Apple HomeKit, Google Home, και ευρύτερα API, ενώ το WELOCK περιορίζεται σε απλή διασύνδεση μέσω WiFi και Alexa. Συνολικά, το ToucAEBL51 ποντάρει σε απλότητα, ασφάλεια και ευκολία μεταφοράς από πόρτα σε πόρτα, ενώ οι Nuki/Yale προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες automations αλλά συχνά με περισσότερες προσθήκες στο εσωτερικό μέρος της πόρτας. Εν Κατακλείδι Το WELOCK ToucAEBL51 είναι ένας ευρωπαϊκού τύπου αφαλός που συνδυάζει παραδοσιακή μηχανική κατασκευή με σύγχρονες επιλογές πρόσβασης. Η εγκατάσταση είναι απλή, χωρίς ανάγκη για τρύπημα ή επαγγελματία κλειδαρά, και το αποτέλεσμα δεν αλλοιώνει την αισθητική της πόρτας. Στην καθημερινή χρήση, ο αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος είναι η πιο πρακτική μέθοδος: γρήγορος, με ακρίβεια αντίστοιχη smartphone. Οι RFID κάρτες εξυπηρετούν μέλη οικογένειας που δεν θέλουν να θυμούνται PIN, ενώ το πληκτρολόγιο παραμένει η εφεδρική λύση, με το anti-peep να αυξάνει την ασφάλεια χωρίς να επιβαρύνει τον χρόνο πρόσβασης. Η αυτονομία των μπαταριών είναι ικανοποιητική, με ειδοποίηση χαμηλής στάθμης και δυνατότητα προσωρινής τροφοδοσίας μέσω Type-C, ώστε να μην υπάρξει αποκλεισμός σε περίπτωση εξάντλησης. Το WiFiBox3 προσθέτει απομακρυσμένο έλεγχο και διαχείριση επισκεπτών, αλλά απευθύνεται κυρίως σε χρήστες με ανάγκη διαχείρισης Airbnb ή συνεργείων· για τον μέσο χρήστη, η τοπική λειτουργία αρκεί. Σε σχέση με λύσεις τύπου «over-the-knob», ο κυλινδρικός σχεδιασμός είναι πιο διακριτικός και πιο κοντά στη λογική της κλασικής κλειδαριάς, χωρίς να δημιουργεί αίσθηση «προσθήκης» πάνω στην πόρτα. Το κόστος είναι υψηλότερο από μια απλή μηχανική κλειδαριά, αλλά συνοδεύεται από σαφή κέρδη σε ευκολία και διαχείριση πρόσβασης. Συνολικά, το ToucAEBL51 αποτελεί μια ρεαλιστική αναβάθμιση για όσους θέλουν να περάσουν σε keyless εμπειρία χωρίς να θυσιάσουν την αξιοπιστία του κυλινδρικού μηχανισμού. Συνοψίζοντας λοιπόν, αναφορικά με το WELOCK ToucAEBL51 έχουμε: Ο Καλός – Η εγκατάσταση είναι πραγματικά απλή και δεν απαιτεί τεχνικές γνώσεις. Μέσα σε δέκα λεπτά η πόρτα είναι έτοιμη, χωρίς τρύπημα ή πατέντες. – Ο αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος είναι γρήγορος και αξιόπιστος, ακόμη και σε απαιτητικές συνθήκες. Για την πλειονότητα των χρηστών, θα είναι το βασικό μέσο πρόσβασης. – Οι πολλαπλοί τρόποι εισόδου (δακτυλικό, PIN, RFID, Bluetooth, WiFi) δίνουν ευελιξία και κάνουν το προϊόν προσαρμόσιμο σε διαφορετικά σενάρια: οικογένεια, Airbnb, επισκέπτες, συνεργεία. – Η αυτονομία με τρεις απλές μπαταρίες AAA και η εφεδρική τροφοδοσία μέσω Type-C εξασφαλίζουν ότι δεν θα μείνει κανείς εκτός σπιτιού. Ο Κακός – Η εφαρμογή, αν και λειτουργική, δεν είναι ιδιαίτερα φιλική. Χρειάζεται firmware update για να δουλέψουν απρόσκοπτα όλες οι δυνατότητες και οι επιλογές στα μενού δεν είναι πάντα εκεί που τις περιμένει ο χρήστης. – Ο απομακρυσμένος έλεγχος μέσω WiFiBox3 είναι χρήσιμος, αλλά ακριβός και ίσως περιττός για όσους δεν έχουν πραγματική ανάγκη διαχείρισης επισκεπτών. – Η φωνητική ενσωμάτωση (Alexa/Google) προσφέρει άνεση, αλλά εγείρει εύλογες ανησυχίες για ασφάλεια και δεν είναι για όλους. Ο Άσχημος – Ο σχεδιασμός του εξωτερικού πληκτρολογίου δεν είναι ο πιο κομψός. Σε μοντέρνες πόρτες μπορεί να δείχνει «ξένο σώμα» και σε κάποιες περιπτώσεις να μην περνά το λεγόμενο «wife test». – Η τιμή τοποθετεί το προϊόν πάνω από μια ποιοτική μηχανική κλειδαριά, κάτι που μπορεί να αποθαρρύνει όσους βλέπουν το θέμα αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια. Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, η βαθμολογία του WELOCK ToucAEBL51 είναι:  TheLAB.GR
    2 points
  7. Η νέα ναυαρχίδα της Samsung στην κατηγορία PCIe 5.0 NVMe, το 9100 PRO, έρχεται με προδιαγραφές που στοχεύουν ξεκάθαρα στην κορυφή: reads έως 14,800 MB/s και writes έως 13,400 MB/s, με τυπικές τυχαίες επιδόσεις που φτάνουν τα 2,200K/2,600K IOPS ανάλογα με τη χωρητικότητα, σύμφωνα με τα επίσημα τεχνικά χαρακτηριστικά που παραθέτει η Samsung στην σελίδα προϊόντος. Η υπόσχεση δεν είναι μόνο οι εντυπωσιακές «κορυφές» στα συνθετικά, αλλά και μια πιο ώριμη συνολική συμπεριφορά σε πραγματικά σενάρια χρήσης, κάτι που επιβεβαιώνουν τα πρώτα μεγάλα reviews: στο PCMark 10, για παράδειγμα, το 9100 PRO καταγράφει κορυφαίες επιδόσεις για σενάρια desktop/παραγωγικότητας, υποδηλώνοντας ότι πέρα από τα νούμερα των sequential, η καθημερινή ανταπόκριση είναι από τα δυνατά του σημεία. Παράλληλα, τα ανεξάρτητα tests σκιαγραφούν μια ισορροπία ανάμεσα σε ταχύτητα και θερμική/ενεργειακή συμπεριφορά: πολλοί δικτυακοί τόποι μιλάνε για για «επιστροφή του στέμματος» στη Samsung, με πολύ δυνατές επιδόσεις γενικά, ενώ παρατηρήσεις σε δοκιμές δείχνουν ότι το 9100 PRO διατηρεί χαμηλότερες θερμοκρασίες από ορισμένα Phison-based Gen5 drives, σύμφωνα με ανεξάρτητες μετρήσεις (tomshardware, servethehome,storagereview) σε αντίστοιχα σενάρια φόρτου, στοιχείο κρίσιμο για σταθερότητα χωρίς τη χρήση heatsink. Δεν είναι όμως αλάνθαστο: σε παρατεταμένα συνεχείς εγγραφές, άλλοι διεκδικητές μπορούν να κρατήσουν υψηλότερο σταθερό ρυθμό, καθώς η στρατηγική της Samsung δίνει έμφαση στη σταθερότητα της TurboWrite 2.0 με υβριδική SLC cache έναντι απόλυτων ρεκόρ μετά την εξάντληση της cache. Με αυτά ως σημείο εκκίνησης, το review του TheLab.gr θα «σπάσει» σε δύο διακριτά μέρη για να αποτυπώσει με ακρίβεια το εύρος δυνατοτήτων του drive: πρώτα, μετρήσεις σε πλατφόρμα PCIe 4.0 ώστε να τεκμηριωθεί η συμβατότητα προς τα πίσω του 9100 PRO σε σημερινά, ευρέως διαδεδομένα συστήματα· και στη συνέχεια, πλήρης δοκιμή σε PCIe 5.0 για να αξιολογηθεί εάν τα διαφημιζόμενα 14.8/13.4 GB/s μεταφράζονται σε ουσιαστικό πλεονέκτημα και σε trace‑based φορτία πέρα από τα συνθετικά. Η διπλή αυτή μεθοδολογία είναι απαραίτητη, γιατί αρκετές μετρήσεις της αγοράς δείχνουν πως το 9100 PRO ξεχωρίζει ιδιαίτερα σε εφαρμοστικές δοκιμές τύπου PCMark 10, αλλά το προφίλ του αλλάζει όταν φτάνουμε σε μεγάλες, συνεχόμενες εγγραφές ή κοντράρεται με τους ισχυρότερους ανταγωνιστές σε συγκεκριμένα σενάρια μεταφοράς. Τέλος, κρατάμε ως πλαίσιο αξιολόγησης ότι η Samsung τοποθετεί ευθέως το 9100 PRO ως «το γρηγορότερο Gen5» στην επίσημη σελίδα λιανικής, άρα η κριτική μας θα εστιάσει στο αν ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώνεται μετρήσιμα στις δικές μας δοκιμές και πού ακριβώς αποδίδει υπεραξία έναντι κορυφαίων Gen4/Gen5 λύσεων της αγοράς. Με σταθμισμένα σενάρια σε PCIe 4.0 και 5.0, θα χαρτογραφήσουμε όχι μόνο τα peaks αλλά και τη συνέπεια, τη θερμική συμπεριφορά και την απόδοση σε πραγματικές ροές εργασίας, ώστε τα συμπεράσματα να είναι πρακτικά και διασταυρωμένα. Χαρακτηριστικά & Unboxing Το δείγμα της δοκιμής είναι η έκδοση 4TB, με firmware 0B2QNXH7 όπως αναγνωρίστηκε άμεσα μετά την εγκατάσταση, και λιανική συσκευασία χωρίς προεγκατεστημένο heatsink. Η παρουσίαση της Samsung τοποθετεί το 9100 PRO ως NVMe M.2 2280 SSD με διασύνδεση PCIe 5.0 x4 και πρωτόκολλο NVMe 2.0, σχεδιασμένο να αξιοποιεί πλήρως τις υψηλές ταχύτητες της Gen5 σε σύγχρονες μητρικές με M.2 PCIe 5.0 x4. Η Samsung συνοδεύει το drive από το λογισμικό Magician για ενημέρωση firmware, έλεγχο υγείας, διαγνωστικά και over‑provisioning, ενώ η εγγύηση/αντοχή (TBW) διαφοροποιείται ανά χωρητικότητα σύμφωνα με τις επίσημες προδιαγραφές της σειράς. Ας δούμε πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά του δίσκου, σύμφωνα με το datasheet της εταιρίας: Μοντέλο Samsung 9100 PRO 4TB (MZ-VAP4T0B/AM) Διεπαφή / Πρωτόκολλο PCIe 5.0 x4, NVMe 2.0 Form factor M.2 2280 Ελεγκτής (Controller) Samsung in‑house (“Presto”) Μνήμη NAND Samsung V‑NAND TLC (V8) DRAM cache 4GB LPDDR4X (έκδοση 4TB) Ανάγνωση (Sequential) Έως 14.800 MB/s Εγγραφή (Sequential) Έως 13.400 MB/s Τυχαία Ανάγνωση (IOPS) Έως 2.200K IOPS (QD32) Τυχαία Εγγραφή (IOPS) Έως 2.600K IOPS (QD32) Intelligent TurboWrite 2.0 (SLC buffer) ~442 GB (για την έκδοση 4TB) Αντοχή (TBW) 2.400 TBW (4TB) Εγγύηση 5 έτη περιορισμένη (ή έως το όριο TBW) Κρυπτογράφηση υλικού AES‑256 (Class 0), TCG/Opal 2.0, Microsoft eDrive (IEEE1667) Κατανάλωση (Ενεργή Ανάγν./Εγγραφ.) ~9.0 W / ~8.2 W (ενδεικτικά για 4TB) Device Sleep (L1.2) ~6,5 mW / ~5,7 mW (τυπικές τιμές, 4TB) Διαστάσεις (Π×Μ×Υ) 22,15 × 80,15 × 2,38 mm Λογισμικό Samsung Magician (ενημέρωση firmware, diagnostics, OP) Ψύκτρα στη συσκευασία Δεν περιλαμβάνεται (υπάρχει ξεχωριστή έκδοση με heatsink) Στο πρακτικό σκέλος του unboxing, η συσκευασία είναι μινιμαλιστική: στο εμπρός μέρος προβάλλονται ξεκάθαρα η ονομαστική χωρητικότητα των 4TB και οι μέγιστες ταχύτητες ανάγνωσης, ενώ στο εσωτερικό περιλαμβάνονται το ίδιο το SSD και έντυπο οδηγός/εγγύηση· δεν υπάρχει heatsink ή θερμικό pad, οπότε η ψύξη μπορεί να βασιστεί στο heatsink της μητρικής ή σε aftermarket λύση όπου απαιτείται. Το module ακολουθεί το τυπικό M.2 2280 form factor με μοντέρνα, καθαρή αισθητική· το PCB είναι χαμηλού προφίλ, κατάλληλο για εγκατάσταση κάτω από το shield της M.2 χωρίς να δημιουργούνται ανοχές. Η αρχική διαδικασία ήταν απροβλημάτιστη: το σύστημα αναγνώρισε αμέσως το drive με firmware 0B2QNXH7, ενώ η αρχικοποίηση/διαμέριση ολοκληρώθηκε κανονικά πριν από τα benchmarks. Μεθοδολογία Για απόλυτη διαφάνεια, το review χωρίζεται σε δύο αυτόνομα σκέλη με διαφορετικές πλατφόρμες δοκιμών. Το Μέρος Α (PCIe 4.0) εκτελέστηκε στο υπάρχον Z690/DDR4 σύστημα, ενώ το Μέρος Β (PCIe 5.0) θα πραγματοποιηθεί σε νέο testbed με αναβαθμισμένα CPU/μητρική/μνήμη, ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως το M.2 PCIe 5.0 x4. Σε κάθε μέρος χρησιμοποιούμε το ίδιο πρωτόκολλο μετρήσεων (PCMark 10 Storage Full, AS SSD, CrystalDiskMark), τις ίδιες εκδόσεις εργαλείων και σταθερή διαδικασία προθέρμανσης/εκτέλεσης. Οι συγκρίσεις και τα συμπεράσματα γίνονται κατά προτεραιότητα εντός του ίδιου testbed. Όπου παρατίθενται cross‑platform συγκρίσεις, επισημαίνεται ρητά ότι επηρεάζονται και από διαφορές CPU/μνήμης/chipset. PCIe 4.0 Testbed Κουτί Corsair 220T iCUE Airflow Smart Case Τροφοδοσία Fractal Design NEWTON R3 800W Μητρική MSI PRO Z690‑A DDR4 (BIOS 1.L0) — M.2 PCIe 4.0 x4 Επεξεργαστής Intel Core i5‑12600K (stock, Turbo ενεργοποιημένο) Μνήμη G.Skill TridentZ F4‑3200C16D‑32GTZN, 32GB (2×16GB) DDR4‑3200 CL16‑18‑18‑38, XMP on Κάρτα γραφικών NVIDIA GeForce RTX 3070 (Driver 32.0.15.7680) Δίσκος OS Samsung 980 PRO 2TB (με heatsink) — Windows 11 23H2 (10.0.26100) Δίσκος δοκιμής Samsung 9100 PRO 4TB (FW 0B2QNXH7) — NTFS, καθαρό volume Λοιπή αποθήκευση Crucial MX300 525GB (SATA), WD Red 3TB (HDD) Οι δοκιμές εκτελέστηκαν σε Windows 11 64‑bit 23H2 (build 26100) με τον προεπιλεγμένο Microsoft NVMe driver και οδηγό GPU 32.0.15.7680, ενώ το Windows Update παρέμεινε σε παύση για όλη τη διάρκεια των runs. Το σύστημα λειτούργησε με power plan “Εξισορρόπηση (modified)”, ελάχιστο/μέγιστο CPU 5%/100% και απενεργοποιημένο το PCIe Link State Power Management· παράλληλα, Xbox Game Bar, OneDrive και Windows Search indexing ήταν απενεργοποιημένα στο test account. Για τη θερμική συμπεριφορά χρησιμοποιήθηκε το drive χωρίς κάποιο επιπλέον "ψυκτικό βοήθημα" και χωρίς επιπλέον ανεμιστήρα να φυσά απευθείας τον SSD, βασιζόμενοι στο airflow του Corsair 220T. Πριν από κάθε σουίτα δημιουργούνταν νέο, άδειο NTFS volume με 4K allocation και ακολουθούσε 10λεπτο idle warm‑up για σταθεροποίηση θερμοκρασιών και υπηρεσιών. Η ρουτίνα εκτέλεσης περιλάμβανε ένα ελαφρύ preconditioning με σύντομο SEQ pass, στη συνέχεια 5–8 λεπτά idle και κατόπιν τα επίσημα runs· ανάμεσα στις σουίτες CrystalDiskMark, AS SSD, PCMark 10 Storage Full kai SPECworkstation 4, τηρούνταν επίσης 5–8 λεπτά idle για αποφόρτιση της SLC cache και θερμική ισορροπία. Οι εκδόσεις των εργαλείων ήταν PCMark 10 Storage Full UI 2.2.2737 με SystemInfo 5.86.1375 και Storage test 1.0, AS SSD 2.0.7316, CrystalDiskMark 8.0.6 x64 (5 passes, 1 GiB) και SPECworkstation 4.0.0. Η επικύρωση των αποτελεσμάτων γινόταν με αποθήκευση screenshots και του αναλυτικού PCMark 10 report σε κατάσταση VALID, με καταγραφή Score, Bandwidth και Average Access Time, και επανάληψη του run αν εντοπιζόταν background spike. Στο δεύτερο μέρους του review (σε πλατφόρμα PCIe 5.0) θα παρουσιαστεί ξεχωριστός πίνακας “Gen5 Testbed” και θα ακολουθηθεί η ίδια ροή, με προσθήκη δοκιμών sustained write/thermal και μεγάλων αντιγραφών 50–200 GB για πλήρη αποτύπωση της SLC cache και τυχόν θερμικής μείωσης σε Gen5. Αποτελέσματα — Μέρος Α: PCIe 4.0 Πριν περάσουμε στα νούμερα, υπενθυμίζεται ότι το Samsung 9100 PRO 4TB δοκιμάστηκε σε υποδοχή M.2 PCIe 4.0 x4 της MSI PRO Z690‑A DDR4, άρα τα sequential περιορίζονται από το interface· στόχος του παρόντος μέρους είναι να αποτυπωθεί η συμπεριφορά του drive ως Gen5 μοντέλο σε Gen4 περιβάλλον, με έμφαση στη συνέπεια, τα latencies και την απόδοση σε περιβάλλον "παραγωγής". CrystalDiskMark Στο CrystalDiskMark ο 9100 PRO δείχνει αμέσως ότι «μένει» από δίαυλο πριν μείνει από ανάσα. Τα 7.11 GB/s ανάγνωση και 6.97 GB/s εγγραφή στο SEQ1M Q8T1 είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να περιμένεις από μια καλοστημένη Gen4 x4 υλοποίηση στη Z690. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και στο SEQ1M Q1T1, όπου το drive διατηρεί πολύ υψηλή ροή ακόμη και με μία ουρά/ένα νήμα – κάτι που έχει άμεσο αντίκτυπο σε μεγάλα αντίγραφα αρχείων και εγκαταστάσεις παιχνιδιών. Εκεί όμως που φαίνεται ο «χαρακτήρας» του controller είναι στα τυχαία: 638/579 MB/s στο RND4K Q32T1 και, κυρίως, 84.7/235.8 MB/s στο RND4K Q1T1. Το Q1T1 είναι το κοντινότερο στη ρεαλιστική, καθημερινή χρήση ενός desktop και οι τιμές αυτές μαρτυρούν ώριμο firmware και αποτελεσματικό command scheduling. Με απλά λόγια, τα μικρά I/O δεν «μπουκώνουν», οι ουρές αδειάζουν γρήγορα και η αίσθηση στο UI/launcher παραμένει σβέλτη ακόμη και με εφαρμογές να τρέχουν στο παρασκήνιο. AS SSD Το AS SSD είναι παραδοσιακά πιο αυστηρό: εφαρμόζει βαρύτερα μοτίβα πρόσβασης και overhead που ρίχνουν τα «κορυφαία» νούμερα σε σχέση με το CDM. Παρ’ όλα αυτά, ο 9100 PRO κρατά 5.72/5.82 GB/s στα sequential, δηλαδή ακριβώς εκεί που θα περίμενες έναν Gen5 δίσκο όταν τον περιορίζεις σε Gen4. Τα πραγματικά διαμάντια του AS SSD είναι τα latency metrics: 0.018 ms στο read και 0.024 ms στο write. Τέτοιοι χρόνοι πρόσβασης συναντώνται μόνο σε κορυφαίες υλοποιήσεις και μεταφράζονται σε «κοφτή» ανταπόκριση στις μικρές, διάσπαρτες προσβάσεις που γεμίζουν κάθε session. Το 4K‑64Thrd στους 3,132/3,563 MB/s δείχνει ότι ο controller της Samsung διαχειρίζεται άψογα τον παραλληλισμό όταν ανεβαίνουν τα νήματα και τα queue depths, χωρίς περίεργες πτώσεις ή jitter – ένδειξη καλής ποιότητας υπηρεσίας (QoS) και σταθερού firmware. PCMark 10 Storage Full Εκεί όπου τα συνθετικά δίνουν το «ταβάνι», το PCMark 10 δείχνει πώς συμπεριφέρεται ο δίσκος σε πραγματικές εργασίες για πάνω από μία ώρα συνεχόμενου φόρτου. Με 3,370 πόντους, 520.01 MB/s effective bandwidth και 48 μs average access time (VALID run), ο 9100 PRO τοποθετείται στο άνω άκρο αυτού που βλέπουμε συνήθως από Gen5 drives όταν τρέχουν σε Gen4 slots. Στις δημιουργικές εργασίες (εξαγωγές πολυμέσων, εργασίες με μεγάλα projects), το υψηλό sequential του βοηθά να κρατά ρυθμό· στα gaming traces (εγκαταστάσεις/updates/φόρτωμα level) το δυνατό Q1T1 write του περιορίζει τα μικρο-stop, ενώ στα καθημερινά (launch εφαρμογών, browsing cache, office) το χαμηλό latency διατηρεί την απόκριση σταθερά αμεσότατη. Σημαντικότερο: η συμπεριφορά παραμένει συνεπής σε όλο το run, χωρίς θερμικές διακυμάνσεις ή περίεργες «βουτιές», κάτι που προδιαθέτει θετικά για την αντοχή του ακόμη και χωρίς dedicated ανεμιστήρι επάνω στο M.2. NVIDIA GeForce RTX 3070 LHR video card benchmark result - Intel Core i5-12600K Processor,Micro-Star International Co., Ltd. PRO Z690-A DDR4(MS-7D25) WWW.3DMARK.COM SPECworkstation 4 Το SPECworkstation 4 είναι ένα benchmark σχεδιασμένο για την αξιολόγηση σταθμών εργασίας με πραγματικά φορτία από επαγγελματικές εφαρμογές, όπως media & entertainment, CAD/engineering, life sciences και χρηματοοικονομική ανάλυση. Οι δοκιμές του εστιάζουν στην απόδοση του συστήματος αποθήκευσης σε σενάρια έντονης τυχαίας και συνεχούς πρόσβασης, προσφέροντας ρεαλιστική εικόνα της συμπεριφοράς του SSD σε απαιτητικό επαγγελματικό περιβάλλον. Στο review μας του Samsung P9100 4TB αξιοποιούμε το SPECworkstation 4 (ενότητα WPCstorage) για να αποτυπώσουμε την «πρακτική» συμπεριφορά του SSD σε πραγματικά ίχνη εργασίας, πέρα από τα κλασικά συνθετικά benchmarks. Το WPCstorage αναπαράγει patterns από εφαρμογές όπως 7‑Zip, HandBrake, Autodesk 3ds Max/Maya και developer/build ροές, αποδίδοντας SPEC ratios έναντι μιας reference διάταξης όπου 1.0 είναι η βάση. Έτσι φαίνεται καθαρά πού υπερέχει ο δίσκος σε workloads ευαίσθητα σε καθυστερήσεις (latency‑sensitive) και σε σενάρια μικτών αναγνώσεων/εγγραφών (mixed I/O). Τα αποτελέσματα συμπληρώνουν ιδανικά τα PCMark 10, CrystalDiskMark και AS SSD, αναδεικνύοντας QoS, συνέπεια και θερμική σταθερότητα σε πραγματικές εργασίες workstation. Με βάση τα αποτελέσματα του WPCstorage για το Samsung P9100 4TB, το συνολικό Storage SPEC ratio ήταν 1.85, δηλαδή περίπου 85% υψηλότερη απόδοση από το baseline του SPEC σε πραγματικά ίχνη εργασίας αποθήκευσης. Ο δίσκος έδειξε ιδιαίτερα δυνατή συμπεριφορά σε δημιουργικά και αναπτυξιακά σενάρια, με κορυφαίες επιδόσεις στα ίχνη Maya (3.20), MCAD (2.53), MayaVenice (2.47), MozillaVS (2.34) και HandBrake (2.14), επιβεβαιώνοντας την ικανότητά του να διαχειρίζεται αποδοτικά mixed I/O και latency‑sensitive φορτία. Πολύ καλές επιδόσεις καταγράφηκαν και στα 3ds Max (1.93) και ccx (1.88), ενώ πιο «μετρημένα» ήταν τα αποτελέσματα σε ίχνη όπως MandE (1.06), 7‑Zip (1.26), Energy (1.30), CFD (1.54) και ProdDev (1.70), όπου ο περιορισμός οφείλεται συχνά στην CPU ή σε patterns πρόσβασης που δεν αξιοποιούν πλήρως το μεγάλο sequential bandwidth και την SLC cache. Συνολικά, η εικόνα που προκύπτει είναι ενός SSD με ισχυρό latency profile, σταθερό QoS και πολύ καλή συμπεριφορά σε πραγματικές εργασίες workstation, επιβεβαιώνοντας τα συμπεράσματα του υπόλοιπου review. Κατανάλωση Στα επίσημα τεχνικά χαρακτηριστικά, η Samsung δίνει για το 9100 PRO 4TB τυπική ενεργή κατανάλωση περίπου 9,0 W σε ανάγνωση και 8,2 W σε εγγραφή, ενώ σε κατάσταση αναμονής (Device Sleep, L1.2) πέφτει στα ~6,5 mW / ~5,7 mW αντίστοιχα. Αυτές οι τιμές το τοποθετούν στο αναμενόμενο φάσμα για κορυφαίο high‑end NVMe, είτε μιλάμε για Gen4 είτε για Gen5 SSDs. Στις δοκιμές του παρόντος review δεν χρησιμοποιήθηκε καμία ψύκτρα SSD — το drive λειτούργησε εντελώς «γυμνό», τοποθετημένο απευθείας στην υποδοχή M.2 PCIe 4.0 x4 της MSI PRO Z690‑A DDR4, και βασίστηκε αποκλειστικά στο airflow του Corsair 220T για την απαγωγή θερμότητας. Ακόμη και έτσι, η θερμική συμπεριφορά του παρέμεινε σταθερή σε όλα τα workloads, χωρίς ένδειξη θερμικού throttling. Σε πραγματική χρήση desktop, η κατανάλωση αυτού του επιπέδου δεν διαφοροποιεί ουσιαστικά την επιλογή, καθώς η συνολική κατανάλωση του συστήματος είναι πολλαπλάσια και η διαφορά 1–2 Watt μεταξύ high‑end NVMe σπάνια επηρεάζει τον θερμικό ή ενεργειακό σχεδιασμό. Επιπλέον, η ταχύτητα ολοκλήρωσης των εργασιών σημαίνει ότι ο 9100 PRO περνά γρήγορα από πλήρες φορτίο σε χαμηλά idle states, μειώνοντας τον μέσο ημερήσιο ενεργειακό αντίκτυπο. Με λίγα λόγια, η κατανάλωσή του είναι τυπική για την κατηγορία: ούτε εξαιρετικά χαμηλή ούτε προβληματική, και σε συνδυασμό με την καλή θερμική συμπεριφορά του, εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ επιδόσεων και ενεργειακής διαχείρισης — ακόμη και χωρίς καμία επιπλέον ψύξη. Σύγκριση με Kioxia Exceria Plus G4 Στην ενότητα αυτή, ο Samsung 9100 PRO 4TB και ο Kioxia Exceria Plus G4 τοποθετούνται στο ίδιο σύστημα (MSI PRO Z690-A DDR4, M.2 PCIe 4.0 x4), με κοινό πρωτόκολλο μετρήσεων και ίδιες εκδόσεις εργαλείων, ώστε να φανεί πώς συμπεριφέρονται στην πράξη όταν περιορίζονται από Gen4 — ένα σενάριο ιδιαίτερα ρεαλιστικό για πολλές σύγχρονες διαμορφώσεις. Benchmark / Μετρική Samsung 9100 PRO 4TB Kioxia Exceria Plus G4 PCMark 10 Storage Full — Score 3,370 2,946 PCMark 10 Storage Full — Bandwidth 520.01MB/s 455.39MB/s PCMark 10 Storage Full — Avg. Access Time 48µs 55µs CrystalDiskMark — SEQ1M Q8T1 Read/Write 7,108.66 / 6,970.40MB/s 6,913.39 / 6,780.00MB/s CrystalDiskMark — RND4K Q1T1 Read/Write 84.67 / 235.81MB/s 68.21 / 200.64MB/s AS SSD — Sequential Read/Write 5,721 / 5,819MB/s 4,939.80 / 5,455.39MB/s AS SSD — 4K-64Thrd Read/Write 3,132.61 / 3,562.75MB/s 2,444.53 / 3,035.92MB/s AS SSD — Access Time Read/Write 0.018 / 0.024ms 0.025 / 0.029ms Η διαφορά κατηγορίας και κόστους μεταξύ των δύο μοντέλων είναι σαφής και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πριν εξαχθούν συμπεράσματα. Ο Samsung 9100 PRO στοχεύει το high-end της κατηγορίας PCIe 5.0 x4, με κορυφαίες ονομαστικές επιδόσεις (έως 14,800/13,400 MB/s) και, στην έκδοση 4TB που δοκιμάζουμε, τοποθετείται σε σημαντικά υψηλότερη τιμή. Αντίθετα, ο Kioxia Exceria Plus G4 απευθύνεται περισσότερο σε όσους αναζητούν την καλύτερη δυνατή σχέση τιμής/απόδοσης στο ίδιο interface· οι ονομαστικές επιδόσεις του είναι χαμηλότερες (τυπικά έως 10,000/8,200 MB/s στις 2TB εκδόσεις) και η τιμή του για τα 2TB είναι αισθητά χαμηλότερη. Η σύγκριση, λοιπόν, παραμένει δίκαιη εφόσον γνωρίζουμε ότι πρόκειται για προϊόντα διαφορετικών κατηγοριών και δεν τη θεωρούμε “ισάξια” μονομαχία. Κρατώντας σταθερές τις παραμέτρους του συστήματος δοκιμής, εξαλείφουμε τις διαφοροποιήσεις λόγω υλικού, οπότε το ερώτημα “ποιο αποδίδει καλύτερα στο ίδιο περιβάλλον” είναι απολύτως θεμιτό: ο 9100 PRO είναι η επιλογή απόλυτης επίδοσης για την κορυφαία κατηγορία, ενώ ο Exceria Plus G4 αποτελεί ιδιαίτερα ανταγωνιστική πρόταση στην budget κατηγορία. Η εικόνα αυτή δεν αποτυπώνεται μόνο στα συνθετικά benchmarks, αλλά επιβεβαιώνεται και σε πραγματικά workstation workloads μέσα από το SPECworkstation 4 (WPCstorage), όπου το 9100 PRO δείχνει τη δύναμή του σε απαιτητικά ίχνη δημιουργίας περιεχομένου και ανάπτυξης. Εν Κατακλείδι Το πρώτο σκέλος του review δείχνει ξεκάθαρα ότι το 9100 PRO δεν «πουλάει» μόνο κορυφές στα χαρτιά. Ακόμη και περιορισμένο από τον δίαυλο του PCIe 4.0, ακουμπά το θεωρητικό όριο στα sequential, κρατά εξαιρετικά χαμηλά latencies και, κυρίως, αποδίδει υποδειγματικά στα ίχνη πραγματικής χρήσης του PCMark 10 με υψηλό effective bandwidth και σταθερή συμπεριφορά σε όλη τη διάρκεια του run. Με απλά λόγια: η αίσθηση στο desktop είναι άμεση, τα installs/updates κυλούν γρήγορα και τα δημιουργικά workloads δεν «σπάνε» ρυθμό – χωρίς να απαιτείται επιθετική ψύξη ή ειδική μεταχείριση. Αυτή η εικόνα ταιριάζει με το positioning της Samsung για τη νέα ναυαρχίδα της: ένα Gen5 drive που δεν στηρίζεται μόνο σε κορυφαίους αριθμούς, αλλά σε ώριμο firmware και συνεπή ποιότητα υπηρεσίας (QoS). Αν το ζητούμενο είναι η απόλυτη εμπειρία σε σύγχρονο σύστημα, το 9100 PRO θέτει ισχυρό θεμέλιο ήδη από το Gen4 περιβάλλον και προϊδεάζει για ουσιαστικό περιθώριο όταν περάσει σε native PCIe 5.0. Τι ακολουθεί Στο δεύτερο μέρος, με native PCIe 5.0 testbed, θα δούμε αν οι ονομαστικές ταχύτητες των 14.8/13.4 GB/s μεταφράζονται σε μετρήσιμα κέρδη και πέρα από τα συνθετικά: μεγάλα αντίγραφα 50–200 GB, sustained write και πλήρης θερμική χαρτογράφηση θα δείξουν πού ακριβώς ο 9100 PRO αποκτά ουσία έναντι των κορυφαίων Gen4/Gen5 λύσεων. Αν το προοίμιο του Gen4 είναι ένδειξη, το ενδιαφέρον βρίσκεται λιγότερο στο «πόσο ψηλά πάει» και περισσότερο στο «πόσο σταθερά μένει εκεί». Συνοψίζοντας λοιπόν, αναφορικά με το Samsung 9100 PRO έχουμε τα εξής: Ο καλός Αγγίζει το ταβάνι του PCIe 4.0 στα sequential χωρίς προσπάθεια. Πολύ χαμηλά latencies και δυνατά RND4K Q1T1, που μεταφράζονται σε άμεση αίσθηση στο desktop, γρήγορα installs/updates και γρήγορα game loads. Σταθερή συμπεριφορά σε trace‑based workloads (PCMark 10): υψηλό effective bandwidth, χαμηλός μέσος χρόνος πρόσβασης, χωρίς «βουτιές» κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Ομαλή κλιμάκωση σε πολυνήματη τυχαία πρόσβαση (4K‑64Thrd), ένδειξη ώριμου firmware/QoS. Εντυπωσιακή απόδοση και στο SPECworkstation 4 (Storage SPEC ratio 1.85), με κορυφές σε DCC/CAD/dev ίχνη όπως Maya, MCAD, MozillaVS και HandBrake, επιβεβαιώνοντας τη δύναμή του σε απαιτητικά workstation περιβάλλοντα. Καλή θερμική συμπεριφορά, χωρίς ανάγκη για επιθετική ψύξη. Ο Κακός Το παρόν σκέλος είναι Gen4‑limited, δεν βλέπουμε το πλήρες headroom του σε PCIe 5.0, ειδικά στα πολύ υψηλά sequential και στα sustained σενάρια. Η έκδοση 4TB ανήκει σε υψηλότερο price tier· δεν είναι «value» επιλογή ανά GB για όλους. Σε παρατεταμένα, πολύ μεγάλα writes αναμένουμε (με βάση τη φιλοσοφία TurboWrite 2.0) να μη στοχεύει ρεκόρ σε σταθερές συνθήκες μετά την εξάντληση της SLC cache, αλλά σταθερότητα. Ο Αδιάφορος Το λογισμικό Magician είναι χρήσιμο (FW, diagnostics, OP), αλλά δεν προσθέτει κάτι «game‑changing» στις επιδόσεις. Η συσκευασία είναι μινιμαλιστική και χωρίς heatsink· αναμενόμενο για την κατηγορία, απλώς δεν προσφέρει extra αξία στο κουτί. Η κατανάλωση είναι τυπική για high‑end NVMe· δεν διαφοροποιεί ουσιαστικά την επιλογή για χρήση σε desktop. Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, η βαθμολογία του Samsung 9100 PRO 4 Tb είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε την Samsung Memory για την ευγενική παραχώρηση του δείγματος
    2 points
  8. Η Elgato πριν λίγες ημέρες αποκάλυψε την Game Capture 4KS, η οποία αποτελεί μια πολυαναμενόμενη αναβάθμιση της Elgato HD60 X και πλέον μπορεί να καταγράφει βίντεο σε 4K 60fps, χωρίς να απαιτείται χρήση εσωτερικής κάρτας PCIe, που προϋποθέτει να έχει ο χρήστης, σταθερό υπολογιστή. Η Elgato είναι εδώ και αρκετά χρόνια, ο πιο δημοφιλής κατασκευαστής εξοπλισμού για streaming, προσφέροντας επαγγελματικού επιπέδου hardware σε πιο προσιτές τιμές. Η σειρά των capture cards της, αποτελεί σταθερή αξία εδώ και χρόνια, αλλά τώρα, η σειρά ανανεώνεται με το Game Capture 4KS η οποία προσφέρει δυνατότητες εγγραφής σε 4K/60 και υψηλά framerates, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσετε επιπλέον εξαρτήματα, εσωτερικά στο PC σας. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμο για όσους θέλουν να κάνουν stream ή καταγραφή video εν κινήσει και δεν θέλουν να επενδύσουν σε πιο ογκώδη και ακριβό εξοπλισμό όπως ένα high end desktop PC. Η 4KS αντικαθιστά ουσιαστικά το HD60 X στη σειρά της Elgato, και ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά στα τεχνικά χαρακτηριστικά, βλέπουμε κάποιες διαφορές από το προηγούμενο μοντέλο. Εδώ βλέπουμε το unboxing της συσκευασίας, και το τι παρέχει τελικά η Elgato στον τελικό χρήστη. Όπως βλέπουμε έχουμε μία μικρή μινιμαλιστική συσκευασία, με υλικά συσκευασίας φιλικά προς το περιβάλλον, όπως όλα τα προϊόντα της εταιρίας εδώ και κάποια χρόνια. 4ks unbox.mp4 Τεχνικά χαρακτηριστικά: Μέγιστες Αναλύσεις καταγραφής: 2160p60, 1440p144, 1080p240 Είσοδος HDMI: HDMI 2.0 (χωρίς κρυπτογράφηση) Έξοδος HDMI: HDMI 2.0 (no lag - passthrough) Σύνδεση: USB-C 3.2 Gen1 (5Gbps), είσοδος ήχου 3.5mm Χαρακτηριστικά: VRR passthrough, HDR10 passthrough μέχρι 1080p60 Εγγύηση: 2 έτη Διαστάσεις: 72 x 112 x 17 mm (Β x Π x Υ) Βάρος: 91 γραμμάρια Περιεχόμενα συσκευασίας: Elgato Game Capture 4K X, καλώδιο USB-C-to-C 1.5m και καλώδιο HDMI 2.0 1.5m. Εφόσον πρόκειται για USB capture card, που σημαίνει ότι είναι συσκευή UVC, έχει συμβατότητα με Windows, Mac OS και iOS για iPad. Τιμή: Προς το παρόν το προϊόν υπάρχει μόνο στο site της Elgato και η τιμή του είναι στα €179.99. Απαιτήσεις συστήματος Λειτουργικό σύστημα: Windows 11 (64-bit), macOS 13, iPadOS 18 ή νεότερο CPU: Intel Core i5 8000 ή καλύτερο, AMD Ryzen 5 ή καλύτερο GPU: Nvidia GeForce GTX 10-series ή νεότερη Θύρες: USB 3.2 Gen 1 5Gbps Σχεδιασμός: Η Elgato Game Capture 4KS στεγάζεται σε ένα μικρό πλαστικό κέλυφος, με λαστιχένια ποδαράκια στη βάση του ώστε να μη γλιστρά στο γραφείο του χρήστη. Οπτικά, έχει το ίδιο σώμα και θύρες με τον προκάτοχο HD60X, αλλά και το μεγάλο αδελφό την 4ΚΧ, έχοντας όμως διαφορές στα χαρακτηριστικά. Παρακάτω σας παραθέτω φωτογραφίες με την 4KS και 4KX (και την εσωτερική 4Κ pro) για σύγκριση όπως και σύγκριση των διαφορών στα χαρακτηριστικά τους. Διαθέτει δύο θύρες HDMI 2.0, που σας επιτρέπουν να κάνετε streaming έως 4K στα 60Hz ή 1080p στα 240Hz – μια σημαντική αναβάθμιση από την HD60X, η οποία περιοριζόταν σε 4K στα 30Hz. Επίσης, υποστηρίζεται passthrough σε 4K 60Hz, ιδανικό για χρήση με streaming PC χωρίς καθυστερήσεις. Περιλαμβάνεται και έξοδος ακουστικών 3.5mm για ακρόαση χωρίς καθυστερήσεις. Η συσκευή τροφοδοτείται μέσω θύρας USB 3.0 (Type-C), και η Elgato περιλαμβάνει δύο καλώδια στη συσκευασία – ένα USB-C σε USB-C και ένα HDMI 2.0. Και τα δύο είναι braided καλώδια υψηλής ποιότητας . Εφόσον λοιπόν η συσκευή τροφοδοτείται απο το USB-C, κάνει την κάρτα απολύτως φορητή εφόσον μπορεί ο χρήστης να την συνδέσει σε ενα laptop με χρήση μπαταρίας. Άρα δίνεται η δυνατότητα καταγραφής ακόμα και σε εξωτερικούς χώρους. Μοναδικό μειονέκτημα: περιλαμβάνεται μόνο ένα καλώδιο HDMI 2.0. Αν σκοπεύετε να χρησιμοποιήσετε το passthrough προς την οθόνη σας, θα χρειαστεί να αγοράσετε ένα επιπλέον καλώδιο HDMI 2.0 Δυνατότητες: Η Elgato Game Capture 4KS υποστηρίζει πληθώρα αναλύσεων και framerates, καθιστώντας την συμβατή με πολλές συσκευές, όπως PS5, Xbox Series X, Nintendo Switch 2, Steam Deck, και άλλα. Η Elgato αναφέρει πως είναι "Plug & Play", αν και χρειάζεται πρώτα να εγκατασταθεί η εφαρμογή καταγραφής της Elgato, αν τελικά δεν κάνετε χρήση κάποιου ελεύθερου προγράμματος καταγραφής/streaming όπως το OBS. Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε τις διαφορές της 4KS με την παλαιότερη HD60X. Την δοκίμασα με το gaming PC μου μέσω HDMI εξόδου, συνδεδεμένη με USB-C στον υπολογιστή μου. Δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα, καθώς το εν λόγω PC είναι υψηλών προδιαγραφών, και στημένο από πριν για αυτή τη δουλειά, που καθημερινά χρησιμοποιώ εδώ και 2 χρόνια περίπου την 4KX, επίσης χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι εταιρίες έχουν κάνει βήματα προς τα εμπρός στην λειτουργία των νέων καρτών, καθώς πριν χρόνια (χρησιμοποιώ capture cards από το 2019) είχα σχετικά συχνά διάφορα προβλήματα με την εικόνα ή και την αναγνώριση της συσκευής ενίοτε. Κάτι που ίσως να φανεί ως παράλειψη, καθώς υπήρχε σε παλιότερες κάρτες όπως η 4K 60 mk2, είναι η μη δυνατότητα απόδοσης εικόνας της κάρτας σε 2 εφαρμογές ταυτόχρονα. Εδώ να αναφέρουμε, αν και δεν έχουμε το προϊόν για να το δοκιμάσουμε, ότι η κάρτα της δοκιμής για τους χρήστες κονσολών μπορεί να συνδυαστεί με το Chat link pro της Elgato. Η συγκεκριμένη συσκευή χρησιμεύει για να συνδέσει κάποιος το gaming headset του στην συσκευή πάνω στο chat link pro, το οποίο με τη σειρά του συνδέεται στην είσοδο ήχου που έχει η 4KS στο εμπρόσθιο μέρος της. Έτσι μπορεί να καταγράψει μαζί με το gameplay του και το chat που πιθανόν να συμμετέχει αν μιλάμε για online παιχνίδι. Το κόστος της συσκευής της Elgato είναι στα 20 ευρώ στο site του κατασκευαστή, αλλά στην ελληνική αγορά η τιμή της ανέρχεται στα 33 ευρώ περίπου. Λογισμικό: Η εφαρμογή Elgato Studio είναι απλή στη χρήση και εγκαθίσταται γρήγορα. Είναι κατάλληλη για τοπική καταγραφή ή καταγραφή στιγμιοτύπων. Ωστόσο, δεν προτείνεται για παιχνίδι απευθείας από το παράθυρό της, καθώς υπάρχει μικρή καθυστέρηση (lag). Στο test με το Mortal Kombat 1, υπήρχε εμφανής καθυστέρηση σε σχέση με τις κινήσεις που γίνονταν από το χειριστήριο. Να αναφέρουμε επίσης ότι η 4KX χρησιμοποιεί άλλο πρόγραμμα για την καταγραφή, το Elgato 4k Capture Utility. Kατά την πρώτη χρήση θα μας ζητηθεί να κάνουμε αναβάθμιση στο τελευταίο υλικολογισμικό της κάρτας (firmware). Προτείνεται να γίνεται σε κάθε περίπτωση καθώς περιέχει διορθώσεις και βελτιώσεις κατά τη χρήση της κάρτας από το χρήστη. Η πρώτη φωτογραφία πιο κάτω δείχνει ακριβώς αυτή τη διαδικασία. Για ταυτόχρονο παιχνίδι και καταγραφή, προτείνεται η χρήση passthrough προς την οθόνη μέσω δεύτερου HDMI καλωδίου, το οποίο λειτούργησε χωρίς κανένα πρόβλημα, ακόμη και σε απαιτητικά παιχνίδια shooting πρώτου προσώπου. Η δοκιμή απλά, έγινε μόνο για το review, καθώς το κανονικό σενάριό μου είναι εφόσον είμαι με PC, να γίνεται monitor clone η βασική μου οθόνη στην capture card που είναι συνδεδεμένη με HDMI στην κάρτα γραφικών. Εκεί εφόσον το παιχνίδι είναι fullscreen exclusive δεν υπάρχει θέμα καθυστέρησης. To κακό του Elgato studio είναι ότι δεν βρήκα τρόπο να κάνω ρύθμιση στην εφαρμογή για τι bitrate θα χρησιμοποιηθεί για την εγγραφή, ενω στο 4K capture utility υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Ως εκ τούτου η εγγραφή που έκανα είχε 250000 bitrate που δεν είναι καθόλου βολικό γιατί κάνει τα αρχεία καταγραφής μεγάλα σε μέγεθος. Με το OBS και το πρόγραμμα που χρησιμοποιεί η 4ΚΧ μπορεί ο χρήστης να ορίσει το bitrate έτσι ώστε να γλυτώσει αρκετό χώρο στο δίσκο του, δίχως να έχει μεγάλη απώλεια ποιότητας. Γενικά μοιάζει πιο απλοϊκό πρόγραμμα σε σχέση με το 4K capture utility. Παρακάτω παραθέτω κάποια screenshot από το εν λόγω πρόγραμμα: Επιπλέον, το λογισμικό συνεργάζεται άψογα με άλλες συσκευές της Elgato, όπως το Stream Deck, όπου μπορείτε να ορίσετε συντομεύσεις για εγγραφή ή screenshots. Η Elgato 4KS λειτούργησε άψογα με το OBS σε διάφορες συσκευές και εισόδους. Το μόνο που χρειάζεται είναι να την προσθέσετε ως συσκευή καταγραφής βίντεο (στα αγγλικά αναγράφεται ως Video Capture Device). Για stream σε υψηλά framerates, βεβαιωθείτε πως η πλατφόρμα streaming που χρησιμοποιείτε (Twitch, YouTube κτλ.) το υποστηρίζει. Παρακάτω θα δείτε δείγματα των καταγραφών απο το Elgato Studio, αλλά και από το OBS. Elgato Studio: elgato.mp4 OBS: obs.mp4 HDR10 και VRR: Σύνδεσα το PlayStation 5 ενός φίλου, γιατι δεν έχω στην κατοχή μου κάποια κονσόλα, (PC Master Race μόνο! ) με το Elgato 4KS και δοκίμασα κάποια παιχνίδια. Το Forza Horizon 5 έδειχνε εκπληκτικό με HDR10, ενώ το Call of duty καταγράφηκε άψογα στα 120Hz χωρίς προβλήματα και χωρίς να χρειαστεί ιδιαίτερες ρυθμίσεις. Το VRR λοιπόν λειτούργησε όπως θα το περιμέναμε και η κίνηση σε γρήγορες σκηνές δράσης δεν παρουσίασε tearing σε όποιο παιχνίδι δοκίμασα στα 144Hz. Δυστυχώς τα 240Hz της οθόνης μου δεν μπόρεσα να τα αξιοποιήσω καθώς για να δουλέψει με την capture card θα έπρεπε να ρίξω την ανάλυση στα 1080p, κάτι που δεν θεώρησα ιδιαίτερα χρήσιμο, και προτίμησα το 1440p/144Hz. Ακόμα και η 4KX που έχω στην κατοχή μου, ως κύρια capture card, δεν υποστηρίζει 4k/240Hz αλλά 4Κ/144Hz. Αξίζει η αγορά; - Αγοραστικό κοινό H Elgato Game Capture 4KS είναι η πιο οικονομική πρόταση της Elgato αλλά είναι και πιο οικονομική από ανταγωνιστικά προϊόντα όπως το AverMedia LiveGamer GC553, προσφέροντας παρόμοια χαρακτηριστικά. Αν έχετε ήδη συσκευές Elgato, άρα είστε ήδη στο οικοσύστημα της εταιρίας τότε η επιλογή είναι αυτονόητη. Άρα με την εμπειρία που έχει η Elgato στον τομέα και το value for money που δίνει η συσκευή είναι δύσκολο να μην την προτείνει κάποιος αν ο υποψήφιος αγοραστής ψάχνει για προϊόν σε αυτή την κατηγορία. Το μόνο θέμα σε εισαγωγικά, είναι ότι εφόσον οι υπολογιστές έχουν γίνει τόσο δυνατοί πια και οι κάρτες γραφικών έχουν εξελίξει τόσο τους encoders τους, οι πιθανοί αγοραστές πια είναι πολύ λιγότεροι από ότι πριν 5-8 χρόνια ας πούμε που τότε αν κάποιος ήθελε καλό αποτέλεσμα στο stream ή στην καταγραφή του, οι κάρτες αυτές ήταν τότε μονόδρομος. Ειδικά στην ελληνική αγορά, που οι επαγγελματίες content creators είναι πολύ λιγότεροι, από ότι στην Αμερικανική αγορά ας πούμε. Άρα στην τελική το αν αξίζει η αγορά ή όχι εξαρτάται από τα στάνταρ του καθενός ή το πόσο enthusiast είναι στην τελική. Εδώ να αναφερθούμε και στον αντίλογο της παραπάνω παραγράφου: οι κάρτες αυτές δίνουν τη δυνατότητα σε λάτρεις επιδόσεων όπως ο γραφών, να μην χάνουν οι υπολογιστές, επιδόσεις κατα τη διάρκεια της διαδικασίας streaming ή καταγραφής του gameplay. Η χρήση επεξεργαστή ή κάρτας γραφικών ενώ για το μεγαλύτερο ποσοστό των content creators είναι παραπάνω απο αποδεκτό το αποτέλεσμα, δυστυχώς ρίχνει επιδόσεις σε σχέση με το να έπαιζε ο χρήστης απλα το παιχνίδι, ειδικά αν μιλάμε για μεγάλες αναλύσεις όπως 4Κ και 1440p. Τα παραπάνω δεν ισχύουν ιδιαίτερα σε χρήση κονσόλας, εφόσον το stream απο κονσόλα χωρίς capture device είναι πολυ περιορισμένο και όσον αφορά την ποιότητα και όσον αφορά την παραμετροποίηση του περιεχομένου που μπορεί ο χρήστης να στείλει στις όποιες πλατφόρμες υποστηρίζονται εγγενώς απο τις κονσόλες. Άρα καταλαβαίνουμε ότι για χρήστες κονσολών η αγορά μίας τέτοιας συσκευής είναι μονόδρομος, καθώς το περιεχόμενο που μπορεί να παρουσιάσει ο creator, σε σχέση με την μη ύπαρξη capture card είναι πολυ υποδεέστερος. Εν κατακλείδι: Η 4KS είναι η αναβάθμιση που έλειπε από την HD60 X, δίνοντας το πολυπόθητο 4Κ 60Hz. Αποτελεί βασικό εργαλείο για οποιοδήποτε streaming setup, ειδικά αν θέλετε να καταγράψετε σε φορητό υπολογιστή αλλά και να δώσετε εικόνα από εξωτερικές συσκευές μέσω HDMI. Είναι ανταγωνιστική και οικονομική, καθιστώντας την ιδανική επιλογή για streamers και δημιουργούς περιεχομένου που δεν θέλουν να προσθέσουν επιπλέον κάρτες, άρα και πιθανές ασυμβατότητες, στο σύστημά τους. Εδώ να ευχαριστήσουμε την Elgato, που μας έστειλε την capture card δωρεάν, για να μπορέσουμε να το δοκιμάσουμε και να σας δώσουμε τη ειλικρινή άποψή μας για το προϊόν. - Plug and play χωρίς ιδιαίτερες ρυθμίσεις - Χρήση απο φορητούς υπολογιστές χωρίς χρήση τροφοδοσίας - Τιμή σε σχέση με τον ανταγωνισμό - Άψογη συμπεριφορά καταγραφής και stream - Passthrough χωρίς καθυστερήσεις - Υποστήριξη ανάλυσης 4Κ 60Hz - Διατήρηση επιδόσεων στο Gaming PC κατά τη χρήση - Παραμετροποίηση και αναβάθμιση ποιότητας και περιεχομένου για streaming απο gaming consoles - Υποστήριξη υψηλών framerates σε αναλύσεις 1080p και 1440p - Παρέχεται μόνο ενα HDMI καλώδιο - Λείπει η δυνατότητα υψηλών framerate σε ανάλυση 4Κ (υπάρχει στο μοντέλο 4ΚΧ) - Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε 2 εφαρμογές ταυτόχρονα - Μειωμένα σενάρια χρήσης εξαιτίας των αυξανόμένων δυνατοτήτων στους encoders καρτών γραφικών  TheLAB.GR
    1 point
This leaderboard is set to Athens/GMT+03:00
×
×
  • Δημιουργία...

Important Information

Ο ιστότοπος theLab.gr χρησιμοποιεί cookies για να διασφαλίσει την καλύτερη εμπειρία σας κατά την περιήγηση. Μπορείτε να προσαρμόσετε τις ρυθμίσεις των cookies σας , διαφορετικά θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει για να συνεχίσετε.